ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΑΚΑΚΗΣ
Η ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ
Στο προοίμιο του Ερωτόκριτου ο Βιτσένζος Κορνάρος, θέλοντας να τονίσει τα βαθύτατα συναισθήματα του ήρωά του για την Αρετή, τονίζει:
Όπου είχε δει όμορφο δεντρό, με άνθη στολισμένο:
«Είν’ τσ’ Αρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο».
όπου ‘χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε: «Έτσι είν’ τα χείλη τση και τση κεράς μου εμένα».
Οι στίχοι του μεγάλου Κρητικού σκιαγραφούν με τον πιο όμορφο και απλό τρόπο τη λυρική διάθεση του κρητικού ποιητή – τόσο του επώνυμου όσο και του ανώνυμου λαϊκού δημιουργού – να αναγνωρίζει στην ομορφιά φύσης το πρόσωπό της αγαπημένης του και να την ταυτίζει μ’ αυτήν. Η έκφραση αυτή του λυρισμού είναι συνήθης σύμβαση στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι και, ειδικότερα, στην ερωτική κρητική μαντινάδα, ως συνεχιστών μιας μακραίωνης παράδοσης που έχει τις ρίζες της στην ελληνική αρχαιότητα. Ενδεικτικά αναφέρω τους στίχους του Αλκαίου προς τη Σαπφώ:
Ἰόπλοκ’ ἄγνα μελλιχόμειδε Σάπφοι,
θέλω τι Fείπην ἀλλά κωλύει αἴδως.
της Σαπφούς:
Τί με Πανδίονις ὄρραννα χελίδω;
και του Ανακρέοντα:
Κλῦθί μεο γέροντος εὐέθειρα χρυσόπεπλε κοῦρα.
Η μαντινάδα ως ποίηση προσωπική, υπό την έννοια ότι αποτελεί έκφραση του προσωπικού βιώματος, απορρέει από τις βιωμένες εμπειρίες. Μέσα απ’ αυτήν καθρεπτίζεται ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, που χρωματίζεται ή αρωματίζεται από προσωπικά σημεία αναφοράς οικεία και προσφιλή. Ο στιχοπλόκος της παραδοσιακής κοινωνίας έζησε και κινήθηκε μέσα στο φυσικό περιβάλλον αναπτύσσοντας αρμονική σχέση μ’ αυτό. Δεν είχε σχέση ευκαιριακή και συγκυριακή, όπως ο αστός , ή επιδερμική και ανταγωνιστική, όπως ο σημερινός κάτοικος της υπαίθρου, αλλά ουσιαστική. Το περιβάλλον δεν του προσέφερε μόνο τα μέσα, που του ήταν απαραίτητα για να επιβιώσει, αλλά αποτέλεσε ταυτόχρονα αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Σ’ αυτό αναζητούσε και έβρισκε τα αντικείμενα για να ταυτοποιήσει τα συναισθήματά του, την αγάπη, την απογοήτευση, το πάθος, την αδιαφορία, τη ζήλεια, ακόμα και την οργή που προκαλεί η απόρριψη των ευγενικών συναισθημάτων του από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τα λουλούδια, τα δέντρα, τα αρωματικά φυτά, τα ζώα και τα πουλιά, ακόμα και τα ψάρια, τα άστρα, ο ήλιος, το φεγγάρι, τα πολύτιμα μέταλλα και οι πολύτιμες πέτρες, τα ιερά σκεύη της εκκλησίας και οι εικόνες, έδιναν χρώμα, άρωμα και γεύση, μορφή στα αισθήματα και συναισθήματά του.
Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθούς του παραδείσου
εσύναξε ο έρωντας κι έπλασε το κορμί σου.
Ωσάν παγώνι περπατείς, σα χελιδόνι τρέχεις,
όλες τσι χάρες ο Θεός σου τσι ‘δωσε και τσ’ έχεις.
Ωσάν το μήλο κόκκινο είναι το μάγουλό σου,
‘κόνισμα Αγιοταφίτικο είναι το πρόσωπό σου.
Είσαι ζουμπούλι, μενεξές, γαρεφαλιά και ρόδα,
αθός και φούλι και σελβί και γιασεμί και βιόλα.
Οι μαντινάδες που σκιαγραφούν με αυτόν τον τρόπο το πρόσωπο της αγαπημένης είναι πολυάριθμες και αποτελούν κοσμήματα λυρισμού της κρητικής έμμετρης παράδοσης. Στην εργασία μας αυτή, όμως, θα επικεντρωθούμε στην προσφώνηση της ερωτικής μαντινάδας, της οποίας το πλήθος και η ποικιλότητα είναι τέτοια, ώστε να δικαιολογούν την συστηματική ενασχόληση μαζί της.
Για τις ανάγκες αυτής της εργασίας χρησιμοποιήθηκε ως ποιητική σύμβαση ο όρος προσφώνηση και όχι ο όρος κλητική προσφώνηση, επειδή το ζητούμενο δεν είναι η συντακτική, αλλά η ποιητική της θέση μέσα στο δεκαπεντασύλλαβο. Πρόκειται για μια σύμβαση, που δεν απαντάται σε τέτοια συχνότητα σε άλλο ποιητικό είδος. Η προσφώνηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποστροφή, επειδή δεν αποστρέφεται. Απευθύνεται ευθέως σε δεύτερο πρόσωπο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αποστροφή στην ερωτική μαντινάδα υπάρχει μονάχα στις περιπτώσεις που ο ερωτευμένος νέος ή νέα απευθύνονται στην καρδιά τους, στον έρωτα, στο φεγγάρι, στα αστέρια. Διακόπτουν έναν εσωτερικό διάλογο ή μονόλογο και στρέφονται σ’ αυτά, για να στείλουν χαιρετισμούς στο αγαπημένο πρόσωπο ή να εκφράσουν απλώς τα συναισθήματά τους.
ΤΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΙ Η ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ
Οι προσφώνηση στην ερωτική μαντινάδα έχει διπλό ρόλο, έναν φανερό και έναν κρυφό. Ο φανερός είναι να αποκαλύψει ή να τονίσει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το ερωτικό ενδιαφέρον και να επαινέσει τη φυσική του ομορφιά. Ο κρυφός είναι να ξεχωρίσει το στιχοπλόκο από το σύνολο και να τον καταστήσει, ακριβώς λόγω της ικανότητάς του να στιχουργεί, αξιαγάπητο.
Οι κοινωνικές συνθήκες και τα αυστηρά ήθη του παρελθόντος δεν επέτρεπαν την απρόσκοπτη εξωτερίκευση, δημόσια ή στενότερη, των συναισθημάτων των ερωτευμένων νέων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να κρατούν κρυφό τον έρωντά τους από φόβο μήπως εκθέσουν την αγαπημένη. Αναζητούσαν ποικίλους τρόπους για να στείλουν το ερωτικό τους μήνυμα: μια ματιά, ένα χαμόγελο, έναν υπαινιγμό και, φυσικά, μια μαντινάδα. Η τελευταία γίνεται καταφύγιο τους, επειδή μπορούν, ακόμα και δημόσια, να εκφραστούν, να εξωτερικευόσουν τα συναισθήματά τους, να στείλουν μηνύματα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, χωρίς να αποκαλυφθούν. Το όνομα της αγαπημένης δεν αναφέρεται ποτέ, αλλά επιλέγεται ένα πλουσιότατο ονοματολόγιο από το γλωσσάρι της καρδιάς και της φύσης. Η αγαπημένη γίνεται λουλούδι, πουλί, πολύτιμο αντικείμενο. Η λυρική διάθεση που γεννά ο έρωτας σ’ εκείνον που θα χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς του, τον ωθούν να αναζητεί τη μορφοποίηση των συναισθημάτων του με εικόνες και αντικείμενα που του είναι γνώριμα και οικεία. Οι χαρακτηρισμοί που πλάθει αποκαλύπτουν πόσο πολύτιμη και ξεχωριστή του είναι η αγαπημένη, ενώ, παράλληλα, ο ίδιος ορθώνεται μπροστά στα μάτια της, όχι ως ο τυχαίος άνθρωπος της καθημερινότητας, της πεζότητας, αλλά ως ξεχωριστή προσωπικότητα, διακριτός από τους άλλους, ανώτερος, ευαίσθητος, εξαιρετικός και, επομένως, αξιαγάπητος.
Αυτή η δημόσια έκθεση των ευγενικών συναισθημάτων, δεν αποτελεί έκφραση αδυναμίας, ούτε αποσπά την αρνητική κριτική της μικρής κοινωνίας. Ο κατά κανόνα σκληροτράχηλος Κρητικός, όταν αποφασίζει να εκφραστεί ερωτικά, δεν έχει αναστολές να εξωτερικεύσει, ακόμα και δημόσια, με λυρισμό τον ερωτισμό του. Δεν αποτελεί ούτε εκλαμβάνεται από τον περίγυρο ως αδυναμία, αλλά χαρακτηριστικό και προτέρημα του γνήσιου άνδρα, με ευγενικά και πλούσια αισθήματα, Για τον έφηβο σηματοδοτεί την είσοδό του στην νεότητα με όλα τα συνακόλουθά της. Η αγάπη, ο έρωντας, ο σεβντάς είναι δρόμος που πρέπει να τον ακολουθήσουν όλοι, γιατί
Όποιος στον κόσμο γεννηθεί κι αγάπη δε θα κάνει,
γάιδαρος εγεννήθηκε και βούι θα ποθάνει.
Αυτή είναι η ξεκάθαρη άποψη της κοινωνίας. Όποιος μείνει μακριά από τον έρωτα και την αγάπη, ξεφεύγει από «τον προορισμό του ανθρώπου».
Αλλά και η ίδια η κοινωνία, όταν ακούει τον ερωτευμένο νέο να στέλνει τα ερωτικά μηνύματα, ενδιαφέρεται να αποκαλύψει τον αποδέκτη τους. Η ανωνυμία ξυπνά και διεγείρει την περιέργεια της ομήγυρης, η οποία απελευθερώνει τη φαντασία της και αναζητά το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται οι μαντινάδες. Η περιέργεια της – που συνιστά έκφραση της κοινωνικότητας της - γίνεται ακόμα εντονότερη, όταν οι προσφωνήσεις «φωτογραφίζουν» την αγαπημένη: ξανθιά, ψηλομελαχρινή, στρογγυλομηλοπρόσωπη, λιγνό κυπαρισσάκι, μήλο ζαρίφικο, σιγανός ποταμός, άσπρη, γαλανομάτα κ.α.
Οι ερωτικές μαντινάδες υπηρετούν ένα στόχο, έχουν ένα λόγο ύπαρξης, ένα μήνυμα να μεταφέρουν. Αυτό μπορεί να είναι μήνυμα χαράς, αγάπης, απογοήτευσης, μίσους, μια ευχή, μια επιθυμία, ακόμα και ένα ερώτημα. Απευθύνονται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και στην ομήγυρη, ως δημόσια ομολογία – παραδοχή. Γι’ αυτό τα πάντα είναι προμελετημένα, προκαθορισμένα. Κάθε λέξη, που παίρνει τη θέση της στον ερωτικό ποιητικό λόγο, είναι ζυγισμένη και τοποθετημένη εκεί που πρέπει.. Τίποτα δεν λέγεται τυχαία. Ακόμα και στις αντικριστές λεγόμενες μαντινάδες, που συνθέτονται εκείνη τη στιγμή από τους λίγους και εκλεκτούς, προικισμένους από τη φύση με το θείο τάλαντο του πηγαίου και αυθόρμητου ποιητικού λόγου, υπάρχει ως κίνητρο η πρόκληση, αυτή καθαυτή. Ο προκληθείς έχει χρόνο, όσο διαρκεί ένα γύρισμα της λύρας, για να σκεφτεί και να απαντήσει στην πρόκληση.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με την προσφώνηση. Αυτή είναι η αυθόρμητη, η στιγμιαία σύλληψη του ονόματος της αγάπης, το παιγνίδισμα της ψυχής, η αποστροφή της γλώσσας που δε θέλει να αποκαλύψει το όνομα της αγαπημένης. είναι ο στεναγμός του ερωτευμένου, που παίρνει χρώμα, γεύση, άρωμα. Είναι το παιχνίδισμα της γλώσσας των μεγάλων, συνηθισμένο σε δυο γλυκές και πολύ ανθρώπινες στιγμές: όταν κανακεύουν παιδιά και όταν μιλούν ερωτικά στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη τους. Η φωνή χαμηλώνει, γίνεται γλυκιά, τρυφερή και η ψυχή πλάθει λέξεις – κώδικες επικοινωνίας. Ο ερωτευμένος νέος αντί να φωνάξει το όνομα της αγαπημένης, την αποκαλεί με το όνομα ενός όμορφου ή πολύτιμου αντικειμένου, εκφράζοντας έτσι την αισθητική και συναισθηματική του συγκίνηση.. Αυτός ο κωδικοποιημένος λόγος, η προσφώνηση, είναι η ίδια η αγαπημένη ή ο αγαπημένος σε εξιδανικευμένη μορφή. Ανεβασμένος, από την ψυχή του ερωτευμένου νέου ή νέας, στον κόσμο των ιδεών και φέρνοντας μαζί του τα πιο όμορφα γήινα χαρακτηριστικά, γίνεται πουλί, λουλούδι, δέντρο, αστέρι, πολύτιμος λίθος, ψάρι, ιερό σκεύος. «Μέσα σ’ αυτή την εικονοπλασία άνθρωπος και φύση δεν ξεχωρίζουν, αντίθετα συνιστούν μια αδιάσπαστη ενότητα, μια ταυτότητα που έχει αποκρυσταλλωθεί σε παραδοσιακούς ποιητικούς κώδικες όπως κόρη = λεμονιά / μηλιά / κυπαρισσάκι, νέος = αϊτός / βασιλικός πλατύφυλλος κ.τ.ό.» Έτσι και οι προσφωνήσεις ενσωματώθηκαν στις ερωτικές κρητικές μαντινάδες ως συμβάσεις αποκρυσταλλωμένες και επεξεργασμένες στη συνείδηση του κρητικού και τη μακραίωνη παράδοση του δεκαπεντασύλλαβου. Αποτελούν ένα κώδικα ποιητικής επικοινωνίας ανάμεσα στον δημιουργό και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, και, την ομήγυρη. Η πρωτοτυπία τους έγκειται στην επινοητικότητα του δημιουργού, στην ευαισθησία του, στην εκφραστική του δεξιοτεχνία και στην ικανότητα του να προσδίδει σημειολογική αξία σε στοιχεία του περιβάλλοντος.
Από την σχολαστική έρευνά μας προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία, χρήσιμα, πιστεύω, για να κατανοήσουμε καλύτερα την ερωτική μαντινάδα και το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, στο οποίο δημιουργήθηκε. Οι προσφωνήσεις μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες ομάδες –κατηγορίες, ανάλογα με το χώρο από τον οποίο αντλούνται.
1. Κυρίαρχο στοιχείο, όπως ήδη διατυπώθηκε, είναι το φυσικό περιβάλλον. Ο ερωτευμένος νέος ή αντίστοιχα η νέα, αντλεί ονόματα από τον κόσμο των λουλουδιών, των φυτών και των δέντρων. Η αγαπημένη γίνεται αμπέρι , αρισμαρής , αμπέλι, βασιλικός, κρίνος, ρόδο, πορτοκαλιά, λεμονιά, δάφνη, μυρτιά, γαρεφαλιά, καντιφές, φούλι, λαλές, γιασεμί, κανέλλα, μηλιά κα. Το καθένα από αυτά συνοδεύεται από προσδιορισμούς που καθιστούν ποιητικότερη και λυρικότερη την προσφώνηση: αμπελοβλασταράκι μου, απίδι μου δροσάτο, πλατύφυλλε βασιλικέ, γαρέφαλό μου ακράτο, ερωντικό μου γιασεμί απ’ ακριβό περβόλι, χρυσέ μου καλαμιώνα, μήλο ζαρίφικό μου, άσπρης μυρθιάς μυρτόφυλλο, κόκκινο πορτακάλι κ.α.
Ερωντικό μου γιασεμί από ψηλό περβόλι,
τη χάρη σου τη δώκανε οι δώδεκ’ Αποστόλοι.
Ξανθούλα μου, χρυσή μηλιά, ανθοπεριπλεγμένη,
απ’ όλες τσι μελαχρινές σ’ έχω ξεχωρισμένη.
Μήλο ποτιστικής μηλιάς, του γιασεμιού τσιτσέκι,
τα μάθια σου μου παίζουνε πάλι με το ντουφέκι.
Αλάργο με ξορίσανε, μα ‘γώ θα ν-έρθω πάλι,
ξεφουντωμένο γιασεμί, κόκκινο πορτακάλι.
2. Πολλές φορές το αγαπημένο πρόσωπο γίνεται πουλί, ερωντικό παγώνι, χρυσό καναρίνι, λιβαδοπέρδικα, πέρδικα πενταπλούμιστη, νεραϊδοποταμίδα , άσπρο περιστεράκι και γοργοφτερουγάτο, πουλάκι ακυνήγητο, θαλασσινό μπαρμπούνι, ολόχρυσό ψάρι, άσπρη παπίτσα του γιαλού κ.α.
Για κειονά τη μάνα σου τηνε καληνωρίζω,
που σ’ έκαμε, χρυσέ μου αητέ, κι εγώ σε κανακίζω.
Πού ‘σουν, πουλί μου των πουλιώ, που ‘σουν, χρυσόφτερέ μου,
πού ‘σουν κι εγώ σ’ ανήμενα, σγουρέ βασιλικέ μου;
Μπαρμπούνι μου τση θάλασσας κι ολόχρυσό μου ψάρι,
εγώ τραβώ τσι πόνους σου και άλλος θα σε πάρει;
Απούσταν εχωρίσαμε, άσπρο παχύ τρυγόνι,
κλαίει η καρδιά μου και πονεί κι ο νους μου δε μερώνει.
3. Από το στερέωμα δανείζεται το όνομα του ήλιου, του φεγγαριού και των άστρων: ήλιε μου με τσ’ αχτίνες, φαγγαρολαμπιρούσα, φεγγάρι μου ασημόφωτο, φέγγος τ’ ουρανού κ.α.
Πρόβαλε, φέγγος τ’ ουρανού και στόρηση του κόσμου,
το νου μου και το λογισμό απού μου πήρες, δος μου.
Φεγγάρι μου λαμπρότατο κι αγιοκωσταντινάτο,
τα κάλλη σου δεν τα ‘δα ‘γώ στον ουρανό από κάτω.
Ήλιε μου με τσ’ αχτίνες σου, άστρι με το φεγγάρι,
να κάτεχα πως μ’ αγαπάς να σου γνωρίζω χάρη.
4. Κάποτε γίνεται κρύο νερό, νερό κανακεμένο, κρουσταλλένια βρύση, βρύση πεντακάνολη, βρύση με το κρυγιό νερό, σιγανός ποταμός κ.α.
Βρύση μου πεντακάνολη, νερό μου χαϊδεμένο
κι αγγελικό μου πρόσωπο, γιάντά ‘σαι μαραμένο;
Άσπρη καντήλα, μη ραείς, στραφτόκερο, μη λιώσεις,
βρύση μου τετρακάθαρη, αλλού φιλί μη δώσεις.
Για σένα, μαυρομάτα μου και κρουσταλλένια βρύση,
το βάνω το κορμάκι μου στη λαύρα να κεντήσει.
Άσπρη φουντάνα του νερού, ποια χέρα δα σε δέσει
και τίνος είναι τυχερό, απού δα σε κερδαίσει;
5. Από το χώρο της εκκλησίας γίνεται μικρό κονισματάκι, κόνισμα Αγιοταφίτικο, καντήλι τ’ Αγιού Μηνά, κερί τω Χριστουγέννω, σταυρός μαλαματένιος, στολίδι τσ’ εκκλησάς, παιγνίδι των αγγέλω, χρυσό δισκοπότηρο κ.α.
Μικρό κονισματάκι μου χρυσοβερνικωμένο,
αν είσαι αγάπη τση καρδιάς, πε’ μου να σ’ ανημένω.
Όμορφη, λαμπαδόχυτη και τσ’ εκκλησάς στολίδι,
όλα τα κάλλη τ’ ουρανού άγγελος σου τα δίδει.
Άσπρη λαμπάδα των Φωτώ, κερί τω Χριστουγέννω
και θυμιατό τσ’ Ανάστασης, πότε δα σ’ ανημένω;
6. Συχνά τα ατομικά χαρακτηριστικά όπως το χρώμα το μαλλιών, των χειλιών ή των ματιών, η κορμοστασιά, το πρόσωπο, δίνουν ονόματα εξαιρετικής ομορφιάς: μικρό ζαρίφικό μου, βεργολυγερή, κορμί κυπαρισσένιο, κανακολαιμούσα μου, σιγανοπερπατούσα μου, μαυροματού τση γειτονιάς, μάθια θαλασσινόμπλαβα μέσα μελιττωμένα, χρυσοδαχτυλιδόστομη, μελαχρινό μου πρόσωπο, στρογγυλομηλοπρό-σωπη κ.α.
Δέκα λογιώ ‘ν’ οι εντολές που ‘χει ο Θιος στην πλάκα
και δέκα μήνες σ’ αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα.
Στρογγυλομηλοπρόσωπη, παιγνίδι των αγγέλω,
εσύ ‘σ’ η γι-ομορφότερη των αλλωνών κοπέλω.
Για σένα νυχτοπερπατώ σαράντα μίλια στράτα,
για σένα γαϊτανόφρυδη, ξανθιά και μαυρομάτα.
Ψηλέ, λιγνέ βασιλικέ, που ‘σαι στο δώμ’ απάνω,
κατέβα να σε μυριστώ κι ύστερα να ποθάνω.
7. Μερικές φορές γίνεται πολύτιμη πέτρα και κόσμημα: ασημοζυμωμένη μου, ζαφείρι, αθέ του μαλαμάτου, άσπρο γυαλί κρυστάλλι, κλειδί μαλαματένιο, άσπρη κολόνα παλαθιού, ζωγραφιστή κολόνα, κολόνα πλουμισμένη, κασέλα μου ολοπλούμιστη με το μαργαριτάρι, μαρμαροκαμωμένη, διαμάντι μου πολύτιμο κ.α.
Χρυσό κλειδί του ουρανού, μάλαμα δαχτυλίδι,
όταν γυρίσω να σε ιδώ, λιγοθυμιά μου δίδει.
Άσπρη κολόνα χαμαμιού και μάρμαρο τση βρύσης,
και ποιος ζγουράφος θα βρεθεί για να σε ζγουραφίσει;.
Άσπρο διαμάντι ατίμητο, κι αθέ του μαλαμάτου,
έχω δυο λόγια να σου πω του παραπονεμάτου.
8. Συχνότατα μετουσιώνεται σε μέρος της ύπαρξης του ερωτευμένου. Γίνεται η ζωή, η ελπίδα, η ψυχή, τα μάτια, η καρδιά του: ψυχή μου, ψυχίτσα μου, μάθια μου, των αμαθιώ μου μάθια, ολόγλυκιά μου ζήση, γλυκιά παρηγοριά μου ή παρηγοριά της νιότης μου κ.α.
Μάθια, ματάκια, μάθια μου, των αμαθιώ μου μάθια,
δεν είδανε τα μάθια μου σαν τα δικά σου μάθια.
Μάθια, καρδιά, ψυχή και φως, χαρά, ζωή κι ελπίδα,
θάρρος μου και παρηγοριά, πόσον καιρό δε σ’ είδα;
Πού πας, ολπίδα μου χρυσή, πού πας, παρηγοριά μου,
πού πας, κλειδί του κόρφου μου, π’ ανοίγεις την καρδιά μου;
9. Άλλες, πάλι, φορές γίνεται αφέντρα και κυρά, κυρία, αφέντρα κοπελιά, κοπέλα και ραΐνα , μικρή κορασοπούλα, μικρή κοπελοπούλα, μικρό κοπελιδάκι.
Άχι μικρή μου κοπελιά, που βρίσκεσαι στα ξένα
και δεν μου πάντηξε πουλί να μη ρωτώ για σένα.
Παραγγελιά, κυρία μου, σου ‘φήνω να θυμάσαι:
ό,τι σου λέει ο κάθα είς, να μην του τα φρουκάσαι.
Αλύπητή, λυπήσου με και δες τα βάσανά μου
και κάμε έλεος για με, αφέντρα κοπελιά μου.
10. Πάνω απ’ όλα, όμως, στο πρόσωπο του αγαπημένου ή της αγαπημένης προσωποποιείται η ίδια η αγάπη: αγάπη μου, αγάπη μου γλυκιά γλυκιά, λίγου καιρού αγάπη, αγάπη μου γλυκύτατη, πολυαγαπημένη μου κ.α.
Άχι αγαπημένη μου, κι εξεχωρίσασί μας,
άραγες μιας λογής φωθιά να καίει το κορμί μας;
Αγάπη μου γλυκύτατη, να μη μου λησμονήσεις
και πως εμπήκα φυλακή άλλο να μη ‘γαπήσεις.
11. Άλλες φορές στολίζεται με ποικίλους άλλους χαρακτηρισμούς: κανακαρά τση μάνας σου, δωρεά του κόσμου, στόρηση του κόσμου, ακριβαναθρεμμένη μου, ζαχαροζυμωμένη μου, γλυκιά νεράιδα μου, ψηλού βουνού αέρι, στολίδι του χωριού σου κ.α.
Ξύπνα, του έρωντα παιδί, του χάρου αποκλάδι,
και τση νεράιδας γέννημα, που μ’ έβαλες στον Άδη.
Παρασκομπουγαδιάστρα μου και Σαββατοξαπλώστρα,
την Κυριακή στην εκκλησά τα σωθικά μου τρως τα.
Η λυρική και ευγενική διάθεση του κρητικού απέναντι στην αγαπημένη δεν αλλάζει ούτε στις περιπτώσεις των μαντινάδων του χωρισμού και την εγκατάλειψης. Ο πόνος, το ξερίζωμα της ψυχής, δεν είναι ικανά να αλλάξουν το όνομα της αγάπης.
Ζαχαροζυμωμένη μου και του μελιού γλυκάδα,
φαρμάκι απού μ’ επότισες τούτη την εβδομάδα.
Μ’ αρνήθηκες, πουλάκι μου και μπιστικό μου ταίρι,
κι επλήγωσές μου την καρδιά με δίστομο μαχαίρι.
Απής εξεχωρίσαμε, ερωντικό μ’ αηδόνι,
κλαίει η καρδιά μου και πονεί και μπλιο τζη δε μερώνει.
Για είντα μ’ απαρνήθηκες, γερεφαλόβιολά μου,
που σαν εσένα άλλη κιαμιά δεν είχα στην καρδιά μου;
Μέρα και νύχτα σ’ έβλεπα, βιόλα και καντιφέ μου,
κι εδά που ξεχωρίσαμε, πώς θα βαστάξω, Θε μου;
Φιλντιχιοκακαλένια μου κι αρισμαρόβιτσά μου,
ποια χέρια σ’ αγκαλιάζουνται, σα’ λείπουν τα δικά μου.
Σε κάποιες περιπτώσεις η προσφώνηση γίνεται κραυγή, οργή πολλές φορές, γι’ αυτόν που δε στάθηκε άξιος της αγάπης.
Δίμουρε και διπρόσωπε και ψεύτη στη φιλιά σου,
σα δεν κατέχεις ν’ αγαπάς, γύρευε τη δουλειά σου.
Δίμουρε και διπρόσωπε, αδικητή και ψεύτη,
που ‘καμες το κορμάκι μου γκιαν (sic) το φυσήξεις πέφτει.
Σε λίγες περιπτώσεις – λίγες στο παρελθόν, περισσότερες σήμερα –χαρακτηρίζεται η αγαπημένη / ο αγαπημένος σκύλα-σκύλος, χωρίς όμως την ηθική διάσταση που λαμβάνει σε ορισμένες περιπτώσεις η λέξη.
Δεν θέλω μπλιο να μου μιλείς, να λες και τ’ όνομά μου,
γιατί δεν το ‘καμες ποτέ, σκύλα, το θέλημά μου.
Αλύπητε, λυπήσου με, σκύλε, Θεό φοβήσου,
γιάε τα καταστέματα που ‘χω για όνομί σου.
Όσο για το σύγχρονο χαρακτηρισμό σκυλογαυγισμένη , που έχει σαφή ηθική αναφορά και τον ακούμε περισσότερο σε μελοποιημένες μαντινάδες και λιγότερο σε γραπτές, ήταν μάλλον απαράδεκτη προσφώνηση για τα ήθη του παρελθόντος. Σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί η μαντινάδα που διασώζει η Μαρία Λιουδάκι και η οποία μεταφέρει το ήθος και τις αξίες της Κρήτης:
Μην τηνε δώσεις, Γιαραμπή, του σκύλου απού γαβγίζει,
γιατ’ είναι αδυνατή φωθιά και δεν την νταγιαντίζει.
Και στο σατυρικό 15σύλλαβο, όταν αυτός διατηρεί ερωτικά ψήγματα, υπάρχει στην προσφώνηση ευγενική μεν, πλην όμως, ειρωνική διάθεση.
Σαν κάμει ο σκύλος το λαγό σύντεκνο και κουμπάρο,
ετότεσά το πίστεψε, μικρό μου, δα σε πάρω.
Ήβρηκα ‘γώ κι αγάπησα, γλυκύτατό μου ταίρι,
κι άμε κι εσύ ν’ αγκαλιαστείς του τηγανιού το χέρι.
Τα ψευτομεγαλεία σου κι η περηφάνιά σου
μ’ εκάμανε, πουλάκι μου, κι έφυγα ‘πό κοντά σου.
Βέβαια αυτή διακριτικότητα δεν αποτελεί κανόνα:
Δεν πας, μωρέ, στο διάολο, να λείπεις από μένα,
κι η μάνα που με γέννησε, δε μ’ έκαμε για σένα.
Ωρή ξερή φασκομηλιά και μαραμένο αμπέλι,
ποιος σου ‘πε πως σ’ αγάπησα κι είπες πως δε με θέλεις;
Όντο περνάς στον ποταμό, το ξέπλυνε τ’ ατζί σου,
κιτρινοκολοκύθα μου, δεν είμαι ο μουστερής σου.
Εκτός από τις προσφωνήσεις που απευθύνονται άμεσα σε δεύτερο πρόσωπο στην αγαπημένη, υπάρχουν μαντινάδες στις οποίες ο ερωτευμένος νέος αποστρέφεται προς το φεγγάρι, τα άστρα, τα πουλιά, τα οποία είτε ρωτά να πάρει πληροφορίες για την αγαπημένη του, είτε της στέλνει με αυτά χαιρετισμούς, είτε απλά συνομιλεί μαζί τους σε μια έξαρση ρομαντισμού:
Άστρη, μη με πειράζεται γιατί νυχτογυρίζω,
φωθιές με καίνε στην καρδιά και δεν τσι νταγιαντίζω.
Άστρα πολλά κι αρίφνητα, που φέγγετε τη νύχτα,
αμέτε, πέτε τσ’ αγαπώς, πως ήλειπα και ήρθα.
Φεγγάρι μου, που προπατείς, κι άστρο μ’ όντε γυρίζεις,
άμε χαιρέτα μου τονε, απού τονε γνωρίζεις.
Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
στον κόσμον απού γύρισες, μην είδες το πουλί μου;
Αποστρέφεται επίσης στον έρωτα, ως έναν εξωτερικό εισβολέα, ως κατακτητή ψυχών.
Έρωντα, και τι σου ‘καμα και μ’ έχεις κλειδωμένο
κι από μικρό στα βάσανα πολύ τυραννισμένο.
Και η καρδιά ως δημιουργός και αποδέκτης των αισθημάτων, γίνεται αποδέκτης της ερωτικής αποστροφής:
Καρδιά μου παραποναρά, τίνος παραπονάσαι;
Τίνος τα λες τα λόγια σου και τίνος τα δηγάσαι;
Καρδιά μου, ποιος σ’ εκλείδωσε και πήρε το κλειδί σου
και δεν ανοίγεις να μου πεις την παραπόνεσή σου;
Σε μια μόνο περίπτωση, από τις μαντινάδες της έρευνάς μας, η αγαπημένη προσφωνείται με το όνομά της:
Ελένη, έλαιον (sic) βαστάς, Ελένη, ελέησέ με,
βάλε με στ’ αγκαλάκια σου και παρηγόρησέ με.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗΣ ΣΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟ
Η στιχουργική φόρμα της μαντινάδας είναι γνωστή: δυο ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, που ο κάθε ένας διαιρείται δε δυο ημιστίχια 8 και 7 συλλαβών αντίστοιχα. Σε αυτή τη δομή εντάσσει ο λαϊκός δημιουργός την προσφώνηση, με τη βοήθεια της οποίας κλιμακώνει την ένταση του στίχου. Η τελευταία επιτυγχάνεται όχι μόνο με την ποιότητα και την ευρηματικότητα της προσφώνησης, αλλά και με τον αριθμό των προσφωνήσεων που παραθέτει. Υπάρχουν μαντινάδες με μια απλή δισύλλαβη προσφώνηση (κόρη, φως μου), τρισύλλαβη (κερά μου, μικρή μου, πουλί μου κ.α.) ή και με περισσότερες συλλαβές (αγάπη μου, αγαπημένη μου κ.α.) και προσφωνήσεις που εκτείνονται σε ένα ολόκληρο ημιστίχιο, σε ένα ολόκληρο στίχο, σε τρία ημιστίχια ή και σε ολόκληρο το δίστιχο. Από τα παραδείγματα που ακολουθούν διαφαίνεται ότι η προσφώνηση τείνει να καταλάβει σταθερή θέση στη δομή της μαντινάδας.
α. Προσφωνήσεις που εκτείνονται σ’ ολόκληρο το δίστιχο.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο λαϊκός στιχουργός γίνεται γλωσσοπλάστης ή συγκεντρώνει επαινετικούς χαρακτηρισμούς που αποκαλύπτουν και επιτείνουν τη λυρική του διάθεση.
Μοσκοκανελοκόκαλη, κανελοζυμωμένη,
γαρεφαλοχνωτάτη μου κι ακριβαναθρεμμένη.
Ε χρυσολαμπαδόκορμη, φεγγαρολαμπηρούσα,
χρυσοδαχτυλιδόκορμη κι ανθοδροσομιλούσα.
Ερωντοστολισμένε μου, νεραντζαθέ, χυτέ μου,
πρεπίδι των παλικαριώ, σγουρέ βασιλικέ μου.
Άσπρη λαμπάδα τω Φωτώ, βίτσα των αρχοντάδω,
χρυσή δαχτυλιδόπετρα τω νιώ πραματευτάδω.
β. Προσφωνήσεις που εκτείνονται σε τρία ημιστίχια
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μαζί με τη λυρική διάθεση εκφράζεται και μια ερώτηση, επιθυμία ή κρίση, η οποία διατυπώνεται, συνήθως, στο πρώτο ή στο τελευταίο ημιστίχιο:
Ε κανακολαιμούσα μου και μερτζανάχειλή μου,
κανακαρά τση μάνας σου, και να ‘σουνε δική μου.
Πού ‘σουνε και πού γύριζες, αμπέρι μου κι αθέ μου,
πρεπίδι των παλικαριώ και μαυρομούστακέ μου;
Μαλαματένιε μου σταυρέ από την Αλεξάντρα,
χρυσό μου δισκοπότηρο, οι έγνοιες σου μ’ εφάγα.
Άχι, ζαχαρολαίμα μου, κλαδί του λογισμού μου
και κρουσταλλομπρατσάτη μου, κι επήρες τον το νου μου.
Σε κάποιες περιπτώσεις οι πολλαπλές προσφωνήσεις ξεφεύγουν από αυτή την ισορροπημένη και συμμετρική κατάταξη και διασπείρονται μέσα στο δεκαπεντασύλλαβο, συνοδεύοντας στερεοτυπικές εκφράσεις:
Πού ‘σουν, πουλί μου των πουλιώ, πού ‘σουν, χρυσόφτερέ μου,
πού ‘σουν κι εγώ σ’ ανήμενα, σγουρέ βασιλικέ μου;
Λιγνό καλάμι, μη ραείς, άσπρο κερί, μη λύσεις,
φως μου, κι αν-ε σου λάργαρα, μη μου ξελησμονήσεις .
γ. Προσφωνήσεις που εκτείνονται σε δυο ημιστίχια
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προσφώνηση προηγείται στον πρώτο στίχο. Στο δεύτερο διατυπώνεται ερώτηση, επιθυμία ή γνώμη.
Μήλο μου και ροδάκινο κι απίδι μου δροσάτο,
α δε σε πάρω δα γενεί ο κόσμος άνω κάτω.
Θαλασσινό μπαρμπούνι μου κι ολόχρυσή μου βούπα,
κοντό να στέκεται η φιλιά κι ο λόγος απού σού ‘πα;
Μαρούλι δροσομάρουλο, χαίρου τση γης χορτάρι,
είντα ‘ρθανε και σου ‘πανε και δε μου ροζονάρεις;
Γαρεφαλιά και ταρταλιά και δάφνη και μερσίνη,
ένα φιλάκι σου ζητώ, κάμε ελεημοσύνη.
δ. Προσφώνηση που εκτείνεται σε ένα ημιστίχιο.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προσφώνηση μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε από τα τέσσερα ημιστίχια (σπανιότερα το τρίτο).
Βιόλα μου κουμπελίδικη, του γιασεμιού κλαδί ‘σαι
και για το σφιχταγκάλιασμα είντα ζαρίφική ‘σαι.
Έχω χαρά σα σμίξομε, άνθι μου μυρισμένο,
να σου μιλεί τ’ αχείλι μου, το παραπονεμένο.
Οντό στερέψει και χαθεί το αίμα του κορμιού μου,
γλυκό κι αγαπημένο μου, δα βγεις απού το νου μου.
Πέντε σταλαμαθιές νερό τρέχει ‘πού την καρδιά μου,
όντε θα σ’ αναστορηθώ, χρυσή κουκουναριά μου.
στ. Απλές προσφωνήσεις
Πρόκειται για απλές δισύλλαβες, τρισύλλαβες, τετρασύλλαβες και εξασύλλαβες προσφωνήσεις που καταλαμβάνουν τις πρώτες ή, αντίστοιχα, τις τελευταίες συλλαβές κάθε ημιστίχιου.
Ρόδο μου, μη μαραίνεσαι, μη σου φυρούν τα κάλλη,
μα ‘γώ κι α’ σ’ απαρνήθηκα, θα σ’ αγαπήσω πάλι.
Θα σ’ αγαπώ, πουλάκι μου, ζώντας κι αποθαμένη,
γιατί η γι-αγάπη η μπιστικιά στα κόκαλα πομένει.
Μα συ θαρρείς πως σε ‘φηκα, μικρό μου, και φοβάσαι,
μα ‘γώ ‘χω μέσα στην καρδιά γιατάκι και κοιμάσαι.
Ήμαθα πως μ’ αρνήθηκες, και γιάντα, γιασεμί μου,
χελάλι σου τα βάσανα τα σύρνει το κορμί μου.
Στο Φόδελε ‘ναι μια μηλιά και κλίνει ‘πού τα μήλα,
μικρή μου, το κορμάκι σου να τ’ όριζα ‘να μήνα.
Ήλιωσα και μαραίνομαι κι ανάφτω σαν τ’ απύρι,
για σένα, αγαπημένο μου, κι όχι γι’ αλλού χατίρι.
Δώσε των αοριώ φωθιά, να κεντηθούν τα δάση,
να βγούνε τ’ άγρια θεριά, μικρή μου, να με φάσι.
Όλοι οι γιατροί να μαζωχτούν κι όλ’ οι παθοί του κόσμου,
δε μου την γιαίνουν την πληγή που ‘χω για σένα, φως μου.
Από αυτόν τον γενικό κανόνα εξαιρούνται οι μαντινάδες οι οποίες στο πρώτο ή στο τρίτο ημιστίχιο υπάρχει έκφραση επιθυμίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η απλή προσφώνηση, συνήθως, έπεται της επιθυμίας:
Βάστα, καρδιά μου, μη ραείς κι εράισες και φτάνει
και το γυαλί σα ραϊστεί μπλιο ντου νερό δε βάνει.
Το γιασεμί κλαδεύγουνε κι αφήνουν έναν κλώνο,
έχε, παιδί μου, απομονή ακόμη ένα χρόνο.
Η ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα, ενώ δεν έχει αλλάξει η στιχουργική της ερωτικής μαντινάδας, έχει μεταβληθεί η ποιητική της. Πέρα από τις γλωσσικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τις δυο γενιές μαντινάδων, εκείνος που θα εξετάσει συγκριτικά τις παλιές και τις σύγχρονες μαντινάδες διαπιστώνει τη μείωση της χρήσης της προσφώνησης στη σύγχρονη ερωτική μαντινάδα. Ενώ στο σύνολο των 8.247 μαντινάδων των λαογραφικών συλλογών προσφωνήσεις έχουν οι 1.178, ήτοι το 14,3% (1 προς 7 περίπου), το ποσοστό αυτό κατεβαίνει στο 8,4% στις σύγχρονες ποιητικές συλλογές. Από τις 5.644 μαντινάδες του δείγματός μας προσφωνήσεις έχουν οι 472, δηλαδή 1 προς 12 περίπου.
Στις συλλογές του παρελθόντος συναντάμε τα παρακάτω ποσοστά:
Jannarakis: από 255 μαντινάδες οι 30 έχουν προσφωνήσεις, το 11,8%
Μέλαινα: από 37 μαντινάδες οι 8 έχουν προσφωνήσεις, το 21,6%
Ζωγραφάκης: σε 573 μαντινάδες οι 144 έχουν προσφωνήσεις, το 25%
Νικολούδης: σε 576 μαντινάδες οι 166 έχουν προσφωνήσεις, το 28,8%
Σπανδωνίδη: από 129 μαντινάδες οι 12 έχουν προσφωνήσεις, 9,3%
Λιουδάκι: από 3.919 μαντινάδες οι 615 έχουν προσφωνήσεις. το 15,7%
Βαβουλές: από 2.758 μαντινάδες οι 203 έχουν προσφωνήσεις, το 7,4%
Στις σύγχρονες ποιητικές συλλογές έχουν ως εξής:
Δερμιτζάκης: από 1.344 οι 102 έχουν προσφωνήσεις, το 7,6%
Σταυρακάκης: από 314 οι 80 έχουν προσφωνήσεις, το 25,5%
Καραγιώργης: από 355 οι 17 έχουν προσφωνήσεις, το 4,8%
Καλομοίρης: από 157 οι 15 έχουν προσφωνήσεις, το 9,6%
Μηλογιαννάκη: από 623 οι 98 έχουν προσφωνήσεις, το 15,7%
Χαιρέτης: από 206 οι 27 έχουν προσφωνήσεις, το 13,1%
Μακρυδάκης: από 276 οι 16 έχουν προσφωνήσεις, το 5,8%
Ρουσσομουστακάκης: από 369 μαντινάδες οι 19 έχουν προσφωνήσεις, το 5,1%
Δαριβιανάκης: από 2.000 οι 98 έχουν προσφωνήσεις, το 4,9%
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι μειώθηκε η ποιότητα και η ποικιλία των προσφωνήσεων. Τα ποσοστά είναι σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο υψηλά που μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι η προσφώνηση κατέληξε σήμερα τυπική και συμβατική έκφραση, απαραίτητη, πολλές φορές, μόνο για τη συμπλήρωση του δεκαπεντασύλλαβου και ότι έπαψε να αποτελεί στοιχείο αυτοέκφρασης - αν, βέβαια, θεωρήσουμε, όπως πιστεύω, τον λυρισμό της προσφώνησης στοιχείο αυτοέκφρασης.
Η εικόνα που παρουσιάζουν οι σύγχρονες ποιητικές συλλογές είναι συνοπτικά η παρακάτω:
α. Περιορίζεται η χρήση των ονομάτων από τη χλωρίδα. Ενώ στη συλλογή λ.χ. της Λιουδάκι (3.919 μαντινάδες) συναντούνται 32 ονόματα διαφορετικών φυτών σε 81 διαφορετικούς συνδυασμούς, στο σύνολο των σύγχρονων λαϊκών ποιητών (5.644 μαντινάδες) βρίσκουμε 20 σε 39 συνδυασμούς. Νεολογισμούς συνιστούν οι προσφωνήσεις ασφενταμένιε ασκιανέ, φεγγαρολούλουδο και φυντάνι (μελαχρινό, του μενεξέ).
β. Περιορίζεται η χρήση των ονομάτων που προέρχονται από την πανίδα. Στη συλλογή της Λιουδάκι εντοπίσαμε 14 διαφορετικά ονόματα σε 32 συνδυασμούς, ενώ στους σύγχρονους 9 σε 21 συνδυασμούς, στους οποίους κυριαρχεί η προσφώνηση πουλί μου, απλή ή σύνθετη. Νεολογισμό αποτελεί η επιχωριάζουσα προσφώνηση Νιδιώτική μου πέρδικα.
γ. Εξαφανίζονται οι προσφωνήσεις που αναφέρονται στο θρησκευτικό κόσμο. Στη Λιουδάκι συναντούνται 7 διαφορετικά ονόματα σε 20 διαφορετικούς συνδυασμούς, ενώ στους σύγχρονους ένας μόνο δημιουργός χρησιμοποιεί τέτοιες προσφωνήσεις 2 φορές: μικρό μου αγγελούδι και κόνισμα των αγγέλω.
δ. Σήμερα εδραιώνονται οι τυπικές τρισύλλαβες προσφωνήσεις: ψυχή μου, καρδιά μου, κερά μου, μικρή μου.
Ειδικότερα:
i. Η προσφώνηση κερά μου στη Λιουδάκι συναντάται 23 φορές, αντιπροσωπεύοντας το 3,7% των προσφωνήσεων, στον Jannarakis 1 φορά, ήτοι το 3,3%, στο Νικολούδη 3 φορές ήτοι το 1,8%, στον Ζωγραφάκη 1 φορά, ήτοι το 0,7%, στον Βαβουλέ 2 φορές (κυρά μου), ήτοι το 0,9%.
Στου σύγχρονους: στον Ρουσσομουστακάκη 1 φορά, ήτοι το 5,3%, στον Καραγιώργη 4 φορές, ήτοι το 23,5%, στον Σταυρακάκη 9 φορές, ήτοι το 11,2%, στο Χαιρέτη 4 φορές, ήτοι το 14,8%, στο Δαριβιανάκη 15 φορές, ήτοι το 15,3% και στη Μηλογιαννάκη 29 φορές, ήτοι το 29,6%, στο Δερμιτζάκη 4 φορές, ήτοι το 3,9%.
ii. Η προσφώνηση μικρή μου στη Λιουδάκι συναντάται 36 φορές, αντιπροσωπεύοντας το 6,2% των προσφωνήσεων, στο Νικολούδη 16 φορές ήτοι το 9,6%, στον Ζωγραφάκη 20 φορές, ήτοι το 13,9%, στον Βαβουλέ 23 φορές, ήτοι το 4%.
Στους σύγχρονους: στον Σταυρακάκη 4 φορές, ήτοι το 5%, στο Δαριβιανάκη 19 φορές, ήτοι το 19,4%, στο Δερμιτζάκη 52 φορές, ήτοι το 51%, στο Μακρυδάκη 2 φορές, ήτοι το 12,5%.
iii. Η προσφώνηση βιόλα μου, ακολουθούμενη συνήθως από κάποιο προσδιορισμό, στη Λιουδάκι συναντάται 2 φορές (καρνάδα βιόλα, γλιτσασμένη βιόλα), αντιπροσωπεύοντας το 0,3% των προσφωνήσεων, στον Ζωγραφάκη 2 φορές (βιόλα μου, βιόλα μου κρεμίζα), ήτοι το 1,4%, στον Βαβουλέ 1 φορά (βιόλα μου κρεμίζα), ήτοι το 0,5%.
Αντίθετα στους σύγχρονους: στον Καλομοίρη 4 φορές, ήτοι το 26,6%, στο Χαιρέτη 6 φορές, ήτοι το 22,2%, στον Σταυρακάκη 4 φορές, ήτοι το 5%, και στη Μηλογιαννάκη 3 φορές, ήτοι το 3%.
iv. Εκτός των παραπάνω λογότυπων η Λιουδάκι καταγράφει την προσφώνηση αγάπη μου 32 φορές, ήτοι 5,2%, ο Βαβουλές 19 φορές, ήτοι 9,3%, ο Νικολούδης 16 φορές, ήτοι το 9,6%, ο Ζωγραφάκης 14 φορές, ήτοι 9,7%. Ο Jannarakis από 2 φορές τις προσφωνήσεις πουλάκι μου και κόρη, ήτοι το 6,7%, η Σπανδωνίδη 3 φορές την προσφώνηση πουλί μου, ήτοι το 25% και η Ελπίς Μέλαινα 2 φορές την προσφώνηση πουλάκι μου, ήτοι το 25%.
Τα επαναλαμβανόμενα λογότυπα των σύγχρονων, εκτός των όσων ήδη αναφέρθηκαν, είναι: στο Ρουσσομουστακάκη 9 φορές η προσφώνηση φως μου, ήτοι το 47,4%, στο Χαιρέτη 3 φορές , ήτοι το 11,1%, στη Μηλογιαννάκη 9 φορές, ήτοι το 9,2%. Στον Καραγιώργη συναντάται 3 φορές η προσφώνηση πουλί μου (απλή ή σύνθετη), ήτοι το 17,6%, στον Καλομοίρη 7 φορές η προσφώνηση κοπελιά μου (απλή ή σύνθετη), ήτοι το 46,7%, στο Δαριβιανάκη 14 φορές η προσφώνηση κοπελιά, ήτοι το 15%, στο Σταυρακάκη 9 φορές, ήτοι το 11,2%, και στο Δερμιτζάκη 8 φορές η προσφώνηση μικρό μου, ήτοι το 7,8%.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αν θεωρήσουμε την προσφώνηση ως στοιχείο λυρισμού και τις συλλογές της Λιουδάκι (το 15,7% περιέχουν προσφώνηση) και του Βαβουλέ (το 7,4% περιέχουν προσφώνηση) ως αντιπροσωπευτικές της Ανατολικής και της Δυτικής Κρήτης αντίστοιχα, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι το λυρικό στοιχείο είναι εντονότερο στην Ανατολική Κρήτη. Σε ανάλογο συμπέρασμα θα οδηγηθούμε για την Μεσαρά, αν θεωρήσουμε αντιπροσωπευτικές της περιοχής τις συλλογές Νικολούδη (το 28,8% περιέχουν προσφώνηση) και Ζωγραφάκη (το 25% περιέχουν προσφώνηση). Ένα τέτοιο συμπέρασμα, όμως, απαιτεί συστηματικότερη έρευνα και δεν είναι αντικείμενο της εργασίας μας.
Η μειούμενη χρήση της προσφώνησης στις σύγχρονες μαντινάδες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σύγχρονη λαϊκή ποιητική δημιουργία δεν είναι προϊόν της ίδιας ψυχικής ανάγκης που την γεννούσε στο παρελθόν. Η εδραίωση των τυπικών προσφωνήσεων και γενικότερα η απλοποίηση τους ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η μαντινάδα σήμερα δεν είναι προϊόν αυτοέκφρασης. δεν γεννιέται από την ανάγκη να υμνηθεί μια πραγματική, υπαρκτή αγαπημένη, αλλά μια υποθετική, πιθανή, ιδεατή, ίσως και ανύπαρκτη. Δεν είναι δηλαδή ο έρωτας η κινητήρια δύναμη που οδηγεί στη σύνθεση, αλλά άλλα, αλλότρια κίνητρα. Η απρόσωπη αγαπημένη χαρακτηρίζεται απρόσωπα, καθώς ελλείπει το κίνητρο του ακριβούς προσδιορισμού, της περιγραφής της. Οι μαντινάδες των παλιότερων συλλογών έκρυβαν πίσω τους μια μικρή ιστορία: κάποτε, κάποιος έκανε τούτο και ο τάδε του είπε τη μαντινάδα. κάποτε στο τάδε χωριό ο δείνα νεαρός είπε της τάδε την τάδε μαντινάδα, κλπ. Η γέννησή της προϋπέθετε κάποιο ψυχοκίνητρο και είχε συγκεκριμένη λειτουργικότητα.
Σήμερα οι μαντινάδες αποτελούν προσωπική ποίηση, που γράφονται – και αναφέρομαι μόνο στις ερωτικές – όχι επειδή ο δημιουργός τελεί, αναγκαστικά, υπό την επιρροή του φτερωτού θεού, αλλά για να ανακοινωθούν στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, να λάβουν μέρος σε κάποιο διαγωνισμό, να τυπωθούν σε βιβλίο ή να μελοποιηθούν από κάποιο μουσικό σχήμα. Από αυτές λείπει ο λυρισμός στην προσφώνηση επειδή λείπει η εσωτερική δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να αναφωνεί, όπως ο Ερωτόκριτος, όπου είχε δει όμορφο δεντρό, με άνθη στολισμένο:
«Είν’ τσ’ Αρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο»!
Λείπει το πηγαίο ερωτικό συναίσθημα, το οποίο για να εκφραστεί, απαιτεί την παρουσία κάποιου προσώπου. Δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο. Είναι αλληλένδετα. Γι’ αυτό σήμερα η προσφώνηση γίνεται τύπος και περιορίζεται στη χρήση ορισμένων κλισέ εκφράσεων: κερά μου, κοπελιά, μικρή μου, μωρό μου, αγάπη μου, βιόλα. Χάνει έτσι το λυρισμό της και γίνεται ουδέτερη, απρόσωπη. Ορισμένες μάλιστα από αυτές τις προσφωνήσεις έχουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και υποδηλωτική σημασία: κερά, τουλάχιστον στη Μεσαρά, σημαίνει γιαγιά , ενώ η βιόλα και το φυντάνι, απευθυνόμενες σήμερα σε γυναίκα δεν είναι, σίγουρα, ο ευπρεπέστερος των χαρακτηρισμών .
Σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε, υπάρχουν δυο σχολές μαντινάδας. Η πρώτη είναι η σχολή της φυσικής μαντινάδας. Άνθρωποι με πηγαίο ποιητικό ταλέντο, συνθέτουν μαντινάδες και ρίμες, χωρίς να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, χωρίς να ακολουθούν κανόνες. Οι κανόνες είναι αποτυπωμένοι στη συνείδησή τους, είναι προσωπικό βίωμα. Οι εκπρόσωποί της είναι ελάχιστοι. Χαρακτηριστικό, νομίζω, παράδειγμα υπήρξε αυτό του Κωσταντή Λουλάκη από την Εθιά. Αναφέρω ένα περιστατικό: Μια μέρα γυρνώντας στο χωριό με την ποδιά (μαντίλα) του γεμάτη, ρωτήθηκε από μια γυναίκα:
-Είντα ‘χεις, μπάρμπα Κωσταντή, μέσα εις τη μαντίλα;
Και ο Λουλάκης, προικισμένος με το φυσικό ποιητικό ταλέντο, απάντησε:
-Ένα ριφάκι ‘γόρασα κι εμάζωξα ν-του φύλλα. Απλά, φυσικά, ανεπιτήδευτα, δηλαδή ποιητικά.
Η δεύτερη είναι η συστηματική σχολή. Σ’ αυτήν ανήκει η πλειοψηφία εκείνων που γράφουν και εκδίδουν μαντινάδες. Όσοι την ακολουθούν, προσπαθούν με συγκεκριμένες οδηγίες και κανόνες να δημιουργήσουν δίστιχα δεκαπεντασύλλαβα. Έχουν δει, μάλιστα, και το φως της δημοσιότητας εγχειρίδια, που περιέχουν οδηγίες για κρητική ποιητική σύνθεση. Κάτι ανάλογο, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει για άλλες μορφές ποίησης. Το ποιητικό προϊόν μιας τέτοιας συστηματικής προσπάθειας δεν είναι αναγκαστικά κακό. Έχουν γραφεί εξαιρετικές μαντινάδες άριστης ποιότητας. Λίγες, όμως. Και πολλές, πάρα πολλές κακές. ορισμένες υπερβαίνουν το όριο του απαράδεκτου.
Η απομάκρυνση, βέβαια, από τη φυσική ποιητική δημιουργία και η εγκατάλειψη της προσφώνησης δεν είναι ανεξάρτητη από τον γενικότερο κανόνα της προσαρμογής των συμβάσεων στα κάθε φορά διαμορφούμενα δεδομένα (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά κ.α.). Οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, η πολιτισμική ταυτότητα που καλλιεργήθηκε τα μεταπολιτευτικά χρόνια στην Κρήτη – για την αλλαγή αυτή θα πρέπει κάποτε να συζητήσουμε σοβαρά και να ξεχωρίσουμε το μύθο από την πραγματικότητα – μετατόπισε τους κρητικούς όχι μόνο από τις αξίες του παρελθόντος, αλλά και από τον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων. Τα αισθήματα υπακούν σε άλλους κανόνες και εξωτερικεύονται με διαφορετικούς τρόπους. Η ουσιαστικοποίηση μιας ερωτικής σχέσης προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς: σε μια ώρα, μια μέρα, μια βδομάδα, ένα μήνα. Η αβεβαιότητα της αποδοχής ή της απόρριψης διαρκεί ελάχιστα. Λείπει η αγωνία της αναμονής, που εντείνει το πάθος. Απουσιάζει η πλατωνικότητα στις ερωτικές σχέσεις, που έδινε την ευκαιρία και τη δυνατότητα εξιδανίκευσης προσώπων και αισθημάτων. Παράλληλα εξέλειψε ο λυρισμός από τη ζωή μας και κυριάρχησε η ωμότητα. Η διακριτικότητα, η σεμνότητα, η ευγένεια αντικαταστάθηκε με μιας νέας μορφής ανδρισμό, που ευδοκιμεί στην Κρήτη τα μεταπολιτευτικά χρόνια και ο οποίος συχνά δημιουργεί αιτίες για να συζητείται και έξω από τα όρια του νησιού.
Από την άλλη ο σύγχρονος κρητικός της πόλης και της υπαίθρου απομακρύνθηκε από τη φύση. Έχασε, εξαιτίας της αστικοποίησης ακόμα και του αγροτικού χώρου, τη ζωντανή επαφή που είχε μαζί της. Το όνομα του λουλουδιού ή του πουλιού ή της πολύτιμης πέτρας δεν λένε τίποτα στην ψυχή του. Δεν του είναι πλέον οικεία, για να μπορεί να τα χρησιμοποιεί στον καθημερινό λόγο και κατ’ επέκταση στην προσωπική του ποίηση. Δεν ξέρω πόσοι νέοι γνωρίζουν τη λέξη αμπέρι ή λαλές, ή, για να ακριβολογώ, πόσοι γνωρίζουν τον κρητικό λόγο, για να μπορέσουν να διαβάσουν και, κυρίως, να γράψουν κρητική ποίηση. Λίγες από τις ποιητικές συλλογές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, μπορούν, με κριτήριο τη γλώσσα, να χαρακτηριστούν κρητικές. Η άγνοια αυτή είναι αδικαιολόγητη, τουλάχιστον για εκείνους που επικαλούνται την κρητική παράδοση. Δυστυχώς δεν μελετούν τον κρητικό λόγο. Η διαπίστωση αυτή δεν απορρέει μόνον από την συστηματική μελέτη των συλλογών της έρευνάς μας, αλλά και από την προσωπική εμπειρία. Θεωρούν ότι παράδοση είναι οι ίδιοι ή αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Βιώνουν ως παράδοση το φολκλόρ, που καλλιεργήθηκε στα μεταπολιτευτικά χρόνια και τις μόδες που αυτό δημιούργησε. Το φολκλόρ, όμως, δεν είναι παράδοση. Και είναι λυπηρό να συζητά κάποιος με καταξιωμένους τεχνίτες της λύρας – καλλιτέχνες αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται - ή επίδοξους νεώτερους, που γράφουν και τραγουδούν μαντινάδες, και να διαπιστώνει ότι αγνοούν μεγέθη όπως αυτό λ.χ. της Λιουδάκι ή του Βαβουλέ.
Η οριστική διακοπή της αναφοράς σε εκκλησιαστικούς όρους, πιθανότατα, εκφράζει την αποστασιοποίηση του κρητικού από την θρησκεία και τη χαλαρότητα της σχέσης του με την εκκλησία, κυρίως, όμως, μεταφέρει μια πραγματικότητα: τα πολύτιμα ιερά σκεύη, τα ασημένια και χρυσά καντήλια, οι πολυποίκιλτες εικόνες που, σπάνια, έρχονταν από τους Άγιους Τόπους, σήμερα έχουν μπει στην καθημερινότητα όλων μας και, ως εκ τούτου έχασαν την πολυτιμότητά τους. Μια επίσκεψη σε οποιαδήποτε εκκλησία χωριού ή κωμόπολης επιβεβαιώνει ότι η εκκλησιαστική πολυτέλεια δεν είναι πια προνόμιο των εκκλησιών της πόλης. Όλες αυτές οι λέξεις, οι οποίες στον κοινό κώδικα επικοινωνίας των ανθρώπων του παρελθόντος δήλωναν το πολύτιμο, το σπάνιο, το εξαιρετικό, σήμερα δεν μας γεννούν τα ίδια συναισθήματα. Φοβάμαι, επιτρέψτε μου τον υποκειμενισμό, ότι δεν θα αποτολμούσε κάποιος/α νέος/νέα σήμερα να απευθυνθεί ερωτικά στον/στην αγαπημένο/η του χρησιμοποιώντας εκκλησιαστικούς όρους του τύπου:
Κόνισμα Αγιοταφίτικο, τ’ Αγιού Μηνά καντήλι,
ωσάν το μήλο κόκκινο είν’ το δικό σου αχείλι.
Άσπρη λαμπάδα τω Φωτώ, κερί τω Χριστουγέννω,
μοναχογιέ τση μάνας σου και δε σε ‘ποχορταίνω.
χωρίς τον κίνδυνο να εισπράξει είτε μια αντίδραση έκπληξης, είτε ένα συγκαταβατικό μειδίαμα.
Ένας πρόσθετος λόγος είναι το γεγονός ότι σήμερα πολλές γυναίκες γράφουν μαντινάδες, ακόμα και ερωτικές, όχι από τη γυναικεία οπτική γωνία και θέση, αλλά από αυτή του άνδρα. Υπάρχουν μάλιστα απόψεις που υποστηρίζουν ότι τούτο μπορεί να γίνεται, επειδή ένας ποιητής μπορεί «να εκφράζεται και από τη θέση άλλων» . Μια τέτοια άποψη παραβλέπει ότι η ερωτική μαντινάδα είναι λυρική ποίηση, και στη λυρική ποίηση είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του γένους του δημιουργού , όχι μόνο επειδή υπάρχει σοβαρός κίνδυνος δημιουργίας σύγχυσης, αλλά κυρίως γιατί ο ποιητής δεν είναι, ούτε και μπορεί στην ερωτική ποίηση να γίνει άφυλος. Θεωρώ ότι η συχνότητα της εμφάνισης της τυπικής προσφώνησης κερά μου στις μαντινάδες λ.χ. της Αντ. Μηλογιαννάκη , Δώσε φτερά του λογισμού, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής αμηχανίας μιας γυναίκας να εκθειάσει μια άλλη γυναίκα και να την αναγάγει σε ιδανικό και όχι σε κάποια άλλη αδυναμία, που σίγουρα δεν υπάρχει στην συγκεκριμένη ποιήτρια. Αντίθετα στις παραδοσιακές συλλογές σώζονται μαντινάδες εξαιρετικής ευαισθησίας και ποιητικής γραμμένες από γυναίκες για άντρες:
Ψηλέ, λιγνέ μου τσελεπή κι όμορφο παλικάρι,
ποιος κρίνος ωραιότατος σου ‘δωκε αυτή τη χάρη;
Βασιλικέ πλατύφυλλε, σαραντακλωναράτε,
θαμάζομαι απού σ’ αγαπά πώς θέτει και κοιμάται!
Τέτοιου είδους και ποιότητας μαντινάδες εκλείπουν από τις σύγχρονες ποιητικές συλλογές που έχουν γραφεί από γυναίκες.
Κυρίως, όμως, και πίσω απ’ όλες τις μέχρι τώρα αναφερθείσες υποθέσεις, πρέπει, όπως ήδη αναφέρθηκε, να αναζητήσουμε την απουσία αυτής της μορφής του λυρισμού στην μετατόπιση από τη φυσική στη συστηματική λαϊκή ποίηση. Σήμερα δεν ακολουθούμε την ψυχή μας αλλά τεχνικές. Τα σχετικά εγχειρίδια με τις οδηγίες που δίνουν, δημιουργούν την εντύπωση ότι η κρητική μαντινάδα είναι εύκολη υπόθεση. Όμως δεν είναι. Φαίνεται εύκολη ποίηση. Μοιάζει με τον ακροβάτη του τσίρκου που περπατά με άνεση πάνω στο τεντωμένο σκοινί, και μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι αυτό που κάνει είναι εύκολο και ότι μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς. Αν, όμως, το επιχειρήσουμε, θα γκρεμιστούμε. Χρειάζεται πολύχρονη εξάσκηση, χιλιόμετρα προσπαθειών, για να μπορέσουμε να διασχίσουμε τα λίγα μέτρα της αρένας. Τις πρόβες αυτές πρέπει να τις κάνουμε κατά μόνας. δεν πρέπει να τις δημοσιοποιούμε. Πρέπει να παρουσιάζουμε μονάχα το ολοκληρωμένο έργο μας, τα δέκα μέτρα της τελειότητας, όχι τα χιλιόμετρα της εξάσκησης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξίου 2008: Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, επιμελ. Στυλιανός. Αλεξίου, 5η έκδ. Ερμής 2008
Βαβουλές 2003: Παντελής Βαβουλές, Ο Κρητικός τραγουδιστής, εκδ. ΙΛΑΕΚ, Χανιά 2003
Jeannarakis 1876: Anton Jeannarakis, KRETAS VOLKSLIEDER (Άσματα κρητικά), Λειψία 1876
Δαβιβιανάκης 2009: Αλέκος Δαριβιανάκης, Καντάδα, Ηράκλειο 2009
Δάλλας 2004: Γιάννης Δάλλας, Μελικοί, Η αιολική και η Ιωνική μονωδία. Αρχαίοι Λυρικοί Β, Άγρα 2004
Δερμιτζάκης 1968: Γιάννης Δερμιτζάκης, Κρητικές Μαντινάδες, Σητεία 1968
Ζωφραφάκης 2003: Ζωγραφάκης Γεώργιος, Κρητικά τραγούδια, εκδ. Νέαρχος, Θεσ/νίκη 2003
Καλομοίρης 2004: Λευτέρης Καλομοίρης, Μια μαντινάδα, μια ζωή, Ηράκλειο 2004
Καραγιώργης 2004: Κυριάκος Καραγιώργης, Ένα καράβι όνειρα (μαντινάδες), Κρήτη 2004
Καψωμένος 2007: Ερατοσθένης Καψωμένος, Η Κρητική μαντινάδα, Η δομή, η αισθητική και η θεματολογία της, Πεπραγμένα Συνεδρίου «Η Κρητική μαντινάδα» Κουνουπιδιανά Ακρωτηρίου 4-5 Αυγούστου 2001, σελ. 41-75, Δήμος Ακρωτηρίου 2007 (β΄ έκδοση)
Κονδυλάκης 2009: Ιωάννης Κονδυλάκης, Ανέκδοτα λαογραφικά Κρήτης, επιμ. Θεοχ. Δετοράκης, Πινακοθήκη Βιάννου 2009
Λενακάκης 2007: Ανδρέας Λενακάκης, Τετράδιο Ιωάννη παπά Κωστή Νικολούδη. Δημοτικά τραγούδια και μαντινάδες στη Μεσαρά του 1908, Αντίλαλος 2007
Λιουδάκι 1936: Μαρία Λιουδάκι, Μαντινάδες, Λαογραφικά Κρήτης, Ελευθερουδάκης 1936
Μακρυδάκης 2007: Μανόλης Μακρυδάκης, Αναντρανίσματα του νου, Τυμπάκι 2007
Μέλαινα 1889: Ελπίς Μέλαινα, Κρητική Μέλισσα, β΄ έκδοση, Αθήνα 1889
Μηλογιαννάκη 2000: Αντωνία Μηλογιαννάκη, Ποια μαντινάδα να σου πω…, Χανιά 2000
Μηλογιαννάκη 2004: Αντωνία Μηλογιαννάκη, Δώσε φτερά του λογισμού, Καλέντης 2004
Παπαδάκη 1939: Ειρήνη Παπαδάκη, Λαογραφικά Σύμμεικτα Σητείας, ΕΕΚΣ, τ. Β, 1939
Παπαδάκη 1975: Ειρήνη Παπαδάκη, Λόγια του Στειακού Λαού, εκδ. Κνωσός, Αθήνα 1975
Ρουσσομουστακάκης 2008: Λευτέρης Ρουσσομουστακάκης, Η ζωή σαν μαντινάδα, εκδ. Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2008
Σπανδωνίδη 1935: Ειρήνη Σπανδωνίδη, Κρητικά τραγούδια, Σφακιανά ριζίτικα, Γκοβότσης 1935
Σταυρακάκης 2003: Μήτσος Σταυρακάκης, Ήλιε μου κοσμογυριστή (μαντινάδες), εκδ. Σείσρτον, Ηράκλειο 2003
Τσαγκαράκης 2007: Οδυσσέας Τσαγκαράκης, Η αυτοέκφραση στην Κρητική μανινάδα, Πεπραγμένα Συνεδρίου «Η Κρητική μαντινάδα» Κουνουπιδιανά Ακρωτηρίου 4-5 Αυγούστου 2001, σελ. 255-267, Δήμος Ακρωτηρίου 2007 (β΄ έκδοση)
Τωμαδάκης 2007: Ευτύχιος Τωμαδάκης, Ο φυσικός κόσμος στην κρητική μαντινάδα, Πεπραγμένα Συνεδρίου «Η Κρητική μαντινάδα» Κουνουπιδιανά Ακρωτηρίου 4-5 Αυγούστου 2001, σελ. 255-267, Δήμος Ακρωτηρίου 2007 (β΄ έκδοση)
Χαιρέτης 2008: Αριστείδης Χαιρέτης (Γυαλάφτης), Τι μαντινάδα να σου πω, εκδ. Π.Ε.Κ, 2008 (8η ανατύπωση)
Δημοσιεύθηκε στο Η ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, Πρακτικά Συνεδρίων (Σητεία 2006, Βαρβάροι 2009), ΚΕΝΤΡΟ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Αρχάνες 2010, σελ. 203-235
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου