Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Τετράδιο Ιωάννη παπά Κωστή Νικολούδη



Το τετράδιο

   Πρόκειται για ένα σταχωμένο τετράδιο, φαιού χρώματος, διαστάσεων 19 x 13 εκατοστά. Στο εσωτερικό εξώφυλλο κυριαρχεί το έμβλημα της εταιρίας, στο οποίο περιμετρικά ο συλλέκτης αναγράφει τα στοιχεία του «Ἰωάννης π. Κ. Νικολουδάκης ἀπό χωρίον Βορρίζα ἐπαρχίας Καινουρίου καί Δήμου Ζαροῡ  Ἔτος 1908» και πάνω ακριβώς επαναλαμβάνει το όνομα του «Ἰωάννης Κ Νικολουδάκης».. Στην επόμενη σελίδα του ίδιου φύλλου ο συλλέκτης έχει γράψει δυο φορές το όνομά του: «Ἰωάννης Κ. Νικοκλούδης» και αμέσως από κάτω: «Γαλιά Καινουρίου.»
     Το τετράδιο είναι αριθμημένο, ανάλογα, στην πάνω δεξιά και αριστερή γωνία των σελίδων με έντυπη αρίθμηση. Δυστυχώς δεν σώζονται όλες οι σελίδες του τετραδίου. Η πρώτη σελίδα φέρει τον αριθμό 5 και η τελευταία τον αριθμό 158. Ενδιάμεσα λείπουν οι σελίδες 13, 14, 81, 82, 125, 126, 141-154, ενώ οι σελίδες 120, 130 και 155 έχουν παραμείνει άγραφες. Δεν γνωρίζουμε αν οι σελίδες που λείπουν αφαιρέθηκαν όλες, πριν αρχίσει η καταγραφή των τραγουδιών και των διστίχων, αφού η διάρθρωση των διστίχων πάνω στη σελίδα δεν μας επιτρέπει να οδηγηθούμε σ’ αυτό το συμπέρασμα.  Σίγουρα, όμως, το φύλλο με τις σελίδες 125 και 126 αφαιρέθηκε εκ των υστέρων, δεδομένου ότι λείπει το πρώτο μέρος από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, τα οποία συνεχίζονται στη σελίδα 127.
    Παρόλο που η αφαίρεση αυτή στερεί από εμάς ένα μεγάλο αριθμό μαντινάδων ή κάποιων τραγουδιών, που μεταφέρουν το ήθος και το ύφος μιας άλλης εποχής, δεν μειώνει ωστόσο τη σπουδαιότητα και τη μοναδικότητα της συλλογής.

Χρονολόγηση

      Ο Ιωάννης Κ. Νικολούδης, ως συνειδητός λαογράφος-συλλέκτης, φρόντισε να προσδιορίσει χρονικά τη συλλογή του. Σε τρία σημεία του τετραδίου του αναγράφεται χρονολογία. Η πρώτη βρίσκεται στο εσωτερικό εξώφυλλο, όπου αναγράφεται «Ἰωάννης π. Κ. Νικολουδάκης ἀπό χωρίον Βορρίζα ἐπαρχίας Καιρουρίου καί Δήμου Ζαροῡ Ἔτος 1908». Η δεύτερη αναγράφεται στη σελίδα 123, όπου αναγράφεται η 1η Ιουλίου 1927 και η Τρίτη στην τελευταία (158) σελίδα του τετραδίου, 14 Μαΐου 1917.
        Η δεύτερη ημερομηνία (1η Ιουλίου 1927) είναι γραμμένη με διαφορετικό μελάνι και κονδυλοφόρο και κυρίως, με διαφορετικό, πιο πρόχειρο, γραφικό χαρακτήρα. Με το ίδιο μελάνι και κονδυλοφόρο έχουν «τσεκαριστεί» κάποιες μαντινάδες με Χ και με αστερίσκο.  Πιστεύω ότι ο Ι. Νικολούδης θέλησε, παντρεμένος πια και με παιδιά - το 1921 είναι ήδη 36 ετών - να θυμηθεί και ταυτόχρονα να αξιολογήσει τη συλλογή της νιότης του.
       Η τρίτη ημερομηνία (14 Μαΐου 1917) δεν έχει σχέση με τη συλλογή αυτή καθαυτή, αλλά με τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής του, τον αρραβώνα του με την Ζαμπία Κουρή.
       Η αρχική χρονολογία 1908 καθορίζει τη χρονολογία έναρξης  της συλλογής, αν λάβουμε υπόψη ότι γράφηκε με τον ίδιο κονδυλοφόρο και το ίδιο μελάνι που έχουν γραφεί  όλα τα δίστιχα και τα τραγούδια, με εξαίρεση τα τελευταία τρία Σμυρναίικα που έχουν γραφεί βιαστικά.
       Παρόλο που η καταγραφή συνεχίζεται και μετά την 123η σελίδα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η συλλογή πραγματοποιείται μεταξύ του 1908 και 1911. Σ’ αυτή τη χρονολόγηση οδηγεί και η συγκριτική μελέτη του «τετραδίου Νικολούδη» με ένα άλλο τετράδιο αντίστοιχου περιεχομένου, το «τετράδιο Ζωγραφάκη»,  που γράφεται στο Ζαρό Καινουργίου την ίδια περίοδο, το οποίο χρονολογείται με βεβαιότητα. Συγκεκριμένα το «τετράδιο Ζωγραφάκη» έχει ρητή ημερομηνία έναρξης της καταγραφής το 1904 στις φυλακές του Ιτζεδίν στα Χανιά και το οποίο, πέρα από τις κοινές ερωτικές μαντινάδες και τραγούδια, περιέχει και πολλές κοινές μαντινάδες «της φυλακής», γεγονός που βεβαιώνει τα κοινά ακούσματα των συλλογέων και την ταυτόσημη χρονική περίοδο καταγραφής.  Στην καταληκτική χρονολογία 1911οδηγεί η μελέτη των μικρασιατικών τραγουδιών, τα οποία χρονολογούνται από το 1906 έως το 1911.
   

2.       Τραγούδι του Αριφογιώργη

      Το τραγούδι αναφέρεται στην ενέδρα και την εκτέλεση του χαΐνη Γιώργη Αρίφη ή Αριφογιώργη (Γιώργης Τζουνιάς). Το παρατσούκλι Αρίφης προέκυψε από το ένα παράτολμο περιστατικό. Σε ηλικία οκτώ ετών χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι κάποιον τούρκο, και του πήρε τα όπλα. Το όνομα του τούρκου ήταν Αρίφ.
     Το τραγούδι παρουσιάζει τον Αριφογιώργη ως ένα ανίκητο και δυνατό άντρα που τον έτρεμαν οι τούρκοι. Τελικά ο Αρίφης θα πέσει στην ενέδρα κάποιου Βρέντζου «κρισεντάρη», ο οποίος περικυκλώνει τον Αρίφη με διακόσιους ζαπτιέδες, δηλαδή αστυνομικούς. Ο όρος «κρισεντάρης» (κρισιντάρης, κρισαντάρης στη Δυτική Κρήτη και συγκεκριμένα στα Σφακιά, σημαίνει φιλόδικος, δικομανής) στο τραγούδι μας αντιπροσωπεύει κάποιο αξίωμα, αφού ο Βρέντζος «ονοματίστηκε», δηλαδή ανακηρύχθηκε, χρίστηκε «κρισεντάρης» και με αυτό το αξίωμα τίθεται επικεφαλής τούρκων αστυνομικών και καταδιώκει τον Αρίφη. Μάλιστα ο λαϊκός ποιητής θεωρεί καταραμένη την ώρα που ο Βρέντζος έλαβε αυτό το αξίωμα.
    Ο Βρέτζος, αρχικά, ήταν συνεργάτης και συναγωνιστής του Αριφογιώργη. Ωστόσο δελεάστηκε από την αμνήστευση και την αμοιβή που ανακοίνωσε η τουρκική διοίκηση, και αφορούσε τους φυγόδικους που θα παρέδιδαν στις αρχές τους συνεργάτες τους. Για την προδοσία ο Βρέτζος πήρε ως αντάλλαγμα εκτάσεις γης στην περιοχή του χωριού Άρδαχτος.
   Παραλλαγή 86 στίχων και βιογραφικό του Αρίφη δημοσιεύεται από τον Γ. Μ. Ξυλούρη, «Κρουσώνας: Ιστορικές Αναφορές», Ηράκλειο 1993, σελ.105-109.

Κάθε ταχιά με το δροσό π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφρουκαστείτε να σας πω τ’ Αρίφη το τραγούδι.
Απ’ ώσταν εγεννήθηκε οι Τούρκοι τον ετρέμα,
πέντε γή δέκα γ’ είκοσι στη στράτα δεν εμπαίνα.
Οι Τούρκοι τον ετρέμανε απού ‘ναι στα μεζάργια     5
γιατί τως ήπαιρνε τα ζα και τα ‘κανε ζωντάργια.
Οι Τούρκοι τον ετρέμανε όντε θα κάμει ζούργια,
γιατί τως έπαιρνε τα ζα ομάδι με τα βούγια.
Έφυγενε και μνια φορά απού το κοσολάτο
κι άθρωπος δεν το κάτεχε πως ήτονε φευγάτος.    10
Τη φυλακή ετρύπησε κι εβγήκεν εις το δώμα
και ρέμπελοι και ταχτικοί, όλοι τον εζυγώνα.
Τρεις πήδους παίζει στο τσαρσί, τέσσερις στο σοκάκι,
μηδε λαγός τον έπχιανε, μηδέ πουλί στ’ αγλάκι.
Κι απήτις εχαΐνεψε και βγήκε στσι μαδάρες,     15
μπλιο ν-τως δεν επατήσανε στα όρη τζαρνταμάδες.
Μη ‘θελα φέξει ο ήλιος, τ’ άστρι και το φεγγάρι,
όντεν ονοματίζανε το Βρέντζο κρισεντάρη.
Μνια πέφτει στον Απήδακα, βγαίνει και τσαντηρώνει,
του Μαυρογούρνου την κορφή μ’ οληνυχτίς τη ζώνει.    20
Κι ο Αρίφης ‘κείνη τη βραδιά στο Γούρνος* εκοιμάτο,
ξυπολημένος ήτονε γιατί δεν εφοβάτο.
Ξυπολημένος ήτονε γιατί ‘τον κουρασμένος
κι, ως φαίνεται, από την στραθιά θανάτου ερχομένος.
Πρωί πρωί σηκώνεται στα ρούχα ντου καθίζει,     25
με μνια πετσέτα γαργερή τα μάθια του σφουγγίζει.
Γυρίζει λέει του παιδιού που ‘σειρε νεροφόρο:
-Είντα ‘ναι να ‘νειρεύγομαι το Βρέντζο μαυροφόρο;
-Λέγω σου, καπετάνιο μου, να μην του δίδεις θάρρος,
μαύρο τον-ε ‘νειρεύγεσαι, μα ‘κείνος είναι ο Χάρος.    30
Σηκώσου, καπετάνιο μου,  λ’ω πως μας ετυλίξα,
Πού ‘σαν οι στιρονόμοι σας και δε μας εσφυρίξα;
Μηδέ φωνές τσι πιάνουν μπλιο, μηδέ σφυργιές τσι στένει,
για δε τον Βρέντζο κερατά τσι Τούρκους πού τσι φέρνει.
Ρίχτει τα μπράτσα τα στριφτά και πιάνει τα κουμπούργια,     35
απάνω τως εμόνταρε και τως-ε κάνει ζούργια.
Ο Βρέντζος του την ήπαιξε και την καρδιά μοιράζει
κι εκείνη-να τον έκαμε και μπλιο του δεν πειράζει.
-Βάψε, καημένη Αρίφαινα, πόρτες και καναπέδες,
τον άντρα σου σκοτώσανε διακόσοι ζαπτιέδες.    40
-Βάψε, καημένη Αρίφαινα, τα ρούχα του κορμιού σου,
γιατί τον εσκοτώσανε το στύλο του σπιθιού σου.
Τέλος

*Το τοπωνύμιο «Γούρνος» βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες του Ψηλορείτη, στην εδαφική περιφέρεια  του Κρουσώνα, πάνω από την Αγία Ειρήνη.



4.                                          Μπαλιξής        


    Ο Μαζλούμ αγά ή Μπαλουξής ή Μπαλεξής ή Μπαλιξής καταγόταν από το χωριό Ετιά Σητείας. Υπήρξε φημισμένος για τη σωματική του δύναμη αλλά και για τη ωμότητα και βιαιότητα του (Εμμ. Αγγελάκη, «Σητειακά», τομ. Β). Κατά τον Σταυρινίδη υπήρξε «γερλή γενίτσερι», δηλαδή ντόπιος γενίτσαρος, που εκδήλωνε την κακουργία του σε βάρος μόνο των χριστιανών της περιοχής. Στην δική μας παραλλαγή επαληθεύεται η άποψη του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμοθέου Βενέρη, («Το Αρκάδι δια μέσου των αιώνων», σελ. 99), ότι ο Μπαλιξής υπήρξε ωμός και σε βάρος των ομόθρησκων του. Η επιτροπή, μάλιστα που συνάντησε τον πασά με αίτημα τη σύλληψη του Μπαλιξή απειλεί τον πασά, για να μην τον υποστηρίξει:
         Τούρκοι, Ρωμιοί ‘χαν μια βουλή για να τον- ε χαλάσουν,
         μα ‘χαν και λογισμό πολύ πώς ‘θελα τον-ε πιάσουν.
         Πάνε και λένε του πασά:
                                                   -Βεζίρη, να κατέχεις,
         αν είσαι με το Μπαλιξή, επά στεμό δεν έχεις. 
Ο Σταυρινίδης υποστηρίζει ότι το περιστατικό έλαβε χώρα το 1815, όταν το πασαλίκι της Κρήτης διοικούσε ο Ρεσίτ πασάς.
     Παραλλαγές του τραγουδιού δημοσιεύονται από τον Κ.Α.Χαριτάκη, «Κρητική Ηώς», τευχ. 19 (1907), σελ 151, τον Βελισ. Μουστάκα, «Κρητική Εστία»τευχ. 50 (1955), σελ. 20, τον Μαν. Γιαλουράκη, «Κρητική Εστία»τευχ. 52 (1955), σελ. 29. Η πληρέστερη παραλλαγή δημοσιεύεται στην «Αμάλθεια» τόμ. 2ος τευχ. 5 (1971), σελ. 51-63 από τον Νικ. Σταυρινίδη.

Ως βασιλεύει ο ήλιος, η μέρα και βραδιάζει,
άνδρας δεν εγεννήθηκε του Μπαλιξή να μοιάζει.
Μισίρι, Πόλη και Μοριάς ήτονε ξακουσμένος,
Τουρκών και χρισθιανών ‘τονε ζαρμίτης γινομένος.
Μισίρι, Πόλη και Μοριάς σ’ ανατολή και δύση,     5
ποτ’ άνδρας δεν ευρέθηκε να τ’ αγριομανίσει.
Τούρκοι, Ρωμιοί ‘χαν μια βουλή για να τον- ε χαλάσουν,
μα ‘χαν και λογισμό πολύ πώς ‘θελα τον-ε πιάσουν.
Πάνε και λένε του πασά:
                                          -Βεζίρη, να κατέχεις,
αν είσαι με το Μπαλιξή, επά στεμό δεν έχεις.    10
-Σωπάστε σεις κι αφήστε με κι αμέτε στη δουλειά σας
κι εγώ πέμπω και παίζω του και γιαίνω την καρδιά σας.
Ο Μπαλιξής, ως τ’ άκουσε μέσ’ από τον ορτάν του,
σαν το θεργιό εμούγκρισε και βάνει τ’ άρματά του.
-Κοντό να το λογιάζετε και να το βάνει ο νους σας     15
πως δε φοβούμαι ‘γώ ποτέ άνδρες που καιρού σας.
Σαν σύρω τσι μπιστόλες μου από τα κουρκουλούκια,
ας έρθει ο σκύλος ο πασάς μ’ όλα του τα κουλούκια.
Σαν βγάλω τσι μπιστόλες μου από τσι μουσαμάδες,
τσι μπάλες τσι τελίδικες θα βάνω για τσ’ αγάδες.     20
Σαν πιάσω τσι μπιστόλες μου και πιάσω τα φυσέκια
και των τουρκώ και των ρωμιώ θα τως-ε παίζω (ν)τρέτα.
Σαν σύρω το μαχαίρι μου μέσ’ από το φουκάρι,
πέτε του σκύλου του πασά να ‘ρθει να μου το πάρει.
Σαν σύρω το σπαθάκι μου, εκείνο το σελάτο,     25
να βάλλω θέλω τον πασά μέσα στο κοσολάτο.
Άνθρωπος δεν ευρέθηκε εις τον απάνω κόσμο,
μα ο βεζίρης του μιλεί με φόβο και με τρόμο.
-Βάλε το συ το θέλημα, στο(ν) κούλε να πατήσεις
κι εγώ, μα το ιμάνι μου, ντελόγω θα πορίσεις.    30
-Μα είντα θέλω ‘γώ να μπω, εκεί απού είμαι όξω
κ(α)ι αν μ’ αγρισμανίσετε, όλους θα σας-ε κόψω.
-Βάλε το συ το θέλημα στο(ν) κούλε να σε βάλω,
μα ‘γώ, μα το ιμάνι μου, θε’ να σε ξαναβγάλω.
-Μα είντα το θέλω ‘γώ να μπω κι ύστερα να πορίζω,     35
εσείς θα με χαλάσετε κι εγώ σας-ε γνωρίζω.
-Όχι, μα το ιμάνι μου, όχι, μα την τουρκιά μου,
και δεν σου κάνω τίποτα και πιάσε το ριτζά μου.
-Κάνω το τό χατίρι σου, πιάνω τον το ριτζά σου,
μήδε τσι μπάλες σου δειλιώ, μηδέ και τον καβγά σου.    40
Σαν ήβαλε το θέλημα στον Κούλε και εμπήκε,
άχι καημένε Μπαλιξή, πως δεν εξαναβγήκες.
Κι απήτις τον εβάλανε στον κούλε κι εκλειδώσα,
να το κατέχεις, Μπαλιξή, που τον ορτά σε λιώσα.
-Διάλε τσ’ αποθαμένους σας και σας και τον ορτά σας,     45
μ’ αν-ε πορίσω ζωντανός, θα κάψω την καρδιά σας.
Άχι και πού τα κάτεχα πως είστε σεις εχθροί μου,
να βουτηχτώ στο αίμα σας, να βάψω το σπαθί μου.
Σαράντα δεμαθιές κλαδιά και πίσσα και κατράνι
εβάλανε του Μπαλιξή στον Κούλε να ποθάνει.     50
Σπιρτόρακη του ρίξανε για να γοργοκεντήσει,
να μην πορίσει ζωντανός για να τσι καταλύσει.


14.    Η κλεψά

   Το συνηθισμένο θέμα των αποκριάτικων και γενικότερα των σατυρικών τραγουδιών είναι η σκωπτική παρουσίαση, κατά το πρότυπο των παινεμάτων της νύφης, της ομορφιάς μιας γριάς.  Το τραγούδι είναι χορευτικό και τούτο φαίνεται από τους δυο τελευταίους στίχους.

Κλέφτες ήρθαν στα χωργιά
να μας κλέψουνε τα ζα
και μας πήρανε τ’ αρνί
που ‘χε το χρυσό μαλλί.
Και μας πήραν και τον κάτη     5
και το χοίρο τον κουτσάφτη,
πήρανε και μνια γριά
που ‘σαζε τα κατσαρά.
Είχε αντόδια σα καδένα,
από κάθα μπάντα ένα.    10
Είχενε και μνια ποδιά,
μνια καπροχοιροπροβγιά,
είχενε και λαιμοδέτη,
σα γαϊδάρας καπλοδέτη.
Είχε κούτελο ερωτάτο,     15
σαν του καζανιού τον πάτο.
Είχε και μπαλώματα,
μεγάλα σαν (τα) δώματα.
Είχε μάθια σαν καρφίχτες
να θωρεί τσοι Μεσαρίτες.     20
Δώσε του χορού να πάει,
τούτ’ η γη θα μας-ε φάει.





1.    Καμπανιστά πατείς τη γης και ζυαστά το χώμα,
     σαν η καρδιά μου σε πονεί, τι θα σου πει το στόμα;

2.    Κόκκινο ρόδο του γιαλού, άσπρο γυαλί κρυστάλλι,
     στον κόσμο αποκατωθιό δεν είδα τέθοια κάλλη.

3.    ‘Κόνισμα Αγιοταφίτικο, τ’ Αγιού Μηνά καντήλι,
      ωσάν το μήλο κόκκινο είν’ το δικό σου αχείλι.

4.    Μα ο Θεός που σ’ έπλασε και κείνος σε θαυμάζει,
    γιατί δεν είναι άλλο κορμί στο(ν) κόσμο να σου μνοιάζει.

5.    Μα συ χτενίζεις τα μαλλιά και κάνεις τα χωρίστρα,
     ξωρίζεις μου τον-ε το νου, μα την Ευαγγελίστρα.

6.    Μάθια γλυκά, φρύδια σμιχτά, κορμί κυπαρισσένιο,
     άσπρος λαιμός, ξανθά μαλλιά με τρέζανε, το ξένο.

7.    Μαχαίρι ‘ναι τα μάθια σου, σπαθιά τα δυο σου φρύδια
     κι ελάβωσες μου τη(ν) καρδιά πρώτη φορά που σ’ είδα.

8.    Με νου και αίμα τση καρδιάς και όχι με μελάνι,
     έκατσα και ζωγράφισα τα όμορφα σου κάλλη.

9.    Μήλο ποτιστικής μηλιάς, του γιασεμνιού τσιτσέκι,
     τα μάθια σου μου παίζουνε πάλι με το τουφέκι.

10.    Μικρή μου, και ποιος θα βρεθεί στον κόσμο να σου μνοιάζει
     στα κάλλη και στην ομορφιά και στου σεβτά το νάζι.

11.    Μικρό κοπελιδάκι μου, μικρό καλά μικρό ‘σαι
     κι απού τα τζιρβελίδικα, το τζιρβελί(δι)κό ‘σαι.

12.    Να ήμουνε στο στηθούρι σου κομπί μαλαματένιο,
     να φίλουνα το στήθος σου το μαργαριταρένιο.

13.    Να τα χαρώ τα κάλλη σου, ωραία και καλά ‘ναι,
     μ’ αλήθεια και τα βάσανα που μου ‘δωκες πολλά ‘ναι.

14.    Νέα δεν εγεννήθηκε στον κόσμο να σου μνοιάσει,
     ξορίζεις του τον-ε το νου, απού θα σε λογιάσει.

15.    Ο ήλιος, όταν πρωτοβγεί, ντρέπεται να προβάλλει,
    γιατί τον-ε θαμπώνουνε τα όμορφα σου κάλλη.

16.    Ο κόσμος να ξαναγενεί (μ)πλιο δεν ξαναγεννάται
     μια νέα σαν του λόγου σου στον κόσμο να γρικάται.

17.    Όμορφη και ξανθούλα μου κι ασημοζυμωμένη,
     απ’ όλα τ’ άνθη των ανθώ σ’ έχω ξεδιαλεμένη.

18.    Πουπουτσωτή μου λεμονιά, μάζωξε τα κλαδιά σου
     κι ο κόσμος εστουμπώθηκε απού τη μυρωδιά σου.

19.    Ρόδα και τριαντάφυλλα και ανθούς του Παραδείσου
     εσύναξε ο έρωντας και έπλασε το κορμί σου.

20.    Σαν το διαμάντι ολόχρυσο έστά ‘ναι το κορμί σου,
     γι’ αυτό πασκίζω να χαθώ και ‘γώ για όνομι σου.

21.    Τα μάθια σου ‘ναι ολόμαυρα, φρύδια σου μετάξι
     και το λιγνό σου το κορμί έχει αγγέλου τάξη.

22.    Τα μάθια σου τα όμορφα γλήγορα με πλανέσα
     κι εβάλανε με στη φωθιά και στο γιαγκίνι μέσα.

23.    Τα μάθια σου τα όμορφα ξανοίγουν τα δικά μου,
     ‘στράφτουν και βγάνουνε φωθιά και καίνε την καρδιά μου.

24.    Τα μάθια σου, κυρία μου, μνοιάζουνε των αγγέλω
     και κάνεις με να σε κοιτώ, α’ θέλω κι α’ δε θέλω.

25.    Τα χέργια σου τα παχουλά θέλω να τ’ αγκαλιάσω,
     να βάνω και προσκέφαλο, μικρή μου, τα μαλλιά σου.

26.    Το μόσκο κάνεις κοβαλτί και την κανέλα γιόμα
      και δείπνο τα γαρέφαλα και τι να θες ακόμα;

27.    Τρεις χάρες σου ‘δωκε ο Θεός σαν την Αγιά Τριάδα,
     τα κάλλη και την ομορφιά και την ονοστιμάδα.

28.    Τρίζει το παπουτσάκι σου, μιλεί (η) περπατηξά σου,
     για το Θεό, λιγνό κορμί, και πάρε με κοντά σου.

29.    Τση μαύρης γης χρωστώ κερί και του παπά παράδες,
     χρωστώ και μνιας μελαχρινής καμπόσες μαντινάδες.




7.    Εκατόλογα

     Μια παραλλαγή ερωτικής αρίθμησης, καθ’ όλα διαφορετική από τις παρουσιαζόμενες εδώ, που αριθμεί από το 1 έως το 10 και στη συνέχεια ακολουθούν οι δεκάδες, (20, 30 κλπ) δημοσιεύεται από τον Passow, σελ. 478-479, την Μ. Λιουδάκη, σελ.318-326, τον Α. Λενακάκη σελ. 179-182.

Ένα, θ’ αρχίξω να σου πω, μικρή μου, κι αφρουκάσου,
ν’ ακούσεις την ιδέα μου κι ύστερα πάλι ξάσου.

Στα δυο, μικρή μου, θα ου πω τη γνώμη τη δική μου,
για σένα βασανίζομαι, κάτασπρο γιασεμί μου.

Τρία, για σένα γίνηκα, χώμα και με πατούνε
και δε με γνοιάζει και ποτέ τα ό,τι θα μου πούνε.

Τέσσερα είναι τα πείσματα που κάνεις του κορμνιού μου,
άμα δεν είναι και στιγμή να βγεις απού το νου μου.

Τέσσερα χείλια καίγουνται, τέσσερα μάθια κλαίνε
και δυο καρδιές  μαραίνουνται και ανθρώπου δεν το λένε.

Πέντε χιλιάδες βάσανα να σείρνω μέρα νύχτα,
δεν θα τα πω, να σ’ αρνηθώ, ολόχρυση μου αντίκα.

Έξε, εξανανοίξανε τα πάθη τα δικά μου,
που σείρνω κι είσαι αφορμή, νεραντζολεμονιά μου.

Εφτά λουλούδια κόκκινα βαρμένα στο ποτήρι,
ποιος να ‘ναι κισιμέτι σου, μάλαμα και ζαφείρι;

Οχτώ βολές να σε θωρώ την ώρα δεν χορταίνω,
χίλιες να μ’ αγαπήσουνε, άλλη κιαμνιά δεν παίρνω.

Εννιά παγώνια στο κλουβί χάζι ‘χουνε μεγάλο,
δεν είμαι για να (σ’) αρνηθώ, κάτεχε δίχως άλλο.

Δέκα δεκάδες τσι μετρώ τσι μέρες τσι θλιτές μου
που σέρνω κι είσαι αφορμή, άσπρε νεραντζαθέ μου.





8.    Η εβδομάδα του έρωντα

      Το τραγούδι ακολουθεί την εξελικτική διαδικασία γέννησης μιας αγάπης μέσα στο πλαίσιο της εβδομάδος . Η σειρά των ημερών είναι αυτή που διασώζει ο συλλέκτης Νικολούδης.


Όντε σου πρωτομίλησα, ήτονε Τρίτη μέρα
και μας ευλόησε ο Χριστός με τη δεξά του χέρα.

Και την Τετράδη, μάθια μου, μου ‘πεψες ένα ρόδο,
μα ‘τονε ψεύτικη (η) φιλιά κι εμάδησε ντελόγω.

Την Πέφτη το ξημέρωμα μ’ έσμιξες μοναχή σου
και μου ‘λεγες πως θα χαθεί για μένα το κορμί σου.

Την Παρασκή, λιγνό κορμί, μ’ αρχίξανε οι πόνοι
κι επαρακάλου (ν)-το Θεό, Σάββατο ξημερώνει.

Σάββατο μην τα βαρεθείς τα βάσανα και δος μου,
να ιδώ τη νέα π’ αγαπώ, τα μάθια και το φως μου.

Την Κυργιακή, αγάπη μου ήσουνε στολισμένη,
σ’ ένα σγουρό βασιλικό ήσουνε ακουμπισμένη.

Και τη Δευτέρα πέρασα κι εδιάβαζες , κερά μου,
αντικρυ(σ)τά  στη(ν) πόρτα σας κι ήσκασες την καρδιά μου.

Κι είπα σου, κόρη, πώς περνάς κι ί(ν)τα χαρτί διαβάζεις,
κι άρχιξες, χαϊδεμένο μου, να βαρανεστενάζεις.