Τοπωνυμική μελέτη του οικισμών
Βορίζα, Λαλουμά και Μεσίσκλι Ηρακλείου
Οι οικισμοί
Τα Βορίζα
οριοθετούνται στις υπώρειες του ανατολικού όγκου του Ψηλορείτη, στην επαρχία
Καινουργίου, στο νομό Ηρακλείου. Στην εδαφική τους περιφέρεια βρίσκονται οι μικρότεροι
οικισμοί Λαλουμάς και Μεσίσκλι. Απέχει από το Ηράκλειο 53
χιλιόμετρα. Οι κάτοικοι του οικισμού συνέβαλαν ποικιλότροπα στους αγώνες της
απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους. Από τα Βορίζα ήταν ο Νικόλαος και
Μανούσος Μαλικούτης, οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Φραγκιάς Λεράτος, ο Γεώργιος
Ρωμάνος, ο Κωνσταντίνος Λέκκας και άλλοι. Την περίοδο του β΄ παγκοσμίου πολέμου
ο οικισμός καταστράφηκε εντελώς από τους γερμανούς κατακτητές σε αντίποινα για
την αντιστασιακή δράση των Βοριζανών.
Πρώτη γραπτή
μνεία του οικισμού Vorisa γίνεται το
1577 από Francesco
Barozzi, (fD23v) στην καστελανία του Castel Nuovo και έκτοτε αναφέρεται με την ίδια γραφή
σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές. Ο Pietro Castrofilaca (K104) τον καταγράφει στα 1583 με 281 κατοίκους, και
ο Francesco Basilicata
το 1630[1]. Στην
τούρκικη απογραφή του 1671 καταγράφεται εσφαλμένα Vrisa με 17 φορολογικά υπόχρεους κατοίκους[2]. Εσφαλμένα
αναγράφεται το όνομα του οικισμού και την αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 ως Voriso[3], με
35 χριστιανικές οικογένειες. Σε αχρονολόγητο τουρκικό έγγραφο αναφέρονται τα
Βορίζα υπό την εποπτεία του πύργου Κοκκινόπουλου
μαζί με τους οικισμούς Πετροκεφάλι, Σκούρβουλα, Κούρτες, Γαλιά και Βέτου.
Το 1881 εντάσσεται
στον νεοϊδρυθέντα δήμο Ζαρού με 547 χριστιανούς κατοίκους, το 1900 αναφέρεται
στον ίδιο δήμο με 610. Το 1920 γίνεται
έδρα της ομώνυμης κοινότητας με 506 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων των οικισμών
Λαλουμάς και Μεσίσκλι. Το 1928 ο οικισμός καταγράφεται με 450, το 1940 με 532, το
1951 με 451 το 1961 με 470, και το 1971 με 494, το 1981 με 628, το 1991 με 575, το 2001 στο Δήμο Ζαρού με 610
με και το 2011 στο Δήμο Φαιστού με 484.
Για την
ερμηνεία του ονόματος του οικισμού δεν έχει δημοσιευθεί ως σήμερα κάποια
μελέτη. Ο φιλόλογος Γ. Μαλεφιτσάκης στις χειρόγραφες σημειώσεις του υποστηρίζει
ότι οι οικισμοί Βόροι, Βορού, Βορί, Βορίζια είναι βυζαντινά και
προέρχονται από το επίθετο εύγορος (< εύορος < ευ+οράω)
> όβγορος (πρβλ. εύκαιρος >
όφκαιρος, εύμορφος > όμορφος). Εύγορος > Όβγορος> Όβορος =
ο τόπος που φαίνεται. Ίδιας ερμηνείας είναι, υποστηρίζει, και το ρήμα της
κρητικής διαλέκτου βγορίζω = φαίνομαι.[4]
Από τους παραπάνω οικισμούς τουλάχιστον για τους Βόρους και το Βορού (Βορίτσι) έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέονται με το βυζαντινό επώνυμο Βορός.[5] Για τους Βόρους οι ερμηνείες του τοπωνυμίου είναι
περισσότερες, όπως και ο τρόπος γραφής του (με ο ή ω, με ένα ή δυο ρ). Από τον γράφοντα προτάθηκε η
σύνδεσή του με το σλαβικό obor >
βορός, που σημαίνει τον περίφρακτο
χώρο, την μάντρα. Στην κρητική διάλεκτο μάλιστα επιβιώνει η ίδιας ετυμολογίας και
σημασίας λέξη το βορόσκιο.[6] Η
σύνδεση και των Βοριζών, ενός παραδοσιακά κτηνοτροφικού οικισμού με έναν
κατεξοχήν κτηνοτροφικό όρο, τον βορό,
δεν κινείται έξω από τα λογικά πλαίσια, καθώς η θέση του οικισμού στο χώρο –
όπως και στην περίπτωση των Βόρων – δεν επιτρέπει τη σύνδεση του με το εύορον > εύγορον > όβγορον.
Πρόκειται μεν για έναν ορεινό οικισμό, που όμως δεν διακρίνεται για τη θέα του,
την προβολή του στο χώρο. Επομένως τα Βορίζα είναι η περιοχή με τους βορούς (= τις μάντρες). Για την τελική
διαμόρφωση του τοπωνυμίου λειτούργησαν οι ίδιοι γλωσσικοί μηχανισμοί που
λειτούργησαν και στο Βορού, το οποίο
λέγεται και Βορίτσι (Βορού > Βορίτσι, βορός > Βορίζι > Βορίζα). Η σύνδεση του τοπωνυμίου με το
σλαβικό obor > βορός επιτρέπει
την τοποθέτηση της ίδρυσης του οικισμού στη βυζαντινή περίοδο.
Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας για την ερμηνεία του
τοπωνυμίου είναι η σύνδεσή του με την προελληνική λέξη Fi-ri-za, που διαβάζουμε στις πινακίδες
γραμμικής Α της Πύλου και η οποία ταυτίζεται από τους μελετητές με το φυτό άγχουσα η βαφική, το ερυθρόδανο, αυτό που στην κρητική
διάλεκτο ονομάζεται ριζάρι και το
οποίο χρησιμοποιείται στη βαφή των κόκκινων μαλλιών, του χαρακτηριστικότερου
χρώματος της κρητικής υφαντικής.[7]
Σήμερα αυτοφυές ριζάρι – απ’ όσο τουλάχιστον με βεβαιότητα γνωρίζω – ευδοκιμεί σε
περιοχή μεταξύ Γαλιάς και Βοριζών, στο Ζαρό, στη Γέργερη, πιθανότατα και αλλού.
Από την προελληνική λέξη Fi-ri-za ίσως να προέρχεται η λέξη βρίζα, πιθανότατα αιολική, που σημαίνει ρίζα. Στη βοτανική η λέξη βρίζα προσδιορίζει δημητριακό της
οικογένειας των αγρωστωδών.[8]
Το όνομα του οικισμού είναι βέβαια Βορίζα, τα (γεν. των Βοριζών, «τω Βοριζώ»,
όπως χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται η γενική πτώση από τους κατοίκους με την
αποβολή του ν), αλλά στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται
συχνά ο λόγιος τύπος Βορίζια, τα
(γεν. των Βοριζίων). Το πατριδωνυμικό
επίθετο είναι Βοριζανός, ή, ό (οι Βοριζανοί, οι Βοριζανές, τα Βοριζανά)
και σε καμιά περίπτωση Βοριζιανός.
Ο Λαλουμάς
βρίσκεται νοτίως των Βοριζών και απέχει 47 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο.
Πρόκειται για έναν παλαιότατο οικισμό, καθώς αναφέρεται σε όλες τις
βενετσιάνικες απογραφές: το 1577 από τον Francesco Barozzi (f°23v) καταγράφεται ως Lume, το 1583 από τον Pietro Castrofilaca (Κ103) Laluma με 39 κατοίκους και με την ίδια γραφή από τον Francesco Basilicata το 1630.[9]
Στην τούρκικη
απογραφή τού 1671 καταγράφεται Laluma
με 7 χαράτσα[10] ενώ δεν αναφέρεται την
αιγυπτιακή απογραφή τού 1834. Στην απογραφή τού 1881 αναφέρεται ο Λαλουμάς στο δήμο Ζαρού 18 χριστιανούς
κατοίκους, το 1900 είναι στον ίδιο δήμο με 16, το 1928, με 27, το 1940 με 33,
το 1951 με 62, το 1961 με 82, το 1971 με 55, το 1981 με 35[11] και
το 1991 με 25 στην κοινότητα Βοριζών, το 2001 στο Δήμο Ζαρού με 13 και το 2011 στο
Δήμο Φαιστού με 7.
Ο Σπανάκης
εικάζει ότι ο Francesco
Barozzi που καταγράφει πρώτος το τοπωνύμιο ως Lume, πιθανότατα να εξέλαβε την πρώτη συλλαβή (Λα-λουμάς) ως ιταλικό άρθρο: Laluma > La Lume, και το παρέλειψε. Σε κάθε
περίπτωση το τοπωνύμιο παραμένει ανερμήνευτο. Επειδή στην εμπρόθετη μορφή του
αποδίδεται και σε γενική πτώση, στου
Λαλουμά, πιθανόν να πρόκειται για κυριώνυμο. Πιθανή επίσης η σύνδεσή του με
το επίσης κυριώνυμο τοπωνύμιο του όμορου οικισμού των Καμαρών στου Λαλουμέρη το Σπήλιο.[12] Θεωρώ
απίθανο να σχετίζεται με τη λέξη λούμα
με τη διπλή ερμηνεία της: α) λασπώδης, υγρή περιοχή, περιοχή με νερό και β) ρούμα
(η πρώτη από το ρήμα λούω > λούμα και
η δεύτερη από το ρέω > ρούμα με
τροπή του ρ σε λ), που συχνά χρησιμοποιείται στα τοπωνύμια (στο/στη Λούμα[13]),
και σ’ αυτό το προϋπάρχον τοπωνύμιο στο
Λούμα να ενσωματώθηκε το ιταλικά άρθρο la, επειδή οι απογραφές
Barozzi και Castrofilaca
έχουν χρονική απόκλιση μόλις έξι ετών, χρονικό διάστημα που δεν επιτρέπει αυτή
τη γλωσσική μεταβολή.
Η λαϊκή
παρετυμολογία έχει δώσει μια εξαιρετικά σύνθετη ερμηνεία: Τις συγκλίσεις των
χειμάρρων, που σε άλλες περιοχές ονομάζουν διχαλοπόταμα,
στην περιοχή των Βοριζίων και της Γαλιάς τις αποκαλούν, αναφέρει ο Φανούριος
Ζαχαριουδάκης, Λάβδες (παρετυμολογία
από το γράμμα λάμδα ως προϋπόθεση για
να στηριχτεί η επόμενη παρετυμολογία). Επειδή στον Λαλουμά συγκλίνουν τρεις
χείμαρροι, ο Χάλεφε, ο Κουτσουλίτης και ο Αγκουτσακίτης, σχηματίζουν δύο Λάβδες. Τις δύο αυτές παρόχθιες ζώνες
τις διεκδικούσαν οι Βοριζανοί ως ζώνες της δικής τους περιφέρειας. Από το
λογοπαίγνιο για την εποπτεία και της μιας και της άλλης Λάβδας («και η μια Λάβδα και η άλλη Λάβδα είναι εμάς > και το
ένα Λάβδα και το άλλο Λάβδα είναι εμάς > και το ένα Λ
και το άλλο Λ είναι εμάς > και το ένα Λα και το άλλο Λου είναι εμάς > και
το Λα και το Λου είναι εμάς > Λα
και Λου εμάς > Λα και Λου (ε)μας >
Λα ....Λου.... μας > Λα....Λουμας > Λαλουμάς») προκύπτει το τοπωνύμιο
Λαλουμάς.[14] Η εξεζητημένη αυτή
ερμηνεία σαφώς και δεν αποδίδει την αλήθεια, δείχνει, όμως, πόσο απασχόλησε τον
απλό άνθρωπο της περιοχής η κατανόηση και κατ’ επέκταση η οικειοποίηση του
τοπωνυμίου.
Οι κάτοικοι
του οικισμού αποκαλούνται Λαλουμιανοί.
Στην εμπρόθετή του μορφή αποδίδεται ως κυριώνυμο στου Λαλουμά.
Και το Μεσίσκλι
είναι πολύ παλιός οικισμός. Πρώτη γραπτή μνεία γίνεται σε έγγραφο του
Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα του 1377, στο οποίο η Calogrea Mavromatina κάτοικος του
οικισμού Mesischi εμφανίζεται ως μάρτυρας σε
μια διένεξη.[15] Αναφέρεται αναφέρεται στην
επαρχία Καινούργιου σε όλες της βενετσιάνικες απογραφές: από τον Francesco Barozzi (ι°23ν) to 1577 καταγράφεται Meslschia, από τον Pietro Castrofilaca
Καστροφύλακα (Κ 103) το 1583 Mesiscli
με 88 κατοίκους, και από τον Francesco Basilicata
το 1630 το 1630 Mesiscli.[16]
Στην τούρκικη
απογραφή του 1671 καταγράφεται Mesiski με 5 φόρου υποτελείς κατοίκους.[17] Για
280 χρόνια ο οικισμός δεν αναφέρεται σε απογραφές. Εμφανίζεται στην απογραφή
τού 1951 ως Μεσίσκλι, ενταγμένο στην
κοινότητα των Βοριζών με 30 κατοίκους, το 1961 με 31, το 1971 με 12 και για
τελευταία φορά στην απογραφή του 1981 με 4 μόλις κατοίκους. Έκτοτε αναφέρεται
μεν στις απογραφές ως οικισμός, χωρίς όμως να αναφέρεται αριθμός κατοίκων.
Για την
ερμηνεία του τοπωνυμίου δεν έχει μέχρι σήμερα προταθεί κάποια άποψη. Επιχειρώ
να αναγνωρίσω στο τοπωνύμιο δυο συνθετικά; Το α΄ συνθετικό το επίθετο μέσος, -η, -ο και το β΄ συνθετικό το
θέμα του απαρεμφάτου του αόριστου β΄ του ρήματος σκέλλω (= ξηραίνω, στεγνώνω, είμαι στεγνός, κατάξηρος, κάτισχνος): σκέλλω > σκλῆναι > σκλῆμα = η
ξηρότητα, η ξηρασία[18].
Είναι δηλαδή το Μεσίσκλι η περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο της στεγνής, της
ξερής, άνυδρης περιοχής. Τουλάχιστον μια τέτοια ερμηνεία περιγράφει επακριβώς
το εντελώς ξερικό τοπίο του χώρου που είναι κτισμένος ο οικισμός.
Οι κάτοικοι
του οικισμού ονομάζονταν Μεσισκλιανοί
και στην εμπρόθετη μορφή του γίνεται στο
Μεσίσκλι.
Μικροτοπωνύμια[19]
1.
Αβρουδιό, το (στ’
Αβρουδιό): Από το αρχ. οφρύς >
φρύδι > αφρύδι > αφρούδι με τροπή του υ σε ου > Αφρουδιό
> Αβρουδιό με τροπή του φ σε β. (αόρι). Λέγεται και Αφρουδιό, το
(στο Αφρουδιό). Πρβλ. με το τπν στο
Φρούδιο των Καμαρών[20].
2.
Αγκαβανιάς, ο (στον
Αgαβανιά): Φυτωνύμιο.
Αγκάβανος = σίλυβον το μαριανόν[21]. Αγαύη (το φυτό αθάνατος) + άκανος (είδος αγκαθιού) > αγκάβανος κατά συμφυρμό[22]. Αγκάβανος + περιεκτικό επίθημα –ιάς > αγκαβανιάς = περιοχή στην οποία
ευδοκιμούν/φυτρώνουν αγκαβάνοι.
3.
Αγκαβανολάκκι, το (στ’
Αgαβανολάκκι): Φυτωνύμιο σύνθετο από τα προσηγορικά αγκάβανος + λακκί (υποκορ. του λάκκος)
> Αγκαβανολάκκι. Για το ά
συνθετικό βλ, τπν. Αγκαβανιάς. (αόρι)
4.
Αγκουτσάκι, το (στ’
Αgουτσάκι): Φυτωνύμιο. Ο τόπος με τους αγκουτσάκους. Αγκούτσακας [=αγριαχλαδιά (απιδέα η
αμυγδαλοειδής)] + περιεκτ. επίθημα –ιάς.[23]
(αόρι)
5.
Αγκουτσακίτης, ο (στον
Αgουτσακίτη): Φυτωνύμιο. Χείμαρρος που πηγάζει από τον ορεινό
όγκο του Ψηλορείτη και συγκλίνει με άλλους χείμαρρους στην περιοχή του
Λαλουμά.
6.
Αγριγιολιά, η (στην
Αγριjιολιά): Φυτωνύμιο. ‘Αγριος > άγριγιος + ελιά. Προφανώς η
παρουσία κάποιας μεγάλης αγριελιάς προσδιόρισε την περιοχή.
7.
Αγριμονερό, το (στ’
Αγριμονερό): Ζωωνύμιο. Αγρίμι + νερό
> Αγριμονερό = πηγή από την οποία
έπιναν νερό τα αγρίμια, μεταξύ Βοριζίων και Καμαρών
8.
Αγρουλίδα, η (στην
Αγρουλίδα): Περιοχή κάτω από το Βροντίσι. Φυτωνύμιο. Άγρια + ελιά > αγριελιά + υποκορ. επίθημα –ίδι > αγριελίδι > αγριαελίδα > αγρουλίδα > αργουλίδα.
9.
Αγρούλιδος, ο (στον
Αγρούλιδο) Στην ανατολική είσοδο του χωριού. Φυτωνύμιο. Άγρια + ελιά > αγριελιά + υποκορ.
επίθημα –ίδι > αγριελίδι > τροπή
σε θηλυκό αγριελίδα > αγρουλίδα >
αργουλίδα. Η τροπή του θηλυκού σε αρσενικό (αγρούλιδος) λειτουργεί μεγεθυντικά.
10. Αζογυριάς,
ο (στον Αζοjυρjιά): Φυτωνύμιο, από το φυτό αζόγυρος = ανάγυρος, αζόγερας. Ο Ξανθινάκης το ετυμολογεί από το
αρχ. όζω (= μυρίζω) + γύρος. Αζόγυρος + περιεκτικό επίθημα –ιάς
> Αζογυριάς. Περιοχή Λαλουμά.
11. Άη
Γιώργης, ο (στον Άη jιώργη): Αγιωνύμιο από το ομώνυμο εξωκλήσι στο νεκροταφείο.
Στην περίπτωση των Βοριζίων δεν χρησιμοποιείται ο όρος νεκροταφείο για να
προσδιορίσει την περιοχή, αλλά το ναωνύμιο.
12. Άη
Φανούριος, ο (στον Άη Φανούρjιο): Αγιωνύμιο από το ομώνυμο εξωκλήσι με το φημισμένο
τέμπλο και τις εικόνες. Στο εσωτερικό του ορκίζονταν όσοι κατηγορούνταν ότι
έκλεψαν ζώα και οι ίδιοι το αρνούνταν με τον όρκο «Νη Ζα, φάσκω σου το πως δε σού ‘κλεψα τα οζά»[24]. Η
περιοχή λέγεται και Βαρσαμόνερο, το (στο
Βαρσαμόνερο), χωρίς όμως να έχει αφομοιωθεί από τους κατοίκους και να είναι
σε καθημερινή χρήση.
13. Ακόνα,
η (στην Ακόνα): Στην ανατολική είσοδο
του χωριού. Η υδρακόνη > το υδρακόνι
> το δρακόνι > η δρακόνα (μεγεθυντικό) > η ακόνα, δηλαδή περιοχή που έχει αδρές πέτρες, ιδανικές για
ακόνισμα, ακονόπετρες.
14. Αλατσόπετρα,
η (στην Αλατσόπετρα): Σύνθετο
τοπωνύμιο από το αρχ. άλς, αλός > άλας
> αλάτι > κρητ. ιδιωμ. αλάτσι
+ πέτρα. Αλατσόπετρα ονομάζεται μια πέτρα που διαλύεται εύκολα Υπάρχει
βράχος υπόλευκος εύκολα θρυμματιζόμενος. Περιοχή Λαλουμά.
15. Αλετράδες,
οι (στσ’ Αλετράδες): Περιοχή στο αόρι
με πολλούς πρίνους. Πιθανότατα από εδώ έκοβαν κορμούς πρίνων και έφτιαχναν
ξύλινα αλέτρια.
16. Αλικαδάμης,
ο (στ’ Αλικαδάμη): Κορυφή βορείως του
χωριού. Κυριώνυμο (τουρκοκρητικού;) Αλί
> Αλίκος + Αδάμ > Αλικαδάμ + επίθημα –ης > Αλικαδάμης.
17. Αλώνα,
η (στην Aλώνα): Από
το αρχ. αλών, -ώνος > αλώνι.
Υπήρχε μεγάλο αλώνι. Η τροπή του ουδετέρου σε πρωτόκλιτο θηλυκό μεγεθύνει την
αρχική έννοια. Περιοχή Λαλουμά.
18. Αλωνάκι,
το (στ’ Αλωνάκι): Αόρι. Αλώνι + υποκορ. επίθημα –άκι. Δεν υπήρχε αλώνι, απλά ήταν επίπεδη
περιοχή. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, χορεύανε οι διαόλοι. Υπάρχει μάλιστα
και σχετική βρισιά: Οι διαόλοι απού ‘ναι
στ’ Αλωνάκι να σε πάρουνε!
19. Αλώνι
Καλέμη, το (στου Καλέμη τ’ Αλώνι):
Κυριώνυμο. Υπάρχει το επώνυμο Καλεμάκης
στο Ζαρό. Περιοχή Λαλουμά.
20. Αλώνι
Παλμέτη, το (στου Παλμέτη τ’ Αλώνι):
Κυριώνυμο. Υπάρχει το παρωνύμιο Παλμέτης
της οικογενείας Τσαφαντάκη στα Βορίζα.
21. Αμπέλια
Κάτω, τα (στα Κάτω Αbέλια)
22. Αμπέλια
Πάνω, τα (στ’ Απάνω Αbέλια)
23. Αμπέλια,
τα (στ’ Αbέλια):
Φυτωνύμιο. Στην περιοχή υπήρχαν στο παρελθόν
αμπέλια.
24. Αμύγδαλος,
ο (στον Αμύγδαλο): Φυτωνύμιο. Αμυγδαλέα > Αμυγδαλιά > Αμύγδαλος = πικραμυγδαλιά, η άγρια
αμυγδαλιά. Η τροπή του θηλυκού σε αρσενικό λειτουργεί μεγεθυντικά. Προφανώς από
την παρουσία κάποιας μεγάλης αγριαμυγδαλιάς.
25. Ανεβάλλουσα,
η (στην Ανεβάλλουσα): Υδρωνύμιο
νοτίως του οικισμού. Ανεβάλλουσες
χαρακτηρίζονται στην Κρήτη τα αρτεσιανά πηγάδια (ανά + βάλλω = αναβλύζω).
26. Ανεμόσπηλιοι,
οι (στσ’ Ανεμοσπήλιους): Σύνθετο από
τις λέξεις άνεμος + σπήλιος (= σπηλιά)
> ανεμόσπηλιος.
27. Ανεμοσεύκουλο,
το (στ’ Ανεμοσεύκουλο*): Σύνθετο τπν.
αναγνωρίσιμο μόνο το α΄ συνθετικό άνεμος.
28. Ανεμοχορθιά,
η (στην Ανεμοχορθιά): Η Ευαγγ. Φραγκάκι
χαρακτηρίζει ως ανεμόχορτα κάποια
αγρωστώδη φυτά, όπως η φαλαρίδα, η αγριοβρώμη, το άγριο σόργο, την αίρα, κλπ.[25].
Προσωπικά αναγνωρίζω ως ανεμόχορτο ένα πολυετές φυτό, ανθεκτικό στην ξηρασία με
λεπρό μίσχο και φύλλα, που πολλαπλασιάζεται και δημιουργεί πυκνό θύσανο ύψους
περίπου ενός μέτρου. (αόρι)
29. Άνυδρες,
οι (στσ’ Άνυδρες): Ξερική, μη
αρδευόμενη ζώνη. Περιοχή Λαλουμά.
30. Ανώι,
το (στ’ Ανώι): το τπν είναι προσδιοριστικό
του χώρου και δεν έχει σχέση με τα όμορα Ανώγεια. (αόρι)
31. Αποχόντρα,
η (στην Aποχόdρα*): Στο ύψωμα νοτίως του οικισμού.
32. Αραγοί,
οι (στσ’ Αραγούς): Αυλάκια του
βρόχινου νερού. Με την ερμηνεία του τπν έχει ασχοληθεί μεγάλος αριθμός
γλωσσολόγων. Κυρίαρχη άποψη είναι αυτή που το συνδέει με το ρήμα ῾ρήγνυμι[26]. Νεώτερη πρόταση ερμηνείας συνδέει το τπν με
τις ρίζες ar- ak-, δηλωτική η πρώτη (ρίζα ar-) του βουνού
και η δεύτερη (ρίζα ak-) του νερού[27]. (αόρι)
- Αρισμαρή, ο (στ’
Αρισμαρή): Φυτωνύμιο ή Κυριώνυμο από το ιταλ. rosmarino
= δεντρολίβανο. Πιθανόν να αναφέρεται σε παρωνύμιο του ιδιοκτήτη.
- Αρκαλιές Μέσα, οι (στσι Μέσα Αρκαλιές)
- Αρκαλιές, οι (στσ’ Αρκαλιές): Ζωωνύμιο. Στην επίπεδη
περιοχή του Αρκαλιά υπάρχουν
πολλές φωλιές αρκάλων. Από το αρχαίο άρκηλος
> δωρ. τύπος άρκαλος + περιεκτ. επίθημα -ιάς = ο χώρος που έχει πολλούς αρκάλους.
- Αρμενόπετρα, η (στην
Αρμενόπετρα): Σύνθετο τπν: αρμενίζω
+ πέτρα > Αρμενόπετρα. Πιθανότατα επειδή είναι ψηλά και επιτρέπει
την επιτήρηση μεγάλης περιοχής (αόρι).
- Αρμί, το (στ’
Αρμί): Από το αρχαίο αρμός.
Η τροπή του αρσενικού σε ουδέτερο λειτουργεί υποκοριστικά. Περιοχή
Λαλουμά.
- Αρμουλάς, ο (στον
Αρμουλά*): Η περιοχή με τους αρμούς
(;), δηλαδή λοφώδης περιοχή;
- Αρολίθοι, οι (στσ’
Αρολίθους): Από την παρουσία αρολίθων, βράχων δηλαδή που συγκεντρώνουν
το νερό της βροχής (αρόλιθος <
αρός (= κοιλότητα, γούβα σε λίθο) +
λίθος («ἀρούς κοίλας πέτρας, ἐν αἷς ὕδωρ αθροίζεται ὁμόριον…»
Ησύχιος), (αόρι).
- Αρολιθόσπηλιος, ο (στον Αρολιθόσπηλιο): Βορείως του χωριού, στην περιοχή του Πευκιά.
Από την παρουσία αρολίθων, βράχων δηλαδή που συγκεντρώνουν το νερό της
βροχής (αρόλιθος < αρός (=
κοιλότητα, γούβα σε λίθο) + λίθος
(«ἀρούς κοίλας πέτρας, ἐν αἷς ὕδωρ αθροίζεται ὁμόριον…» Ησύχιος), (αόρι):.
- Αστοιβιδολάκκι, το (στ’ Αστοιβιδολάκκι): Φυτωνύμιο από το αρχαίο η στοιβή + κατ. –ίδα > στοιβίδα > α προθετικό + στοιβίδα > αστοιβίδα. Μικρή κοιλάδα με αστοιβίδες. Αστοιβίδα
+λάκκος > Αστοιβιδόλακκος > Αστοιβιδολάκκι (αόρι).
- Ασφένταμος, ο (στον
Ασφέdαμο): Φυτωνύμιο από το θάμνο σφένδαμνος. Το ξύλο του είναι
μαλακό και προσφέρεται για σκάλισμα. Στην περιοχή φύονται σφένδαμνοι. (αόρι).
- Ατζιγγανόσπηλια, τα (στ’ Ατζιgανόσπηλια): Νοτίως
του νεκροταφείου. ατζίγγανος (= αθίγγανος) + σπήλαια
- Αυλόχια, τα (στ’
Αυλόχια): Τπν κοινό σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Για την ερμηνεία
του έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις με κυριαρχούσα εκείνη που
υποστηρίζει ότι παράγεται από το αρχαίο ελληνικό αὐλών, -ῶνος = αυλάκι, οχετός, φαράγγι[28].
Περιοχή Λαλουμά.
- Αφρουδιό, το (στ’
Αφρουδιό): α + φρύδι > αφρύδι
> αφρουδιό. Έτσι ονομάζονται οι κορυφογραμμές (αλλά και φρούδιο, φρύδι).
Βλ. τπν Αβρουδιό.
- Αχλάδα Γαλανή, η (στη Γαλανή Αχλάδα): Φυτωνύμιο. γάλα > γαλανός = ο έχων το χρώμα του γάλακτος, ο λευκός. Αχλάδα = η άγρια αχλαδιά. Τα ήμερα
δέντρα λέγονται απιδιές. Στην
περιοχή υπάρχουν αχλαδιές.
- Αχλαδιές, οι (στσ’
Αχλαδιές): Φυτωνύμιο. Στην περιοχή υπάρχουν αχλαδιές.
- Βαρανιανά, τα (στα
Βαρανιανά): Η κατάληξη –ανά
παραπέμπει σε κυριώνυμο. Δεν υπάρχει σήμερα επώνυμο ή παρωνύμιο Βαράνης Βαρανάκης ή κάτι ανάλογο.
- Βαρσαμόνερο, το (στο Βαρσαμόνερο): Το τοπωνύμιο δεν χρησιμοποιείται από τους
κατοίκους στην καθημερινότητά τους. Πρόκειται για την περιοχή στην οποία
βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Η περιοχή οφείλει το όνομά της
στο ομώνυμο μοναστήρι, που οικοδομήθηκε πριν το 1332[29].
Σύνθετο τπν από τα ουσιαστικά βάλσαμο
+ νερό > Βαλσαμόνερο > Βαρσαμόνερο με τροπή του λ σε ρ.
- Βικωνιές, οι (στσι
Βικωνιές): Πιθανόν φυτωνύμιο από
το βίκο. Βίκος + ωνιά > Βικωνιά
= περιοχή με καλλιέργεια βίκου (πρβλ. Βαγιωνιά).
- Βιτσιλιά, η (στη
Βιτσιλιά): Ζωωνύμιο από το ιταλ. albicilla > βιτσίλα
(= είδος γυπαετού) + περιεκτ. καταλ. –ιάς. Ο τόπος με τις βιτσίλες.
- Βορινά, τα (στα
Βορινά): Νοτίως του χωριού. Ονομάζονται βορινά επειδή τα χτυπά ο βοριάς.
- Βορινό Συμπούλου, το (στο Βορινό του Συbούλου): Βλ. τπν. Σύμπουλος.
- Βορινό Σωρού, το (στο Βορινό του Σωρού): Βλ. τπν. Σωρός.
- Βοσκάδα Πρηγιού, η (στη Βοσκάδα του Πρηjιού): Βοσκάδα = χώρος ιδανικός για
βόσκηση, λόγω της καλής ανάπτυξης των αγριόχορτων. Βλ. τπν. Πρηγιός.
- Βοσκιά, η (στη
Βοσκιά): Χώρος βόσκησης αιγοπροβάτων.
- Βούλισμα, το (στο
Βούλισμα): Το τπν δηλώνει περιοχή που βουλά, δηλαδή υποχωρεί, καθιζάνει. Από το κρητικό βουλώ[30]. Υπάρχει
παλαιό βούλισμα.
- Βροντισάκι, το (στο
Βροdισάκι): Η περιοχή νοτιοδυτικά
της ιεράς μονής Βροντισίου. Αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η πολιτεία
ανέγειρα κατοικίες για την εγκατάσταση των κατοίκων των Βοριζίων, λόγω της
ολοκληρωτικής καταστροφής του οικισμού. Τελικά οι κάτοικοι προτίμησαν να
ανοικοδομήσουν τον οικισμό. Το τπν είναι πιθανότατα κυριώνυμο, από το
όνομα Βροντίσης του ιδρυτή της
μονής Βροντισίου.
- Βρύση Μαγαρικού, η (στου Μαγαρικού τη Βρύση): Κυριώνυμο. Το τπν έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον γιατί πιθανόν να συνδέεται και να ερμηνεύει το όνομα του
οικισμού Μαγαρικάρι. Μαγαρικός =
αγγειοπλάστης[31].
- Βρύση Ξώτη, η (στου
Ξώτη τη Βρύση): Κυριώνυμο.
- Βρυσίδα, η (στη Βρυσίδα): Βρύση + υποκοριστικό επίθημα –ίδι > βρυσίδι. Η τροπή του ουδετέρου σε θηλυκό λειτουργεί
μεγεθυντικά.
- Βρυσίδια, τα (στα
Βρυσίδια): βρύση + υποκορ.
επίθημα –ίδι > βρυσίδι (=
μικρή βρύση) > βρυσίδια.
- Βώλακας, ο (στο
Βώλακα): Υπάρχει μεγάλο χαράκι. Το τοπωνύμιο παράγεται από την αρχαία
ελληνική λέξη η βώλαξ, -ακος,
που είναι συνώνυμο του η βώλος, σπανιότερα ο βώλος, που σημαίνει όγκος γης ή
χώματος και κατ’ επέκταση όγκος κάθε πράγματος[32].
Πρόκειται δηλαδή για μεγεθυντικό τοπωνύμιο.
- Γαϊδουράλια, τα (στα Γαϊδουράλια*): Στο τπν είναι εμφανής η παρουσία της λέξης γάιδαρος, χωρίς όμως να επιτρέπει
και την ερμηνεία της.
- Γαλαζοκεφάλα, η (στη Γαλαζοκεφάλα): Κορυφή βορείως του χωριού. Σύνθετο τπν.
Μάλλον απίθανη η ερμηνεία του α΄ συνθετικού από το γάλα > γαλανός = λευκός. Εκτιμώ ότι παράγεται από το ρήμα χαλώ + κεφάλα > Χαλαζοκεφάλα >
Γαλαζοκεφάλα, με τροπή του χ
σε γ. Στο σημείο αυτό έπεσε ένα
γερμανικό αεροπλάνο την περίοδο της κατοχής. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν
παλιοσίδερα.
- Γερακουλιανά, τα (στα jερακουλιανά): Το επίθημα –ανά παραπέμπει σε κυριώνυμο.
Επώνυμο ή παρωνύμιο Γερακούλης
δεν υπάρχει. Περιοχή Λαλουμά.
- Γιδόσπιτα, τα (στα jιδόσπιτα): Σύνθετο τπν από τα ουσιαστικά αίγα + υποκοριστικό επίθημα –ίδα > αιγίδα + σπίτι (με τη σημασία της μάντρας, του μιτάτου) > αιγιδοασπίτι > γιδοσπίτι >
πληθυντ. Γιδόσπιτα. Περιοχή
Λαλουμά.
- Γιοφύρι, το (στο
jιοφύρι): Υπάρχει γέφυρα.
- Γραμματικού, του (στου Γραμματικού): Κυριώνυμο από την επαγγελματική ιδιότητα
του ιδιοκτήτη (γραμματικός (= γραμματέας στην Κοινότητα). Υπάρχουν πηγάδια
με νερό.
- Γράμπανος, ο (στο
Γράbανο*): (αόρι)
- Γυπόκουμος, ο (στο
jυπόκουμο): Ζωωνύμιο από το
αρχ. γύψ, γυπός + κουμί (υποκορ.
του κούμος), από το τουρκικό Kûmes = κοτέτσι (Kûmes > κουμάσιον (=το των ορνίθων οίκημα) > κούμος > υποκορ. κουμί = ο χώρος συγκέντρωσης των
ζώων.
- Γωνιά, η (στη
Γωνιά): Νοτιοανατολικά της εκκλησίας του χωριού.
- Δάσος Βλάχου, το (στου Βλάχου το Δάσος): Κυριώνυμο. Βλάχος είναι το παρωνύμιο κάποιου Αρχοντάκη
- Δάσος Βορινό, το (στο Βορινό Δάσος)
- Δέμα, το (στο
Δέμα): Από το αρχ. ρήμα δέω
= δένω. Ο όρος δέμα
χρησιμοποιείται στην άρδευση. Είναι το μικρό φράγμα, τεχνητό εμπόδιο της
ροής του νερού στο ρυάκι νοτίως του χωριού.
- Δέτης Άσπρος, ο (στον Άσπρο Δέτη): Από το ανοιχτόχρωμο του βράχου.
- Δέτης Κόκκινος, ο (στο gόκκινο Δέτη): Από το χρώμα του
βράχου.
- Διχαλοπόταμα, τα (στα Διχαλοπόταμα): Σύθετο τπν από το αρχ. δίχα + ποταμός. Περιοχή Λαλουμά.
- Δρακόλακκας, ο (στο
Δρακόλακκα): Η συλλογική μνήμη δεν διατηρεί την παράδοση, για να
ερμηνεύσει το πρώτο συνθετικό δράκος.
Πιθανόν να είναι φυτωνύμιο (δρακοντιά).
- Δραμιθιά, η (στη
Δραμιθιά): Φυτωνύμιο. Τρεμιθιά
>Δραμιθιά.
- Δώμα Βιτσιλιάς, το (στση Βιτσιλιάς το Δώμα)
- Ελιά Γριά, η (στη
Γριά ν-Ελιά): Υπάρχει μεγάλη ελιά με μεγάλη κουφάλα, που έπαιζαν τα
παιδιά. Την κατοχή τη χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο. Για τον προσδιορισμό Γριά βλ. Ανδρέας Λενακάκης,
Πυργιώτισσα, Ονομάτων επίσκεψις, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου,
2013, σελ. 155-157
- Ελιά Πίσω, η (στη
bίσω ν-Ελιά): Φυτωνύμιο. Ο
προσδιορισμός πίσω είναι δηλωτικός του χώρου. Περιοχή Λαλουμά.
- Ελιές Αγά, οι (στ’
Αγά στις’ Ελιές): Περιοχή Λαλουμά.
- Ελιές Μεγάλες, οι (στσι Μεγάλες Ελιές):
- Ελλενικά, τα (στα
Ελλενικά): Με το όνομα Ελλενικό, Ελληνικό, ή Λενικό χαρακτηρίζεται το
χωράφι που είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια οσπρίων, αλλά και αυτό που
είχε υπολείμματα αρχαιοτήτων (όστρακα). Πιθανότατα από την παρουσία των
οστράκων γεννήθηκε η συνήθεια να διασκορπίζουν βήσαλα στα χωράφια που θα
έσπερναν όσπρια, για να είναι καλόψητα.
Περιοχή Λαλουμά.
- Ζερβή, η (στη
Ζερβή): λόγω του προσανατολισμού της πλαγιάς σε σχέση με το χωριό. Ζερβός = αριστερός.
- Ζωνάρια, τα (στα
Ζωνάρjια): Περιγράφει τα διαφορετικά
στρώματα πετρώματος σε κοφτό βράχο, που δίνουν τη εντύπωση ζωνών.
- Θυμομούρι, το (στο
Θυμομούρι): Φυτωνύμιο. θύμος
+ ιταλ. muro = τείχος, τοίχος. Μούρη > υποκορ. Μουρί. Μουρί καλυμμένο με θυμάρια.
- Καβούσα, η (στη
gαβούσα): H Αργίνη Φραγκούλη το ετυμολογεί
από το τουρκικό kavouz = πηγή[33].
Η Γιακουμάκη Ελευθερία από το ιταλικό cava = σπηλιά με την
κατάληξη –ούσιον, -ούσι[34].
Ατυχής την προσπάθεια της Τσικρτσή - Κατσιανάκη να το ετυμολογήσει από το
επώνυμο Καβούσης.[35]
Ο Γριντάκης Γιάννης, ετυμολογεί το Καβούζι
από το ιταλικό cavo = βαθουλός και θεωρεί
λανθασμένη την ετυμολογία του από το τουρκικό καβούσι που σημαίνει, όπως αναφέρει, συνάντηση[36].
- Καβούσι Λεωνίδη, το (στου Λεωνίδη το Καβούσι): Κυριώνυμο. Περιοχή Λαλουμά.
- Καβούσι Στέρνας, το (στση Στέρνας το Καβούσι): Πηγή (= καβούσι): στην περιοχή Στέρνα.
- Κακογιαννάς, ο (στου
Κακοjιαννά): Το ρυάκι κάτω από το
Βροντισάκι. Πιθανότατα κυριώνυμο.
- Καλαθάς, ο (στου
Καλαθά): Ρυάκι απ’ όπου έκοβαν λυγαριές και πικροδάφνες για τα καλάθια
και τα κοφίνια. Κοινό τοπωνύμιο σε αρκετές περιοχές.
- Καλόβολο, το (στο
Καλόβολο): Τπν. Προσδιοριστικό της ομαλότητας του εδάφους. Καλόβολο = το
ίσιωμα, το πλάτωμα.
- Καλογράδες, οι (στω gακογράδω): Οι καλόγριες του
Σταυρωμένου, δίπλα στον Άγιο Φανούριο, είχαν μάντρες για τα πρόβατά τους.
- Καλυβάκι, το (στο
Καλυβάκι): Περιοχή Λαλουμά.
- Καλυβωτός, ο (στο
gαλυβωτό): Περιοχή δίπλα στο Σταυρωμένο. Καλύβι + επίθημα –ωτός δηλωτικό της ιδιότητας.
- Καμάρα Λαλουμιανή, η (στη Λαλουμνιανή gαμάρα): Περιοχή
Λαλουμά.
100.
Καμάρα, η (στη gαμάρα): Υπάρχει γέφυρα. Περιοχή Λαλουμά.
- Καμαράκι, το (στο Καμαράκι): Υπάρχει γέφυρα
- Καματερά, τα (στα Καματερά): Ύψωμα του οποίου την κορφή καλλιεργούσαν. Καματερός = ο αρόσιμος, ο
καλλιεργήσιμος.
- Καμίνι, το (στο Καμίνι): Υπάρχουν ασβεστοκάμινα.
- Καμπαναριό, το (στο Καbαναρjιό):
Στην περιοχή υπάρχουν δυο κάθετες πέτρες, η μια δίπλα στην άλλη, οι οποίες
δίνουν την εντύπωση καμπαναριού. Κάποιος τοποθετώντας ένα ξύλο μπορεί να
αιωρηθεί.
- Κανιαρή, η (στη gανιαρή*): Περιοχή με νερό και παλαιότερα κήπους.
- Κάραβος, ο (στο gάραβο): Ο οχετός, το μεγάλο
αυλάκι, από το αρχ. κάραβος
- Καρβουναριά, η (στη gαρβουναριά): Υπήρχαν καμίνια κάρβουνου (αόρι).
- Καστέλα, η (στη gαστέλα): Από το λατ. castellum > ιταλ castello > ελλ. καστέλι. Η τροπή του καστέλι σε πρωτόκλιτο θηλυκό
επιτείνει την αρχική σημασία της έννοιας.
- Καύκαλο, το (στο Καύκαλο): Το ύψωμα δυτικά των Βοριζίων. η λέξη καύκαλο είναι συνώνυμη με το κεφάλι,
δηλαδή ομαλό ύψωμα
- Κεντράδια,
τα (στα Κεdράδια):
Φυτωνύμιο. Κεντράδια = οι
πρόσφατα κεντρισμένες ελιές. Προέρχεται από το αρχαίο κέντρον (= οξύ άκρο, οξεία αιχμή) > κεντρίζω. Περιοχή Λαλουμά.
- Κεφάλα, η (στη gεφάλα): Το τπν δίδεται σε
γήλοφους με σχετικά ομαλό έδαφος. Η Γιακουμάκη Ελευθ. παραθέτει την
συχνότητα και τους τύπους του τπν[37].
Περιοχή Λαλουμά.
- Κεφάλι Τρουλωτό, το (στο Τρουλωτό Κεφάλι): Νοτίως του
οικισμού. λόγω του σχήματος του
υψώματος
- Κεφάλι, το (στο Κεφάλι): Πίσω από το νεκροταφείο, ομαλό ύψωμα που το σχήμα
του παραπέμπει σε ανθρώπινο κεφάλι. Βλ.τπν στην Κεφάλα.
- Κηπόκουμος,
ο (στο gηπόκουμο):
Σύνθετο τπν από τις λέξεις κήπος +
κούμος > Κηπόκουμος. Με τον όρο κούμος
προσδιορίζεται η σπηλιά.
- Κοκκινόχωμα, το (στο Κοκκινόχωμα): Οφείλει το όνομά
της στο χρώμμα του εδάφους. (αόρι)
- Κολατσιδιάς, ο (στο gολατσιδιά):
Το τπν παραπέμπει στο ιταλικό colazione = πρόγευμα,
κολατσιό. Από αυτό παράγεται και το κρητικό ρήμα κολατσιδιάζει = έρχεται η ώρα του προγεύματος, Κολατσιδιάς = το σημείο συνάντησης
των βοσκών την ώρα του κολατσιού (;).
- Κολοβιάς, ο (στο gολοβjιά*): αόρι
- Κοντοπόδης, ο (στου Κοdοπόδη):
Πιθανότατα κυριώνυμο από παρωνύμιο.
- Κοπράνα, η (στη gοπράνα): Τπν δηλωτικό της
ευφορίας του εδάφους. Κόπρος =
κοπριά > Κοπράνι > Κοπράνα.
Περιοχή Λαλουμά.
- Κορακιάς, ο (στο gορακιά):
Το τπν είναι ζωώνυμο από το κόραξ και
την περιεκτική κατάληξη -ιάς.
Σημαίνει το χώρο που συγκεντρώνονται πολλά κοράκια, αλλά ως τοπωνύμιο τον
ξηρό και άνυδρο τόπο. Περιοχή Λαλουμά.
- Κορωνιά, η (στη gορωνιά): Εικάζω ότι πρόκειται
για φυτωνυμικό τπν σχετιζόμενο με την ποικιλία ελιάς κορωναίικη. Η παρουσία
μιας ελιάς αυτής της ποικιλίας ανάμεσα στις χοντρολιές έδωσε το όνομά της
στην περιοχή.
- Κουδουμαλίδι, το (στο Κουδουμαλίδι): Φυτωνύμιο.
Λέγεται και Κουμαλίδι, το (στο Κουμαλίδι).
Κουδουμαλιά + υποκοριστικό
επίθημα –ίδι > Κουδουμαλίδι.
Κουδουμαλιά = κράταιγος ο αζαρόλος, κοινώς τρικοκκιά[38].
- Κουδουμαλίδια Τρία, τα (στα Τρία Κουδουμαλίδια)
- Κουδουμαλιές Πολλές, οι (στσι Πολλές Κουδουμαλιές)
- Κουδουμαλόλακκας, ο (στο gουδουμαλόλακκα):
Κουδουμαλιά + λάκκος >
Κουδουμαλόλακκος = Ο λάκκος με τις κουδουμαλιές.
- Κουκίστρα, η (στη gουκίστρα):
Περιοχή με τσαϊλόχωμα. Από το ρήμα κουκίζω
<κουκί < κόκος.
- Κουλεδάκι, το (στο Κουλεδάκι): Νοτιοδυτικά του
οικισμού, πάνω από το Μαγαρικάρι. Υπάρχουν ερείπια τουρκικού στρατιωτικού
κτηρίου (kule =
πύργος).
- Κούλες, ο (στο gούλε): Τουρκικό στρατιωτικό
κτήριο (kule =
πύργος).
- Κουμαλίδι, το (στο Κουμαλίδι): Λέγεται και
Κουδουμαλίδι, το (στο Κουδουμαλίδι): κουμαλίδι
< κουδουμαλίδι με αποκοπή μια συλλαβής.
- Κούμος Τραχηλού, ο (στου Τραχηλού το gούμο): Από το τουρκικό kûmes = κοτέτσι (Kûmes > κουμάσιον (= το των ορνίθων οίκημα) > κούμος > υποκορ. κουμί = ο χώρος συγκέντρωσης των
ζώων). Ο όρος κούμος συχνά σημαίνει
σπηλιά. Τραχηλού = Τραχηλιού.
- Κουμυλιά, η (στη gουμυλιά):
Κουμουλιάς < Κουμυλιά. Περιοχή
που «ανοίγει», που αναβλύζει νερό το χειμώνα. Με τροπή του ου σε υ (ισχύει και αντίστροφα: φρύδι
> φρούδι).
- Κουρούτι, το (στο Κουρούτι*): περιοχή με σπήλαια.
- Κούτελα Σταυρωμένου, τα (στα Κούτελα του Σταυρωμένου)
- Κούτελο, το (στο Κούτελο): Κούτελα ονομάζονται ορεινοί όγκοι που προβάλλονται στο
χώρο.
- Κουτρουλού, του (στου Κουτρουλού*): Πιθανή η
ερμηνεία του τπν από το κατρουλού
> Κουτρουλού. Στην περιοχή υπάρχει πηγή. Λέγεται μάλιστα και η
σχετική μαντινάδα τοπικού χαρακτήρα:
Από του Κουτρουλού
νερό και από τ’ Αγκουτσάκι
θα σε ποτίζω αργά ταχιά, βοριζανό βιολάκι.
- Κουτσουνάρες, οι (στσι Κουτσουνάρες): Υπάρχει σπήλαιο.
Για την ετυμολογία του τοπωνυμίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Ο
Μακρής Χρίστος, ετυμολογεί το τοπωνύμιο Κουτσουνάρι από το Κουτσουνονέρι.
Το α΄ συνθετικό κουτσουνο- από
το κουτσός[39].
Ο Ξανθουδίδης ετυμολογεί τη λέξη κουτσουνάρα
από του κουτσός + ουρά > κουτσουνόρα = «ξύλον ηυλακωμένον με κομμένην την ουράν»[40].
Ο Meyer παράγει τη
λέξη από την ιταλική goccinaia > goccia = σταγόνα[41].
Ο Ιδομ. Παπαγρηγοράκης παράγει τη μπουτσουνάρα
/ μπουτσουνάρι, συνώνυμη με την κουτσουνάρα / κουτσουνάρι από την ιταλική bucinare
= ψιθυρίζω[42], ο Αντ. Γιάνναρης
και ο Γ. Πάγκαλος από το τη σικελική λέξη buzzunara[43],
ο Ελευθέριος Πλατάκης από το κουτσός
+ νερό, συνδέοντας το β΄ συνθετικό –νάρι,
-νάρα με το νερό: νερόν <νηρόν < ναρόν < νάω
= ρέω[44]. Στις 13 Ιουλίου
1943έγινε μάχη ανάμεσα στην ομάδα Πετρακογιώργη και στους Γερμανούς. Το
αποτέλεσμα της μαχης περιγράφει ο ίδιος ο Πετρακογιώργης: «Ημέτεραι
απώλειαι: νεκρός ουδείς. Τραυματίαι είς, ο Μανούσος Βε»ισάκης. Απώλειαι
του εχθρού. Άγνωσται προς ημάς. Κατά την αποχώρησιν των εχθρικών δυνάμεων
οι αντάρται της ομάδος μας 1) Σταθοράκης Κων/νος του Εμμαν., 2) Σημαιάκης
Νικόλαος του Αντων. και Σαριδάκης Γεώργ. Και Αντωνακάκης Κων/νος,
ερχόμενοι προς βοήθειάν μας, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και η τύχη των έκτοτε
αγνοείται»[45].
- Κουτσουνάρια, τα (στα Κουτσουνάρjια):
βλ. στσι Κουτσουνάρες
- Κρεβατίνια, τα (στα Κρεβατίνια): περιοχή με πηγή στην
οποία πιθανότατα στο παρελθόν να φύονταν άγρια κλήματα (κρεβατίνες).
- Κυλιστριά, η (στη gυλιστριά):
Από το ρήμα κυλίω > κύλισμα >
κυλιστριά. Κύλισμα στην
αγροτική ορολογία είναι η βαθιά άροση που γίνεται με σκαλίδα ή κασμά, για
το ξεχέρσωμα του εδάφους για φυτευτεί νέα καλλιέργεια[46].
- Κυπαρισσά, η (στη gυπαρισσά):
Φυτωνύμιο. Περιοχή με κυπαρίσσια.
- Λακκιά Παπά, τα (στου Παπά τα Λακκιά): Κυριώνυμο,
από την ιερατική ιδιότητα του ιδιοκτήτη.
- Λάκκοι Πατέρα, οι (στου Πατέρα τσι Λάκκους): Ίδιο
με το στου Πατέρα τη Μάντρα. Πατέρας
χαρακτηρίζεται ο μοναχός, ο καλόγηρος.
- Λάκκος Ασφεντάμου, ο (στο Λάκκο τ’ Ασφεdάμου): Φυτωνύμιο.
- Λάκκος Λεμόνη, ο (στου Λεμόνη το Λάκκο): Κυριώνυμο.
- Λάκκος Μαύρος, ο (στο Μαύρο Λάκκο): Από την ποιότητα
του εδάφους.
- Λάκκος Μέσα, ο (στο Mέσα Λάκκο):
Προσδιορίζει τη θέση του στο χώρο.
- Λάκκος Ξώτη, ο (στου Ξώτη το Λάκκο): Κυριώνυμο.
- Λάκκος Πλατύς, ο (στο bλατύ
Λάκκο): Προσδιοριστικό του μεγέθους.
- Λάκκος Συκιάς, ο (στση Συκιάς το Λάκκο): Περιοχή
Λαλουμά.
- Λάκκος, ο (στο Λάκκο): Λάκκοι χαρακτηρίζονται οι περιοχές που βρίσκονται
σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις άλλες. Συνήθως το τπν απαντάται σε
ημιορεινές και ορεινές ζώνες. Περιοχή
Λαλουμά.
- Λαλουμάς, ο (στο Λαλουμά / στου Λαλουμά): Οικισμός
της κοινότητας Βοριζίων.
- Λεπιδόλακκος,
ο (στο Λεπιδόλακκο): Σύνθετο από
τις λέξεις λεπίδα + λάκκος >
Λεπιδόλακκος = ο λάκκος απ’ όπου αντλούσαν ειδικό υδατοστεγές χώμα
(λεπίδα) για τις στέγες (δώματα) των σπιτιών. Περιοχή Λαλουμά.
- Λεπριάς,
ο (στο Λεπριά): Η περιοχή μετά
τον Άη Φανούργιο. Λεπριάς
χαρακτηρίζεται μια συγκεκριμένη ποιότητα εδάφους από εύθραυστο φαιό σχιστόλιθο[47].
- Λιβάδι Ράφτη, το (στου Ράφτη το Λιβάδι): Κυριώνυμο
- Λιβάδι, το (στο Λιβάδι): Από το αρχαίο λιβάς.
Συνοικία, εντός οικισμού.
- Λίμνη, η (στη Λίμνη): Περιοχή συγκέντρωσης νερού. Περιοχή Λαλουμά.
- Λίρης, ο (στου Λίρη*): Το τοπωνύμιο φαίνεται κυριώνυμο. Επειδή όμως στην
περιοχή του Λίρη φυτρώνουν πολλοί απούρανοι,
των οποίων το άνθος κομμένο με συγκεκριμένο τρόπο γίνεται παιχνίδι λύρας
στα χέρια των παιδιών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ρίζα του τπν βρίσκεται
στη λέξη λύρα. Στην περίπτωση
αυτή πρέπει να γραφεί Λύρης. Λέγεται
μια σατιρική μαντινάδα στα Βορίζα:
Να
‘χαμε κι είντα να ‘χαμε, μια μαουνιά μαγκίρι
και
μια σκατούλα τρουλωτή σαν την κορφή του Λίρη.
- Λούτρα, η (στη Λούτρα): Από το ρήμα λούω
> λουτρόν > Λούτρα. Κοινό τπν σε πολλές περιοχές με αρχαιολογικό
ενδιαφέρον. Περιοχή Λαλουμά.
- Λουτσολάκκια, τα (στα Λουτσολάκκια): Φυτωνύμιο, από
το φυτό λουτσά ή αλουτσά (= βερβερίς).
Λέγεται και ξάγκαθος ή ξαγκαθιά[48].
- Λυγιάς, ο (στο Λυγιά): Φυτωνύμιο. λυγιές
= λυγαριές < μεσν. λυγέα < αρχ. λύγος
- Λυγιές,
οι (στσι Λυjιές): Ίδιο
με το προηγούμενο. Περιοχή Λαλουμά.
- Μαδαρής, ο (στου Μαδαρή): Από το μαδώ
> μαδάρα > μαδαρός > μαδαρής = η αποψιλωμένη έκταση που
προσφέρεται για βόσκηση αιγοπροβάτων, ο χωρίς δέντρα τόπος. Στην περιοχή έγινε η μάχη του Μαδαρή ανάμεσα
στους Γερμανούς και στους αντάρτες του Πετρακογιώργη. Σε αναφορά του ο
ίδιος ο Πετρακογιώργης αναφέρει: «Εν Ηρακλείω τη 2α Μαρτίου 1945. Αρχηγός Ανταρτών
Γεώργιος Πετρακογιώργης. Προς: Την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Νομού Ηρακλείου.
Ενταύθα. Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω εις απάντησιν της υπό χρονολογίαν
17-2-45 διαταγής υμών, τα κάτωθι: Μάχαι δοθείσαι παρά του υπʼ εμέ Σώματος.
9ην): Την
14ην Αυγούστου 1945 εις θέσιν (Μαδαρή): συνήφθη μάχη με 300 Γερμανούς, από
της 9.30 πρωινής μέχρι της 5ης απογευματινής. Εφονεύθησαν 60 στρατιώται
Γερμανών και 2 αξιωματικοί, εκ των ημετέρων εφονεύθη ο Παναγιώτης
Μανωλεσάκης, λοχίας πυροβολικού και τραυματίας. Εις ταύτην διεκρίθησαν οι
πολυβολιταί: 1): Γεώργιος Τζίτζικας ή Μπαχρής, 2): Γρηγόριος Χρυσός, 3):
Εμμανουήλ Γιατρομανωλάκης, 4): Κων/νος Ι. Σαρειδάκης και προμηθευτές: 1):
Γεώργιος Ε. Χατζάκης, 2): Εμμανουήλ Παπαδομανωλάκης, 3): Πελοπίδας
Σαρειδάκης, 4): Ιωάννης Ταμπακάκης, 5): Αγησίλαος Πετράκης, 6): Εμμανουήλ
Μαυράκης, 7): Γεώργιος Χαραλαμπάκης ή Μπαλάσκας, 8): Εμμανουήλ Τσικριτζής,
9): Αντώνιος Κρυοβρυσάκης, 10): Μιχαήλ Κραουνάκης, 11): Γεώργιος
Αναγνωστάκης, 12): Ελευθέριος Αλεξάκης, 13): Εμμανουήλ Βεϊσάκης, 14):
Ελευθέριος Καστρινάκης, 15): Αντώνιος Βλαντάς, 16): Αρτέμης Ταμπακάκης,
17): Θεόδωρος Παπαδάκης, 18): Μιχαήλ Καργάκης, 19): Μιχαήλ Λενακάκης, 20):
Γεώργιος Λενακάκης, 21): Γεώργιος Βεϊσάκης, 22): Ιωάννης Αλεξανδράκης,
23): Πελοπ. Σαρειδάκης και 24): Νικόλαος Ανδρουλάκης.[49]
- Μακρυτζίγκουνα, τα (στα Μακρυτζίgουνα):
Απέναντι από το οικισμό. Τζιγκούνι
είναι η στάγδην πηγή[50].
- Μανουσοχάρακας, ο (στο Μανουσοχάρακα): Εντός οικισμού.
Υπήρχε ένα χαράκι σε σχήμα μανιταριού με αρκετά μακρύ κορμό και μεγάλο
κεφάλι ελαφρώς κεκλιμένο. Σύμφωνα με την παράδοση αν περνούσε από εκεί ο
σουλτάνος θα έσπαγε το κεφάλι και θα τον σκότωνε και θα ελευθερωνόταν η
Κρήτη. Το α΄ συνθετικό από τα μανούσα
ή μανουσάκια (= νάρκισσος ο
κυπελλοφόρος).
- Μάντρα Αρφανοπούλας, η (στσ’ Αρφανοπούλας τη Μάdρα): Κυριώνυμο από το επώνυμο Ορφανός, Ορφανουδάκης: Αρφανοπούλα < Ορφανοπούλα.
- Μάντρα Βιτσιλιάς, η (στση Βιτσιλιάς τη Μάdρα)
- Μάντρα Πατέρα, η (στου Πατέρα τη Μάdρα): Ίδιο
με το Λάκκοι Πατέρα, οι (στου Πατέρα
τσι Λάκκους)
- Μάντρα Ρόβηδων, η (στω Ρόβηδω τη Μάdρα): Κυριώνυμο από το παρωνύμιο μιας οικογένειας (Ρόβηδες).
- Μαρτσόλης, ο (στου Μαρτσόλη): Κυριώνυμο.
- Μαυραλού, του (στου Μαυραλού): Κυριώνυμο (;)
- Μαυρολαγκός, ο (στο Μαυρολαγκό): μαύρος + λαγκός >
Μαυρολαγκός, από το χρώμα του εδάφους.
- Μελισσόκηπος, ο (στο Μελισσόκηπο): Σύνθετο από τις λέξεις
μέλισσα + κήπος > Μσλισσόκηπος
= ο χώρος εγκατάστασης των κυψελών. Εκεί είχε εγκαταστήσει πριν 70 περίπου
χρόνια τις μέλισσες ο Καργάκης Στάθης (Μιχιοστάθης).
- Μερτόρι, το (στο Μερτόρι): Σύνθετο φυτωνυμικό
τπν από τα ουσιαστικά μυρτιά + όρος
> μυρτιά + αόρι > Μερτόρι = το βουνό με τις μυρτιές. Περιοχή
Λαλουμά.
- Μεσάρμι,
το (στο Μεσάρμι): μέσον + αρμί > Μεσάρμι. Περιοχή
Λαλουμά.
- Μεσίσκλι, το (στο Μεσίσκλι): Ο οικισμός και η
γύρω από αυτόν περιοχή.
- Μεσόκουπα, η (στη Μεσόκουπα): Σύνθετο τπν: μεσαία > μέση + κούπα (= λόφος,
ύψωμα. Από την λατ. cupa, -ae = βαρέλι > ιταλ. copa =
κούπα) > Μεσόκουπα. (αόρι)
- Μεσομούρι, το (στο Μεσομούρι): Σύνθετο τπν από το
επίθετο μέσος + ουσιαστικό μουρί > Μεσομούρι. Μουρί = η προβολή ενός ορεινού όγκου. Από το
ιταλικό muro =
τείχος, τοίχος. Μούρη >
υποκορ. μουρί.
- Μεταλλείο, το (στο Μεταλλείο): Περιοχή εξόρυξης γαλιτοφοριά, ενός πετρώματος
(γκριζοπράσινη πέτρα) που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως ταλκ.
- Μετόχι Βροντούση, το (στου Βροdούση το
Μετόχι): Περιοχή Λαλουμά.
- Μιτάτο Πατέρα, το (στου Πατέρα το Μιτάτο): Oι βυζαντινοί έγραφαν μητάτο από το λατινικό metatum < meteor = καταμετρώ.
Το metatum σήμαινε το στρατιωτικό
κατάλυμα, ενώ σήμερα ποιμενικό κατάλυμα, μάντρα, καλύβα βοσκώ.
- Μιτάτο
Σπετσώτη, το (στου Σπετσώτη το
Μιτάτο): Κυριώνυμο. Το επώνυμο σπετσωτάκης απαντάται στη Μεσαρά. Περιοχή
Λαλουμά.
- Μιτατούλια, τα (στα Μιτατούλια): μιτάτο + υποκοριστικό επίθημα –ούλι > μιτατούλι.
- Μνήματα, τα (στα Μνήματα): Ανατολικά του χωριού
κάτω από τον αμαξωτό δρόμο. Στο παρελθόν οι κάτοικοι ανακάλυπταν τάφους.
- Μνήματα Πάνω, τα (στα Πάνω Μνήματα)
- Μνήματα Κάτω, τα (στα Κάτω Μνήματα)
- Μοιρά, τα (στα Μοιρά): (αόρι) Αποκλείεται η γραφή Αμιράς, ο (στ’ Αμιρά) επειδή το τοπωνύμιο
αναφέρεται σε δημοτικό τραγούδι στη γενική πτώση: «Έτσα τραγούδειε κι έβγαινε
εις τω Μοιρώ τσι Σκάλες / κοντό
να πηαίνουν ντούζικα κι οι γ-εδικές μου μπάλες;»[51].
Αγνώστου ετύμου. Επιλέχθηκε η γραφή με οι
επειδή παραπέμπει στο ρήμα μοιράζω.
- Μονοχάρακας, ο (στο Μονοχάρακα): μονός + χάρακας > μονοχάρακας
- Μουρί Σκιάς, το (στση Σκιάς το Μουρί): Σκιας
< συκιάς.
- Μουρί, το (στο Μουρί): Η λέξη μουρί
έχει δεχτεί διαφορετικές ερμηνείες. Η Ελ. Γιακουμάκη το παράγει από το
ιταλικό muro = τοίχος[52],
ενώ ο Χαραλαμπάκης από το γενουατικό muro = προεξοχή[53].
- Μουρνιά Μπαμπιωνίτη, η (στου bαbjιωνίτη τη Μουρνιά): Φυτωνύμιο. Μουρνιά < μουριά. Υπάρχει το επώνυμο Μπαμπιωνιτάκης
- Μπίος, ο (στου bίο): Κυριώνυμο.
- Μυλαράκι Φανούρακα, το (στου Φανούρακα το Μυλαράκι): Υπάρχει
ερειπωμένος υδρόμυλος.
- Μύλος Κανιαρή, ο (στη gανιαρή
στο Μύλο): βλ. τπν στην Κανιαρή.
- Νερό Σκιάς, το (στσή Σκιάς το νερό): Φυτωνύμιο. Σκιάς
< συκιάς.
- Νερό Σκρόφας, το (στση Σκρόφας το Νερό): Ανατολικά
του νεκροταφείου. από το ιταλ. scroffa = γουρούνα.
- Νερό Χωστό, το (στο Χωστό Νερό): Ονομάζεται «χωστό»
επειδή η πηγή δεν ήταν σε εμφανές σημείο και για να την προσεγγίσει
κάποιος έπρεπε να γνωρίζει την ύπαρξή της.
- Νιόνιερο, το (στο Νιόνιερο): Νιο + νερό > Νιόνερο > Νίονιερο.
- Νοτική, η (στη Νοτική): Προσδιοριστικό στο χώρο. Εννοεί Νοτική (= νότια) Πλαγιά.
- Νοτικό Συμπούλου, το (στο Νοτικό του Σιbούλου): Προσδιοριστικό στο χώρο σε σχέση με τα σημεία
του ορίζοντα.
- Ντιχιό, το (στο dιχιό*): Ανατολικά του οικισμού,
η περιοχή από την οποία εξόρυσσαν άμμο για να κατασκευάζουν τα σπίτια του
οικισμού. Προβληματισμό δημιουργεί η απόδοση του τπν στην ονομαστική πτώση: το Ντιχιό ή ο Τοιχιός (στο dοιχιό):
Δεν μαρτυρείται πάντως ύπαρξη τοιχίου
στην περιοχή. Εδώ επιλέχθηκε η απλούστερη γραφή.
- Ξάμπελο, το (στο Ξάbελο):
Σύνθετο φυτωνύμιο: έξω + αμπέλι >
εξάμπελο > ξάμπελο.
- Ξεβελόνης,
ο (στο gζεβελόνη):
Κυριώνυμο (;). Περιοχή Λαλουμά.
- Ξερακιάς, ο (στο gξερακιά):
Ξερική περιοχή (αόρι)
- Ξερόκαμπος, ο (στο gξερόκαbο): ξερός +
κάμπος > ξερόκαμπος = ξερικός κάμπος
- Ξετρύπι, το (στο Ξετρύπι): Εντός οικισμού.
Υπάρχουν δυο βράχοι που σχηματίζουν μικρή στοά.
- Ξώτης, ο (στου Ξώτη): Η ορθογραφία του ω καθορίστηκε από τη σύνδεση του
τπν με το επίρρημα έξω > εξώτης
> Ξώτης. Η εκφορά του σε γενική πτώση παραπέμπει σε κυριώνυμο.
- Ορθός, ο (στον Ορθό): Υπάρχει όρθια κορυφή
- Όρνος, ο (στον Όρνο): Από το αρχ. ερινειός
ή ερινέον > όρνιος (= η άγρια
συκιά).
- Παπούρι Χτενά, το (στου Χτενά το Παπούρι): Κυριώνυμο.
Υπήρχε τάφος πάνω στο ύψωμα (= παπούρι), που ανακαλύφθηκε, όταν κατασκευαζόταν
ο δρόμος Βορίζα - Ζαρός.
- Περβόλα, η (στη bερβόλα): περιβόλι > περβόλι > περβόλα. Η τροπή του ουδετέρου σε
θηλυκό λειτουργεί μεγεθυντικά.
- Περβόλι Ζενέ, το (στου Ζενέ το Περβόλι): Κυριώνυμο. Περιοχή Λαλουμά.
- Περβόλι Χήρας, το (στση Χήρας το Περβόλι): κυριώνυμο
- Περδικόθηρα, τα (στα Περδικόθηρα): Σχεδόν βέβαιο ότι
η γραφή Περδικόθυρα είναι
εσφαλμένη. Πιθανότατα στην περιοχή
να κυνηγούσαν πέρδικες: πέρδικα + θήρα (= κυνήγι) > Περδικόθηρα.
- Πευκιάς, ο (στο bευκιά): Φυτωνύμιο. Στο αόρι
πυκνό δάσος από πεύκα
- Πηγιάς, ο (στο bηγιά): πηγή + περιεκτικό επίθημα –ιάς
> πηγιάς = η περιοχή με τις πηγές.
- Πήδημα Βιόλας, το (στση Βjιόλας το
Πήδημα): Το τπν «στο πήδημα +
γενική ονόματος» (υποκειμενική) παραπέμπει σε αυτοκτονία ή ατύχημα[54]
- Πήδημα Καρβουνάρη, το (στου Καρβουνάρη το Πήδημα): Στην
περιοχή Καρβουναριά. Πήδηξε ο καρβουνιάρης από εκεί. Πιθανότατα να αναφέραται
σε αυτοκτονία.
- Πλάι Μαύρο, το (στο Μαύρο bλάι):
Προσδιοριστικό του χρώματος του εδάφους (αόρι).
- Πλάκα, η (στη bλάκα): Προσδιοριστικό της
μορφολογίας τους εδάφους.
- Πλάκες Μαύρες, οι (στσι Μαύρες Πλάκες): Προσδιοριστικό
του χρώματος των βράχων
- Πλακούρα, η (στη bλακούρα):
Προσδιοριστικό της μορφολογίας του εδάφους. Πλάκα + μεγεθυντικό επίθημα – ούρα > πλακούρα (αόρι).
- Πλατάνοι
Πολλοί, οι (στσι Πολλούς Πλατάνους):
Φυτωνύμιο. Περιοχή με πλατάνια στο Λαλουμά.
- Πλάτανος Γέρος, ο (στο Γέρο bλάτανο):
Φυτωνύμιο από την παρουσία μεγάλου
και παλαιού πλατάνου (γέρος = μεγάλος σε μέγεθος και ηλικία).
- Πλάτη, η (στη bλάτη): Πλαγιά στην ανατολική
είσοδο του οικισμού.
- Πολισταράς, ο (στου Πολισταρά*): η εκφορά σε
γενική πτώση παραπέμπει σε κυριώνυμο, πιθανότατα από παρωνύμιο.
- Ποντικιά, η (στη bοdικιά): Ζωωνύμιο. Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση στην
περιοχή έκαναν την εμφάνισή τους φαντάσματα.
- Πόρος Αμπελιών, ο (στο bόρο των Αbελιώ): βλ. τπν στα
Αμπέλια
- Πόρος Βιγλώ, ο (στο bόρο τω Βιγλώ): Περιοχή
Λαλουμά.
- Πόρος Ζερβής, ο (στο bόρο τση
Ζερβής): βλ. τπν στη Ζερβή
- Πόρος Κουτσουναριών, ο (στο
bόρο τω gουτσουναρjιώ): βλ. τπν στα
Κουτσουνάρια
- Πόρος Μαρτσόλη, ο (στο bόρο του
Μαρτσόλη): βλ. τπν στου Μαρτόλη.
Περιοχή Λαλουμά.
- Πόρος Νίδας, ο (στο bόρο τση
Νίδας): (αόρι)
- Πόρος Σταυρού, ο (στο bόρο του
Σταυρού): βλ. τπν στο Σταυρό (αόρι)
- Πόρος, ο (στο bόρο): Ανατολικά του οικισμού. Πόρος χαρακτηρίζεται το πρώτο
σημείο θέασης ή εισόδου μιας περιοχής.
- Πορτί, το (στο Πορτί): Το τπν είναι υποκοριστικό της λέξης πόρτα > πορτί. Με τον όρο πορτί προσδιορίζεται περισσότερο η
διέλευση του αέρα, παρά των ανθρώπων, δηλαδή είσοδος. Πορτί λέγεται συνήθως ο τόπος που φυσά δυνατότερος αέρας και
γι’ αυτό βρίσκεται σε υψώματα.
- Ποταμίδα
Μουλαλή, η (στου Μουλαλή τη bοταμίδα):
ποταμίδα = κτήματα δίπλα σε
χείμαρρους. Περιοχή Λαλουμά.
- Ποταμίσα, τα (στα Ποταμίσα): Η ποταμισά είναι φυτό με αγκάθια, που
ευδοκιμεί κοντά στα ποτάμια. Ποταμισάς λέγεται ο χώρος στον οποίο
φυτρώνουν ποταμισές. Ποταμισάς
> Ποταμίσα. Η Φραγκάκι καταγράφει το φυτό ποταμίσι[55].
- Πούπα, η (στη bούπα): Πιθανολογώ ότι η λέξη πούπα είναι παράφραση της λέξης κούπα, που συχνά χρησιμοποιείται
στα τπν για να δηλώσει περιοχές που η μορφολογία του εδάφους παραπέμπει σε
κούπα.
- Πρηγιός, ο (στο bρηjιό):
Βορείως του χωριού. Υπάρχουν δυο πηγάδια. Περιοχή με πρίνους. Από το
Ομηρικό πρηών –πρηόνος. Πρηών > Πρηός > Πρηjός > Πρηγιός[56].
(αόρι)
- Πρινάρια, τα (στα Πρινάρια): Φυτωνύμιο. Πρίνος + υποκοριστικό επίθημα –άρι > πρινάρι.
- Πρινόλακκος,
ο (στο bρινόλακκο):
Σύνθετο φυτωνύμιο. Πρίνος + λάκκος
> πρινόλακκος. Περιοχή Λαλουμά.
- Πρινόσκαλα, η (στη bρινόσκαλα):
Σύνθετο τπν. Πρίνος + σκάλα >
Πρινόσκαλα. Η δύσβατη περιοχή με τους πρίνους (αόρι).
- Προβαρόπετρα, η (στη bροβαρόπετρα):
Σύνθετο τπν. από το ιταλ. provare = δοκιμάζω +
πέτρα > προβαρόπετρα. Μια
πέτρα με την οποία δοκίμαζαν τη δύναμή τους οι νεαροί Βοριζανοί.
- Πρώιμη, η (στη bρώιμη): Προφανώς λόγω της
πρωιμότητας της περιοχής. Στην
περιοχή του οικισμού Μασίσκλι
- Ριζόπετρο, το (στο Ριζόπετρο): σύνθετο από τα
ουσιαστικά ρίζα + πέτρα. Η
περιοχή στην αρχή βραχώδους ζώνης. Περιοχή του οικισμού Λαλουμάς
- Ροβάλωνα, τα (στα Ροβάλωνα): Φυτωνύμιο: ρόβι < αρχ. ελλ. όροβος. Ρόβι + αλώνια > Ροβαλώνια >
Ροβάλωνα. Περιοχή Λαλουμά.
- Ροϊδολάκκι, το (στο Ροϊδολάκκι): Σύνθετο τπν από τα
ουσιαστικά ρόδι + λάκκος. Ρόδι > ρόιδι + λακκί > Ροιδολακκι. Ο
μικρός λάκκος με τις ροδιές. Περιοχή απάνω από το Βροντισάκι
- Ρουμανής, ο (στου Ρουμανή): Πιθανότατα
κυριώνυμο.
- Ρουσθιά, η (στη Ρουσθιά): Στην ανατολική είσοδο του χωριού. Περιοχή με
κοκκινόχωμα Από το λατινικό russeus
> ιταλ. rosso, -a = κόκκινος.
- Ρυάκι Μισεμένου, το (στου Μισεμένου το Ρjυάκι):
- Σαραδιανά, τα (στα Σαραδιανά): Περιοχή Λαλουμά.
- Σέλη Βαθιά, η (στη Βαθιά Σέλη): Από το ιταλ. sella. Η κορυφογραμμή
που έχει σχήμα σέλλας. αόρι
- Σκάλα Κυπαρισσάς, η (στη Σκάλα τση Κυπαρισσάς): Συνήθως
με τη λέξη σκάλα προσδιορίζεται ανώμαλο βραχώδες μέρος που σχηματίζει
αναβαθμίδες. (αόρι).
- Σκάλα, η (στα Σκάλα): Συνήθως με τη λέξη σκάλα προσδιορίζεται ανώμαλο
βραχώδες μέρος που σχηματίζει αναβαθμίδες.
- Σκαλάκι, το (στο Σκαλάκι): Μέσα στον οικισμό. Σήμερα δεν υπάρχει. Έχει γίνει αμαξιτός δρόμος.
Στο σκαλάκι στην μέση υπήρχε ένα μικρό σπηλιαρούδι κι είχε μια τρύπα. Εκεί
υπήρχε, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ένας διάολος που μεταμορφωνόταν
σε κουνέλι.
- Σκάλες Μοιρών, οι (στω Μοιρώ τσι Σκάλες): Ανώμαλο
έδαφος που σχημάτιζε «σκαλούνια», αναβαθμίδες στην περιοχή Μοιρά.
- Σκάφες, οι (στσι Σκάφες):
- Σκούρακας Πευκιά, ο (στο Σκούρακα του Πευκιά): Μεγάλο
χαράκι μέσα στον Πευκιά
- Σκουρί Μαύρο, το (στο Μαύρο Σκουρί): Δηλωτικό του
χρώματος των βράχων (αόρι)
- Σπήλια, τα (στα Σπήλια): Στην ανατολική είσοδο του χωριού
- Σπηλιάρα Ζαχαριουδογιάννη, η (στου Ζαχαρjιουδοjιάννη τη Σπηλιάρα): Περιοχή Λαλουμά.
- Σπηλιάρα, η (στη Σπηλιάρα): σπηλιά + μεγεθυντικό επίθημα – άρα > σπηλιάρα. Στην περιοχή Αγριμονερό.
- Σπηλιάρι Καρούζου, το (στου Καρούζο το Σπηλιάρι)
- Σπηλιάρι Χαμωτό, το (στο Χαμωτό Σπηλιάρι): Από τη
μορφολογία της σπηλιάς.
- Σπήλιος Βιτσιλιάς, ο (στση Βιτσιλιάς το Σπήλιο): Η σπηλιά
στην περιοχή Βιτσιλιά. Βλ. τπν στη Βιτσιλιά.
- Σπήλιος Γριάς, ο (στση Γριάς το Σπήλιο): Οι πληροφορητές
μου αναφέρονται σε μια γριά που έμενε στη σπηλιά. Πρόκειται για μια μεγάλη
σπηλιά με νερό (αόρι).
- Σπήλιος Κανιαρή, ο (στη gανιαρή
στο Σπήλιο): Η σπηλιά στην περιοχή Κανιαρή.
Βλ. τπν στην Κανιαρή
- Σπήλιος Ρουμανή, ο (στου Ρουμανή το Σπήλιο): Η σπηλιά
στην περιοχή Ρουμανής.
- Σπήλιος Ρουσθιάς, ο (στση Ρουσθιάς το Σπήλιο): Η σπηλιά
στην περιοχή Ρουσθιά. Βλ. τπν στη Ρουσθιά.
- Σπήλιος Σκάλας, ο (στση Σκάλας το Σπήλιο): Η σπηλιά
στην περιοχή Σκάλα.
- Σπήλιος, ο (στο Σπήλιο): Λέγεται και Τυρόσπιτο, το (στο Τυρόσπιτο) ή Τυροκέλι, το (στο τυροκέλι). Η τρύπα για τη φύλαξη – συντήρηση του τυριού.
- Σπιτάκι,
το (στο Σπιτάκι): Περιοχή
Λαλουμά.
- Σπίτι Καημένο, το (στο Καημένο Σπίτι): σπίτι = μιτάτο
- Σπίτι Χαιρέτη, το (στου Χαιρέτη το Σπίτι): Κυριώνυμο.
Λέγεται και απλά στου Χαιρέτη.
Σπίτι = μιτάτο
- Σταυρωμένος, ο (στο Σταυρωμένο): Αγιωνύμιο. Υπάρχει
εκκλησία. Στο παρελθόν υπήρχε μοναστήρι με καλογριές.
- Στειρόμαντρα, η (στη Στειρόμαdρα): Σύνθετο
τπν στείρος + μάντρα > στειρόμαντρα = η μάντρα
συγκέντρωσης ζώων που δεν κυοφορούν.
- Στένακας, ο (στο Στένακα): στενός + μεγεθυντικό επίθημα –ακας > στένακας.
- Στέρνα Ψαρογιώργη, η (στου Ψαροjιώρjη τη Στέρνα): Κυριώνυμο από το παρωνύμιο του Καργάκη
Γιώργη.
- Στέρνα, η (στη Στέρνα): Υπάρχει καβούσι, μικρή πηγή, που συγκέντρωνε το
νερό της σε μια στέρνα ( < cisterna).
- Στριλιγκάς, ο (στου Στριλιgά):
Κυριώνυμο
- Συκιά Βλάχο, η (στου Βλάχο τη Συκιά): Κυριώνυμο,
εντός οικισμού.
- Σύμπουλος,
ο (στο Σύbουλο ή Σύbλο): Επειδή
το τοπωνύμιο προσδιορίζει την περιοχή σύγκλισης τριών λόφων, πιστεύω ότι
παράγεται από το αρχ. συμβάλλω >
σύμβουλος > Σύμπουλος.
- Σφακοπούλια,
τα (στα Σφακοπούλια): Υποκορισμένο
φυτωνύμιο: σφάκα (= πικροδάφνη)
+ υποκοριστικό επίθημα –oπούλι
> σφακοπούλι = η μικρή
- Σωρός, ο (στο Σωρό): το τπν το φέρουν περιοχές με πολλές πέτρες-χαλίκια
που κατρακυλούν από πλαγιά.
- Σώχωρα, τα (στα Σώχωρα): έσω + χώρος
> σώχωρο = περιφραγμένο, περίκλειστο περιβόλι/κήπος. Σήμερα ο όρος
προσδιορίζει κάθε κήπο.
- Σώχωρο Μπαμπιονίτη, το (στου bαbjιονίτη το Σώχωρο): Υπάρχει το επώνυμο Μπαμπιονιτάκης στα Βορίζα.
- Σώχωρο Πέρα, το (στο Πέρα Σώχωρο): Λέγεται και
Σώχωρα Πέρα, τα (στα Πέρα Σώχωρα):
- Σώχωρο Στρατή, το (στου Στρατή το Σώχωρο):
- Ταβέρνα, η (στη dαβέρνα): Περιοχή μεταξύ Βοριζίων
και Βαρσαμόνερου. Δεν σώζονται σήμερα ερείπια κτηρίου που να δικαιολογούν
την προέλευση του τπν.
- Τάφκος Αρματωμένου, ο (στ’ Αρματωμένου το dάφκο): Βρίσκεται απέναντι από τον Σπήλιο τση Γριάς, νοτιοανατολικά της Νίδας. Οι πληροφορητές
μου δεν γνωρίζουν την παράδοση για τον αρματωμένο. Τάφκος
ονομάζεται η καταβόθρα, το βάραθρο, το σπηλαιοβάραθρο. Ο Ξανθουδίδης και ο
Paul Faure συνδέουν ετυμολογικά τον τάφκο από τη λέξη τάφος.
Ο Γ. Ε. Πάγκαλος τη θεωρεί αγνώστου ετύμου[57].
- Τάφκος Κουτρουλού, ο (στου Κουτρουλού το dάφκο): Βορείως του οικισμού, στην περιοχή Κουτρουλού. (αόρι)
- Τζαραχάνης, ο (στου Τζαραχάνη): Πιθανότατα κυριώνυμο.
- Τζιγκούνι,
το (στο Τζιgούνι): Τπν
που έχει δεχτεί ποικίλες ερμηνείες, με ισχυρότερη, κατά την άποψη του
γράφοντος, εκείνη του Ξανθουδίδη, ο οποίος το συνδέει με την επιρρηματική
φράση «τσίγκου τσίγκου» ή «τζίγκου τζίγκου», που σημαίνει
στάγδην, σταγόνα σταγόνα[58].
(αόρι)
- Τραπέζα, η (στη dραπέζα): Τραπέζες χαρακτηρίζονται οι επίπεδες περιοχές.
- Τραχήλι, το (στο Τραχήλι): Από το τράχηλος, από
τη μορφολογία του εδάφους. Στην περιοχή δόθηκε σφοδρή μάχη των ανταρτών
της ομάδος Πετρακογιώργη με τους Γερμανούς. Σε αναφορά του ο ίδιος ο
Πετρακογιώργης αναφέρει: «Εν Ηρακλείω τη 2α Μαρτίου 1945. Αρχηγός Ανταρτών
Γεώργιος Πετρακογιώργης. Προς: Την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Νομού Ηρακλείου.
Ενταύθα. Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω εις απάντησιν της υπό χρονολογίαν
17-2-45 διαταγής υμών, τα κάτωθι: Μάχαι δοθείσαι παρά του υπʼ εμέ Σώματος.
4η): Την 15ην Αυγούστου 1943 εις θέσιν (Τραχήλι): της περιφερείας
Βοριζιών, την νύκτα της 14-15, εκυκλώθημεν παρά 3.600 Γερμανών.
Επροσπαθήσαμεν να διαφύγωμεν του να κυκλωθώμεν και εβαδίσαμεν προς την
κατεύθυνσιν Ρούβα. Αφού εδοκιμάσαμε να διασπάσωμεν την γραμμήν (Νίδας -
Μαδαρί): ηναγκάσθημεν να αλλάξωμεν κατεύθυνιν προς Ρούβα. Ευρέθημεν προ
460 Γερμανών με ημετέραν δύναμιν εκ 42 ανδρών εις θέσιν (Τραχήλι):
κυκλωμένου κατά τετράγωνον υπό των Γερμανών. Εδώσαμεν μάχην υπό τας
ανωτέρω συνθήκας διαρκέσασαν από της 9.45-14 ώρας και ήτις κατά την γνώμην
της εν Κρήτη Αγγλικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας κρίνεται ως άνευ προηγουμένου
εις την πολεμικών Στρατιωτικήν Ιστορίαν, μάλιστα δε, ετοπογράφησεν ταύτην
και με σχετικήν έκθεσιν την υπέβαλε εις το Υπουργείον των Στρατιωτικών.
Κατά την μάχην οι άνδρες μου επεδείξαντο απαράμιλλον ηρωισμόν κα
αυταπάρνησιν, εν τέλει δε ο κλοιός των Γερμανών διεσπάσθη και έναντι 32
φονευθέντων Γερμανών το Σώμα μου έσχε 6 φονευθέντας και 3 τραυματίας, ήτοι
φονευθέντες: 1): Διονύσιος Φραγκιαδάκης ή Τσελέκος, 2): Νικόλαος Γ.
Σαρτζετάκης, 3): Πολύδωρος Λιανουδάκης, 4): Γεώργιος Κρυοβρυσανάκης, 5):
Χαράλαμπος Κατσούγκρης, 6): Κων/νος Αποστολάκης. Τραυματίαι: 1): Εμμανουήλ
Βεϊσάκης, 2): Γεώργιος Καργάκης, 3): Γεώργιος Τζίντζικας ή Μπαχρής.
Διεκρίθησαν οι ανωτέρω τραυματίαι και οι: 1): Εμμανουήλ Τσικριτζής, 2):
Γεώργιος Χαραλαμπάκης ή Μπαλάσκας, 3): Εμμανουήλ Πετρακάκης, 4): Κυριάκος
Κατσαντώνης, 5): Γεώργιος Καζάκης, 6): Κων/νος Καργάκης, 7): Γεώργιος
Χατζάκης εις ους και προτείνω να δοθή το ανώτερον που υπάρχει διʼ ανδρείαν
παράσημον. Ο υποφαινόμενος παρέμεινα μετά των Γεωργίου Καργάκη και Εμμαν.
Τσικριτζή εις το σημείον της μάχης μέχρι της 19.30»[59]
- Τρύπα, η (στη dρύπα): Περιοχή Λαλουμά.
- Τυροκέλι, το (στο Τυροκέλι): Σύνθετο τπν από τις
λέξεις τυρί + κελί > τυροκέλι = ο
χώρος (σπήλαιο) για τη φύλαξη – συντήρηση του τυριού. Λέγεται και
Τυρόσπιτο, το (στο Τυρόσπιτο) ή
Σπήλιος, ο (στο Σπήλιο).
- Τυρόσπιτο, το (στο Τυρόσπιτο): Σύνθετο τπν από τις
λέξεις τυρί + σπίτι > τυροσπίτι
> τυρόσπιτο = ο χώρος (σπήλαιο) για τη φύλαξη – συντήρηση του
τυριού. Λέγεται και Σπήλιος, ο (στο Σπήλιο) ή Τυροκέλι, το (στο Τυροκέλι).
- Φαράγγι, το (στο Φαράgι)
- Φαραγγούλι, το (στο Φαραgούλι):
φαράγγι + υποκοριστικό επίθημα –ούλι > φαραγγούλι = μικρό
φαράγγι.
- Φεράγγι Ποταμού, το (στο Φαράgι του
Ποταμού): Περιοχή Λαλουμά.
- Φούρνοι, οι (στσι Φούρνους): Σπηλιές στο φαράγγι
που σύμφωνα με την παράδοση κατοικούσαν οι διαόλοι. Υπάρχει μάλιστα και
σχετική τοπικής εμβέλειας βρισιά: Όσοι
διαόλοι κατοικούνε στσι Φούρνους να μπούνε στην κοιλιά σου!
- Φράμα Λαλουμά, το (στο Φράμα του Λαλουμά): Λέγεται και
απλά Φράμα, το (στο Φράμα).
- Φράμα, το (στο Φράμα): φράγμα >
φράμα. Λέγεται και Φράμα Λαλουμά, το (στο Φράμα του Λαλουμά):
- Φρούδιο Πρηγιού, το (στο Φρούδιο του Πρηγιού): βλ. τπν
Πρηγιός
- Φρούδιο, το (στο Φρούδιο): φρύδι > (με τροπή του υ
σε ου) φρούδι > φρούδιο. Ο
δέτης μέσα στο χωριό.
- Φρουκόξυλα, τα (στα Φρουκόξυλα): Το α΄ συνθετικό
του τπν παραπέμπει στο τουρκικής προέλευσης ρήμα φουρκίζω (= απαγχονίζω)
και στη φούρκα ( < furca
= αγχόνη) + ξύλο > φουρκόξυλο
> φρουκόξυλο με υπερπήδηση του ου
από το ρ, με έλξη του ρ από το
αρχικό χειλικό σύμφωνο (πρβλ. πικρός
> πρικιός, περιπατώ > προπατώ ή αφουρκούμαι > φρουκούμαι =
υπακούω, προσέχω).
- Χαιρέτης, ο (στου Χαιρέτη): Κυριώνυμο. Υπάρχει
μιτάτο. Λέγεται και Σπίτι Χαιρέτη, το (στου
Χαιρέτη το Σπίτι) (αόρι).
- Χάλαβρο, το (στο Χάλαβρο): Περιοχή με σπασμένα
χαράκια και τσαΐλι.. Υπάρχει σπηλιά. Ο Πλατάκης (Κρητολογία 5, σελ. 61) τη
γράφει Χάλεβρο.
- Χαλαζοκεφάλα, η (στη Χαλαζοκεφάλα): Ίδιο με
Γαλαζοκεφάλα, η (στη Γαλαζοκεφάλα)
- Χαλέπα, η (στη Χαλέπα): από το αρχ. χαλεπός
> Χαλέπα. Χαλέπα
ονομάζεται μια περιοχή που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί και χρησιμοποιείται
ως βοσκότοπος.
- Χάλεφε, ο (στο Χάλεφε): χείμαρρος που ξεκινά από την περιοχή των Κουτρών
και συγκλίνει στο Λαλουμά με άλλους χείμαρρους. Αγνώστου ετύμου.
- Χαλικιάς Κάτω, ο (στο gάτω
Χαλικιά): Περιοχή με πολλές πέτρες
- Χαλικιάς Πάνω, ο (στο bάνω
Χαλικιά)
- Χαμπαθούρα, η (στη Χαbαθούρα):
Η λέξη χάμπαθα, τα σημαίνει σκύβαλα αλλά και κακοβολιά, τον τόπο με
πολλές ανωμαλίες του εδάφους. Η τελευταία αυτή σημασία ερμηνεύει το τπν[60].
(αόρι) Ο Ξανθινάκης ετυμολογεί τη λέξη από το χαμαί
+ πετέω = πίπτω κατά γης[61].
Η τελευταία αυτή σημασία ερμηνεύει το τπν. (αόρι)
- Χαούνα, η (στη Χαούνα): Το τπν δόθηκε στη περιοχή από μια τρύπα που
υπάρχει. Προφανώς πρόκειται για
φωνητική αλλοίωση της λέξης χοάνη.
- Χάρακας,
ο (στο Χάρακα): Από την παρουσία
μεγάλου βράχου. Περιοχή Λαλουμά.
- Χαράκι Γερογιάννη, το (στου jεροjιάννη το Χαράκι): Κυριώνυμο
- Χαράκι
Ορθό, το (στο Ορθό Χαράκι): Από
το σχήμα βράχου. Περιοχή Λαλουμά.
- Χαράκια Μάρκο, τα (στου Μάρκο τα Χαράκια): Κυριώνυμο
- Χαράκια Πλακερωτά, τα (στα Πλακερωτά Χαράκια): Από το
επίπεδο σχήμα των βράχων, στην περιοχή Αγριμονερό.
Πλάκα + επίθημα –ερός δηλωτικό του χαρακτηριστικού
γνωρίσματος > πλακερός +
επίθημα –ωτός δηλωτικό του
σχήματος > πλακερωτός.
- Χαράκια Σπασμένα, τα (στα Σπασμένα Χαράκια)
- Χαράκοι Χατζή, οι (στου Χατζή τσι Χαράκους): Κυριώνυμο
(αόρι)
- Χαράκοι, οι (στσι Χαράκους)
- Χαρκιδειά, τα (στα Χαρκιδειά): Υπάρχουν μικρά
σπηλιάρια. Η περιοχή είναι απόκρημνη και στο παρελθόν γκρέμιζαν από εκεί
τα άρρωστα και γέρικα ζώα για να τα σκοτώσουν. Υπάρχει το σχετικό δίστιχο:
Στα Χαρκιδειά στο μάχωμα, εις την
απιδοπούλα,
εκειά
τα ξεφορτώνουνε τα πουλαράκια ούλα.
- Χειμαδιά Κορακιά, τα (στου Κορακιά τα Χειμαδιά): Περιοχή Λαλουμά.
- Χελιδονιές, οι (στσι Χελιδονιές): (αόρι)
- Χιονισμένος, ο (στου Χιονισμένου): (αόρι)
- Χοιρόμαντρα,
η (στη Χοιρόμαdρα): Σύνθετο
ζωωνυμικό τπν: χοίρος + μάντρα >
χοιρόμαντρα. Περιοχή Λαλουμά.
- Χορεύτρα, η (στη Χορεύτρα): Χορεύτρες ονομάζονταν τα σημεία συνάντησης των κατοίκων ενός
οικισμού για τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ή σημεία που συγκεντρώνονταν τα
παιδιά και εξασκούνταν στο χορό (αόρι).
- Χωριό Κάτω, το (στο Κάτω Χωριό): Συνοικία, εντός
οικισμού
Σημείωση:
Η προφορική παράδοση στα Βορίζα διατηρεί τη σχετική με τα τοπωνύμια του
οικισμού παρακάτω αφήγηση:
Κάποτε στο καφενείο των Βοριζών
συζητούσαν κάποιοι για τις πόλεις και τα χωριά που έχουν επισκεφτεί, λέγοντας ο
καθένας τις προσωπικές του εμπειρίες. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος βοριζανός,
για πολύ καιρό φυγόδικος. Όταν έφτασε η σειρά του να αναφέρει τις πόλεις που
είχε επισκεφτεί είπε αστειευόμενος:
Αγριμονερό ντιν νταν,
Μποντικιά φανταξοντάν,
Σύμπουλο καθεσοντάν,
χώρα Αγκαβανέντες,
και Βιτσιλοκουμέντες.
Ουσιαστικά αναφερόταν στα τοπωνύμια του οικισμού Αγριμονερό, Ποντικιά, Σύμπουλος, Αγκαβανιάς, Βιτσιλιά, προσθέτοντας ξενικές καταλήξεις. Άλλη ερμηνεία θέλει να
προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά των αναφερόμενων περιοχών: στο Αγριμονερό υπήρχαν αμπέλια, γεγονός που «χτυπούσε
το καμπανάκι» για τους βοσκούς που πλησίαζαν εκεί τα πρόβατά τους. Έπρεπε
δηλαδή να επιτηρούν τα ζώα για αν μην κάνουν κάποια αγροζημία. Στην Ποντικιά πίστευαν παλιότερα πως υπήρχαν
φαντάσματα, ο Σύμπουλος, λόγω του
νοτικού προσανατολισμού, προσφερόταν το χειμώνα για να κάθονται και να
ξεκουράζονται οι βοσκοί, στον Αγκαβανιά,
όπως εννοεί και το ίδιο το τοπωνύμιο, ευδοκιμούσαν οι αγκαβάνοι, ακανθώδη φυτά
επικίνδυνα για τους ανυπόδητους νεαρούς βοσκούς και τέλος η Βιτσιλιά με τα μικρά σπηλιάρια-μάντρες,
τους κούμους.
Η "Τοπωνυμική μελέτη του οικισμών Βορίζα, Λαλουμά και Μεσίσκλι Ηρακλείου" δημοσιεύθηκε στην ετήσια έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟΝ, τεύχος 34, σελ. 53-91
[4]
Ανδρέας Λενακάκης, Πυργιώτισσα, Ονομάτων επίσκεψις, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 2013, σελ. 63
[5]
Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της
Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τομ. Α΄, 1991, σελ. 196-196
[6]
Ανδρέας Λενακάκης, ό.π., σελ. 62-64
[7] Ευαγγελία
Φραγκάκι, Συμβολή εις την δημώδη
ορολογίαν των φυτών, Αθήνα 1969, σελ. 174-175
[8] H. Liddell – R. Scott, Μέγα Λεξικόν της
Ελληνικής Γλώσσης, λήμμα βρίζα.
Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής
Γλώσσης, λήμμα βρίζα
[11]
Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της
Κρήτης…., τομ. Α΄, 1991, σελ. 456
[14] Φανούριος Ζαχαριουδάκης, Το χθες και το σήμερα Λαλουμάς, εφημ. Άποψη του Νότου, αρ. φυλ.
718, σελ. 22.
[17] Νικόλαος Σταυρινίδη, Μεταφράσεις, τομ. Β', 124
[18] H. Liddell – R.
Scott, ό.π., λήμματα σκέλλω σκλῆμα,. Δ. Δημητράκου, ό.π., λήμματα σκέλλω, σκλῆμα
[19] Η καταγραφή των τπν έγινε το 2013. Ευχαριστίες
εκφράζω στους πληροφορητές μου: Στιβακτάκης Μανόλης (Ανεγνωστομανόλης) ετών 85,
Στιβακτάκη Ελευθερία, ετών 83, Στιβακτάκης Πολυχρόνης, ετών 55, Καργάκης Θεοχάρης
(Στεργιοθεοχάρης) ετών 80, Καργάκης Γιάννης (Γραμματικός) ετών 75, Καργάκης
Στάθης, ετών 64, Ζαχαριουδάκης Φανούριος, ετών 56.
[21] Ευαγγελία Φραγκάκι, ό.π. σελ. 19
[22] Αντώνιος
Β. Ξανθινάκης, Λεξικό Ερμηνευτικό και
Ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος, Π.Ε.Κ. 2001, σελ. 40
[23] Ευαγγελία
Φραγκάκι ό.π., σελ. 20
[24]
Προσωπική καταγραφή
[25] Ευαγγελία
Φραγκάκι, ό.π. σελ. 47
[26]
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Κρητολογικά
Μελετήματα, Ηράκλειο 2001, σελ. 139-142
[27] Ανδρέας
Λενακάκης ό.π. σελ. 147-150
[28] Ανδρέας
Λενακάκης ό.π. σελ. 150-152
[29] Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης, 1991, σελ. 178
[30] Ελευθέριος
Πλατάκης, Τα ονόματα των σπηλαίων της
Κρήτης, Κρητικά Χρονικά τομ. Κ΄ (1966), σελ. 273-274.
[31] Ανδρέας
Λενακάκης ό.π. σελ. 83-86
[33]
Αργίνη Φραγκούλη, Κρητικά
Τοπωνύμια βάσει της σημασίας τους, Τα Κρητικά Τοπωνύμια, τ. Β, σελ. 331
[34]
Ελευθερία Γιακουμάκη, Το μικροτοπωνυμικό
της επαρχίας Κισσάμου Κρήτης, Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. ΙΣΤ, Αθήνα 1986
[35]
Χρύσα Τσικρτσή – Κατσιανάκη, Συμπληρωματικά
στα «Κρητικά τοπωνύμια από οικογενειακά ονόματα», Τα Κρητικά Τοπωνύμια, τ.
Β, Ρέθυμνο 2000 σελ. 275
[36] Γιάννης
Γριντάκης, Τοπωνυμίες από το πρωτόκολλο
του Μάρκου Αρκολέου, Τα Κρητικά Τοπωνύμια, τ. Α, Ρέθυμνο 2000, σελ. 254
[37]
Ελευθερία Γιακουμάκη, Το μικροτοπωνυμικό
της επαρχίας Κισσάμου Κρήτης, Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. ΙΣΤ, Αθήνα 1986,
σελ. 44, 69, 84, 101, 107, 114, 138, 145, 148, 151, 153
[38] Ανυφαντάκης
Ι. – Καραβυράκη Ειρ., Τοπωνύμια του
χωριού Αβρακόντε, Αμάλθεια, τόμ. Ι, τεύχ. 38 (1979), σελ. 73
[39] Χρίστος Μακρής, Τοπωνύμια
Ι.Μ. Πρέβελη και Σελλίων Αγίου Βασιλείου,
Τα Κρητικά Τοπωνύμια Α, Ρέθυμνο 2000 σελ.
386-388
[40]
Στέφανος Ξανθουδίδης, Μελετήματα,
Ηράκλειο 2002, σελ. 588-589
[41] Ξανθουδίδης
ό.π. σελ. 588-589
[42] Ιδομενέας
Παπαγρηγοράκης , Συλλογή ξενόγλωσσων
λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη, Χανιά 1952, σελ. 48
[43]
Γεώργιος Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού
ιδιώματος της Κρήτης, τόμ. Β, 1960, σελ. 254-255
[44] Ελευθέριος
Πλατάκης, Τα τοπωνύμια Τρυβαξώνας, Σελλινάρι και Ψείρα, Αμάλθεια τομ. Ε, 1973,
τεύχ. 18-19, σελ. 3-14
[45] Καπετάν Πετρακογιώργης, ό.π., σελ. 54
[46] Ανδρέας
Λενακάκης, ό.π. σελ. 167-170
[47] Ανδρέας Λενακάκης, ό.π.
σελ. 170-171
[48] Ευαγγελία Φραγκάκι, ό.π. σελ. 135-136
[49] Η
περιγραφή της μάχης στου Μαδαρή γίνεται σε έγγραφο που υπογράφεται από τον ίδιο
τον Πετρακογιώργη στο Ηράκλειο στις 30 Οκτώβρη 1962 (Καπετάν Πετρακογιώργης, έκδ. Συλλόγου Μεσαριτών «Η Γόρτυς»,
Ηράκλειο 1983, σελ. 56-59
[50] Ανδρέας
Λενακάκης, ό.π. σελ. 187
[51]
Αδημοσίευτη παραλλαγή του τραγουδιού του Λεράτο (Αρχείο Ανδρέα Λενακάκη).
Πληροφορητής: Στιβακτάκης Μανόλης (Ανεγνωστομανόλης) ετών 85, Βορίζα.
[54] Ανδρέας
Λενακάκης, ό.π. σελ. 181-182
[56]
Στέφανος Ξανθουδίδης, Γλωσσικαί εκλογαί
Α, στο Μελετήματα, 2002, σελ.
284-285
[58] Ανδρέας Λενακάκης, ό.π.
σελ. 187
[59] Η
περιγραφή της μάχης στου Μαδαρή γίνεται σε έγγραφο που υπογράφεται από τον ίδιο
τον Πετρακογιώργη στο Ηράκλειο στις 30 Οκτώβρη 1962 (Καπετάν Πετρακογιώργης, ό.π., σελ. 54-56)
[60] Ανδρέας Λενακάκης, ό.π.
σελ. 300, σημ. 172
[61]
Αντώνιος Ξανθινάκης, Λεξικό
ερμηνευτικό & ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, 2001, σελ. 558
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου