Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Μαγικές επωδοί και καταδεσμοί στη Μεσαρά

                                  
Σημείωμα συλλογέα

     Το δεύτερο βιβλίο της συλλογής των Μεσαρίτικων  Λαογραφικών είναι αφιερωμένο στις γηθειές. Το λαογραφικό αυτό είδος είναι, ίσως, το μοναδικό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης, που επιβιώνει αυτούσιο στη συνείδηση του λαού από αιώνες. «Επιβιώνει» και όχι «αναβιώνει», όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες εκδηλώσεις του λαϊκού μας πολιτισμού. Άντεξε στις συνθήκες της εποχής, δεν έγινε «φολκλόρ», πολιτιστικό προϊόν προς εκποίηση, τουριστική ατραξιόν, μέσο προσωπικής ή τοπικής προβολής. Κυρίως όμως δεν έγινε «επάγγελμα», για να αλλοιώσει, αργά αλλά σταθερά, το λαϊκό χαρακτήρα του. Οι γηθειές δεν λέγονται φωναχτά για να εντυπωσιάσουν, αλλά ψιθυριστά, ανεπαισθήτως ακόμα και για τα αυτιά των μυημένων, αυτών που πιστεύουν ότι με τη μαγεία των λόγων και την ιερότητα της δράσης θα απαλλαγούν από το «κακό».
     Όπως και στον πρώτο τόμο των Μεσαρίτικων  Λαογραφικών με τον τίτλο «Δημοτικά Τραγούδια στη Μεσαρά»,  η εισαγωγή έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και απευθύνεται κυρίως σε εκείνους που θα ήθελαν να αντλήσουν, εκτός από τις γηθειές, και κάποια συμπληρωματικά στοιχεία, για να κατανοήσουν το συγκεκριμένο είδος του λαϊκού πολιτισμού.

    Οι γηθειές
  
       Για την προέλευση της λέξης «γητεύω» έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Κατά τον Μ. Φιλήντα, (Γλωσσογν. 2, 43) σημαίνει «γιατρεύω με μαγικά μέσα» και παράγεται από το γοητεύω > γογητεύω, με αποκοπή της πρώτης συλλαβής γο-, την οποία εξέλαβαν για (ε)γώ. Κατά τον Α. Τσοπανάκη (Αφιέρωμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη 425 κ.εξ.) από το γοητεύω,  με μεταγενέστερο ταυτισμό του οη προς το οϊ και τροπή του σε ι. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι παράγεται από το γύφτος > γυφτ-εύω > γυτεύω, επειδή οι γύφτισσες επιδίδονταν με ιδιαίτερο ζήλο στις «γυτειές».
      Οι γηθειές, σύμφωνα με τη λαϊκή πεποίθηση,  λέγονται για να εκδιώξουν το φταρμό (ή θαρμό ή θιαρμό ή κακό αμάτι), την κακή δηλαδή επιρροή των  άλλων πάνω σε ανθρώπους, ζώα αλλά και σε πράγματα λχ. φυτά. Λέγονται επίσης για να αντιμετωπίσουν και τις διάφορες ασθένειες, καθώς αποτελούσε πεποίθηση ότι κακοί δαίμονες και πνεύματα είναι οι γενεσιουργοί αιτίες τους. Την τελευταία άποψη ενίσχυε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η έλλειψη γιατρών αλλά  και το γεγονός ότι η επιστημονική αντιμετώπισή τους απαιτούσε δαπάνη, την οποία πολλοί δεν μπορούσαν να αντέξουν, και επομένως αρκούνταν σε γιατροσόφια και μαγικές τελετουργίες για την απομάκρυνση του «κακού». 
Η βασκανία διαχρονικά

      Οι ρίζες της πίστης στη βασκανία και της πεποίθηση ότι αυτή αντιμετωπίζεται με γηθειές είναι βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση όλων των λαών και ειδικότερα του Ελληνικού από την αρχαιότητα.
      Ο Αριστοφάνης, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, και ο Στράβων μεταφέρουν στα κείμενα τους την άποψη των αρχαίων για τη βασκανία. Ο Αριστοφάνης (Αποσπάσματα, 592) αναφέρει: «πλήν εἴ τίς πρίαιτο δεόμενος βασκανίου ἐπί κάμηνον ἀνδρός χαλκέως», ενώ ο Αριστοτέλης μεταφέρει όχι μόνο το φόβο της βασκανίας (Προβλήματα, 4. 926b, 24 «ἐπιλέγουσι γοὖν, ὅταν τῆς αὐτῆς τραπέζης ἰδία τί προσφέρωνται, ἵνα μή βασκάνῃς με»), αλλά μας παραθέτει και αυτό που έκαναν οι αρχαίοι για να μην ματιάζουν, και το οποίο δεν είναι διαφορετικό από αυτό που κάνουμε και εμείς σήμερα, να φτύνουμε δηλαδή και να λέμε: «Φτου σου, να μην αβασκαθείς!» (Αποσπάσματα, 347 «ἐμπτύει αὐτοῖς, ὡς μή βασκανθῶσι»). Μεταφέρει μάλιστα την πληροφορία ότι ο απήγανος είναι αποτρεπτικό της βασκανίας (Προβλήματα, 926b,20 «διά τι τό ἀπήγανον βασκανίας φασί φάρμακον εἶναι»), όπως ακριβώς θεωρείται μέχρι τις μέρες μας («Ξορκισμένος με τον απήγανο»).
     Το φτύσιμο, ως αποτρεπτικό της βασκανίας, επιβεβαιώνεται και από το Θεόκριτο (280 π.Χ.) και μάλιστα το τριπλό φτύσιμο: «ὡς μή βασκανθῶ δέ τρίς εἰς ἐμόν ἔπτυσα κόλπον» (6,39). Ακριβώς δηλαδή αυτό που κάνουμε κι εμείς σήμερα: τραβάμε λίγο με το χέρι τα ενδύματα μας και φτύνουμε τρεις φορές στον κόρφο μας λέγοντας: «Φτου μου, να μην αβασκαθώ» ή «Φτου, σε καλό μου».
     Στα μετά Χριστό χρόνια συνεχίζει να καλλιεργείται η ίδια πίστη στη βασκανία. Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς (226 μ.Χ.), (Προβλήματα, 2,53) θεωρεί ότι τα παιδιά είναι πιο επιρρεπή στη βασκανία («διατί τινές βασκαίνουσι και μάλιστα παῖδας»), πεποίθηση που ισχύει ακόμα και σήμερα. Γι’ αυτό, όταν δούμε κάποιο παιδάκι και εκφράσουμε το θαυμασμό μας για την ομορφιά του, σίγουρα θα βρεθεί κάποιος να μας υπενθυμίσει ότι πρέπει να το φτύσουμε για να μην το ματιάσουμε. Μάλιστα η μητέρα μου συνηθίζει να συμπληρώνει χαρακτηριστικά, κάθε φορά που θα δει μωρό: «Φτου, σκόρδα στο γ- κώλο σου!». Φυσικά η έκφραση δεν είναι τυχαία, αφού τα σκόρδα θεωρούνται αποτρεπτικά του βάσκανου οφθαλμού.
    Σε παπυρικά κείμενα αλλά και στα Ιππιατρικά, που είναι λίγο αρχαιότερα του Αφροδισιέα, διασώζονται γηθειές, ορισμένες από τις οποίες δεν διαφέρουν πολύ από τις σύγχρονές μας. Παραθέτω  από ένα παράδειγμα:

Φιλίννης Θεσσαλῆς ἐπαοιδή πρός κεφαλῆς πόνον

Φεῦγ’ ὀδύνη κεφαλῆς, φεῦγε ι[…] ὑπό πέτραν
Φεύγουσιν δέ λύκοι, φεύγουσι δέ μώνυχες ἵπποι
[…] πληγαισυπ […]…..


Γητία περί του στήσαι το αίμα

Ὡς ἐπεριπάτει ὁ Χριστός εἰς τά μέρη της Τιβεριάδος, ὑπάντηξε ἐπτά ἀνθρώπους πεπληγομένους, τούς μέν ἀπό λίθων, τούς δέ ἀπό ξίφους, ἄλλους ἀπ’ ἀγρίων θηρίων, καί εἶπεν: «Στραφοῦ, δίκαιε Ἱωάννη, καί εἰπέ τήν γητίαν ταύτην. Μή πρησθῆς, μή φλεγμάνης, μή αἷμα καταρρίψης. Ἔπαρον γήν τόν πόνον του καί δός του τήν ὑγία».

      Για την αποφυγή και αποτροπή του κακού ματιού, όπως σήμερα χρησιμοποιούμε σταυρούς, ματάκια, μπλε χάντρες, σκόρδα, αποξηραμένες αγκινάρες, μούντζες (φάσκελα ή πούλους όπως λέμε στην Κρήτη) και πολλά άλλα, έτσι και οι αρχαίοι έφτιαχναν τα λεγόμενα «περίαπτα» ή χρησιμοποιούσαν άλλα αντικείμενα (Στράβων Γεωγραφικά.16,4,17 «περίκεινται δέ τοῖς τραχήλοις κογχία ἀντί βασκάνων».  Ανέκδοτα Βεκκήρου, 30,5 «βασκάνιον, « ὅ οἱ ἀμαθεῖς προβασκάνιον… Ἔστι δε τι ἀνθρωποειδές κατασκεύασμα, βραχύ παρηλλαγμένον τήν ἀνθρωπείαν φύσιν, ὅ πρό τῶν εργαστηρίων οἱ χειρώνακτες κρεμαννύουσι τοῡ μή βασκαίνεσθαι αὐτῶν τήν ἐργασίαν»)

Χριστιανισμός και βασκανία

       Η Εκκλησία προσπάθησε να εξαλείψει τις γηθειές και την πίστη σ’ αυτές, και τούτο φαίνεται στο λόγο του Αγίου Αθανασίου (Περί Ἄπτων) ο οποίος διδάσκει ότι «τά γάρ περίαπτα καί αἱ γοητεῖαι μάταια βοηθήματα ὑπάρχουσιν» και μάλιστα υποστηρίζει ότι οι ασχολούμενοι με τα γητέματα είναι όχι μόνο, λίγο πολύ, ανόητοι, αλλά και ότι  μια τέτοια ενασχόληση κάνει τον χρήστη  «ἀντί πιστοῦ ἄπιστον, ἀντί δέ Χριστιανοῦ ἐθνικόν, ἀντί συνετοῦ ἀσύνετον, ἀντί δέ λογικοῦ ἀλόγιστον». Ως αντικατάσταση δε των «περιάπτων καί των γοητειῶν» συνέταξε ευχές δικές της για την αποτροπή του «βασκάνου ὀφθαλμοῦ».
      Η δέηση Αγίου Κυπριανού, η ευχή βασκανίας της Αγιορείτικης βιβλιοθήκης, αλλά και γενικότερα το ευχολόγιο της Εκκλησίας χρησιμοποιείται για την αποτροπή της βασκανίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η Εκκλησία πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε ο Άγιος Αθανάσιος, αλλά και ο Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο Μέγας Βασίλειος («Περί φθόνου καί βασκανίας») όταν καταδίκαζαν τη βασκανία: να ενισχύσει στη συνείδηση του λαού  την πίστη σ’ αυτήν  και στην ανάγκη χρήσης των γηθειών για την απομάκρυνση ή αποβολή της. Αυτή η πεποίθηση καθόρισε επίσης και τη σημερινή μορφολογία των γηθειών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων κάνει επίκληση της θεότητας ή του αγίου σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, συνδέοντας άρρηκτα στοιχεία του παγανισμού με το Χριστιανισμό.


Ταξινόμηση των γηθειών

    Στην παρούσα έκδοση  η ταξινόμηση των γηθειών γίνεται με κριτήριο την ασθένεια ή το στόχο που επιδιώκει να επιτύχει αυτός που γητεύει, επειδή έτσι η συλλογή γίνεται πιο προσιτή στο μέσο αναγνώστη. Ούτως ή άλλως για τους ερευνητές στο σύνολο τους οι γηθειές μας έχουν καταχωρηθεί στα αρχεία του λαογραφικού τμήματος της Ακαδημίας Αθηνών.
     Μια υποτυπώδης ταξινόμηση έγινε – για λόγους καθαρά πρακτικούς, οργάνωσης δηλαδή του υλικού και ταυτοποίησης του με προγενέστερες εκδόσεις – στις γηθειές που αφορούν στο φταρμό, με κριτήριο το θεματικό τους κέντρο: ο φταρμός συναντά την Παναγία, το Χριστό και τους Αγίους, το σαρανταδέντρι, το περβόλι του Άη Γιάννη, το θρονί της Παναγίας, επίκληση Αγίων για την αποπομπή του φταρμού, επίθεση στο βάσκανο οφθαλμό, φυγαδευτικές και γηθειές που λέγονται από παιδιά ή παιγνιδόξορκα, τα οποία ουσιαστικά είναι μικρά παιδικά τραγούδια στα οποία λανθάνει μια επιθυμία.
        Πολλές από τις γηθειές που καταγράφονται εδώ είναι σχεδόν όμοιες μεταξύ τους. Έχουν το ίδιο θεματικό κέντρο και διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία κυρίως εκφραστικά. Κάποιες άλλες πάλι, με ίδιο περιεχόμενο, χρησιμοποιούνται για διαφορετικές ασθένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γηθειά «για όλα τα κακά» που είναι παραλλαγή της γηθειάς για τον κοιλόπονο. Σε κάθε περίπτωση δημοσιεύονται όπως ακριβώς μας υπέδειξε ο πληροφοριοδότης μας.


Δεσίματα για τα ζώα

        Εκτός από τα γητέματα για τη βασκανία, τις αρρώστιες, αλλά και τις επιθυμίες, όπως λ.χ. του πλούτου, υπάρχουν γηθειές και για τα ζώα. Από αυτές που καταγράφονται στη συλλογή μας ελάχιστες αφορούν στο φταρμό των ζώων  και στη προστασία του μεταξοσκώληκα από το βάσκανο οφθαλμό. Οι περισσότερες εντάσσονται στην κατηγορία των κατάδεσμων, των δεσιμάτων δηλαδή των ζώων. Μονάχα η διαδικασία για τους τράγους αναφέρεται στο λύσιμο δεσίματος. 
       Η συνήθεια του δεσίματος των ζώων, σύμφωνα με τον Φ. Κουκουλέ, τόμ. Σ΄, σελ. 222-223,  είναι γνωστή στους βυζαντινούς και αφορά σε όλα τα επιβλαβή ζώα «καί δή σκορπίους, ὄφεις, λύκους, ἄρκτους και τά τοιαῦτα». Σε πάπυρο του ς΄ αιώνα σώζεται ο κατάδεσμος για τους σκορπιούς:

«Δένω σε, σκορπιέ, ἀρτερήσιε, ἀπάλλαξον τον οἶκον τοῦτον ἀπό παντός κακοῦ ἑρπετοῦ και πράγματος, ταχύ ταχύ, ὁ Ἅγιος Φωκάς ὧδέ ἐστιν»

Καθ’ όμοιο τρόπο δένουν στην Κρήτη το βίτσιλο, τη βιτσιλίνα, το γ-κάτη, τη γ-κατίνα, το σκύλο και τη σκύλα, το γ-κόρακα, τη γ-κορακίνα, το γέρακα, τη γερακίνα, το φιλάδερφο, τη φιλαδερφίνα, τη λιόχεντρα και τη σκουλοπετρίδα, το σκορπιό, το λιακόνι, το σαμνιαμιθάκι, τη ρωγαλίδα, το βραχνά και τη βραχνού, τη σκύλα τη λιοντρού, τον όφη, το καλ(ρ)αντουράκι, τη σανδρού, τη μανδρού, τη γ-καπαροκεφαλού, τον άθρωπο το νυχτογυριστή και το νυχτοπερπατητή,  τα πουλιά, τα συντεκνάκια ή καλογεννούσες, τα μυρμήγκια, τους ποντικούς.


Γηθειές για τα φυτά

       Με εξαίρεση τη γηθειά για το λινάρι, η οποία εντάσσεται στην κατηγορία των κατάδεσμων για τα πουλιά, οι γηθειές για τα κηπευτικά ουσιαστικά είναι οδηγίες για την αντιμετώπιση των βλαβερών για τα φυτά εντόμων.

Παιγνιδόξορκα

    Τα παιγνιδόξορκα είναι ουσιαστικά μικρά παιδικά τραγούδια που είτε επαναλαμβάνονται διαρκώς μέχρι την επίτευξη του στόχου (λ.χ. για να χάσει ο αντίπαλος) είτε χάριν αστειότητας και παιδιάς (π.χ. για τις μύγες ή για τους γερανούς) είτε γιατί πράγματι πιστεύεται ότι υπεισέρχονται τα κακά πνεύματα και για τούτο θα πρέπει να αποπεμφθούν (λ.χ. για να βρεις ό,τι έχασες). Τα παιγνιδόξορκα δεν λέγονται αποκλειστικά και μόνο από παιδιά. Συχνά λέγονται και από μεγάλους που απευθύνονται σε παιδιά (λ.χ. η επωδή για το φτάρνισμα, ή το χτύπημα).


Μαγικός κώδικας Ζωγραφάκη

     Το δεύτερο μέρος της παρούσας συλλογής φέρει τον τίτλο «Μαγικός κώδικας Ζωγραφάκη» και περιλαμβάνει κατάδεσμους και λύσεις κατάδεσμων οι οποίοι καταγράφηκαν στο Ζαρό Καινουργίου στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόκειται για το τετράδιο του Κωνσταντίνου Α. Ζωγραφάκη, το οποίο στο σύνολό του εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003 από  τον Ζαριανό δάσκαλο και ερευνητή-συγγραφέα Γ. Ι. Ζωγραφάκη με τίτλο «Κρητικά Τραγούδια, στον έρωτα, στη ζωή, στη λευτεριά». Ανάμεσα στα τραγούδια και στα δίστιχα το τετράδιο περιλαμβάνει και τους κατάδεσμους, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν δημοσιεύθηκαν στο σύνολό τους από τον κο Γ. Ι. Ζωγραφάκη.
     Με μεγάλη προθυμία, και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτό και από αυτή τη θέση, ανταποκρίθηκε στην παράκλησή μου να μου παραχωρήσει το τμήμα αυτό του τετραδίου του Κωσταντίνου Α. Ζωγραφάκη, για να περιληφθεί ολόκληρο στην παρούσα συλλογή. Στο τμήμα αυτό των δέκα επτά χειρόγραφων σελίδων, διαστάσεων 20cm x 13cm,  δίδουμε την ονομασία «Μαγικός κώδικας Ζωγραφάκη».
    Ο μαγικός κώδικας Ζωγραφάκη γράφηκε, όπως δηλώνει γραπτά ο συντάκτης του στο τέλος του 16ου κατάδεσμου, τον Ιούλιο του 1906 («Τέλος αὐτά τά ἐγραψ[α] (10) Ιουλίου 1906»). Πιθανότατα αντιγράφηκε από άλλο, παλαιότερο κώδικα, χωρίς όμως να το αναφέρει ρητά. Πάντως η ύπαρξη τέτοιων μαγικών κωδίκων και σολομωνικών δεν ήταν σπάνια στην περιοχή της Μεσαράς, αφού σε πολλά χωριά της, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρχαν άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους άνδρες, που κατείχαν τέτοια κείμενα και ασκούσαν τη μαγεία. Ο εντοπισμός και η διάσωσή τους θα αποτελούσε μεγάλη συμβολή στη διάσωση του λαϊκού μας πολιτισμού αλλά και στην επιστήμη της λαογραφίας.
     Ο κώδικας περιλαμβάνει είκοσι κατάδεσμους και πέντε λύσεις κατάδεσμων, από τους οποίους έξι (6) αναφέρονται σε δεσίματα ανδρόγυνων, μοναχικών ανθρώπων και κλεπτών (α.α. 2, 3α, 3β, 6α, 6β, 14α, 14β, 15α, 15β, 16α, 16β), επτά (7) αναφέρονται σε δεσίματα γυναικών από ερωτευμένους άνδρες (α.α. 5, 7, 12, 13, 17, 18, 19), δύο (2) αφορούν στην πρόκληση μίσους ανάμεσα σε ανδρόγυνο (α.α. 4, 8), ένας (1) αναφέρεται στην πρόκληση του θανάτου (α.α. 10), ένας για την εξόντωση των ζώων του αντιπάλου (α.α. 11), ένας (1) για την προστασία από τη μαγεία (α.α. 9) και ένας (1) για την απόσπαση των μυστικών από σύζυγο (α.α. 20).
     Ο κατάδεσμος με αριθμό ένα (1) του κώδικα αναφέρει ότι αφορά στο «Άμα θέλης νά νύξης τολουκέτο». Θεωρώ ότι πρόκειται για λύσιμο προηγούμενου κατάδεσμου, που είχε καταγραφεί σε άλλη, προηγούμενη, σελίδα του τετραδίου Ζωγραφάκη και η οποία ελλείπει λόγω της κακής κατάστασης του τετραδίου, απόδειξη ότι ο συντάκτης του είχε καταγράψει περισσότερους από τους είκοσι κατάδεσμους και οι οποίοι δυστυχώς δεν διεσώθησαν.
      Σε δέκα περιπτώσεις από τους είκοσι κατάδεσμους και σε μία από τις πέντε λύσεις γίνεται χρήση ακατανόητων μαγικών λέξεων, ενώ σε δυο περιπτώσεις (α.α. 4 και 13) χρησιμοποιείται η πεντάλφα ως μαγικό αποτροπιαστικό σύμβολο.



Η Παναγία κάθεται λουσμένη στο θρόνο της

     Παραλλαγές της γηθειάς δημοσιεύει η Ειρήνη Παπαδάκη, σελ. 121-122, η Λαμπιθιανάκη, τομ. 2ος, σελ 215, 217 ο Μιχάλης Πατεράκης, σελ. 445-449, 457, η Δήμητρα Σπίθα –Πιμπλή, σελ. 563-564, 

32.   

Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν.

(Τρεις φορές να μελετηθεί το όνομα)

Η Παναγία εγέννησε
κι ελούστηκε κι εχτενίστηκε
κι έβαλε τα αγγελικά τζη,
τα χρυσά ‘ποστολικά τζη
κι επόρισε να περπατήξει.
Στο δρόμο τση παντήξανε οι αγίοι αγγέλοι
και οι δώδεκ’ αποστόλοι
και την είδανε
και την ερεχτήκανε
και την εφταρμίσανε.
Και δεν εβρέθηκε κιανείς άνθρωπος
βαφτισμένος, μυρωμένος
του Θεού παραδομένος,
να 'χει της Μεγάλης Πέμπτης αντίντερο φαωμένο,
να πει:
-Φτου φταρμέ, φτου καημέ, φτου κακό συναπάτημα.
Να την γητέψει και  να πει:
-Πέντε αγίους, δέκα αγίους, δεκαπέντε αγίους, είκοσι αγίους, εικοσιπέντε αγίους, τριάντα αγίους, τριανταπέντε αγίους, σαράντα αγίους.
Σαράντα αγίοι βοηθάτε (την ή τον)……(όνομα) και σαραντίσετε τηνε / τονε.
Βγάλετε τον φταρμό, το κακό βάρος,
το κακό αμάτι, το κακό συναπάντημα,
τη γ-κακή συνερία
από τον/την δούλο του Θεού ……… (όνομα).

  Παίρνομε μνια μ-πετσέτα και ξαμώνομε από τη μνια γωνία από τον αγκώνα μέχρι τα δάχτυλα και προσθέτομε και μνια μ-παλάμη. Εκειά που τελειώνει η παλάμη βάνομε λίγο αλάτσι και δένομε στο σημείο αυτό κόμπο τη μ-πετσέτα.
Λες τη γηθειά και μετά ξαναμετράς από την αρχή με τον ίδιο τρόπο. Αν είναι φταρμισμένος τότε το δεύτερο μέτρημα δεν είναι το ίδιο με το πρώτο.
Αν έχει φταρμό, παίρνεις το αλάτσι, το βάνεις σε ένα μ-ποτήρι νερό και με τα δάχτυλα ραντίζεις το φταρμισμένο και  λες τρεις φορές:

Ως λυει τ’ αλάτσι στο νερό,
τ’ ανέφαλο στον ουρανό
να λύσει κι ο φταρμός
από το δούλο του Θεού…(όνομα)


                                 Χανιωτάκη Αικατερίνη ετών 75 (1995-1999)
                                                            Πόμπια


47.   

       Γηθειές στις οποίες ο φταρμός συναντά το Μιχαήλ Αρχάγγελο δημοσιεύει ο Κανάκης Γερωνυμάκης, σελ.114, ο Μιχάλης Πατεράκης, σελ. 454-456

Ο φταρμός εκίνησε, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος του πάντηξε.
-Πού πας, φταρμέ;
-Πάω να φταρμίσω,
δεντρά να ξεριζώσω,
κουράδια να ξεκουραδώσω,
αντρόυνα να ξεχωρίσω,
κόρη άγουρη στη στράτα γή λουχούνα στα ρούχα
να βρω να φταρμολοΐσω.
-Στάσου, φταρμέ, οπίσω και φύγε από τσι εβδομηνταδυόμισυ φλέγες του δούλου του Θεού …(όνομα)
Άμε στα όρη, στ’ άκαρπα ξύλα,
όπου δεν γ-κράζει πετεινός, ούτε χτυπά καμπάνα.

(Τη λες τρεις φορές και κρατείς ένα μ-ποτήρι νερό και το σταυρώνεις.  Μετά ραντίζεις το φταρμισμένο με νερό και λες.)

Φτού, φτού ,φτου στα μάθια τα κακά!

                  Χανιωτάκη Άννα ετών 80 (1995-1999)


Για το λαιμόπονο

      Γηθειές για τον πονόλαιμο δημοσιεύει η Συμινελάκη Μαρία-Λιναρδάκη Ελευθερία, σελ. 17, ο Μιχάλης Πατεράκης, σελ. 474-475, η Χρύσα Τσικριτσή- Κατσιανάκη, σελ. 584

147.

Στ’  όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Αμήν.
Εικοσιπέντε του Δεκέμβρη Χριστός γεννάται,
τούτη η ώρα κι εκείνη μνια λογάται.
Κάτω στο γιαλό στην άμμο
κάνουνε οι αρβανίτες γάμο,
με καλέσανε να πάω,
να χορέψω και να φάω.
Τα τραγιά ‘χανε σφαμένα,
τα κρασά ‘νεμαζωμένα
Όλα τα καλά καλούνε,
τα κακά δε ν-τα καλούνε,
γιατί ‘ναι κακά και βρωμούνε
και το γ-κόσμο τυραννούνε.
Αδερφοχτά του Χάροντα
και φίλοι του θανάτου.
Ανεβείτε, κατεβείτε
και στο γύρο να σταθείτε.
Να φύγετε και να χωρήσετε
από το δούλο του Θεού ……..(όνομα)

Βάνομε στη χέρα μας λάδι ή ρακή και τρίβομε το λαιμό και λέμε τη γηθειά.


              Θεονύμφη Φραγκάκη ετών 89 (1995-1999)
                                             Αληθινή.


Για το μετάξι

Παραλλαγή δημοσιεύει ο Γ. Θεοδοσάκης, 384 και 400.

166.

Στ’  όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Αμήν.
Εικοσιπέντε του Δεκέμβρη Χριστός γεννάται,
τούτη η ώρα κι εκείνη μνια λογάται.
Ασκητής ασκήτευε,
το ποδάρι ν-του εσκουλήκιασε.
Εξετίναξέ ν-το κι ήπεσε.
Φτωχιά γυναίκα πέρασε κι εμάζωξε ν-το,
στη μαντίλα τζη  έβαλε ν-το.
Επήγε ν-το στο σπίτι τζη
κι εγέμωσε ανώγεια και κατώγεια,
πόρτες και καλαμωτές.
Οι Αγιοι  Αγγέλοι επεράσανε.
Είδα ν-το, δε ν-το ‘ιδανε, εκείνοι το φταρμίσανε.
Ω Παναγία μου, γιάτρεψε μου τούτο το σκουλήκι,
που ‘ναι τω φτωχώ η εσοδιά
και τω μ-πλουσίω η γι-ομορφχιά.

Το λένε τρεις φορές και ευλογούνε ένα μ-ποτήρι νερό. Το σταυρώνουνε και ραντίζουνε μ’ αυτό τσι καλαμωτές που είναι οι μεταξοσκώληκες.

                           Μαρία Καμπουράκη (Λάμπραινα) ετών 82 (2004)
                                              Καλοχωραφίτης 



Για να σταίνουνε οι γυναίκες τα κοπέλια

225.                                                  Α

«Για να σταίνουνε οι γυναίκες τα κοπέλια (σ.σ. εννοεί να μην αποβάλλουν) εμαζώνανε τα «σαρανταφτέφανα». Εγύριζε η μάνα που έχανε τα κοπέλια κι εδιακονούντανε από σαράντα σπίθια που είχανε Μαρία. Τση δίδανε γή ένα γ-κομματάκι χρυσάφι γή ασήμι γή άλλο μέταλλο και το πήγαινε και τση το λιώνανε και το ‘κανε γή δαχτυλίδι γή σταυρό και το φόργιε.»

σ.σ. Και συνεχίζει αναφερόμενη σε μια γυναίκα στον Καλοχωραφίτη, ή οποία μάζεψε τα σαρανταστέφανα προ εικοσαετίας.

                                   Μαρίκα Κωνσταντάκη (Γιάνναινα), ετών 73, (2006)
                                                          Καλοχωραφίτης