Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

                                      ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ


                                                                      ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Όσοι ασχολούνται με τη γλώσσα, την οποιαδήποτε γλώσσα, πολλώ δε μάλλον με την ελληνική, η οποία λόγω της μακραίωνης ιστορίας της και του αριθμού των διαλέκτων και των ιδιωμάτων που την συμπληρώνουν, καθίσταται αχανής, διαπιστώνουν ότι τα λεξικά δεν αρκούν για να την αποτυπώσουν, να τη διασώσουν και, εν τέλει, να την καταστήσουν απόλυτα προσβάσιμη για τον μελετητή. Ο τελευταίος διαπιστώνει ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα λεξικά από μόνα τους δεν επιτρέπουν την κατανόηση της γλώσσας, καθώς οι λέξεις είτε αποκτούν μεταφορική/ποιητική σημασία, διαφορετική από την κυριολεκτική/αναφορική, και ότι, ακόμα περισσότερο, υπάρχουν φράσεις των οποίων η κατά λέξη ερμηνεία τους απέχει πόρρω της σημασίας που αυτή έχει σε καθημερινή χρήση, καθώς η ρέουσα γλώσσα τους προσδίδει άλλο περιεχόμενο, διαφορετικό από αυτό που έχει αποδελτιωθεί στα λεξικά για κάθε λέξη χωριστά. Ας σκεφτεί ο αναγνώστης τις φράσεις «μου τη δίνει», «τα πήρα στο κρανίο» ή «κόβω κίνηση», που συχνά χρησιμοποιεί ο Νεοέλληνας για να αποδώσει τη σημασία του «με εκνευρίζει», «εκνευρίστηκα» και «χαζεύω», αντίστοιχα. Οποιαδήποτε προσπάθεια μετάφρασής τους σε άλλη γλώσσα δεν θα αποδώσει τη νοηματική τους αξία, ούτε θα μπορέσει ποτέ ένας φιλομαθής ξένος μελετητής της ελληνικής γλώσσας να τις κατανοήσει κάνοντας χρήση των όποιων χρηστικών λεξικών έχει στη διάθεσή του.

Αναφερόμαστε στους ιδιωτισμούς, που διαμορφώνονται σε μια γλώσσα και που ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στη Νεοελληνική Γραμματική προσδιορίζει ως «εκφράσεις που λέγονται μόνο σ’ αυτή και έχουν πάρει ξεχωριστή σημασία» και υποστηρίζει ότι «…είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα». Ο ίδιος μάλιστα τονίζει ότι πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση των ιδιωτισμών από τους ιδιωματισμούς, οι οποίοι συνιστούν «στοιχεία διαλεκτικά, που συνηθίζονται σε διάφορα ιδιώματα, είναι όμως άγνωστα στην κοινή και δεν πρέπει να γράφονται σ’ αυτήν χωρίς ιδιαίτερο λόγο»[1].

Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Σωκράτης Σκαρτσής, οι ιδιωτισμοί, λόγω του εσωτερικού τους χαρακτήρα, είναι φυσικό να ενυπάρχουν και να λειτουργούν και στο πλαίσιο των ιδιωμάτων (συμπληρώνω: και των διαλέκτων) και επομένως μπορούμε να μιλάμε για ιδιωματικούς ιδιωτισμούς[2]. Επεκτείνοντας τον όρο ιδιωματικός ιδιωτισμός του Σκαρτσή, μπορούμε να κάνουμε λόγο και για διαλεκτικούς ιδιωτισμούς, για όσους τουλάχιστον, όπως ο γράφων, επιμένουν να διαφοροποιούν τις διαλέκτους από τα ιδιώματα. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των όποιων διαφορών, υπάρχουν στον προσδιορισμό των επιστημονικών όρων, οι ιδιωτισμοί διατηρούν τη ζωντάνια της γλώσσας περισσότερο από τις λέξεις ως σύμβολα, γιατί μέσα σ’ αυτούς «ζει» η γλώσσα και αποκαλύπτει τη δύναμη και τη δυναμικής της. Στους ιδιωτισμούς κάθε γλώσσας και κάθε διαλέκτου λανθάνουν η δημιουργική φαντασία (π.χ. «χώνομαι στου βουγιού το κέρατο»), η ποιητική διάθεση (π.χ. «κλαίει τ’ αμπέλι»), τα γλωσσικά παιγνιδίσματα (π.χ. «σκούψι νάψι»), ιστορικά γεγονότα (π.χ. «δε γίνεται ανέ ν-το πει κι Ελενιά από το Κάτω ν-Τυμπάκι»), η συνάντηση πολιτισμών και γλωσσών (π.χ. «Άδικο να βρει τη σόρτε σου», «δε θα τον-ε ξαν(ϊ)δώ το χότζα στο τζαμί»), αλλά και κάθε άλλο στοιχείο που προσδίδει στον όρο γλώσσα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οι τυπικοί ορισμοί της, ως κώδικας επικοινωνίας ή ως σύνολο συμβόλων, αδυνατούν να συμπεριλάβουν. Αποκαλύπτουν δηλαδή την αληθινή φύση της: εκτός από ήχους/σύμβολα διαθέτει και ψυχή που δεν αποτυπώνεται στα λεξικά αλλά ζει, ή καλύτερα ζούσε, στα στόματα των απλών ανθρώπων που βαφτίστηκαν και κολύμπησαν στη γλωσσική κολυμβήθρα του τόπου τους, που ήπιαν και ξεδίψασαν από την «παγάν λαλέουσαν» της ιδιαίτερης πατρίδας τους, από την ίδια που ξεδίψασε ο Σαχλίκης, ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης, που μίλησαν με τους όμοιούς τους, αστειεύτηκαν και συγκρούστηκαν, αγάπησαν κι αγαπήθηκαν, θρήνησαν και τραγούδησαν, εξωτερίκευσαν συναισθήματα, αγωνίες, φόβους, εξιστόρησαν το παρελθόν τους, προσευχήθηκαν και ικέτεψαν τον Θεό, σατίρισαν και σατιρίστηκαν. Αυτοί οι «απλοί άνθρωποι», όπως συνήθως τους χαρακτηρίζουμε, όταν διαπίστωσαν ότι οι λέξεις-σύμβολα δεν αρκούν για να εκφράσουν αυτό που πραγματικά οι ίδιοι αισθάνονται, άρχισαν να παραβιάζουν τη λογική και τους νόμους της γλώσσας και την μετατρέπουν σε εύπλαστη ύλη, δίνοντάς της άλλα σχήματα και νοήματα με μοναδική πηγή έμπνευσης τα στοιχεία που διέθεταν σε αφθονία, τη φύση και τη φαντασία, με την τελευταία να διαμορφώνεται από τη συλλογική μνήμη και το εμπεδωμένο αξιακό σύστημα. Αυτός ο «απλός άνθρωπος» αντικατέστησε το «τίποτα» με το «πράμα», δηλαδή το «μηδέν» με το «κάτι» και με τη «δροσ(ι)ά», δηλαδή τη φρεσκάδα, την απειροελάχιστη σταγόνα νερού, δηλαδή τη ζωή. Ο ίδιος, υποκινούμενος από μια βαθιά εσωτερική γνώση, αντικατέστησε το «κανείς» με το «άθρωπος γεννημένος» ή «άνθρωπος γεννούμενος», γιατί ξέρει ότι εκτός από τον ίδιο και τους όμοιούς του που κυριαρχούν στο χώρο, υπάρχει η φύση – δέντρα, λουλούδια, πουλιά, ζώα, έντομα, ήχοι – ακόμα και οι νεκροί, που κι αυτοί έχουν τη θέση τους στο πολιτισμικό του σύμπαν. Αλήθεια, ποιος δόκιμος ποιητής μπόρεσε να ανυψώσει σε ποίηση τέτοιου επίπεδου μια λέξη;.............



[1] Τριανταφυλλίδης 1941, σ. 197, 198.

[2]Σκαρτσής 1997, σ. 12.

Δεν υπάρχουν σχόλια: