Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Ο Φαρμακοποιός και ο χωριάτης



Αντί πρόλογου

Πριν πέντε χρόνια περίπου, σκαλίζοντας σε ένα παλαιοπωλείο του Ηρακλείου, βρέθηκα να ξεφυλλίζω λίγα κιτρινισμένα και ελαφρώς φθαρμένα φύλλα τετραδίου, δεμένα με ένα κομμάτι δίχρωμου σπάγκου, μπλε και υπόλευκου. Είχαν γραφεί με πένα και μαύρη μελάνη, που με το πέρασμα των χρόνων ξεθώριασε και έγινε σχεδόν φαιόχρωμη. Η γλώσσα του και η ρητή αναφορά στην τελευταία σελίδα «γγραφον ν Λεμησσ Κύπρου ουλίου τελευτντος 1891. ποίουν Δεκεμβρίου τελευτντος 1893», δεν άφηνε πολλά περιθώρια για την σπουδαιότητά του, τουλάχιστον για την πολιτιστική ιστορία της πόλης. Από την άλλη η αναφορά στον πρώτο στίχο του προλόγου του θεατρικού είδους, του κωμειδυλλίου, στο οποίο ο ίδιος ο δημιουργός εντάσσει το πόνημά του, το καθιστά αυτομάτως πολύτιμο για την ιστορία όχι μόνο του κυπριακού, αλλά και του ελληνικού θεάτρου στο σύνολό του, καθώς το είδος εμφανίστηκε, άκμασε και έσβησε σε ένα διάστημα μόλις δέκα χρόνων και ως εκ τούτου τα θεατρικά έργα του είδους είναι λίγα.
Αφού «αναπαύθηκε» για αρκετούς μήνες στο αρχείο του γράφοντος και μετά την αποτυχημένη προσπάθεια αναζήτησης του συγγραφέα στο χώρο της κυπριακής λογοτεχνίας και του θεάτρου, κρίθηκε επιβεβλημένη η προσωπική επικοινωνία με τον πλέον ειδικό στο κυπριακό θέατρο, τον Γιάννη Κατσούρη. Η έκπληξη του ήταν μεγάλη, καθώς τα στοιχεία που του ετίθεντο υπόψη, συγγραφέας και έργο, δυο μόλις χρόνια μετά την έκδοση του αξιολογότατου δίτομου έργου του για την ιστορία του κυπριακού θεάτρου, ήταν σ’ αυτόν εντελώς άγνωστα. Σε διάστημα ενός χρόνου και μετά από ενδελεχή έρευνα εντόπισε τη δημοσίευση τμημάτων του συγκεκριμένου κωμειδυλλίου σε δυο φύλλα της εφημερίδας Ραγιάς του 1898, που εξέδιδε ο Γεώργιος Σταυρίδης στην Κερύνεια, και αναζήτησε πληροφορίες για τον Επαμεινώντα Προκόπη Ευθυμιάδη, τον δημιουργό του κωμειδυλλίου, τις οποίες και δημοσίευσε στο 35ο τεύχος του περιοδικού Άνευ, το χειμώνα του 2010. Δυστυχώς ο αναπάντεχος θάνατός του δεν του επέτρεψε να δει το έργο ολοκληρωμένο και δημοσιευμένο.
Τον Γιάννη Κατσούρη δεν ευτύχησα να τον γνωρίσω προσωπικά. Μιλήσαμε αρκετές φορές τηλεφωνικά και ανταλλάξαμε πληροφορίες μέσω του ηλεκτρονικού και συμβατικού ταχυδρομείου. Η συμβολή του, όμως, στη δημοσίευση του έργου του Επαμεινώνδα Ευθυμιάδη είναι καθοριστική, γι’ αυτό, ως ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη του και στην προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, αφιερώνεται η παρούσα έκδοση.

Ηράκλειο, Μάρτης 2011
Α.Λ.




Πρόλογος συγγραφέως

Προτοῦ δοθ’ εἰς παράστασιν αὐτό τό κωμειδύλλιον
Ἀκούσατε τί φοβερόν μοῦ ἔπαιξαν παιγνίδιον
Ἐμοῦ ὅστις φαντάζομαι τόν κόσμον πῶς γνωρίζω
Καί γράμματα ἐσπούδασα καί ἔργα ξεφουρνίζω.
Μοὔτυχε σάν τόν χωρικόν, νά χρειασθῶ σπετζιέρην
Κι’ ὁ Χάφτας μέ ἐξέλαβε γιά πλούσιον πανκιέρην.
Μιάν πότζαν μαρουλλόνερον, ποῦ λέν eau de laitue,
Μοῦ πῆρε δεκατέσσαρα σελλίνια τοῦ κουτοῦ.
Ἔπειτα ὅμως καί ἐγώ τοῦ βρόντησα κανόνι
Καί τότε τσακωθήκαμε, μᾶς ‘πήραν οἱ δαιμόνοι.
Θαῦμα πῶς τά κατάφερα γιά νά μέ κρετιτάρῃ,
Εἶχεν ἐλπίδας ἀρκετάς χρήματα πῶς θά πάρῃ.
Καί μοὔδιδε τά φάρμακα πόλικα σάν νερό,
Μέ τό μυαλό του ἔλεγεν: εὑρῆκα τον λωλλό.
Ἀλλ’ ἄς εἰσέλθομεν μικρόν καί εἰς λεπτομερείας,
Ἀνῆλθεν ὁ τρεχούμενος εἰς τέσσαρας στερλίνας.
Ὁ Χάφτας τότε ἤρχισε γιά νά μέ κορτεζιάρη,
Μέ τρόπον καί εὐγένειαν τάς λίρας νά μοῦ πάρῃ.
Πρῶτον θεώρησα καλόν νά μήν τόν ἐξαφνίσω,
Ἀφοῦ τό ἀπεφάσισα κανόνι νά βροντήσω.
Τοὖπα: τώρα δέν εἶν’ καιρός χρήματα νά σοῦ δώσω,
Ἀλλά νά μείνῃς ἥσυχος καί ‘γώ θά σέ πληρώσω.
Κανένα δύο Σάββατα ἡσύχασε, νομίζω,
Ἔπειτα ὅμως τἄθελε, τά δόντια μου τοῦ τρίζω.
[Δεν] ἔχω, μωρέ, χρήματα τοῦ λέγω, ξεκουμπίσου,
[Μ]η θέλῃς τώρα στήν στιγμήν νά σέ ξυλοκοπήσω.
Ἔχω, βρέ Χάφτα, ὄρεξιν γιά νά σοῦ δώσω ξύλον,
Ποῦ νά θωρς τόν οὐρανόν νά στρέφηται σάν μῦλον.
Ὁ Χάφτας ἦτο ἄνανδρος, ἐκρύβη στό πετζί του,
Ἔφυγε καί δέν πάτησε νά πάρῃ τό λαβεῖν του.
[Ε]ν τούτοις δέν σᾶς εὔχομαι, φίλοι ἀκροαταί,
[Ν]ά χρειασθῆτε φάρμακα ἤ ἰατρόν ποτέ.

ὁ Συγγραφεύς
Ε. Εὐθυμιάδης
(υπογραφή)


Πρόσωπα

Δαφνοῦλα, σύζυγος Μανώλη χωρικοῦ
Μανώλης, χωρικός
Χάφτας, φαρμακοποιός
Γιάννης, παντοπώλης
Χορός οἰνοποτῶν
Δημήτριος, ἰατρός
Νῖκος, κυβερνητικός ἰατρός
Σκορδαλλοῦ, σύζυγος φαρμακοποιοῦ
Χόλ Χαχόλ, ἀστυνόμος
Καρκανιάν, διερμηνεύς
Χασσάν, κλητήρ
Γεώργιος, δικαστής Ἕλλην
Ἀχμέτ Ἐφφένδης, δικαστής ὀθωμανός
Μυριανθόπουλος, δικηγόρος
Ὁμίδιος, δικηγόρος
Χορός ἀνδρῶν χωρικῶν, χορός γυναικῶν χωρικῶν, χορός διαφόρων, ἀκροατήριον


Ἡ σκηνή ἐν Λεμησσῷ Κύπρου κατά τήν 2 Ιουνίου ’91.


Πρᾶξις α΄


Σκηνή α΄

Τό θέατρον παριστᾷ ἀγροτικήν οἰκίαν. Ἡ Δαφνοῦλα κάθηται ἔχουσα τήν κεφαλήν ἐστηριγμένην ἐπί τῆς ἀριστερᾶς χειρός. Ὁ Μανώλης ἵσταται παραπλεύρως αὐτῆς καί τήν παρατηρεῖ.

Δαφνοῦλα

(Μουσική)

Ἀντρα μου, ἄχ! ἀντρούλη μου, πονῶ τήν τζιεφαλήν μου

Μανώλης

Τζαί ‘γιώ, γυναῖκα, δέν ἔχω δεκάραν στό πουντζιήν μου.

Δαφνοῦλα

Ἀμμ’ ἄν τζαί γίνεται, καλέ, πάω γιά νά πελλάνω

Μανώλης

Θωρῶ σε τζαί λυποῦμαι σε ἀμμάντα να σου κάμω

Δαφνοῦλα

Δανείστου, ἄντρα μου καλέ, κανένα δκυό σελλίνια
τζαί ὕστερα πκιερώνω τα, πουλῶ ‘να δκυό μαντίλια

Μανώλης

Νά μπῶ, να βκῶ ποτζεῖ ποδά, πέρκι τά καταφέρω
τζαί τόν πετζάρην γλήγορα πάω γιά νά τόν εὕρω.
Λάμνε κοντά εἰς τά μωρά, γιατί τώρα ξυπνοῦσι
καί ἀρκινοῦσι κλάματα, ἅμα ἐσέ δεν ‘δοῦσι

Ἔσωθεν τῆς σκηνῆς χορός ἀνδρών χωρικῶν

Στήν δουλειάν, παιδιά,
παιδιά, στήν δουλειά,
καμμιάν ξιναριάν
σέ καμμιάν ἑλιάν.
Πρέπει νά διοῦμεν,
νά μέν ταῖς ξεχνοῦμεν

Γιατί οἱ ἑλιές
τζαί οἱ χαρκουπιές
τό ψωμί μᾶς δίδουν
τζι ὅσοι ταῑς τσαππίζουν
πγιό πολλά τζερτίζουν.

Κοπέλλια μέν ἀρκοῦμεν,
γλήγορα στήν δουλειάν
τζαί μέ τήν ττεμπελιάν
χαΐριν δέν θωροῦμεν.

Ἔσωθεν τῆς σκηνῆς χορός γυναικῶν χωρικῶν.

Τζαί τόν σταυρόν σας βάρτε
τζαί τά ξινάρκα πιάστε
ταῖς βούρκαις εἰς τόν νῶμον
τζαί γλήγορα τόν δρόμον,
Πιάστε γιά τά χωράφκια
τρεχάτοι σάν τά ἐλάφκια.

Χορός ἀνδρῶν

Ἐμεῖς εἰς τήν δουλειάν μας
τζαί σεῖς τζαί τά παιδιά μας
ἔβλέπετε τά σπῆδκια
σάν ὁ βοσκός τά γίδκια.

Τζαί ‘πόψε, σάν στραφοῦμεν,
φαΐ καλόν νά βροῦμεν,
μά τζαί καλό κρασί
νά κάτσουμεν νά πιοῦμεν
τζι’ ὡς πόσιει νά ‘ρουφοῦμεν.
Ἄχ! Τί ζωή χρυσῆ!!!

Μανώλης

Ἀκοῦσ’, Δαφνοῦλα, τά παιδιά
Πῶς πᾶσιν ὅλα στήν δουλειά
τζαί ‘γιώ ὁ καϋμένος
ὁ τρισβασανισμένος,
γιά τήν τζιεφαλαρκάν σου….

Δαφνοῦλα

Ἀμμ’ ἔν ἔνι γιά λλόου μου, κάμε γιά τά παιδκιά σου
Βούρα στήν πετζαρίαν
Γιά ναὔρω τήν γιατρείαν.

Μανώλης

Ἄχ! Τζαί λυώνει ἡ καρδιά μου,
πῶς δέν πάω στήν δουλειάν μου
Ἄχ! Ἀμμ’ ἄντα ἐννά κάμω,
ἐννά πάω, ἐννᾶ πάω
ἐννά πάω στόν πετζάρη
τζαί πολλ’ ἄσιημα έν ναὔρη.

(ἀναχωροῦσιν)