Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Κλεφτες & Κλοπή Στο Κρητικό Παραμύθι...

             ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΣΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
                  ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
 
 
   Η επανάληψη της άποψης πως οι ανθρωπιστικές επιστήμες - ανάμεσα σ’ αυτές και η λαογραφία - επιτρέπουν όχι μόνο την καλύτερη θεώρηση της κοινωνίας, αλλά, κυρίως, την επίλυση των προβλημάτων της, σίγουρα αποτελεί κοινοτυπία. Αυτή η αρχή, ωστόσο, επιβάλλεται να διέπει κάθε έρευνα ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, καθώς αξία δεν έχει μόνο η φορμαλιστική (τυπολογική, μορφολογική ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται) αντιμετώπιση των πραγμάτων, αλλά και η αναγωγή τους στην κοινωνική τους διάσταση. Με το πνεύμα αυτό θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την κλοπή στο κρητικό παραμύθι και στις παραμυθικές αφηγήσεις.

   Η επιλογή του θέματος δεν είναι τυχαία, καθώς η Κρήτη είναι, ίσως, η μοναδική περιοχή της Ελλάδας στην οποία έκνομες δραστηριότητες (πχ. ζωοκλοπή, η βεντέτα, η οπλοκατοχή, άσκοποι πυροβολισμοί – ποτέ δεν κατάλαβα τον αυτό τον όρο – σε γάμους, βαφτίσια, κηδείες, κα.) χαρακτηρίζονται σε μεγάλο ποσοστό «παραδοσιακές», και πολλές φορές αντιμετωπίζονται, ακόμα και από την εξουσία, ως τέτοιες και όχι ως κοινό έγκλημα.
     Εξετάστηκε ένα σύνολο 467 παραμυθιών από διάφορες δημοσιευμένες συλλογές, και 21 παραμύθια που καταγράφηκαν από τον ομιλούντα στη Μεσαρά. Από αυτά τα 70 καταγράφονται στη δυτική Κρήτη (Νομοί Ρεθύμνου, Χανίων)  και τα υπόλοιπα στο ανατολικό τμήμα του νησιού (νομοί Ηρακλείου, Λασιθίου). Η έρευνά μας εντόπισε 13 κείμενα (10 παραμύθια και 3 παραμυθικές διηγήσεις) που αναφέρονται σε κλοπή, τέσσερα από τα οποία αποτελούν παραλλαγές του γνωστού μύθου του Ραμψίνιτου, που διασώζει ο Ηρόδοτος (2, 121). Στο σύνολό τους τα δείγματα αυτά έχουν καταγραφεί στην ανατολική Κρήτη. Μελετώντας τα θα επιχειρήσουμε όχι μόνο να σκιαγραφήσουμε το προφίλ του κλέφτη, όπως το έχει συλλάβει και αποτυπώσει η κρητική λαϊκή συνείδηση, αλλά και το ρόλο της κλοπής μέσα στην κρητική κοινωνία.
     Ως κλοπή στην παρούσα δοκιμή εκλαμβάνεται η αφαίρεση κινητών αντικειμένων τρίτου προσώπου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους. Ο νομικός προσδιορισμός του όρου, χωρίς να διαφωτίζει περισσότερο την έννοια, επιτρέπει την διάκριση των προς εξέταση κειμένων της παραδοσιακής λαϊκής λογοτεχνίας που αναφέρονται στην κλοπή, από εκείνα που αναφέρονται στην πανουργία, στην εξαπάτηση, στην με δόλο απόσπαση κινητής περιουσίας. 
  Ας αρχίσουμε  με μια παραμυθική αφήγηση: 

    «Μια φορά ήτον ένα ν-αντρόυνο, γέροι. Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα έσφαζανε ένα χοίρο και τον ετρώγανε μέχρι τσ’ αποκρές. Τότες δεν υπήρχανε ψυγεία κι εκόβγανε το χοίρο και τον εκάνανε λουκάνικα, εκόβγανε τα ψαχνά και τα καπνίζανε στην καμινάδα και τα κάνανε απάκια, εκάνανε σύγλινα και τα βάνανε στσι κουρούπες, εκάνανε τσιγαρίδες και τσι τρώγανε στην εξοχή, εκάνανε ό,τι μπορείς να φανταστείς.
    Δυο κακοί αθρώποι εθέλανε να κλέψουνε τσι γερόντους και ‘ποφασίσανε να πάνε τη νύχτα, να κλέψουν τα λουκάνικα και τ’ απάκια,  που ‘χανε κρεμασμένα στην παρασθιά.
     Πάνε και κατεβαίνει ο ένας από τον ανηφορά. Οι γερόντοι ήτονε ξαπλωμένοι. Δρικά ο γέρος τον τσάχαλο  και κάνει να σηκωθεί και τότες κάνει ο ένας κλέφτης τ’ αλλουνού:
Απ’ όντεν εποθάναμε
σύγλινα δεν εφάγαμε,
μα δα π’ αναστηθήκαμε,
τα σύγλινα φραθήκαμε.
    Και ο άλλος που ‘τονε απάνω στον ανηφορά του κάνει:
Άρπαξε τη λουκανίκα
βάλε την-ε στη μανίκα.
   Δρικά ο γέρος με τη γριά την κουβάντα ν-τως κι εφοβηθήκανε πως ήτονε αποθαμένοι κι εσκεπαστήκανε αποκρουφής.
    Το πρωί που ξυπνούνε, πάνε να ανάψουνε τη φωθιά και είντα να ιδούνε! Είχανε κλεμμένα ούλα τα λουκάνικα, τ’ απάκια και τα σύγλινα οι κλέφτες» .

     Η αφήγηση αυτή περιγράφει μια πράξη κλοπής, χωρίς να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο. Παρουσιάζει την έκνομη πράξη, χωρίς να την αξιολογεί ηθικά, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα δρώντα πρόσωπα, για την αίσια έκβαση, για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης – όπως και το προηγούμενο παραμύθι της εξαπάτησης των δύο αφελών. Αναφέρεται μονάχα σε «δυο κακούς αθρώπους», στα θύματα τους, τους δυο φοβισμένους γέροντες, που έπεσαν απλά θύματα κλοπής. Δεν ενδιαφέρει η σύλληψη και η τιμωρία των δραστών ή η ηθική αποκατάστασή των θυμάτων. Εξάλλου πόσοι από αυτούς που πέφτουν θύματα δικαιώνονται; Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μονάχα το 10% των αδικημάτων βλέπουν την πόρτα της δικαιοσύνης. Η διαπίστωση είναι απογοητευτική, απαισιόδοξη, πλην όμως ρεαλιστική. 
     Ο ίδιος ρεαλισμός παρατηρείται και σε δυο παρεμφερείς αφηγήσεις – η μία επεξεργασμένη περισσότερο, ώστε να προσεγγίζει τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού – στις οποίες η κλοπή χρησιμοποιείται ως μέσο παραδειγματικής τιμωρίας των άπληστων: η πρώτη καταγράφηκε στις Στάβιες Μονοφατσίου:

      «Μια φορά ήταν ένας άθρωπος και είχεν ένα χοίρο. Είχε και δυο αδέρφια και αυτοί δεν είχανε να σφάξουν τα Χριστούγεννα. Δεν ήθελε όμως να τωςε δώσει και από ένα γ-κομμάτι, γιατί ‘τονε τζιγκούνης.
     Πάει στου γείτονα και του λέει:
-Δεν κατέχω, γείτονα, είντα να κάμω με το χοίρο μου. Α’ δεν τωςε δώσω, κακώς. Ανε ν-τονε μοιράσω, δε θα μου ‘πομείνει εμένα πράμα. Είντα να κάμω;
-Να σου πω, γείτονα, είντα θα κάμεις. Θα τονε σφάξεις και θα πας το βράδυ και θα τονε κρεμάσεις απ’ όξω στην αυλή σου για να συρώσει. Τα αδέρφια σου θα τονε ιδούνε και θα κατέχουνε πως ήσφαξες το χοίρο. Και το πρωί που θα σηκωθείς, θα τον πάρεις να τονε χώσεις, και θα βγεις ύστερα στσι δρόμους να φωνιάζεις πως σου κλέψανε το χοίρο. Και όσο πια πολύ φωνιάζεις τόσονα θα σε πιστέψουνε.
-Καλά μου το λες, γείτονα! Έτσα θα κάμω!
    Την άλλη μέρα, το λοιπόν, εκρέμασε αποβραδύς το χοίρο σφαγμένο, καθαρισμένο, έτοιμο, και το πρωί ξυπνά και σηκώνεται, βγαίνει όξω να πάρει το χοίρο να τονε χώσει, όπως του ‘χε ‘πωμένα ο γείτονας, και είντα να ιδεί! Του τον είχανε κλεμμένο στ’ αλήθεια! 
     Γιαμιάς αρχίζει να φωνιάζει:
-Βοήθεια ! Εκλέψανέ μου το χοίρο! Εκλέψανέ μου το χοίρο! Όι επειδή εθυμήθηκε ό,τι του ‘χε ‘πωμένο ο γείτονας, μα γιατί του τον είχανε κλεμμένο στην αλήθεια.
     Τονε δρικά ο γείτονας και του κάνει:
-Μπράβο, έτσα να φωνιάζεις, να σε πιστέψουνε!
-Μα ‘γώ το λέω αλήθεια! Εκλέψανέ μου σου λέω το χοίρο!
-Έτσα να λες, συνεχίζει το χαβά ν-του ο γείτονας, «Μα την Παναγία, μου τον επήρανε», του λέει. Έτσα να υμνάς στην Παναγία, που γίνεσαι και πιστευτός!
      Είδε κι απόειδε ο έρμος και φεύγει και πάει στου αγροφύλακα και του λέει:
-Αυτό κι αυτό μου συμβαίνει.
    Και του λέει και αυτός:
-Πάμε να ιδούμε στου γειτόνου σου το σπίτι.
    Και πραγματικώς του τον είχε κλεμμένο ο γείτονας» .

     Η δεύτερη καταγράφεται στη Μαρωνιά Σητείας . Ένας παπάς με την παπαδιά του αποφασίζουν να αναθρέψουν έναν χοίρο με την προϋπόθεση ότι δεν θα δώσουν σε κανέναν κρέας. Το ζώο μεγάλωσε τόσο, ώστε, όταν ήρθε η ώρα να το σφάξουν, αναγκάζονται να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον περαστικό. Τους βοήθησε και έσφαξαν το ζώο, αλλά όταν διαπίστωσε ότι προσποιούνται νηστεία, για να μην του προσφέρουν κρέας, τους ζητά να τον φιλοξενήσουν και τη νύκτα – με ένα ευρηματικό ομολογουμένως λογοπαίγνιο – κλέβει το σφαγμένο ζώο, τιμωρώντας τους μ’ αυτόν τον τρόπο για την αχαριστία τους.
      Και στις δυο αυτές αφηγήσεις κυριαρχούν τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά της παραμυθικής αφήγησης. Πιθανότατα αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία στην πορεία του χρόνου απέκτησαν παραμυθικό χαρακτήρα, ή αποτελούν φαντασιακή επινόηση του δημιουργού τους, για να επικρίνει συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τις εμπεδωμένες αξίες της κοινωνίας. Ο αδελφός που δεν συμπαραστέκεται στον αδελφό είναι κατακριτέος, όπως κατακριτέα είναι και η απληστία του ιερωμένου, ανακόλουθη της γνωστότατης εκκλησιαστικής ρήσης για την υποχρέωση των εχόντων δύο χιτώνας. Τιμωρία του κλέφτη δεν αναφέρεται ούτε στη μια ούτε στην άλλη αφήγηση, επειδή έχει δευτερεύουσα σημασία. 
     Η πλεονεξία στην κλοπή τιμωρείται και στο παραμύθι «Η πλούσια, η φτωχιά και οι σαράντα δράκοι»  (Τα παραμύθια της Σητείας, 1999, σελ. 182-189). Οι σαράντα δράκοι πέφτουν θύματα κλοπής από ένα φτωχό και ένα πλούσιο. Ο φτωχός ανακαλύπτει τυχαία τη σπηλιά τους και το θησαυρό που κρύβουν μέσα σ’ αυτήν. Παίρνει ένα μικρό μέρος και επιστρέφει στην οικογένειά του αναβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής της. Όταν ο πλούσιος γείτονάς του θα πληροφορηθεί για την ύπαρξη του θησαυρού, θα πάει για να τον κλέψει στο σύνολό του. Οι δράκοι δεν ενδιαφέρονται να τιμωρήσουν το φτωχό που μπήκε στη σπηλιά τους και έκλεψε λίγα χρυσά φλουριά, αλλά τιμωρούν τον πλούσιο – τον σκοτώνουν – επειδή από πλεονεξία ήθελε να οικειοποιηθεί όλο το χρυσάφι.
     Βέβαια τα κλοπιμαία δεν επέστρεψαν ποτέ στους δράκους, αλλά παρέμειναν στην οικογένεια του πλούσιου (κάθε σύμπτωση με σημερινές καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία), για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, καθώς οι σαράντα δράκοι, χωρίς να έχουν κάνει κανένα κακό στη δράση του συγκεκριμένου παραμυθιού, αλλά υπηρετώντας πιστά το λειτουργικό τους ρόλο στα μαγικά παραμύθια και την άποψη ότι «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα», ζεματίστηκαν από τους υπηρέτες και πέθαναν, επιβεβαιώνοντας τη ρεαλιστική λαϊκή ρήση «εμου χαϊμένος, έμου και δερμένος». 
     Ίδια τύχη έχουν τα κλοπιμαία και σε παραμύθι που καταγράφεται από τον γράφοντα στις Στάβιες Μονοφατσίου  και αναφέρεται σε δυο αδέλφια, έναν έξυπνο κι ένα χαζό. Όταν αντιλαμβάνονται την άφιξη ληστών ανεβαίνουν σε ένα δέντρο, κάτω από το οποίο κάθονται οι ληστές για να μοιράσουν τα κλοπιμαία. Όταν ο χαζός, κουρασμένος από πόρτα που σήκωνε στην πλάτη, αφού προηγουμένως ουρήσει και αφοδεύσει πάνω τους, την αφήνει και πέφτει κάνοντας μεγάλο θόρυβο, οι ληστές τρομάζουν και φεύγουν, εγκαταλείποντας τον κλεμμένο  θησαυρό τους. Τα δυο αδέλφια κατεβαίνουν από το δέντρο, παίρνουν τα κλοπιμαία και πηγαίνουν στην πόλη, όπου «εζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
    Και εδώ βλέπουμε ότι ο λαϊκός δημιουργός δεν ασχολείται με την απονομή του δικαίου, την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, αλλά μονάχα με την τιμωρία της αδικίας. Οι ληστές είχαν κλέψει και η τιμωρία τους – η απώλεια των κλοπιμαίων – προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο. Το ότι τα κλοπιμαία δεν επιστρέφουν στον κάτοχό τους – αυτό επιβάλει η ηθική τάξη – αλλά παραμένουν, προφανώς ως επιβράβευση σ’ εκείνους που συνέβαλαν στην τιμωρία των «κακών», μπορεί, πιστεύω, να συνδεθεί μονάχα με την τύχη. Ήταν τυχεροί που βρέθηκεαν την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο. Και η πρόκληση της τύχης για την απόκτηση χρημάτων δεν είναι εξάλλου κατακριτέα στην κοινωνία μας (πχ. εύρεση θησαυρού αλλά και τα χαρτοπαίγνια, τα λαχεία κλπ.).
    Αντίθετα από τα παραπάνω περιστατικά, στο παραμύθι «Ο γέρος, η γριά και οι κλέφτες», καταγραμμένο στις Μάλες Ιεραπέτρας , συναντούμε το φαινόμενο της επιστροφής των κλοπιμαίων, στην προκειμένη περίπτωση μιας αίγας. Οι τρεις ζωοκλέφτες κλέβουν μια αίγα, αλλά αποχωρώντας από το σημείο του εγκλήματος πιστεύουν ότι έγιναν αντιληπτοί. Στην προσπάθειά σους να το επιβεβαιώσουν, ένα παιχνίδι συμπτώσεων (ο γέρος μετρά τους ύπνους και οι κλέφτες που εναλλάξ παραμονεύουν πιστεύουν ότι αφορά τους ίδιους) θα τους αναγκάσει να επιστρέψουν το κλεμμένο ζώο. Στο παραμύθι η έμπρακτη μετάνοια εκδηλώνεται για δύο λόγους: πρώτον από το φόβο της τιμωρίας και του εγκλεισμού στη φυλακή (είχαν γίνει αντιληπτοί από μια γειτόνισσα την στιγμή της κλοπής και πίστευαν ότι τους είχε αναγνωρίσει) και δεύτερο από το φόβο Θεού (σελ. 124 «Αυτός είναι καλός άνθρωπος και τον εφώτισε ο Θεός…» λέει ο ένας κλέφτης στους άλλους). Μικρή σημασία έχει αν η αποστροφή αυτή ανήκει στο παραμύθι ή αποτελεί μεταβαλλόμενο στοιχείο του παραμυθιού, δηλαδή προσωπική άποψη του παραμυθά. Ο φόβος Θεού ενυπάρχει στους ζωοκλέφτες και τεκμαίρεται στο μοναστήρι του Αγίου Φανουρίου στα Βορίζα, όπου οι κτηνοτρόφοι συνήθιζαν να λύνουν τις διαφορές τους, δηλαδή τις ζωοκλοπές, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, με την ειδική για την περίπτωση ομωτική επίκληση – όρκο, κατάλοιπο αρχαιοελληνικό : «Νη Ζα, φάσκω σου το πώς δε σου ‘κλεψα τα οζά». 

     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα παραμύθι που αποτελεί επιβίωση της διήγησης του Ηρόδοτου (2, 121) για το βασιλιά της Αιγύπτου Ραμψίνιτο και της κλοπής του θησαυρού του.  Το παραμύθι διατηρεί τα βασικά μοτίβα του ηροδότειου μύθου, ωστόσο, δεν θα εξετάσουμε εδώ τα στοιχεία που διασώζονται στις κρητικές παραλλαγές του, ούτε θα επιχειρήσουμε συγκριτική μελέτη, την οποία εμπεριστατωμένα παρουσιάζει  ο Δημήτριος Α. Πετρόπουλος . Θα παραμείνουμε, όμως, στα μεταβλητά στοιχεία του (κατά τον Propp), τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που ο λαϊκός δημιουργός (ή παραμυθάς ή αφηγητής) ένιωσε την ανάγκη να προσθέσει για να ενισχύσει την πλοκή του παραμυθιού και να το κάνει περισσότερο εντυπωσιακό για τους αναγνώστες του. Χρησιμοποιεί δηλαδή το παραμύθι ως εργαλείο  μέσω του οποίου θα σκιαγραφήσει πρότυπα και συμπεριφορές, που του είναι οικείες. Σ’ αυτά τα μεταβαλλόμενα στοιχεία – πέραν από την κρητική ντοπιολαλιά – μπορούμε, εξάλλου, να αναγνωρίσουμε τον κρητικό χαρακτήρα του παραμυθιού.
       Το παραμύθι καταγράφεται σε τέσσερεις παραλλαγές. Η πρώτη στη Γέργερη Καινουργίου , η δεύτερη από τον ομιλούντα στις Στάβιες Μονοφατσίου (παρατίθεται ολόκληρο το παραμύθι στο τέλος του κειμένου) και η τρίτη στους Αποστόλους Πεδιάδος . Στην τέταρτη, καταγραμμένη και δημοσιευμένη από τη Μαρία Αμαριώτου, δεν προσδιορίζεται ο τόπος καταγραφής.
     Οι δυο πρώτες φέρουν τον τίτλο «Ο φιλιότσος» ενώ οι άλλες δυο τους τίτλους «Ο κλέφτης» και οι «Οι δυο κλέφτες». Ο κεντρικός άξονας των δυο πρώτων παραλλαγών κινείται σε τρία δρώντα πρόσωπα: τον φιλιότσο, το σάντολο και τη σάντολα. Στην τρίτη παραλλαγή τα πρόσωπα δεν έχουν πνευματική σχέση: είναι μαθητευόμενος κλέφτης, κλέφτης και η σύζυγος του κλέφτη. Στην τέταρτη τα δρώντα πρόσωπα είναι δυο: ο κρητικός και ο κωνσταντινουπολίτης κλέφτης. 
    Τα αδικήματα των κεντρικών ηρώων, εκφρασμένα με σύγχρονους νομικούς όρους, είναι: σύσταση συμμορίας, διάπραξη αδικήματος από κοινού, κλοπή, κλοπή κατά συρροή, κλοπή σε βαθμό κακουργήματος, ηθική αυτουργία στη διάπραξη εγκλήματος, ανθρωποκτονία από πρόθεση, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, υπόθαλψη εγκληματία. Σε μια παραλλαγή διαπράττονται και τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης στο δικαστήριο.
       Η παράθεση αυτών των παρανομιών δεν φωτίζει περισσότερο το παραμύθι, σκιαγραφεί, όμως, τη φυσιογνωμία του κλέφτη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την κρητική λαϊκή συνείδηση που το διέσωσε και αναπαρήγαγε. Ο κρητικός λαϊκός δημιουργός, ο παραμυθάς στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας πλήρη αντίληψη των πραγμάτων, φροντίζει και ενισχύει την εικόνα του κλέφτη-ήρωά του. Τον παρουσιάζει επινοητικό, πανούργο, για να μπορεί να εισέρχεται σε αυστηρά φρουρούμενους χώρους, να ξεφεύγει από τα τεχνάσματα της εξουσίας, να κατορθώνει να την εμπαίζει και να επωφελείται από αυτό.
       Αξιοσημείωτο είναι ότι στις τρεις από τις τέσσερεις καταγραφές του παραμυθιού η κλοπή παρουσιάζεται ως κάτι το διδακτό. Σε δυο μάλιστα περιπτώσεις ο παραμυθάς την χαρακτηρίζει «τέχνη». Στον κρητικό λαϊκό λόγο ο όρος τέχνη ταυτίζεται με το χειρονακτικό επάγγελμα. Είναι κάτι που μαθαίνεται, που σταδιακά κάποιος κατακτά τα μυστικά του. Απαιτεί δηλαδή η «τέχνη», εν προκειμένω της κλοπής, μια διαδικασία μύησης. Στην παραλλαγή των Αποστόλων Πεδιάδος ο μεγάλος κλέφτης, όταν αντιλαμβάνεται τον μικροκλέφτη να κλέβει από το μπακάλικο δυο πλάκες σαπούνι, τον προτρέπει να εγκαταλείψει τις μικροκλοπές και να τον ακολουθήσει, για να τον εκπαιδεύσει, να τον μυήσει στην κλοπή. Τον πήρε στο σπίτι του, τον παρουσίασε ως αδελφό από τα ξένα, και «επηγαίνανε κάθε βράδυ στην κλεψά και τον ήμαθε καλά την τέχνη».
    Το ίδιο ισχύει και στην παραλλαγή από τις Στάβιες Μονοφατσίου, όπου ο σάντολος αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει, να μυήσει τον φιλιότσο. Μάλιστα, «όντεν ετέλειωσε το μυστήριο (ενν. της βάφτισης) ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει», άποψη που μεταφέρει την λαϊκή πεποίθηση ότι ο φιλιότσος κληρονομεί και χαρακτηριστικά του πνευματικού πατέρα. «Ο σάντολος όμως ήτονε», λέει το παραμύθι, «ο μεγαλύτερος κλέφτης που υπήρχε στον κόσμο. Κάθε φορά που επήγαινε στην κλεψά, έπαιρνε και το φιλιότσο ν-του, για να του μαθαίνει την τέχνη. Όντεν εγίνηκε ο φιλιότσος 18 χρονώ και ήτονε μπλιο ξετελεμένος κλέφτης ….». 
     Στην παραλλαγή της Γέργερης Καινουργίου ο σάντολος, που είχε ορκιστεί να κλέβει ζώα σε όλη του τη ζωή, αφού «διάβασε» την κουτάλα  του ζώου, από το κρέας που το φίλεψε ο σύντεκνος,  ζητά από τον σύντεκνο να του βαφτίσει το παιδί, στο οποίο δίνει το συμβολικό όνομα Άπιαστος. Ο σάντολος, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του συντέκνου, επιλέγει με ένα ευρηματικό τρόπο (κρεμούσε σε πολύ ψηλό σημείο το εξυπνότερο από τα τρία, τον Άπιαστο, και το παίρνει μαζί του. Ο Άπιαστος μεγαλώνει με τον κλέφτη-σάντολο και εξασκείται, δηλαδή μυείται, στην κλοπή. Σ’ αυτή την παραλλαγή η εξάσκηση-μύηση είναι τόσο υψηλού επιπέδου, ώστε ο ίδιος φιλιότσος είναι εκείνος που θα προτείνει στο σάντολο να κλέψουν το θησαυρό του βασιλιά.
     Η επιλογή του τίτλου «Ο φιλιότσος» στις δυο κρητικές παραλλαγές δεν είναι, πιστεύω, τυχαία. Στις κτηνοτροφικές περιοχές της Κρήτης που άκμαζε η ζωοκλοπή, πολλοί ζωοκλέφτες συνδέονταν μεταξύ τους με τον πνευματικό δεσμό της αναδοχής - συντεκνιάς, αποτέλεσμα, συνήθως, κάποιου «σαξίματος». Για το λαϊκό, λοιπόν, δημιουργό δεν είναι παράλογο οι δυο κλέφτες να έχουν αυτόν τον πνευματικό δεσμό.
    Στην ίδια παραλλαγή ο κλέφτης φιλοξενεί τον σύντεκνό του και του προσφέρει κρέας από τα ζώα του, τα οποία του είχε προηγουμένως κλέψει. Η κλοπή ζώων μεταξύ συντέκνων στα συγκεκριμένα παραμύθια δεν είναι το μοναδικό γνωστό δείγμα στην παραδοσιακή λαϊκή λογοτεχνία. Όμοιο θέμα πραγματεύονται ριζίτικα τραγούδια, στα οποία ο ζωοκλέφτης δεν κάνει διάκριση στα θύματά του:

-Σύντεκνε, και δεν ηύρηκες αλλού σφαχτά να κλέψεις,
μονό ‘βρηκες κι απόβρηκες, σύντεκνε, τα δικά μου
κι επήρες του φιλιότσο σου το πρώτον του αμπολιάρι;
-Σύντεκνε, σκοτεινά ‘τανε και τη σαμά δεν είδα,
μ’ απήτις είδα τη σαμά, εχεροδιάλεξάν τα.

ή σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή:

Σύντεκνε, σκοτεινά ‘τονε και τη σαμιά δεν είδα,
κι απής την καλογνώρισα, μόνο εξήντα ‘πήρα. 

ή το ριζίτικο που μεταφέρει το μονόλογο του ζωοκλέφτη:

Κοιμούμαι κι ονειρεύγομαι τη νύχτα στ’ όνειρό μου,
γιδόλερο καταχτυπά εις το προσκέφαλό μου.
Και σφιχτανεμπουκώνομαι και παίρνω τα κουμπούργια,
στη στράτα μου παντήξανε τράοι με  τα κουδούνια.
-Αν πάω στου συντέκνου μου, πάω και στ’ αδερφού μου,
μα το ‘να μ’ αναγόρασε και τ’ άλλο ‘ν’ του κυρού μου.......

     Αντίθετα από τα παραπάνω στην παραλλαγή που δημοσιεύει η Μαρία Αμαριώτου, η κλοπή του βασιλικού θησαυρού γίνεται από δυο κλέφτες, πού ήδη είναι γνωστοί ως οι μεγαλύτεροι κλέφτες στον τόπο τους. Έναν Κρητικό και έναν  Πολίτη . Οι δυο τους συναντούνται για να αλληλογνωριστούν και να συγκρίνουν τις ικανότητές τους. Η επιλογή του τόπου καταγωγής εκτιμώ πως δεν είναι τυχαία. Μεταφέρει τη στερεοτυπική γνώμη που σχηματίστηκε στο χρόνο για τους κατοίκους κάποιων περιοχών, της Κρήτης και της Κωνσταντινούπολης στην συγκεκριμένη περίπτωση.
  Οι κρητικοί από την αρχαιότητα δεν έδιναν την καλύτερη των εντυπώσεων στους υπόλοιπους Έλληνες και η γνώμη που είχαν γι’ αυτούς δεν ήταν πάντοτε θετική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί επίγραμμα του Καλλίμαχου:

Κρήτες αεί ψεύσται και γαρ τάφον, ώ άνα, σειο
Κρήτες ετεκτήναντο, συ δ’ ου θάνες, έσι γαρ αεί.

ή από την επιστολή του Παύλου προς τον Τίτο το "προς Κρήτα κρητίζω" ως συνώνυμο του «εξαπατώ απατεώνα» (Αποστόλου Παύλου Προς Τίτον επιστολή (1,12)) και η άποψη που μεταφέρει το Λεξικό Σουΐδα: "Τρία κάππα κάκιστα Κρήτη, Κιλικία, Καππαδοκία", για να κατανοήσουμε την επιλογή του παραμυθά να ονομάσει Κρητικό τον μεγαλύτερο από τους δύο κλέφτες. Πράγματι, όταν θα γνωριστούν ο Κρητικός με το Πολίτη, ο πρώτος κατορθώνει να κερδίσει την αναγνώριση του δεύτερου, αφού προηγουμένως του έκλεψε όχι μόνο τα αυγά την ίδια στιγμή που τα έβαζε στην τσέπη του, αλλά και τις σόλες των παπουτσιών του. Ο προσδιορισμός της κρητικής καταγωγής του κλέφτη σε κρητική παραλλαγή του παραμυθιού αποτελεί έκφραση αυτογνωσίας και παραδοχής του χαρακτηρισμού.
    Όμως οι κλέφτες του κρητικού παραμυθιού δεν ασχολούνται μονάχα με την κλοπή. Οι γνώσεις και η εμπειρία τους στο δόλο, στην πανουργία, στην αρπαγή και στην παράνομη ιδιοποίηση της περιουσίας των άλλων τους καθιστά άξιους συμβούλους της εξουσίας. Σε δυο από τις παραλλαγές του παραμυθιού ο βασιλιάς αναζητά συμβούλους μέσα στις φυλακές. Αναγνωρίζει την ικανότητα τους και γι’ αυτό ορίζει μόνιμο σύμβουλό του τον μεγαλύτερο και γεροντότερο κλέφτη κρατούμενο, ο οποίος συντονίζει τις προσπάθειες σύλληψης των κλεφτών. Αργότερα και ο ίδιος ο Φιλιότσος ή ο Άπιαστος θα παντρευτεί την κόρη του βασιλιά και θα γίνει βασιλόπουλο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπουργός του βασιλιά.
    Το παραμύθι, επιβιώνοντας σε αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες στις οποίες η ζωοκλοπή και η εξ αυτής επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν συχνό φαινόμενο, διαμόρφωσε ένα ρόλο και για κάποια από τα μέλη της ίδιας της κοινωνίας. Ήταν αυτοί που βρέθηκαν ή βρίσκονταν ή θα βρεθούν στη φυλακή και οι οποίοι ευελπιστούσαν σε μια αναγνώριση των ικανοτήτων τους, που απορρέουν ακριβώς από την ενασχόληση τους με την κλοπή. Δεν είναι τούτη η διαπίστωση μονάχα μια εικασία, αλλά υπήρξε πραγματικότητα της κρητικής και γενικότερα της ελληνικής παράδοσης. Αναφέρομαι στους χαΐνηδες της Κρήτης και στους κλέφτες της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Καταξιώθηκαν στη συνείδησή μας ακριβώς λόγω της ικανότητάς τους να προκαλούν δολιοφθορές στην περιουσία των κατακτητών, πριν αφιερωθούν ολοκληρωτικά στον αγώνα της απελευθέρωσης. Εξάλλου η πανουργία, το πολυμήχανον του ανθρώπινου νου στην ελληνική παράδοση, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας, προβάλλεται ως αρετή και όχι ως κακία.
    Από την άλλη η εικόνα που διαμορφώνεται για τον βασιλιά ως εκπρόσωπο της εξουσίας από το συγχρωτισμό του με τους μεγαλύτερους κλέφτες της χώρας, ή η ανάδειξη του Φιλιότσου ή του Άπιαστου σε υπουργό, δεν ενοχλεί τους ακροατές των παραμυθιών, επειδή ούτως ή άλλως η εικόνα που έχουν σχηματίσει για τους εκπροσώπους της εξουσίας δεν είναι πάντοτε θετική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εκφρασμένο στο σχήμα του αδυνάτου, το τετράστιχο:

Κοντός και απονήρευτος, μακρύς κι ανοιχτομάτης,
κοκκινομάλλης και καλός και άκακος Μανιάτης
και παντοπώλης καθαρός μ’ αλάδωτα τεφτέρια
και τση Ελλάδας υπουργός με καθαρά τα χέρια.   

    Ως έκνομη πράξη την κλοπή, λογικά, την συνοδεύει η τιμωρία. Είδαμε ήδη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις παραμυθιών η τιμωρία αποσιωπείται, επειδή ο στόχος της παραμυθικής αφήγησης είναι διαφορετικός. Σε κάθε περίπτωση όμως, η απειλή της επικρεμάμενης τιμωρίας είναι υπαρκτή και έχει δυο διαστάσεις: μια ρεαλιστική, δηλαδή τη φυλάκιση, και μια μεταφυσική, δηλαδή τη θεία τιμωρία.  
    Στο παραμύθι «Η πλούσια, η φτωχιά και οι σαράντα δράκοι» ρητά αναφέρεται ο φόβος εγκλεισμού στη φυλακή. Η γυναίκα του φτωχού, όταν ο άνδρας της φέρνει στο σπίτι τα φλουριά που έκλεψε από τη σπηλιά του δράκου, λέει: «-Ε, κακομοίρη μου, και τίνος να ‘τανε; Να μην  το μάθουνε να σε βάλουνε φυλακή! Να σε σκοτώσουνε!...». Δεν σταματούμε να ελέγξουμε την ηθική της στάσης της – δεν τον κατηγορεί για την έκνομη πράξη του, την οποία δείχνει να αποδέχεται – αλλά στην επίγνωση της επικείμενης τιμωρίας. Και επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έγινε γνωστή η κλοπή του θησαυρού, «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», επιβεβαιώνοντας την άποψη που θέλει τον άπιαστο κλέφτη καθάριο νοικοκύρη. 
     Στο ανέκδοτο θρησκευτικό παραμύθι του Αριστοφάνη Χουρδάκη «Ο τζαγκάρης, ο Χριστός και ο δαίμονας» , δίδεται η μεταφυσική εκδοχή της τιμωρίας των κλεφτών: στην κόλαση, που πηγαίνει ο τσαγκάρης, συναντά Μυλοποταμίτες, Μεσσαρίτες, Ανωγειανούς ζωοκλέφτες που χόρευαν, όταν τους έπαιζε την μαντούρα. «Ήτανε, ας πούμε», λέει το παραμύθι, «Μυλοποταμίτες χορευτάδες, Ανωγειανοί, απού τη Μεσαρά, που βγαίνουνε κι εκειά καλοί χορευτάδες, απ’ όλη την Κρήτη. Ήσανε βέβαια όλοι κλέφτες που κλέφτανε μια ζωή κι ήσανε εκειά στην κόλαση κι εκολάζουντονε». Η αποστροφή  «ας πούμε» του παραμυθά εκφράζει την προσωπική του άποψη για τις περιοχές που οι κάτοικοί τους επιδίδονται περισσότερο στη ζωοκλοπή. Πάντως σε κάθε περίπτωση οι κλέφτες πηγαίνουν στην κόλαση και «κολάζουνται» στη μεταθανάτια ζωή.
     Ο ίδιος φόβος της θείας τιμωρίας αναγκάζει τους τρεις κλέφτες να επιστρέψουν την αίγα στους συμπαθείς ηλικιωμένους ιδιοκτήτες της στο παραμύθι που ήδη αναφέραμε «Ο γέρος, η γριά και οι κλέφτες». Ο Θεός ή καλύτερα το θείο πρέπει να είναι σύμμαχος τους, γι’ αυτό, όταν γλεντούν, τραγουδάνε αποζητούν την προστασία του:

Χριστέ και Παναγία μου και Τίμιε Σταυρέ μου,
εκειά που πάω κάθ’ αργά, να μην πιαστώ ποτέ μου.

    Η μαντινάδα παρουσιάζει μια αντίφαση: από τη μια επικαλείται το θείο κι από την άλλη δηλώνει την έκνομη πράξη. Η ηθική αυτή αντίφαση δεν είναι παράλογη. Συνιστά διεκδίκηση του δικαιώματος και του κλέφτη στην θεϊκή προστασία. Σε άλλες αποχές και κάτω από διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, όταν οι άνθρωποι έπλαθαν τους θεούς τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτών, ο επίδοξος κλέφτης απευθυνόταν ευθέως στο θεό προστάτη του και με ειλικρίνεια ζητούσε τη συνδρομή του:
«Ερμή σκυλοπνίχτη , που οι Λυδοί σε λένε και Κανδαύλη,
αρχικλεφτρόνι, φίλε μου εσύ, για έλα κατά ‘δώ για ταραχές καινούργιες» (4D)

ή

Ερμή, καλέ μου Ερμάκο, παιδί της Μαίας απ’ την Κυλλήνη,
στα γόνατα σου πέφτω, τρέμω από τον ψόφο
και χτυπάν τα δόντια μου…
Δώσε μια κάπα στον Ιππώνακτα κι ένα σακάκι
και παπουτσάκια, δώσε και μποτάκια και
εξήντα λίρες κίτρινες, από το γείτονά σου –ξέρεις δα….(24D)

         Τι είναι το παραμύθι και ποιος ο σκοπός ύπαρξης του; Είναι βιωμένες κοινωνικές εμπειρίες διατυπωμένες σε παραμυθικό λόγο; Είναι ψυχαγωγικό είδος, ανάλογο του σημερινού κινηματογράφου, που ο καθένας παρακολουθώντας το προσπαθεί να ταυτιστεί με ένα ρόλο ή να αναζητήσει τον εαυτό του σε κάποιον από τους ρόλους, για να ζήσει «αυτός καλά κι εμείς καλύτερα», ικανοποιώντας ενδόμυχες επιθυμίες και στόχους, ανεξάρτητα από το αν είναι τίμιος ή κλέφτης, έξυπνος, πονηρός, μέσης αντίληψης άνθρωπος ή ακόμα και κουτός; «Είναι ένα είδωλο της πραγματικότητας», όπως διατυπώνει ο Γιάννης Κιουρτσάκης για τον Καραγκιόζη, «όπου το ακροατήριο αναγνωρίζει τα βιώματά του και μιαν άλλη ζωή, λυτρωμένη από τους καταναγκασμούς της πραγματικότητας και της καθημερινής βιοπάλης» ; Είναι παιδαγωγικό μέσο με το οποίο οι παλαιότερες γενιές μεταλαμπαδεύουν αξίες και τρόπους επιβίωσης στις επόμενες, τις νεώτερες γενιές; Είναι ένα μέσο μύησης που χρησιμοποιεί η παλαιότερη γενιά για να μυήσει τη νεώτερη σε μια σκληρή και δύσκολη πραγματικότητα στην οποία πρέπει να επιβιώσει; Έχει, δηλαδή, διδακτικό χαρακτήρα; Αποκλειστικό και ξεκάθαρο, όχι. Μέσα του, όμως, λανθάνει η διδαχή, επειδή ο μέσος αφηγητής είναι ένας απλός καθημερινός άνθρωπος και τις περισσότερες φορές, ακόμα κι αν δεν το αναφέρει ρητά, η αφήγηση του είναι τέτοια – αναφέρομαι στα θεατρικά στοιχεία της αφήγησης, στις γκριμάτσες και στις χειρονομίες, στο χρώμα της φωνής κλπ. – ώστε  να απορρέει από αυτήν κάποιο δίδαγμα.
       Όποιος κι αν είναι ο σκοπός της ύπαρξής του, το παραμύθι φαίνεται να έχει παίξει σπουδαίο ρόλο, καθώς το περιεχόμενό τους «είναι σημαντικό εξαιτίας του συμβολικού χαρακτήρα που διαθέτει: σε ένα πρώτο επίπεδο αντιπροσωπεύει τις αξίες που υπάρχουν στην κοινωνική ζωή και σε ένα δεύτερο αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής δομής» . Μέσα από τα παραμύθια «αντανακλάται η κοινωνική και οικονομική οργάνωση, το θρησκευτικό σύστημα, οι θεσμοί συγγένειας, αλλά και άλλα θέματα, από τα οποία είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα για τη δομή και το χαρακτήρα της κοινωνίας». «Συνιστούν» δηλαδή «τα παραμύθια ένα είδος αυτοβιογραφικής εθνογραφίας» .
      Το παραμύθι μεταφέρει, σε τελική ανάλυση, όχι μόνο φαντασιακά στοιχεία του δημιουργού, ποιήματα της λαϊκής φαντασίας, αλλά και εμπειρίες του τόπου στον οποίο δημιουργείται ή διαδίδεται. Δεν συναντάμε στα κρητικά παραμύθια την εικόνα του κουτοπόνηρου μικροαπατεώνα Καραγκιόζη, που προσπαθεί να επιβιώσει υποκύπτοντας στον πειρασμό της μικροκλοπής και της μικροαπάτης. Δεν είναι κλεφτρόνι. Είναι ο κλέφτης της λογικής του «κλέψε, να φας κι άρπαξε, να ‘χεις». Ο κρητικός κλέφτης είναι αδίστακτος, χωρίς συναισθήματα. Εξάλλου στο παραμύθι οι ήρωες δεν έχουν συναισθήματα. Κλέβει για να κλέψει, για να τιμωρήσει, για να πλουτίσει. Η διαπίστωση αυτή δεν απέχει της πραγματικότητας. Η κλοπή εκφρασμένη στο νησί πότε ως αντιστασιακή πράξη κατά των τούρκων κατακτητών και ηρωοποιημένη στο πρόσωπο του ανυπότακτου χαΐνη, πότε ως πρακτική επιβίωσης των κτηνοτρόφων, καθώς με την ζωοκλοπή απόδειχναν την ικανότητά τους να προστατέψουν το ποίμνιό τους και να προκαλέσουν ζημία στους επίδοξους ανταγωνιστές τους, πότε – στις ίδιες πάντα κοινωνίες – ως τελετή μύησης για τους έφηβους και εισαγωγής στην περίοδο της ενηλικίωσης και του ανδρισμού, πότε ως κριτήριο αξιοσύνης,  ανδρικής ικανότητας και δεξιότητας  και πότε ως περιστατικό του κοινού ποινικού δικαίου, το οποίο στοχεύει στον πλουτισμό ή την εκδίκηση, έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στην παράδοση. Σ’ αυτή την παράδοση – ας μου επιτραπεί να εκφράσω την άποψη μου –επιβάλλεται  στρέψουν την προσοχή τους και να ενσκήψουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων στην Κρήτη.

      Θα κλείσω την εισήγηση μου με μια κρητική ευτράπελη αφήγηση. Η καταγραφή της δεν έγινε από τον ομιλούντα με επιστημονικό τρόπο, γι’ αυτό δεν φέρει τη γλωσσική σφραγίδα του πληροφορητή. Διατηρεί εντούτοις την αξία της. Στόχος σαφώς είναι η δημιουργία μιας ευφρόσυνης διάθεσης, για να χαλαρώσουμε όλοι μας από την κόπωση που δημιουργεί ο μακρόσυρτος μονόλογος. Πέραν, όμως, από την όποια ευχάριστη διάθεση, αν την εξετάσουμε συστηματικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» . Μεταφέρει την αποκρυσταλλωμένη άποψη του λαού ότι το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, στην προκειμένη περίπτωση ότι η έφεση στην κλοπή είναι κληρονομική, άποψη που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα: οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αφομοιώνονται και ενσωματώνονται στην ψυχοσύνθεση του ατόμου σε τέτοιο βαθμό, ώστε γίνονται δεύτερη φύση του και δύσκολα μπορούν να διακριθούν από τα εγγενή, τα φυσικά χαρακτηριστικά.  

      «Μια φορά ήταν κάποιος μεγάλος κλέφτης, που αποφάσισε ότι είχε έρθει ο καιρός για να παντρευτεί. Ήθελε όμως να παντρευτεί μια γυναίκα που να είναι κι αυτή μεγάλη κλέφτρα, για να κάμουν ένα παιδί που, όταν μεγαλώσει, να γίνει ο μεγαλύτερος κλέφτης του κόσμου. Έψαχνε να βρει γυναίκα αλλά δεν έβρισκε. Μια μέρα βλέπει έναν άνθρωπο καλοντυμένο, που φαινόταν ότι είναι πλούσιος. Τον πλησιάζει και με τρόπο βάζει το χέρι στην τσέπη του, για να του κλέψει το πορτοφόλι. Αντί όμως να πιάσει το πορτοφόλι, πιάνει το χέρι μιας γυναίκας, που την ίδια στιγμή προσπαθούσε και εκείνη για λογαριασμό της να κλέψει το πορτοφόλι.
     Γνωρίστηκαν και της εξέφρασε την επιθυμία του να την παντρευτεί, όπως και τελικά έγινε. Σε λίγους μήνες η σύζυγος μένει έγκυος και, όταν ήρθε η ώρα, γέννησε ένα όμορφο αγόρι. Οι γονείς, όμως,  ήταν στεναχωρημένοι γιατί το παιδί είχε ένα σωματικό ελάττωμα, που θα το εμπόδιζε να γίνει ο μεγαλύτερος κλέφτης του κόσμου, όπως οι ίδιοι ήθελαν και ήλπιζαν: το δεξί του χεράκι είχε πρόβλημα: ήταν σφιχτά κλειστό σε γροθιά και δεν άνοιγαν καθόλου τα δάχτυλα. Το έβλεπαν οι γονείς και μαράζωναν.
      Μεγάλωνε το παιδί, άρχισε να περπατάει, να μιλάει, αλλά το χέρι, πάντοτε σφιγμένο σε γροθιά, δεν έκανε ποτέ καμιά κίνηση. Ο πατέρας έκανε συνεχώς προσπάθειες να του το ανοίξει, αλλά μάταια.
      Μια μέρα σκέφτεται να δοκιμάσει το παιδί στην κλοπή, να δει αν είχε κληρονομήσει την δεξιότητα του κλέφτη. Πλησιάζει λοιπόν στον μικρό μια χρυσή αλυσίδα με ένα μεγάλο και πολύ όμορφο μενταγιόν. Τότε συνέβηκε κάτι αναπάντεχο που δικαίωσε τον κλέφτη πατέρα. Το παιδί κοιτάζει το μενταγιόν  και αστραπιαία απλώνει το δεξί χεράκι για να το αρπάξει. Ανοίγοντας το χέρι του του έπεσε το δαχτυλίδι της μαμής που της το είχε κλέψει τη στιγμή της γέννησής του».












                                                   Ο φιλιότσος

    Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας  γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει. Ο σάντολος όμως ήτονε ο μεγαλύτερος κλέφτης απού υπήρχε στον κόσμο. Κάθε φορά που επήγαινε στην κλεψά έπαιρνε και το φιλιότσο ν-του για να του μαθαίνει την τέχνη.
   Όντεν εγίνηκε ο φιλιότσος δεκοχτώ χρονώ και ήτονε μπλιό ξετελεμένος κλέφτης τονε καλεί ο σάντολος του και του λέει να πάνε να κλέψουνε τσι αποθήκες του βασιλιά, απού ‘τανε γεμάτες χρυσάφι. Εσυφωνήσανε το λοιπόν και πάνε. Και επειδής η αποθήκη ήτονε γεμάτη χρυσάφι, επηγαίνανε κάθε πότε λίγο κι εκλέφτανε. Για να μη τζι πάρουνε μυρωδιά, επαίρνανε λίγο λίγο το χρυσάφι. Πότε έμπαινε μέσα στην αποθήκη ο σάντολος και ο φιλιότσος εκάθουντο ν-απ’ όξω κι έβλεπε μη σιμώσει κιανείς του παλαθιού, πότε έμπαινε ο φιλιότσος κι εκάθουντο ν-απ’όξω ο σάντολος.
     Σαν επέρασε μιαολιά καιρός, ο βασιλιάς εκατάλαβε πως τονε κλέφτουνε κι εσκέφτουντονε πως θα βρει τρόπο να πχιάσει τον κλέφτει. Πάει λοιπόν στη φυλακή απού ‘τονε γεμάτη κλέφτες και τωςε λέει:
-Όποιος από σας μου βρει τρόπο να πιάσω τσι κλέφτες θα του λιγάνω τη φυλακή ν-του στο μισό.
     Πάει λοιπόν ένας και του λέει:
-Έτσε κι ετσέ θα κάμεις. Από πού μπαίνει ο κλέφτης; Από τον ανηφορά. Εκειά θα πας και θα στρώσεις ένα χαλί και θα βάλεις να κόψουνε τα ξύλα από κάτω. Όντο θα ν-έρθει ο κλέφτης θα πάει να πατήσει και θα πέσει να μισερωθεί.
    Όπως του ‘πε ο κλέφτης δίνει διαταγή ο βασιλιάς να κάμουνε οι φρουροί και τωςε λέει να βάλουνε από κάτω απού το χαλί ένα μεγάλο γ-καζάνι με πίσσα να βράζει για να πέσει ο κλέφτης μέσα στη μ-πίσσα.
    Πάνε το βράδυ σάντολος και φιλιότσος να ξανακλέψουνε το βασιλιά. Ο φιλιότσος όμως είχεν ακουστά για το κόλπο του βασιλιά και κάνει του σαντόλου ν-του:
-Σάντολε, σήμερο ‘μαι κουρασμένος, μονο ανέβα του λόγου σου στον ανηφορά γιατί εγώ δεν μπορώ.
    Πραγματικά ανεβαίνει ο σάντολος και μόλις πατεί στο χαλί πέφτει μέσα και βουτά στο καζάνι με την πίσσα κι επόθανε. Δρικά τη φασαρία ο φιλιότσος κι ανεβαίνει να ιδεί είντα εγίνηκε, και θωρεί το σάντολο ν-του στην πίσσα, ποθαμένο. Πιάνει γερά γερά ένα μαχαίρι και του κόβγει την κεφαλή και την παίρνει και φεύγει. Δεν ήθελε να γνωρίσουνε ο βασιλιάς και οι φρουροί ν-του ποιος ήτονε ο κλέφτης για να μην έχει συνέπειες η οικογένειά ν-του.
    Την επόμενη θωρεί ο βασιλιάς τον κλέφτη στο καζάνι με την πίσσα να του λείπει η κεφαλή, και του ‘ρθε να φάει τα κομμάθια ν-του. Δίνει εντολή να τονε καθαρίσουνε και να τον-ε  πάνε στη μ-πλατέα και να τον-ε στέσουνε στη μέση μέση. Και δίνει διαταγή να περάσουνε ούλοι οι πολίτες, ένας ένας από μπροστά για να τον-ε ιδούνε.   Ο βασιλιάς επίστευγε πως οι συγγενείς του ηθελ’ αρχίξουνε να κλαίνε μόλις τον εθωρούσανε χωρίς κεφαλή.
    Ο φιλιότσος όμως εκατάλαβε για ποιο λόγο ο βασιλιάς έβγαλε ετούτη-να τη διαταγή και κάνει τση σάντολας του.
-Έτσε κι ετσέ ο σάντολος και του ‘κοψα την κεφαλή για να μην τονε γνωρίσουνε κι έρθουνε, κακομοίρα, και σε κλείσουνε κι εσένα φυλακή. Γι’ αυτό, όντο θα πας να περάσεις να τονε ιδείς, μην αρχίξεις να κλαις και να μουγκρίζεις!
-Και πως θ’ αντέξω παιδί μου να τονε ιδώ σ’ έτσα χάλι; Λέω πως θ’ αρχίξω να κλαίω γιαμιάς.
-Γι’ αυτό,  τση λέει ο φιλιότσος, σου ‘γόρασα γυαλικά. Μόλις σιμώσεις, θα κάμεις πως σκοντάφτεις και θα σπάσεις τα γυαλικά. Ύστερα κλαίγε όσο θες. Α’ σε ρωτήξει κιανείς θα πεις πως κλαις για τα γυαλικά.
    Πραγματικά κάνει η σάντολα όπως τσ’ αρμήνεψε ο φιλιότσος και πάει και θωρεί τον άντρα τζη στην πλατέα. Σπα τα γυαλικά κι ήρχιξε κι εμοιρολογούντονε. Σιμώνουνε οι φρουροί και τση λέγανε να μην κλαίει μα δεν εχάλασε ο κόσμος που ‘σπάσαν τα γυαλικά. Και φεύγει  και γιαγέρνει στο σπίτι τζη.
    Ρωτά το βράδυ ο βασιλιάς τσι φρουρούς αν ήκλαψε κιανείς. Οι φρουροί είπανε του βασιλιά πως δεν ήκλαψε κιανείς παρά μόνο μια γυναίκα που τση πέσανε τα γυαλικά κι ήρχιξε κι έκλαιγε. Ο βασιλιάς εκατάλαβε πως εκείνηνα ήτονε η γυναίκα του κλέφτη, αλλά πως θα την ξαναβρεί που η πόλη ήτονε μεγάλη και είχε πολλούς κατοίκους; Πάει πάλι και ρωτά τσι συμβούλους του τσι κλέφτες και του λένε να πάρει μιαν καμήλα, να τη φορτώσει χρυσάφι κι ύστερα να τηνε μολάρει στσι δρόμους. Όποιος την πιάσει, αυτός θα ‘ναι κι ο κλέφτης. Ύστερα να βρει δυο έξυπνες ατζιγγάνες που θα κάνουνε τσι βαρεμένες και θα γυρίζουνε στα σπίθια των αθρώπω και ζητούνε καμηλίσο κρέας. Σε όποιο σπίτι βρούνε καμιλίσο κρέας, όντο θα φεύγουνε, να κάμουνε έναν κόκκινο σταυρό για να το ξαναβρούνε εύκολα οι φρουροί του βασιλιά.
    Πραγματικά φορτώνει ο βασιλιάς τση καμήλας χρυσάφι και τη μολέρνει. Μόλις τη θωρεί ο φιλιότσος την πγιάνει από το χαλινάρι και ήρχιξε να κάνει κύκλους στα σοκάκια τσι πολιτείας για να τονε χάσουνε, και στο τέλος τηνε πάει στο σπίτι τση σάντολας του. Τηνε σφάζει γερά γερά και τση λέει να του βράσει ένα γ-κομμάτι για να φάει το μεσημέρι.
    Πορίζει στο δρόμο και θωρεί τσι φρουρούς του βασιλιά που γυρεύγανε την καμήλα και ρωτούσανε τσ’ αθρώπους αν την είδανε. Ρωτούν και το φιλιότσο και τως είπε πως δεν είδε κιαμιάν καμήλα.
Όση ώρα ήτονε στο καφενείο κι ήπινε τον καφέ ν-του οι ατζιγγάνες επήγανε στο σπίτι τση σάντολας του κι εζητήξανε καμηλίσο κρέας. Εκείνη τσι λυπήθηκε γιατί τσ’ είδε βαρεμένες και τως έδωσε ένα γ-κομμάτι. Όντεν εβγαίνανε κάνουνε έναν κόκκινο σταυρό στον τοίχο και φεύγουνε και πάνε στου  βασιλιά για να του πούνε πως εβρήκανε τον κλέφτη.
     Εντωμεταξύ ο φιλιότσος γυρίζει ο φιλιότσος στο σπίτι και λέει τση σάντολας του να μη δώσει κιανενούς καμηλίσο κρέας και ‘κείνη του λέει πως επήγανε δυο βαρεμένες και τως έδωσε. Ο φιλιότσος εκατάλαβε πως χωρίς να το θέλει η σάντολα ν-του εμολόησε την κλεψά και άρχιξε να σκέφτεται είντα να κάμει. Βγαίνει όξω και θωρεί τον κόκκινο σταυρό στον τοίχο. Πιάνει κι αυτός γερά γερά κόκκινη μπογιά κι αρχίζει και κάνει κόκκινους σταυρούς σε ούλα τα σπίθια για να μη μπορούν οι ατζιγγάνες να βρούνε σε ποιο σπίτι είχανε μπει.
      Πραγματικά ο βασιλιάς με τσι φρουρούς του βγαίνουνε στην πόλη κι αρχίξανε να ρωτούν σ’ ένα ένα τα σπίθια που ‘χανε σταυρό αν είχανε θωρώντας την καμήλα. Ούλοι του λέγανε πως δεν είχανε ιδεί την καμήλα.
     Όντεν είδε κι απόειδε ο βασιλιάς πως δεν πιάνει τον κλέφτη, αποφασίζει και του δίνει συχώρεση. Βάνει ντελάλη και το ντελαλίζει σε ολόκληρη την πολιτεία πως ο βασιλιάς δίδει συχώρεση και θέλει, λέει, να γνωρίσει το μεγαλύτερον κλέφτη του βασιλείου.
     Πάει λοιπόν ο φιλιότσος στο παλάτι και τωςε λέει πως αυτός είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης και να τονε πάνε στου βασιλιά. Την ώρα που τον εχαιρέτα, του κλεφτει την πίπα από την τσέπη. Βγάνει ο βασιλιάς να τονε κεράσει ένα τζιγάρο, βγάνει και ο φιλιότσος την πίπα και τη βάνει στο στόμα ν-του. Μόλις τη θωρεί ο βασιλιάς του λέει πως ήτονε η δική ν-του πίπα. Ο φιλιότσος το αρνιούντονε και τον ερώτηξε πως είναι δυνατό να του την έχει κλεμμένη, αφού εσμίξανε πριν από λίγο. Πες πες το πίστεψε ο βασιλιάς πως η πίπα ήτονε του φιλιότσο.
     Μετά ο φιλιότσος είπε του βασιλιά ούλη την αλήθεια και ο βασιλιάς του’ πε να γενεί σύμβουλος του και να ‘πομείνει στο παλάτι, να τρώει και να πίνει. Ο φιλιότσος εδέχτηκε την πρόταση του βασιλιά, επήρε και τη σάντολα ν-του στο παλάτι και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

                                                       


Δεν υπάρχουν σχόλια: