Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Δημοτικά τραγούδια στη Μεσαρά

        
Σημείωμα του συλλογέα

       Όσοι ασχολούνται με την κρητική παράδοση και ιδιαίτερα με το κρητικό παραδοσιακό τραγούδι γνωρίζουν ότι πολλές είναι οι συλλογές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και στις οποίες καταγράφηκαν, ταξινομήθηκαν και  μελετήθηκαν τα τραγούδια των Κρητών. Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να ισχυριστεί ότι, μετά από ενάμισι περίπου αιώνα καταγραφής του κρητικού παραδοσιακού τραγουδιού, έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της καταγραφής τους. Η έκδοση επομένως μιας νέας συλλογής πρωτογενούς υλικού και όχι ερανιστικού τύπου, δεν θα πρέπει να παραμείνει αδικαιολόγητη.
      Είχα την τύχη να εργαστώ από το 1995 για οκτώ χρόνια, ως φιλόλογος, στο Λύκειο Πόμπιας και στο Λύκειο Τυμπακίου. Εντελώς τυχαία, από το πρώτο κιόλας μάθημα των Νέων Ελληνικών Κειμένων, κάποιος μαθητής μετά ανάγνωση του τραγουδιού του «Νεκρού αδελφού», ανέφερε στην τάξη ότι ο παππούς του γνώριζε πολλά τέτοια τραγούδια. Αυτό υπήρξε το έναυσμα για τη συγκέντρωση των τραγουδιών, που χρόνο με το χρόνο αύξαναν σε αριθμό και άρχισαν να αποκτούν τη μορφή μιας μικρής συλλογής. Η μελέτη της βιβλιογραφίας - στο βαθμό που την προσέγγισα - απέδειξε ότι, τόσο από λαογραφικής όσο και από φιλολογικής άποψης, άξιζε να συνεχιστεί η προσπάθεια αυτή, για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μέχρι σήμερα ουδέποτε είχε γίνει συστηματική ή έστω σε περιορισμένη κλίμακα, προσπάθεια καταγραφής και έκδοσης των τραγουδιών από την περιοχή της Μεσαράς. Όσες από τις υπάρχουσες συλλογές δήλωναν τον τόπο προέλευσης των τραγουδιών, σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτά καταγράφονταν στην περιοχή της Μεσαράς. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχουν καταγραφεί όλα τα παραδοσιακά τραγούδια, και επομένως κάθε νέα συλλογή, μικρή ή μεγάλη, σημαντική ή όχι, προσθέτει ένα λιθαράκι στην διάσωση της παράδοσης του τόπου μας.
     Πιθανόν πίσω από την εκδοτική αυτή προσπάθεια να υποφώσκει και η πεποίθηση ότι η «εύκολη μαντινάδα», που κυριαρχεί σήμερα, σκότωσε το παραδοσιακό κρητικό τραγούδι, και για τούτο ενέτεινα την προσπάθεια συγκεντρώνοντας υλικό από όλη τη Μεσαρά.
        Σημαντική υπήρξε η παραχώρηση δυο μικρών συλλογών, η μια του Μιχάλη Α. Σφακιανάκη, δικηγόρου, από το Τυμπάκι και η άλλη του Γιάννη Αναγνωστάκη, δασκάλου, από τη Φανερωμένη, ένα χειρόγραφο μοιρολόι, οικογενειακό κειμήλιο του Γιώργου Σ. Γιαχνάκη, δικηγόρου, από το Διονύσι, στιχουργημένο από τον γνωστό λαϊκό ποιητή Εμμ. Λουλάκη από την Εθιά, καθώς και η βοήθεια των μαθητών μου στα Λύκεια της Πόμπιας και του Τυμπακίου και για τούτο τους ευχαριστώ όλους και από αυτή τη θέση.
      Το  «Δημοτικά τραγούδια στη Μεσαρά» δεν είναι μελέτη γραμμένη από ειδικό επιστήμονα. Είναι απλά μια συλλογή-καταγραφή των τραγουδιών που τραγουδιόνταν ή απαγγέλλονταν στην περιοχή της Μεσσαράς και που σώζονται μέχρι και σήμερα, στην αρχή του 21ου αιώνα, στο στόμα λίγων, δυστυχώς, μεσαριτών. Η ταξινόμηση τους, τα λίγα σχόλια που τα συνοδεύουν και η αναφορά στη βιβλιογραφία σκοπό έχουν να βοηθήσουν τον αναγνώστη να τα κατανοήσει καλύτερα και γι’ αυτό ας είναι επιεικείς οι ειδικοί για τα σφάλματα και τις ελλείψεις που θα εντοπίσουν.
      Η συλλογή τιτλοφορείται «Δημοτικά Τραγούδια  στη Μεσαρά» για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι, όπως εύστοχα σημειώνει ο Μ. Πιτυκάκης στη συλλογή του, ότι ίδια τραγούδια μπορεί να συναντήσει κάποιος σε όλη στην Κρήτη και πολύ δύσκολα θα μπορούσε να καθοριστεί ο τόπος σύνθεσης τους, εκτός συγκεκριμένων περιπτώσεων, που αφορούν κυρίως στα σατιρικά τραγούδια.. Ο δεύτερος, επίσης σημαντικός, είναι για να απομακρύνει το πνεύμα της συλλογής από νοοτροπίες και πολιτιστικούς σωβινισμούς, που τελευταίως ευδοκιμούν στην Κρήτη και που σε καμία περίπτωση όχι μόνο δεν με αφορούν, αλλά με βρίσκουν και εντελώς αντίθετο.
      Ορισμένα από τα τραγούδια παρουσιάζονται σε πολλές «παραλλαγές», ορισμένες από τις οποίες ελάχιστες διαφορές παρουσιάζουν μεταξύ τους. Ο λόγος που επιλέχθηκε η δημοσίευση τους, χωρίς να υποστούν τη βάσανο της επιλογής ή, ακόμα χειρότερο, της επεξεργασίας, είναι γιατί θέλησα να καταγραφούν οι μικρές αυτές διαφορές που αποκαλύπτουν την ποιητική ικανότητα του απλού κρητικού να συμπληρώνει όσα η μνήμη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει, πιθανόν χρήσιμο υλικό για τον μελετητή, που μελλοντικά θα θελήσει να εντρυφήσει στο αντικείμενο.
      Ανάμεσα στα τραγούδια και τα δίστιχα που κατέγραψα, υπάρχουν και αρκετά «ξετσίπωτα», κατ’ άλλους «αποκριάτικα» ή «εντεψίδικα» ή «γαμοτράγουδα» ή «μουνάτα».  Ακολουθώντας την πεπατημένη των μέχρι σήμερα εκδόσεων, που παραβλέπουν τη συλλογή τέτοιων τραγουδιών, δεν περιελήφθησαν σε αυτή την έκδοση. Επειδή όμως και αυτά αποτελούν στοιχείο της παράδοσης μας και μάλιστα σημαντικό, ευελπιστώ να εκδοθούν σε ανεξάρτητη έκδοση.
       Έγινε προσπάθεια, επίσης, να αποδοθεί η ντοπιολαλιά της Μεσαράς. Για το λόγο αυτό, πέρα από την μεταφορά του τελικού –ν στην επόμενη συλλαβή (π.χ. εκλέψα ν-του παπά Φλουρή…) και την μετατροπή του σε μ (π.χ. δε μ-πρέπει) ή σε γ ( π.χ. Επήρε και μνια γ-κεφαλή, τη γ-κάνει μπαϊράκι) ή ακόμα και σε γκ (π.χ. το γκ-Ξωπατέρα), τονίστηκε η παρουσία του χ στις συλλαβές πι και φι (ι, η, υ, ει, οι) όταν αυτές ακολουθούνται από φωνήεν (π.χ. όπχοιος, πχηαίνω, αδέρφχια) ή ακόμα και του γ (π.χ. δε μ-πγηαίνω). Το ίδιο τονίζεται η παρουσία του ν στη συλλαβή μι (ι, η, υ, ει, οι) όταν αυτή ακολουθείται από το α (π.χ. μνια, μνοιάζει, τα κορμνιά). Χρησιμοποιήθηκε το λατινικό h σε όσες λέξεις δεν ακολουθούν το γενικό κανόνα της κρητική προφοράς του κι, γκι, χι, αλλά αποδίδονται ψιλά όπως στην κοινή ελληνική (π.χ. ο κhιμάς, το γιαγκhιλίκι, τα κhυράλια, το γιανκhί, το τσακhί, το μανγκhίρι, άχhι!, αχhύρι). Η χρονική αύξηση η (π.χ. ήφαγα αντί έφαγα, ήκαμα αντί έκαμα) διατηρήθηκε σε όσες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε στις συνεντεύξεις.



39.
    ΣΤ

Άη Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη,
που ‘σαι ζωσμένος στο σπαθί, στο χέρι το κοντάρι,
ήκουσα πως εσκότωσες το δράκο το μεγάλο,
το δράκοντα που κάθεται στση χώρας το πηγάϊδι.
Α’ δε ν-του πάνε άθρωπο να τον γλυκομασήσει         5
δε ν-τως-ε ‘φήνει το νερό να κατεβεί στη βρύση.
Το μπολετή ν-επέξανε και όπου ‘ θελα πέσει
να πέψει το παιδάκι ν-του, του λιονταργιού πεσκέσι.
Κι ο μπολετής  εξέπεσε σε μνια βασιλοπούλα
για να τη φάει το θεριό, τέθοια κορασοπούλα.        10
Κι όντε την-ε στολίζανε καθίζει και λογιάζει
τα πάθη και τα βάσανα, άθρωπος να τρομάζει.
Τρεις βάγιες την επήρανε να πάει να σουργιανήσει
κι επήγα γ-και τη δέσανε στου λιονταργιού τη βρύση.
Μα ο Άη Γιώργης ήθελε να την- ε βοηθήσει           15
και ξαργιτού επέρασε από ‘κείνη-δά τη βρύση.
-Τι έχεις, κοριτσούλα μου, κι ‘ σαι στεναχωρημένη;
-Εμένα μ’ έχουνε επαδά συνήθειο του τόπου
για να με φάει το θεργιό που τρώει όλους τσ’ αθρώπους.
-Σώπα συ, κοριτσούλα μου, μα ‘γω θα το σκοτώσω.    20
Χρυσή μου κοριτσούλα μου, κάτσε να με ψειρίσεις
κι όντε θ’ ακούσεις το θεργιό τότες να με ξυπνήσεις.
Μα το θεργιό κατέβαινε με ταραχή μεγάλη,
τα δάκρυα τζη στάξανε πάνω στα μάγουλα ν-του.
-Σήκω συ, Άη Γιώργη μου, πήγαινε στην οδό σου    25
να μην σε φάει το θεριό και κλαίει τ’ άλογό σου.
-Σώπα συ, κοριτσούλα μου, μα ‘γω θα το σκοτώσω.
Σιμώνει ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου.
Και παίζει μνιαν ακονταργιά ανάμεσα στη ράχη
και τότες εσειστήκανε όρη, βουνά και δάση.    30
Και παίζει ν-του άλλη κονταργιά ανάμεσα στο στόμα
και τότες εταράχτηκε όλης τση γης το χώμα.
Χρυσή καδένα ήβγαλε και δένει το θερίο
και δίδει ν-το τση κοπελιάς και σέρνει ν-το και πάει
κι η χώρα εποσφαλίχτηκε, ούλοι μικροί, μεγάλοι.    35
-Πιστεύγετε σ’ ένα Θεό ετούτη ‘δω την ώρα,
γή να μολάρω το θεργιό να φάει όλη τη χώρα ;
-Πιστεύγομε στη μνήμη σου στη δόξα τη μεγάλη,
μη ν-το μολάρεις το θεργιό τη χώρα για να φάει.
Όριζ’, αφέντη, τα κλειδιά, όριζε και τσι χώρες.    40
-Δε θέλω απού τσι χώρες σας, μήτ’ από τα κλειδιά σας,
μα θέλω να πιστέψετε κι εσείς και τα παιδιά σας.
-Γιώργη Στρατή με λέν’ εμέ κι από τη Σκαρπαθία
κι α’ θες να κάμεις το μιστό χτίσε μνιαν εκκλησία
και στο προσκυνητήρι τζη γράψ’ ένα γ-καβαλάρη,     45
νέο δεκαοκτάχρονο με το χρυσό κοντάρι,
να προσκυνούν οι Χρισθιανοί κι εγώ κι όπχοιος κι α μ-πάει.  
   
                                         Κλεάνθη Βλατάκη, ετών 92 (1995-1999)
                                                                 Πόμπια


68.                   Το παράπονο του πουλιού

     Η κόρη θαυμάζει την ομορφιά της πέρδικας, ενώ αυτή της παρουσιάζει τη δύσκολη ζωή της. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο κυνηγός, που τελικά τη συλλαμβάνει και την κλείνει στο κλουβί, όπου και θα πεθάνει.
     Παραλλαγές δημοσιεύονται από τον Κριάρη, σελ. 301, τον Παπαγρηγοράκη, αριθμ. 117, τον Ζαμπέλιο, σελ 761, τον Passow, σελ. 379, το Δημ. Πετρόπουλο, Β Β, τ. 47, σελ. 83-84, τον Πιτυκάκη, σελ.182-183., την Ευαγγ. Λαμπιθιανάκη, τ. Β΄ σελ.162-164. Ο Άγις Θέρος, τ. Α, σελ. 233, τ. Β΄σελ. 229 το εντάσσει στα ερωτοτράγουδα.
Βασιλοπούλα ανέδιαζε απ’ ώργιο μ-παραθύρι.
-Να ‘χα, πουλί, τα κάλλη σου και το γ-κελαηδισμό σου
και τα χρυσά σου τα φτερά μαλλιά στη γ-κεφαλή μου.
-Ίντα τα θες τα κάλλη μου και το γ-κελαηδισμό μου
και τα χρυσά μου τα φτερά μαλλιά στη γ-κεφαλή σου;    5
Εσύ κοιμάσαι στα ψηλά, στα φαρφουλί σεντόνια
κι εγώ το κακορίζικο στσι πάχνες και στα χιόνια.
Εσύ το πίνεις το νερό στο φαρφουλί τασάκι
κι εγώ το κακορίζικο χάμε στο γουργουθάκι.
Εσύ ‘νημένεις άγγουρο να ‘ρθεί να σε φιλήσει,    10
μα ‘γώ ‘νημένω κυνηγό για να με κυνηγήσει.
Κι ο κυνηγός, ως το ‘κουσε, πολύ του ‘βαροφάνη.
Παίρνει δυο βρόχια στερευτά, στη τζαρδινιά τα βάνει.
Επήγε-νε και ήκατσε στη γ-κρουσταλλένια βρύση,
εκειά που πάει η πέρδικα να πχιεί και να γεμίσει.    15
Ανάσκελα στα δυο βουνά, πχιάνεται η καημένη,
για δες φωνή την έσυρε η πενταπλουμισμένη.      
-Να ζεις, αφέντη κυνηγέ, θάνατο μη μου δώσεις,
βάλε με στο χρυσό κλουβί, να με γλυκομερώσεις.
Βάνει  ν-τη σ’ αργυρό κλουβί κι εγλυκομέρωσε ν-τη     20
κι άνοιγ’ αέρας το κλουβί κι εροζονάριζε ν-τη.
Κι ο έρωντας τη ζήλεψε, ο κερατάς ο χάρος,
και πήρε ν-του τη μ-πέρδικα και του ‘φηκε το βάρος.

                                                   Αναγνωστάκης Γιάννης ετών 59 (2005)
                                                                      Φανερωμένη 


194.          Ο μ-ποντικός επήδηξε από το παραθύρι


Παραλλαγή δημοσιεύει η  Κρητική Μέλισσα, σελ..23,  η Ευαγγ. Λαμπιθιανάκη, τ. Β΄ σελ. 180 και ο Άγις Θέρος, τ. Β΄ σελ. 239

Ο μ-ποντικός επήδηξε από το παραθύρι
κι η μάνα ν-του του φώνιαζε:
                                               -Πού πας καραβοκύρη;
-Να πάω θέλει στα Χανιά, να πάρω μνια μανάρα,
να πελεκώ τα μάρμαρα, να σάξω κουτσουνάρα,
να τρέχει το κριγιό νερό, να πίνει η ματζοράνα.    5
Τση ματζοράνας το κλαδί, του κρίνου το σταφύλι,
τση Ρωμιοπούλας το φιλί μου μάρανε τ’ αχείλι.

                                           Κατσαράκη Χρυσή, ετών 97 (1997),
                                                              Τυμπάκι.