Οι εκδοθείσες μέχρι σήμερα επιστημονικές μελέτες και εργασίες που αφορούν στην μαντινάδα αναφέρονται σε συλλογές μαντινάδων και σε αναλύσεις του ποιητικού αυτού είδους σε επίπεδο δομής, ύφους, θεματολογίας, ποιητικής και γλώσσας. Έχει επίσης μελετηθεί η παρουσία της μαντινάδας σε λογοτεχνικά κείμενα, για να διαπιστωθεί η επίδραση του παραδοσιακού δίστιχου 15σύλλαβου – μαντινάδα, τσιατιστό, κοτσάκι, δίστιχο, στιχάκι, λιανοτράγουδο είναι κάποιες από τις κατά τόπους ονομασίες του – στους διάφορους λογοτέχνες. Ωστόσο, τουλάχιστον σε ότι με αφορά, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ένα κείμενο που να εξετάζει τη διαφοροποίησή της από ένα οποιοδήποτε δίστιχο, το οποίο δεν διεκδικεί το χαρακτηρισμό μαντινάδα (λ.χ. τα δίστιχα του Γ. Δροσίνη), και να καθορίζει τα κριτήρια διάκρισής της από αυτό. Όσες απόψεις βλέπουν το φως της δημοσιότητας προέρχονται από σύγχρονους λαϊκούς στιχοπλόκους και περιορίζονται κυρίως με μορφή οδηγιών στη γλώσσα, στις χασμωδίες και σε άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας δεκάδες προσωπικές ποιητικές συλλογές, των οποίων οι δημιουργοί τις χαρακτηρίζουν μαντινάδες. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: Κρητικές μαντινάδες, Μαντινάδες της Κρήτης, Μαντινάδες. Κυκλοφορούν συλλογές με επιχωριάζοντες τίτλους: προηγείται το τοπωνυμικό επίθετο για να ακολουθήσει αμέσως μετά το προσηγορικό μαντινάδες. Υπάρχουν ακόμα και πιο εμπνευσμένοι ή ποιητικοί τίτλοι, εκφράζοντας προφανώς το στοχασμό των δημιουργών τους, και οι οποίοι σχεδόν πάντα είτε ακολουθούνται από τον υπότιτλο Μαντινάδες είτε τον διεκδικούν σιωπηλά για το περιεχόμενό τους.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις εκδόσεις εντόπισα ένα μικρό βιβλιαράκι στο εξώφυλλο του οποίου αποτυπώνεται η φιγούρα ενός ορεσίβιου κρητικού και ο τίτλος Κρητικές μαντινάδες, χωρίς άλλη αναφορά, λχ. στο ονοματεπώνυμο του δημιουργού. Ο προσεκτικός αναγνώστης αν διάβαζε την ταυτότητα του βιβλίου που βρίσκεται γραμμένη με μικρά γράμματα στο κάτω μέρος της δεύτερης σελίδας, θα διαπίστωνε ότι πρόκειται για μια προσωπική συλλογή, επειδή αναγράφεται το παρωνύμιο του δημιουργού. Αναζητώντας το λόγο αυτής της επιλογής απευθύνθηκα στον εκδότη, ο οποίος παραδέχτηκε ότι η επιλογή αυτή είχε εμπορικό αποτέλεσμα, καθώς η συγκεκριμένη έκδοση σημειώνει πωλήσεις στα τουριστικά stands σε ποσοστό πολλαπλάσιο των επώνυμων συλλογών. Η αιτία είναι εύλογη: οι επισκέπτες αναζητώντας «γνήσιες» κρητικές μαντινάδες πέφτουν σ’ αυτή την καθόλα νόμιμη εμπορική παγίδα της ανωνυμίας και φεύγουν από το νησί έχοντας την ψευδαίσθηση ότι πήραν μαζί τους λίγο άρωμα Κρήτης.
Η στάση μου ωστόσο δεν είναι επικριτική απέναντι σ’ αυτή την «απάτη», επειδή δεν την θεωρώ περισσότερο ανέντιμη από εκείνη των επώνυμων δημιουργών, καθώς και οι δυο εξαπατούν τον αγοραστή-αναγνώστη, η κάθε μια με το δικό της τρόπο: οι επώνυμοι βαφτίζουν τις ποιητικές τους συλλογές μαντινάδες, χωρίς αυτές να είναι κάτι τέτοιο, ενώ ο «ανώνυμος», ίσως επειδή γνωρίζει τη διαδικασία μετατροπής ενός δίστιχου δεκαπεντασύλλαβου σε μαντινάδα, επιλέγει να αποκρύψει το όνομά του, ακριβώς για να θεωρηθούν τα δίστιχά του πραγματικές, γνήσιες, αυθεντικές μαντινάδες.
Τι είναι όμως εκείνο που ξεχωρίζει ένα δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο από τη μαντινάδα και το οποίο υποσυνείδητα γνωρίζει ακόμα και ο μη κρητικός επισκέπτης του νησιού;
Ο Παντελής Βαβουλές έχει δώσει από το 1952 απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Αναφερόμενος στην υπερπαραγωγή μαντινάδων τις εποχής του υπογραμμίζει: «Όσες απ’ αυτές (ενν. τις μαντινάδες) αρέσουν, απομνημονεύονται και μεταδίδονται σαν κληρονομιά στις ερχόμενες γενεές, και γίνονται παγκρήτιες, με μόνη διαφορά τη γλωσσική διατύπωση, ανάλογα με την ιδιωματική γλώσσα κάθε διαμερίσματος» . Τονίζω τις τρεις πρώτες λέξεις: «Όσες απ’ αυτές», όχι όλες. Παρόμοια άποψη διατύπωσε και η Ελευθερία Γιακουμάκη εξετάζοντας από διαφορετικό πρίσμα το αντικείμενό της: «Δεν είμαι λοιπόν απολύτως σίγουρη» γράφει «για τον αυτοσχέδιο χαρακτήρα της μαντινάδας, με την έννοια της ιδιαίτερης ατομικής δημιουργίας έξω από το εξελικτικό γίγνεσθαι του πολιτισμού. Ο αυτοσχεδιασμός ασφαλώς δίνει ένα κείμενο που τουλάχιστον εκφραστικά φέρνει την ατομική σκέψη και το προσωπικό ύφος του δημιουργού. Οι μαντινάδες όμως ως γλωσσικές δηλώσεις φέρουν έντονη τη συλλογική σφραγίδα από την πλευρά του ύφους, της αισθητικής, της ποιητικής, του διαλεκτικού κειμένου, του σημασιολογικού περιεχομένου και του κοινωνικού συμπεριέχοντος. Αν εξελικτικά συμβαίνουν ορισμένες αλλαγές στις μαντινάδες, αυτές εντοπίζονται κάθε φορά στο επίπεδο του δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ της , ο οποίος επενεργεί στα πρότυπα ανασυσταίνοντάς τα με τη δική του γλωσσική πραγμάτωση» .
Θα συμφωνήσω απόλυτα με την άποψη αυτή με μια προϋπόθεση: ότι δεν πρέπει να κάνουμε λόγο για «δημιουργό», αλλά για «συνδημιουργούς». Η μαντινάδα σαφώς και έχει έναν αρχικό δημιουργό. Κάποιος είχε την αρχική έμπνευση, το αρχικό ερέθισμα (ερωτικό στοχαστικό, επικαιρικό, σατιρικό ή άλλο) και το διατύπωσε σε στίχο. Ανεξάρτητα από την ποιότητά της τέθηκε στην κρίση του συνόλου, που είτε την απέρριψε, είτε την αφομοίωσε αυτούσια, είτε την τροποποίησε βελτιώνοντας τόσο την ποιητική και τη γλώσσα της όσο την ίδια την ιδέα, για να τη χρησιμοποιήσει ως δικό του δημιούργημα και κτήμα και στη συνέχεια να την παραδώσει σε άλλους δημιουργούς.. Όλοι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτή την ανασύνθεση είναι συνδημιουργοί και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της μαντινάδας δεν είναι τους μικρότερης σημασίας και σπουδαιότητας από εκείνης του αρχικού εμπνευστή . Θα φέρω τρεις μαντινάδες για παραδείγματα. Η πρώτη είναι:
Μισεύγεις, μήλο κόκκινο, κι εμένα που μ’ αφήνεις;
Πάρε με σκιάς κρυγιό νερό στο δρόμο να με πίνεις.
Την πατρότητα αυτής της μαντινάδας – με μικρές μόνο λεκτικές παραλλαγές – διεκδικούν, ως άλλη πατρίδα του Ομήρου, πολλοί, αποδείχνοντας τον τρόπο λειτουργίας της μαντινάδας και το βαθμό οικειοποίησής της από τον παραδοσιακό άνθρωπο. Προσωπικά έχω καταγράψει τρεις περιπτώσεις από διαφορετικούς πληροφορητές, ο καθένας από τους οποίους επέμενε για την πατρότητα της, ακριβώς επειδή χαράχτηκε βαθειά στη μνήμη του το ιστορικό γεγονός με το οποίο τη συνέδεσε: ένας άντρας αποχαιρετά μ’ αυτήν τη νεκρή σύζυγό του, μια μάνα το γιο της που φεύγει μετανάστης στην Αυστραλία («Μισεύγεις κι αποχαιρετάς κι εμένα …..») και μια κοπέλα τον αγαπημένο της που οδηγείται για ιδεολογικούς λόγους στην εξορία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την πανελληνίως γνωστή μαντινάδα, επειδή εντάχθηκε στο ρεπερτόριο του γνωστού λαϊκού τραγουδιστή Μανόλη Λυδάκη:
Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα,
γιατί ‘χω πόνο στην καρδιά κι εβγήκα και τον είπα.
Η μαντινάδα στην παλιότερη καταγραφή της σε συλλογή του 1908, αποδίδεται ως εξής:
Άστρη, μη με πειράζετε γιατί νυχτογυρίζω,
φωθιές με καίνε στην καρδιά και δεν τσι νταγιαντίζω .
Ο νεότερος λαϊκός στιχοπλόκος, που επενέβηκε διορθωτικά στην μαντινάδα, αντικατέστησε, ατυχώς (;), το ρήμα πειράζετε, το οποίο στην κρητική διάλεκτο σημαίνει κοροϊδεύετε, περιπαίζετε, περιγελάτε, με το ελληνικότερο μαλώνετε - έχουν και οι δυο λέξεις ίσο αριθμό συλλαβών - και συμπλήρωσε το δεύτερο στίχο εκφράζοντας τα δικά του συναισθήματα.
Η επόμενη μαντινάδα, γνωστή και αυτή για τον ίδιο λόγο με την προηγούμενη, καταγράφεται το 1925 σε ανέκδοτη ακόμα συλλογή:
Ρώτησε τ’ άστρη τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε
πώς κλαίνε τα ματάκια μου, όταν σου θυμηθούνε .
Ο σύγχρονος στιχοπλόκος αντικατέστησε, όπως και στην προηγούμενη, τον τύπο άστρη με τον οικείο σ’ αυτόν άστρα και την επανάλαβε σήμερα, χρόνια αργότερα, ώστε πολλοί να θεωρούν ότι είναι σύγχρονο στιχούργημα.
Συναντούμε ακόμα και παραφράσεις μαντινάδων. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά κυρίως στις μαντινάδες που αφορούν στο γάμο και στον κλήδονα. Η ευφρόσυνη διάθεση και το γέλιο που απελευθερώνουν, στηρίζονται στο στοιχείο του απρόοπτου, καθώς η μαντινάδα είναι εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού, και η παραποίησή της έρχεται με το απρόσμενο ελευθερόστομο περιεχόμενο – κάποιοι το χαρακτηρίζουν ή θεωρούν «άσεμνο» – να απελευθερώσει το γέλιο, καθώς τοῦ αἰσχροῦ ἐστί τό γελοῖον μόριον.
Η γνωστή μαντινάδα λ.χ.:
Πονείς εσύ, πονώ κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μα ‘γώ τον έχω στην καρδιά κι εσύ στ’ αχείλι μόνο.
παραποιείται σε:
Πονείς εσύ, πονώ κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μήδε κι εσύ θυμίζεις μπλιο, μήτε κι εγώ καβλώνω.
Και επειδή ο πρώτος στίχος μπορεί να μην γίνεται άμεσα αντιληπτός από το σύνολο κάποιοι τον αντικατέστησαν σε:
Γριά εσύ, γέρος κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μήδε κι εσύ θυμίζεις μπλιο, μήτε κι εγώ καβλώνω.
Το ίδιο ισχύει και στην μαντινάδα του κλήδονα:
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει ο χαριτωμένος
κι από την πόλη έρχεται μάλαμα φορτωμένος.
την οποία ο ανδρικός νους εκμεταλλευόμενος το γενικότερο ερωτικό κλίμα της τελετουργίας του κλήδονα, για να προκαλέσει, την παράλλαξε σε:
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει η χαριτωμένη,
να βγει η ψωλή με τα μαλλιά σα νύφη στολισμένη.
Αν αυτό που περιγράψαμε είναι η μαντινάδα, δηλαδή: δημιουργία, διασπορά και τελειοποίησή της με την παρέμβαση του ανώνυμου λαϊκού συνδημιουργού και, τέλος, αφομοίωσή της από το λαό, τότε τα δεκάδες βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα και των οποίων το περιεχόμενό διεκδικεί τον τίτλο μαντινάδα, δεν είναι τίποτα άλλο από προσωπικές ποιητικές συλλογές γραμμένες στην κρητική διάλεκτο – πολλές φορές είναι και αυτό συζητήσιμο κατά πόσο το πληρούν – που επιβάλλεται να κρίνονται και να αξιολογούνται ανάλογα. Θα φέρω ένα παράδειγμα, που όμως δεν είναι γραμμένο σε βιβλίο. Πρόκειται για ένα σύγχρονο επιτύμβιο αφιέρωμα (χαρτί σε κορνίζα) από την Κυριάννα Ρεθύμνης αφιερωμένο στον νεαρό Κων/νο Περισσάκη (1984-2003), του οποίου τα όργανα, προφανώς, δόθηκαν από τους οικείους του για μεταμόσχευση, αναφέρει:
Ένα δεντρί μου απού ‘λπιζα / γλυκούς καρπούς να πάρω /
κατάλυσε το η μοίρα μου / και το ‘δωκε στο χάρο. /
Μα πριν ακόμα μαραθεί / άρπαξ’ ο περβολάρης /
βλαστούς και μπόλια τρυφερά / χάρε να μην τα πάρεις. /
Άλλα δεντρά εμπόλιασε / και μονομιάς ανθίσαν /
κι οι μυρωδιές σου αντράκι μου / τον κόσμο εγεμίσαν. / Μ.Κ /
Η σύνθεση αυτή δεν είναι απλά τρεις μαντινάδες, αλλά ποίηση και μάλιστα υψηλής ποιότητας, που συγκινεί βαθύτατα τον αναγνώστη.
Ωστόσο σε ένα μεγάλο μέρος τους οι συλλογές αυτές είναι κακά στιχουργήματα, ενώ ορισμένες υπερβαίνουν και αυτά τα όρια της φαιδρότητας. Τα στιχουργήματα αυτά παραμένουν στις κλειστές σελίδες των βιβλίων και λησμονούνται ακόμα και από τους ίδιους τους δημιουργούς τους, καθώς τους είναι δύσκολο να συγκρατήσουν στη μνήμη τις χιλιάδες των «μαντινάδων» που έχουν δημοσιεύσει. Αυτά τα στιχουργήματα δεν θα έχουν ποτέ τη τύχη των δίστιχων του Γ. Δροσίνη που «έχουν μπει στη ζωή του λαού και τραγουδιούνται και στην Κρήτη, χωρίς να μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει από τα λαϊκά. Το ίδιο και τα δίστιχα της Δίδος Μ. Αμαριώτου» .
Στην Κύπρο για τους σύγχρονους δημιουργούς χρησιμοποιείται ο εύστοχος όρος λαϊκοί ποιητάρηδες, ενώ ο όρος μαντιναδολόγος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη, είναι λανθασμένος για δυο λόγους: πρώτα επειδή συγχέει τη μαντινάδα με το σύγχρονο στιχούργημα, και δεύτερο γιατί το β΄ συνθετικό –λόγος του όρου αναφέρεται μεν στον ασχολούμενο με την μαντινάδα, αλλά όχι σε επίπεδο δημιουργίας (πρβλ. μικροβιολόγος, γεωλόγος, γυναικολόγος κ.ά.). Δεν αμφισβητώ ότι ο όρος μαντιναδολόγος έχει εμπεδωθεί στην κρητική διάλεκτο, ούτε έχω την αξίωση να δημιουργήσω νέο. Υποστηρίζω μονάχα και τονίζω το ανακριβές και παραπλανητικό περιεχόμενό του και υπενθυμίσω ότι ο Δ. Πετρόπουλος «τους λαϊκούς στιχουργούς της Κρήτης» τους ονομάζει ποιητάρηδες . Θέλω ακόμα να υπογραμμίσω ότι ίσως είναι καιρός και για μας στην Κρήτη να καθορίσουμε τα όρια ανάμεσα στην παράδοση και στο σήμερα και να ξεκαθαρίσουμε τα όρια ανάμεσα στη μαντινάδα και τη σύγχρονη ποιητική δημιουργία με τοπικά διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Πιστεύω ότι και οι δυο πλευρές θα ωφεληθούν από αυτή τη διάκριση.
Κι ενώ η μαντινάδα, στη διάσταση που την περιγράψαμε, έδινε την εντύπωση ότι, για λόγους που δεν αφορούν στην παρούσα εισήγηση , εξέπνεε και έπαιρνε τη θέση της, όπως και πολλά άλλα στοιχεία του λαϊκού πολισμού, στα λαογραφικά αρχεία και τις συλλογές, εμφανίζεται, ομολογουμένως ανέλπιστα, το κινητό τηλέφωνο να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση της. Λέω επιβίωση και όχι αναβίωση, ακριβώς γιατί λειτουργεί – το κινητό εννοώ – ως μέσο επανέναρξης του παιχνιδιού της μαντινάδας, που είχε θυσιαστεί στο βωμό της πνευματικής ιδιοκτησίας με την αυστηρή νομική χρήση του όρου , όπως αυτή άρχισε να εμφανίζεται κυρίως από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εδραιώθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και γενικεύτηκε σήμερα μεταξύ των «κρητών καλλιτεχνών», οι οποίοι θεωρούν σχεδόν προσβλητικό να τραγουδήσουν μαντινάδες πέραν του προσωπικού του ρεπερτορίου.
Το ευχάριστο και αισιόδοξο μήνυμα, εκτός αυτής καθ’ αυτής της επιβίωσης, είναι ακόμα η υιοθέτηση της μαντινάδας από τους νέους ως μέσο έκφρασης ευχών και συναισθημάτων, κάτι που δεν πέτυχαν οι ομολογουμένως πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές που έχουν ως αντικείμενό τους τη μαντινάδα και οι οποίες διοργανώνουν διαγωνισμούς συμπληρώματος του δεύτερου στίχου. Συνήθως οι συμμετέχοντες σ’ αυτές είναι άτομα μεγάλης ηλικίας και επαναλαμβάνονται σε κάθε εκπομπή. Αντίθετα στα ευχετήρια sms που ανταλλάσσονται με την ευκαιρία των γιορτών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, ονομαστικές εορτές, γενέθλια και σπανιότερα επετειακές, του Αγίου Βαλεντίνου κ.ά.) οι ηλικίες είναι πολύ μικρότερες . Σπάνια συναντάμε πληροφορητή να υπερβαίνει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
Τα ευχετήρια sms έρχονται δηλαδή να επανατοποθετήσουν τη μαντινάδα, «όχι στο μουσειακό συρτάρι, όπου μαραίνεται μακριά από τα συμφραζόμενα της τέλεσης και της απόλαυσης αλλά στον προβολέα μιας οπτικής η οποία αναγνωρίζει τη ζωντάνια της, την περίφημη αμεσότητά της δηλαδή, ως προϊόν της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων δια μέσου της αισθητικής μορφής» . Η άποψη αυτή του Herzfeld Michael ισχύει, αλλά δεν αφορά την μαντινάδα, όπως την προσδιορίζει στην εργασία του, καθώς σήμερα μόνο τα ευχετήρια sms αναπαράγουν τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις και τις επαναπροσδιορίζουν με εξαιρετικό τρόπο, προσδίδοντάς τους περισσότερο συναίσθημα και λυρισμό. Η γλώσσα, οι ρομαντικές εικόνες που εμπεριέχουν, δύσκολα θα εκφράζονταν στον προφορικό λόγο και στην πρόσωπο με πρόσωπο επαφή. Αυτή η εξωτερίκευση συναισθημάτων δεν γίνεται στο στημένο πλαίσιο του σύγχρονου γλεντιού, όπου άντρες ανταλλάσσουν μεταξύ τους ερωτικές μαντινάδες (!), αλλά ανταλλάσσονται ευχές σε ρεαλιστικό επίπεδο (φιλικό, συγγενικό, ερωτικό ή ακόμα και τυπικό) με τέτοιο λυρισμό και συναισθηματική λεπτότητα, που εξιδανικεύει τους χρήστες και αναγάγει την σχέση τους σε επίπεδο υψηλότερο, αγνότερο, ιδεωδέστερο. Δικαιολογημένα επομένως ο ανώνυμος λαϊκός στιχοπλόκος στέλιωσε το δίστιχο:
Κατηγορούν τα κινητά για ακτινοβολία,
όμως ξετρέχουν το σεβντά και δένουν τη φιλία.
Και κάτι ακόμα: για πρώτη φορά το ευχετήριο sms «εξάγει» τη μαντινάδα εκτός των ορίων της Κρήτης ξεπερνώντας όχι μόνο τα όρια της παραδοσιακής κοινωνίας, αλλά εισέρχεται και στις αστικές περιοχές καθιερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια τοπική κρητική συνήθεια σε πανελλήνια. Πώς το πέτυχε αυτό; Απλούστατα στηρίχτηκε στα βαθειά θεμέλια που έχει το λαϊκό δίστιχο στην ελληνική παράδοση.
Αναφέραμε πριν λίγο τον όρο «παιχνίδι της μαντινάδας», επειδή όντως πρόκειται για παιχνίδι τόσο σε επίπεδο συλλογικής δημιουργίας, για την οποία μιλήσαμε ήδη εκτενώς, όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικό, σε επίπεδο πρόκλησης και ανταπόδοσης. Το ευχετήριο sms επαναφέρει τη διαδικασία γέννησης, διασποράς, επεξεργασίας και οικειοποίησης της μαντινάδας, όπως ακριβώς συνέβαινε στο παρελθόν: τη δημιουργία, την επεξεργασία του δίστιχου από τη λαϊκή σοφία και αισθητική, την τελειοποίησή του και τελικά την καθιέρωσή του στη συλλογική συνείδηση. Τότε μόνο μετουσιώνεται από προσωπικό δίστιχο σε μαντινάδα. Πετυχαίνει ακόμα το sms και κάτι άλλο: για πρώτη φορά στην ιστορία της μαντινάδας μας δίνει τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε αυτή την πορεία, την τελειοποίηση, την ολοκλήρωση και εν τέλει τη μετουσίωση του δίστιχου σε μαντινάδα. Λίγα τυχαία παραδείγματα μας αποκαλύπτουν αυτή τη διαδικασία:
1. Πρωτοχρονιάτικες ευχές στέλνω απ’ την καρδιά μου
για όλους όσους αγαπώ και βρίσκονται μακριά μου.
Πρωτοχρονιάτικες ευχές στέλνω απ’ την καρδιά μου
υγεία, αγάπη και χαρά κι ας είστε μακριά μου.
2. Των αηδονιών παρήγγειλα στην πόρτα σας να ‘ρθουνε,
πρωτοχρονιάτικες ευχές τσ’ ελπίδας να σου πούνε.
Των αηδονιών παρήγγειλα στην πόρτα σας να ‘ρθουνε,
με σιγανό κελάηδισμα καλή χρονιά να πούνε.
3. Είμαι μακριά και οι ευχές δεν πάνε χέρι χέρι,
γι’ αυτό κι εγώ στο κινητό τσι γράφω να στσι φέρει.
Είμαι μακριά και οι ευχές δεν πάνε χέρι χέρι,
γι’ αυτό τσι δίνω στην καρδιά, αυτή να σου τσι φέρει.
4. Αν δεις πουλιά στον κήπο σου να χαμηλοπετούνε,
μην τα ζυγώξεις, τα ‘στειλα «χρόνια πολλά» να πούνε.
Αν δεις στον κήπο σου πουλιά να χαμηλοπετούνε,
μην τα ζυγώξεις, στα φτερά τσ’ ευχές μου σου κρατούνε.
5. Τ’ Αη Βασίλη έκατσα κι έγραψα ένα γράμμα,
να είσαι εσύ όλο χαρές κι ας μη μου φέρει πράμα.
Σαν το κοπέλι έγραψα τ’ Άη Βασίλη γράμμα,
να φέρει εσένα ό,τι ποθείς, κι εγώ δε θέλω πράμα.
Τ’ Άη Βασίλη ζήτηξα οφέτος μ’ ένα γράμμα
να φέρει εσένα ό,τι ποθείς, μα εγώ δεν θέλω πράμα.
Η ίδια μαντινάδα, παραποιημένη, ανταλλάσσεται μεταξύ ανδρών φίλων με τη μορφή ελευθερόστομου δίστιχου:
Τ’ Άη Βασίλη εζήτηξα οφέτος μ’ ένα γράμμα,
να φέρει εσένα ένα μουνί, μα εγώ δεν θέλω πράμα.
Στα παραδείγματα αυτά η παρεμβάσεις είναι εμφανέστατες, καθώς τροποποιείται ένα ημιστίχιο ή ολόκληρος ο δεύτερος στίχος. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις ποίες οι παρεμβάσεις είναι ανεπαίσθητες, με αλλαγή της θέσης μιας μόνον λέξης ή την αντικατάστασή της με μια διαφορετική ή η αφαίρεση μιας χασμωδίας, κάτι σαν την τελευταία πινελιά του ζωγράφου πάνω στον πίνακά του:
1. Πρωτοχρονιά κι η σκέψη μου τσι δρόμους έχει πιάσει,
να βρει τσ’ ανθρώπους π’ αγαπώ, ευχές για να μοιράσει.
Πρωτοχρονιά κι η σκέψη μου έχει τους δρόμους πιάσει,
να βρει τσ’ ανθρώπους π’ αγαπώ κι ευχές να τους μοιράσει.
2. Το νέο έτος δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει,
εύχομαι μόνο με χαρές να ‘ρθει και να μισέψει.
Το νέο έτος δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει,
μα εύχομαί σου με χαρές να ‘ρθει και να μισέψει.
Θεωρώ πως είναι περιττό να τονίσω ότι από τις μαντινάδες αυτές οι τελειότερες δομικά, ποιητικά και αισθητικά είναι το καταστάλαγμα της συλλογικής λαϊκής δημιουργίας και αποδείχνουν πως μαντινάδα δεν είναι απλά το δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο που κάνει χρήση της κρητικής διαλέκτου, αλλά εκείνο που θα μπει στα χείλη του κρητικού και της κρητικιάς, που θα σιγοτραγουδηθεί ή θα χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη και όχι άπαξ.
Άλλο χαρακτηριστικό της μαντινάδας είναι η διαλογικότητα, η στιχομυθία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα . Το sms έρχεται να επαναφέρει στην επιφάνεια αυτή τη λησμονημένη ζωτική λειτουργία. Ο διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ των ευχομένων, μπορεί να μην έχει τα ίδια ψυχοκίνητρα, την ίδια λυρική διάθεση του παραδοσιακού λαϊκού δημιουργού, ο οποίος σε μια στιγμή ανάτασης των συναισθημάτων και των αισθημάτων ξεδιπλώνει την ψυχή του και δημιουργεί, αλλά να γίνεται τυπικά, με λόγια παρμένα από άλλους, «ξεπατικωμένα», αποθηκευμένα στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου, έτοιμα για κάθε χρήση, όμως γ ί ν ε τ α ι και αυτό είναι πολύ σημαντικό, επειδή επαναφέρει τρόπους έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων ξεχασμένους από καιρό λόγω των νέων συνθηκών και κυρίως της ρασιοναλιστικής αντίληψης της ζωής, η οποία εδραίωσε τον κυνισμό και θεώρησε τη ρομαντική και λυρική διάθεση χαρακτηριστικό των ονειροπόλων και των αφελών. Πολλές φορές το ευχετήριο sms γίνεται αιτία νέων ποιητικών δημιουργιών. Συχνά μια καλοχτισμένη ευχή ξυπνά την ποιητική διάθεση του παραλήπτη, χωρίς ο ίδιος να είχε την διάθεση ή ακόμα και την ιδιαίτερη ικανότητα της στιχοπλοκής. Έχουν δημιουργηθεί εξαιρετικής ποιότητας απαντητικές μαντινάδες, που χωρίς το κίνητρο του sms δεν θα είχαν δημιουργηθεί.
Ποια μαντινάδα να σου πω κι είντα ευχή να στείλω,
που καμαρώνει η σκέψη μου μόνο που σ’ έχει φίλο.
Σ’ όλες τσι μπόρες τσι ζωής, που η μοίρα μου μου στέλνει,
δύναμη απ’ την αγάπη σας μόνο η καρδιά μου παίρνει.
Φίλου κουβέντα όμορφη σαν ‘κούσω, συγκινούμαι,
τέθοιο πρωτοχρονιάτικο δώρο δεν το θυμούμαι.
Επειδή τέτοιου είδους μαντινάδες ικανοποιούν αισθητικά και νοηματικά αφομοιώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αυτούσιες από πολλούς από τους πληροφορητές μας, πιθανόν και από εσάς που τώρα με ακούτε.
Στις διάφορες συλλογές οι παραδοσιακές μαντινάδες κατατάσσονται σε κατηγορίες: ερωτικές, γνωμικές, σατιρικές κ.ά. Αυτή η ποικιλία του περιεχομένου αποτυπώνεται και στις ευχετήρια sms: υπάρχουν μαντινάδες ερωτικές, για τη φιλία, γνωμικές, σκωπτικές, ελευθερόστομες, ακόμα και ιστορικές που συνυφαίνονται με τις ευχές. Ειδικότερα εκείνες που κάνουν αναφορά σε γεγονότα που απασχόλησαν την κοινωνία αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής και τις μετατρέπουν σε μέσο σχολιασμού, επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Αναφέρω ενδεικτικά από δυο παραδείγματα για κάθε περίπτωση:
Την πρωτοχρονιά του 2011 οι ευχές, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ασχολίαστη την οικονομική κρίση:
Το δυο χιλιάδες έντεκα θα φάμε το γαμήσι,
αυτό που δεν προλάβαμε το ’10 από την κρίση.
Το δυο χιλιάδες έντεκα θα ‘χω καλή παρέα,
τη Μέρκελ και την τρόικα και το Γιωργιό τ’ Αντρέα.
Την πρωτοχρονιά του 2010 σατιρίζεται η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τα τέλη κυκλοφορίας των παλιών οχημάτων και την ανάγκη επιστροφής των χρεών από το κράτος:
Ο Άη Βασίλης έμαθα δεν έρχεται εντέλει,
γιατί ‘ν’ το έλκηθρο παλιό κι είναι πολλά τα τέλη.
Όσα η χώρα δανεικά πρέπει να επιστρέψει,
τόσες σας εύχομαι ευχές ο Θιος να σας-ε πέψει.
Κάθε ευρώ και μια χαρά, κάθε λεπτό κι υγεία,
το νέο χρόνο εύχομαι χαρά και ευτυχία.
Η πρωτοχρονιά του 2009 έχει άρωμα του…Βατοπαιδίου και των μολότοφ που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Ανδρέα Γρηγορόπουλου:
Όσα ευρώ ‘χει ο Εφραίμ μέσα στα ράσα χώσει,
τόσες ευχές απλόχερα η μοίρα να σου δώσει.
Όσα λεφτά εκλέψανε στο Βατοπαίδι οφέτος,
τόσες ευχές σας εύχομαι για το καινούργιο έτος.
Όσες βιτρίνες σπάσανε στο Σύνταγμα οφέτος,
τόσες χαρές σου εύχομαι για το καινούργιο έτος.
Όσες μολότοφ πέσανε σ’ όλη τη χώρα φέτος
σου εύχομαι να ‘χεις χαρές αυτό το νέο έτος.
Υπάρχει βέβαια και ο αμετανόητος οπαδός του ΠΑΣΟΚ ο οποίος αδιαφορεί γι’ αυτά τα προβλήματα και οραματίζεται την άνοδο του κόμματός του στην εξουσία:
Καλή χρονιά σας εύχομαι, χαρά και ευτυχία,
να ξαναδούμε το ΠΑΣΟΚ ξανά στην εξουσία.
Βέβαια το ανάλογη ευχή είχε στείλει και το περασμένο Πάσχα:
Εύχομαι η Ανάσταση χαρές να μας γεμίσει
και να ‘ρθει πάλι το ΠΑΣΟΚ να ξανακυβερνήσει.
ή με μια δόση κακότητας:
Αφού, Χριστέ, αναστήθηκες, μπορείς κι αυτό να κάμεις,
όσους ψηφίζουν Δεξιά ούλους να τσι ξεκάμεις.
Η παραμονή πρωτοχρονιάς του 2008 είχε εντονότατο άρωμα Κρήτης και …χασίς:
Όσα ‘χουνε στα Ζωνιανά χασίσα φυτεμένα,
τόσα σας εύχομαι πολλά χρόνια ευτυχισμένα.
Όσα δεντρά φυτρώνουνε στα Ζωνιανά χασίσι,
τόσες χαρές τούτη η χρονιά θέλω να σας χαρίσει.
Και μια που βρισκόμαστε στην καρδιά της οικονομικής κρίσης ας δούμε πως αυτή αποτυπώνεται στα ευχετήρια sms. Το οικονομικό πρόβλημα κάνει την εμφάνισή του το 2008, το αντιλαμβάνεται ο λαϊκός δημιουργός και γι’ αυτό η πρώτη σχετική πρωτοχρονιάτικη ευχή για το 2009 προμηνύει τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν:
Μην κλαις πως φεύγει το οκτώ, απού ‘φερε την κρίση,
κλαίγε πως ήρθε το εννιά κι αρχίζει το γαμήσι.
Το 2009 τα οικονομικά προβλήματα ήταν μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα, γι’ αυτό και οι ευχές για το 2010 είναι περιγραφικότερες:
Έφυγε ο χρόνος κι άφησε πίκρες στο πέρασμά ντου
κι ο Θιος κατέχει κι έτουνε τα ξετελέματά ντου.
Όσα χαράτσια το ΠΑΣΟΚ φέτος θα μας χαρίσει,
τόσες χαρές απλόχερα ο χρόνος να σ’ αφήσει.
Όσα η χώρα δανεικά πρέπει να επιστρέψει,
τόσες σας εύχομαι ευχές ο Θιος να σας-ε πέψει.
Κάθε ευρώ και μια χαρά, κάθε λεπτό κι υγεία,
το νέο χρόνο εύχομαι χαρά και ευτυχία.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2011 οι ευχές κυμαίνονταν στο ίδιο επίπεδο, επειδή λίγοι φανταζόταν τότε την απειλή πτώχευσης. Εκτός από τις δυο μαντινάδες που αναφέρθηκαν ήδη για το 2011, κυκλοφόρησαν και οι ακόλουθες:
Έφυγε ο χρόνος κι άφησε πίκρες στο πέρασμά ντου
κι ο Θιος κατέχει κι έτουνε τ’ αποξετέλεμά ντου .
Δύσκολο, λένε, το έντεκα, χρονιά με νέα μέτρα,
χαρά κι υγεία εύχομαι κι όλα να πάνε ντρέτα.
Καινούργιε χρόνε, φέρε μας μπροστάρηδες με ήθος
και πάρε όσους βόλεψε η εδική μας ψήφος.
Υπάρχει ακόμα και η περίπτωση ενός πολύστιχου που περιγράφει αδρομερώς την όλη κατάσταση:
Χρόνε, που φεύγεις, πού θα πας κι οπίσω είντ’ αφήνεις;
Ως το θωρώ, καλλιά ‘τονε κι οφέτος να ‘πομείνεις!
Θωρώ, μαθώς, το ΔΝΤ με το ΠΑΣΟΚ ομάδι,
πως λαλητούς μαςε γλακούν να μπούμενε στον Άδη.
Έφαγαν αυτοί και ήπιανε κι έδωκαν και παρέκει
κι αν ‘πόμεινε και καντιτίς, άθρωπος δεν κατέχει.
Έφαε κι ο Καραμαλής, έφαε, ζωή να ‘χει,
μα τούτοινέ δεν έχουνε ούτ’ άκρα στο στομάχι.
Κι ο κακορίζικος λαός, ο κατηγορημένος,
στέκει στην άκρα και θωρεί βουβός και πικραμένος.
Για ‘κειονά το έντεκα φοβούνται μη μανίσει
και το παρασυρόξυλο πιάσει να τσι πανίσει.
Άϊντες μα ‘μείς θ’ αντέξομε κι οφέτος, λω, και να τως!
Και δε θα βγει, ως κι αν το θεν, ό,τι ποθεί η καρδιά ν-τως.
Ως απάντηση στο πολύστιχο αυτό ευχετήριο τραγούδι δόθηκε άλλη πολύστιχη ευχή:
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά γεμάτη με υγεία,
όλοι μαζί τα φάγαμε κι είχαμε μεγαλεία.
Μα εδά, Μιχάλη, εσώσανε κι επιάσαμε τον πάτο,
ανάθεμα το ΔΝΤ και τρισαναθεμά το,
απού μας εδιέταξε να κάνομε νηστεία
και το ΠΑΣΟΚ μας εύχεται κι από του χρόνου υγεία.
Μαντινάδες και τραγούδια αυτού του είδους γράφονταν και λέγονταν στις παραδοσιακές κοινωνίες για διάφορα περιστατικά τοπικού ή γενικότερου ενδιαφέροντος. Η μαντινάδα λ.χ.:
Θωρείτ’ εκείνο το χορό που πάει ζάλο ζάλο;
Στην Πόλη δα χορέψομε, Λευτέρη, δίχως άλλο .
είναι μια από τις δεκάδες μαντινάδες που γράφτηκα και τραγουδήθηκαν για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκαναν τον ιστορικό τους κύκλο, επιτέλεσαν τον κοινωνικό τους ρόλο και πέρασαν στο χώρο της λήθης, ή καλύτερα των συλλογών, όπως και τα ευχετήρια sms με το ανάλογο περιεχόμενο, για να χρησιμοποιηθούν μόνον από τους μελετητές. Στο επίπεδο αυτό δεν είναι μόνο τα ευχετήρια sms τα μοναδικά δείγματα επιβίωσης της μαντινάδας, αλλά και αυτά που αφορούν σε διάφορα επίκαιρα γεγονότα. Επιτελούν τον ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό ρόλο και περνούν στη συνέχεια σε αχρηστία. Η εναλλαγή των κομμάτων της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, σκώμματα για τα εκλογικά αποτελέσματα, οι εσωκομματικές εκλογές των κομμάτων, η απόπειρα αυτοκτονίας του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού κου Ζαχόπουλου, η δολοφονία του διοικητή του ΙΚΑ Βαρθολομαίου, η τραγική δολοφονία Γρηγορόπουλου, οι έφοδοι των ΕΚΑΜ στην Κρήτη και η υπόθεση των Ζωνιανών κ.ά, αποτυπώθηκαν σε sms και με την ικανότητα διασποράς που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο όχι μόνο ξεπέρασαν τα όρια της Κρήτης, αλλά και της χώρας ολόκληρης. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο να δέχεται κάποιος από Γερμανούς ή Γάλους ελληνομαθείς φίλους του sms με ανάλογο περιεχόμενο.
Κλείνοντας θέλω να αναφέρω ότι από το 2009 τα ευχετήρια sms αρχίζουν να αλλάζουν μορφή και εξελίσσονται σε πολύστιχα τραγούδια τεσσάρων, έξι ή και δεκατεσσάρων στίχων, με πιο περιορισμένη όμως – για τα τελευταία – διασπορά.
Άη Βασίλης θα ντυθώ, να βάλλω μες στο σάκο
λουκάνικα, παλιό κρασί, αλατσολιές και ντάκο,
να πάω όπου αγαπώ, να δώσω ευχή μεγάλη,
να ‘ναι η νέα η χρονιά καλλιά από κάθε άλλη.
Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι αυτά τα πολύστιχα δημοτικοφανή ποιήματα είναι παραδοσιακά, σίγουρα όμως δημιουργήθηκαν επειδή υπάρχει η τεχνολογία του κινητού τηλεφώνου. Είναι γεννήματα, όπως και τα ευχετήρια sms, του σύγχρονου πολιτισμικού γίγνεσθαι που επαναπροσδιορίστηκαν από τη σύγχρονη πραγματικότητα, και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται συχνά από λογιοτατισμούς και άλλες γλωσσικές αλλαγές, ανταποκρινόμενα ακριβώς στην γλωσσική πραγματικότητα της εποχής. Όλη αυτή η αναβίωση οφείλεται στο κινητό τηλέφωνο, δηλαδή την τεχνολογία που συχνά μεμφόμαστε για το θάνατο της παράδοσης.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα; Θα υπάρξει συνέχεια για να επιβιώσει ο ζωντανός παραδοσιακός ποιητικός κρητικός λόγος; Η οποιαδήποτε πιθανή απάντηση ανήκει στο χώρο της εικασίας, και είναι σφάλμα να οικτίρουμε το μέλλον στηριζόμενοι σε υποθέσεις. Εκείνο που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι πως σήμερα η κρητική μαντινάδα επιβιώνει ολοζώντανη στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου με τη μορφή ευχετήριου ή απλού επίκαιρου δίστιχου sms. Βρίσκεται μήπως διασωληνωμένη και υποστηρίζεται με μηχανικά μέσα ψελλίζοντας το κύκνειο άσμα της; Το μέλλον θα δείξει.
Και επειδή το συνέδριό μας αφορά στο λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης και της Κύπρου, αξίζει να σημειώσουμε ότι, παρόλο που στην Κύπρο το φαινόμενο των έμμετρων ευχετήριων sms δεν είναι διαδεδομένο, εντούτοις και εκεί υπάρχουν λίγα δείγματα αυτής της νέας έκφρασης του λαϊκού πολιτισμού. Κατέγραψα ένα μόνο παράδειγμα και σας το μεταφέρω:
Ο νέος χρόνος πο’ ‘ρκεται, μόνο χάρες να φέρει
τζιαι να ‘ν’ η αγάπη οδηγός σ’ ούλλης της γης τα μέρη.
Χριστούγεννα χαρούμενα καλά τζ’ ευτυχισμένα
ευκόμαστεν από καρκιάς φίλοι μας στον καθένα
Όμορφα να περάσουμεν μα τζιαί ν’ αξιωθούμεν
σύντομα να εκπληρωθούν τζιείνα που λακταρούμεν.
Τζιαί τούτην νέαν την χρονιάν που σύντομα θα φτάσει
η Κύπρος μας να ενωθεί τζι’ ο κόσμος να ξεχάσει
τες έχθρες, τα προβλήματα, τα πάθη τζιαί τα μίση
τζι’ όμορφα τζιαί ειρηνικά για πάντα πιόν να ζήσει.
Γένοιτο!
Η εισήγηση εκφωνήθηκε στο συνέδριο "Ο Λαϊκός Πολιτισμός της Κύπρου και της Κρήτης", Εταιρεία Κρητικών Σπουδών - Ίδρυμα Καψωμένου, Πύργος Αλικιανού Χανίων 21-24 Ιουλίου 2011 και θα δημοσιευθεί στα πρακτικά του συνεδρίου.
Τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας δεκάδες προσωπικές ποιητικές συλλογές, των οποίων οι δημιουργοί τις χαρακτηρίζουν μαντινάδες. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: Κρητικές μαντινάδες, Μαντινάδες της Κρήτης, Μαντινάδες. Κυκλοφορούν συλλογές με επιχωριάζοντες τίτλους: προηγείται το τοπωνυμικό επίθετο για να ακολουθήσει αμέσως μετά το προσηγορικό μαντινάδες. Υπάρχουν ακόμα και πιο εμπνευσμένοι ή ποιητικοί τίτλοι, εκφράζοντας προφανώς το στοχασμό των δημιουργών τους, και οι οποίοι σχεδόν πάντα είτε ακολουθούνται από τον υπότιτλο Μαντινάδες είτε τον διεκδικούν σιωπηλά για το περιεχόμενό τους.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις εκδόσεις εντόπισα ένα μικρό βιβλιαράκι στο εξώφυλλο του οποίου αποτυπώνεται η φιγούρα ενός ορεσίβιου κρητικού και ο τίτλος Κρητικές μαντινάδες, χωρίς άλλη αναφορά, λχ. στο ονοματεπώνυμο του δημιουργού. Ο προσεκτικός αναγνώστης αν διάβαζε την ταυτότητα του βιβλίου που βρίσκεται γραμμένη με μικρά γράμματα στο κάτω μέρος της δεύτερης σελίδας, θα διαπίστωνε ότι πρόκειται για μια προσωπική συλλογή, επειδή αναγράφεται το παρωνύμιο του δημιουργού. Αναζητώντας το λόγο αυτής της επιλογής απευθύνθηκα στον εκδότη, ο οποίος παραδέχτηκε ότι η επιλογή αυτή είχε εμπορικό αποτέλεσμα, καθώς η συγκεκριμένη έκδοση σημειώνει πωλήσεις στα τουριστικά stands σε ποσοστό πολλαπλάσιο των επώνυμων συλλογών. Η αιτία είναι εύλογη: οι επισκέπτες αναζητώντας «γνήσιες» κρητικές μαντινάδες πέφτουν σ’ αυτή την καθόλα νόμιμη εμπορική παγίδα της ανωνυμίας και φεύγουν από το νησί έχοντας την ψευδαίσθηση ότι πήραν μαζί τους λίγο άρωμα Κρήτης.
Η στάση μου ωστόσο δεν είναι επικριτική απέναντι σ’ αυτή την «απάτη», επειδή δεν την θεωρώ περισσότερο ανέντιμη από εκείνη των επώνυμων δημιουργών, καθώς και οι δυο εξαπατούν τον αγοραστή-αναγνώστη, η κάθε μια με το δικό της τρόπο: οι επώνυμοι βαφτίζουν τις ποιητικές τους συλλογές μαντινάδες, χωρίς αυτές να είναι κάτι τέτοιο, ενώ ο «ανώνυμος», ίσως επειδή γνωρίζει τη διαδικασία μετατροπής ενός δίστιχου δεκαπεντασύλλαβου σε μαντινάδα, επιλέγει να αποκρύψει το όνομά του, ακριβώς για να θεωρηθούν τα δίστιχά του πραγματικές, γνήσιες, αυθεντικές μαντινάδες.
Τι είναι όμως εκείνο που ξεχωρίζει ένα δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο από τη μαντινάδα και το οποίο υποσυνείδητα γνωρίζει ακόμα και ο μη κρητικός επισκέπτης του νησιού;
Ο Παντελής Βαβουλές έχει δώσει από το 1952 απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Αναφερόμενος στην υπερπαραγωγή μαντινάδων τις εποχής του υπογραμμίζει: «Όσες απ’ αυτές (ενν. τις μαντινάδες) αρέσουν, απομνημονεύονται και μεταδίδονται σαν κληρονομιά στις ερχόμενες γενεές, και γίνονται παγκρήτιες, με μόνη διαφορά τη γλωσσική διατύπωση, ανάλογα με την ιδιωματική γλώσσα κάθε διαμερίσματος» . Τονίζω τις τρεις πρώτες λέξεις: «Όσες απ’ αυτές», όχι όλες. Παρόμοια άποψη διατύπωσε και η Ελευθερία Γιακουμάκη εξετάζοντας από διαφορετικό πρίσμα το αντικείμενό της: «Δεν είμαι λοιπόν απολύτως σίγουρη» γράφει «για τον αυτοσχέδιο χαρακτήρα της μαντινάδας, με την έννοια της ιδιαίτερης ατομικής δημιουργίας έξω από το εξελικτικό γίγνεσθαι του πολιτισμού. Ο αυτοσχεδιασμός ασφαλώς δίνει ένα κείμενο που τουλάχιστον εκφραστικά φέρνει την ατομική σκέψη και το προσωπικό ύφος του δημιουργού. Οι μαντινάδες όμως ως γλωσσικές δηλώσεις φέρουν έντονη τη συλλογική σφραγίδα από την πλευρά του ύφους, της αισθητικής, της ποιητικής, του διαλεκτικού κειμένου, του σημασιολογικού περιεχομένου και του κοινωνικού συμπεριέχοντος. Αν εξελικτικά συμβαίνουν ορισμένες αλλαγές στις μαντινάδες, αυτές εντοπίζονται κάθε φορά στο επίπεδο του δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ της , ο οποίος επενεργεί στα πρότυπα ανασυσταίνοντάς τα με τη δική του γλωσσική πραγμάτωση» .
Θα συμφωνήσω απόλυτα με την άποψη αυτή με μια προϋπόθεση: ότι δεν πρέπει να κάνουμε λόγο για «δημιουργό», αλλά για «συνδημιουργούς». Η μαντινάδα σαφώς και έχει έναν αρχικό δημιουργό. Κάποιος είχε την αρχική έμπνευση, το αρχικό ερέθισμα (ερωτικό στοχαστικό, επικαιρικό, σατιρικό ή άλλο) και το διατύπωσε σε στίχο. Ανεξάρτητα από την ποιότητά της τέθηκε στην κρίση του συνόλου, που είτε την απέρριψε, είτε την αφομοίωσε αυτούσια, είτε την τροποποίησε βελτιώνοντας τόσο την ποιητική και τη γλώσσα της όσο την ίδια την ιδέα, για να τη χρησιμοποιήσει ως δικό του δημιούργημα και κτήμα και στη συνέχεια να την παραδώσει σε άλλους δημιουργούς.. Όλοι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτή την ανασύνθεση είναι συνδημιουργοί και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της μαντινάδας δεν είναι τους μικρότερης σημασίας και σπουδαιότητας από εκείνης του αρχικού εμπνευστή . Θα φέρω τρεις μαντινάδες για παραδείγματα. Η πρώτη είναι:
Μισεύγεις, μήλο κόκκινο, κι εμένα που μ’ αφήνεις;
Πάρε με σκιάς κρυγιό νερό στο δρόμο να με πίνεις.
Την πατρότητα αυτής της μαντινάδας – με μικρές μόνο λεκτικές παραλλαγές – διεκδικούν, ως άλλη πατρίδα του Ομήρου, πολλοί, αποδείχνοντας τον τρόπο λειτουργίας της μαντινάδας και το βαθμό οικειοποίησής της από τον παραδοσιακό άνθρωπο. Προσωπικά έχω καταγράψει τρεις περιπτώσεις από διαφορετικούς πληροφορητές, ο καθένας από τους οποίους επέμενε για την πατρότητα της, ακριβώς επειδή χαράχτηκε βαθειά στη μνήμη του το ιστορικό γεγονός με το οποίο τη συνέδεσε: ένας άντρας αποχαιρετά μ’ αυτήν τη νεκρή σύζυγό του, μια μάνα το γιο της που φεύγει μετανάστης στην Αυστραλία («Μισεύγεις κι αποχαιρετάς κι εμένα …..») και μια κοπέλα τον αγαπημένο της που οδηγείται για ιδεολογικούς λόγους στην εξορία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την πανελληνίως γνωστή μαντινάδα, επειδή εντάχθηκε στο ρεπερτόριο του γνωστού λαϊκού τραγουδιστή Μανόλη Λυδάκη:
Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα,
γιατί ‘χω πόνο στην καρδιά κι εβγήκα και τον είπα.
Η μαντινάδα στην παλιότερη καταγραφή της σε συλλογή του 1908, αποδίδεται ως εξής:
Άστρη, μη με πειράζετε γιατί νυχτογυρίζω,
φωθιές με καίνε στην καρδιά και δεν τσι νταγιαντίζω .
Ο νεότερος λαϊκός στιχοπλόκος, που επενέβηκε διορθωτικά στην μαντινάδα, αντικατέστησε, ατυχώς (;), το ρήμα πειράζετε, το οποίο στην κρητική διάλεκτο σημαίνει κοροϊδεύετε, περιπαίζετε, περιγελάτε, με το ελληνικότερο μαλώνετε - έχουν και οι δυο λέξεις ίσο αριθμό συλλαβών - και συμπλήρωσε το δεύτερο στίχο εκφράζοντας τα δικά του συναισθήματα.
Η επόμενη μαντινάδα, γνωστή και αυτή για τον ίδιο λόγο με την προηγούμενη, καταγράφεται το 1925 σε ανέκδοτη ακόμα συλλογή:
Ρώτησε τ’ άστρη τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε
πώς κλαίνε τα ματάκια μου, όταν σου θυμηθούνε .
Ο σύγχρονος στιχοπλόκος αντικατέστησε, όπως και στην προηγούμενη, τον τύπο άστρη με τον οικείο σ’ αυτόν άστρα και την επανάλαβε σήμερα, χρόνια αργότερα, ώστε πολλοί να θεωρούν ότι είναι σύγχρονο στιχούργημα.
Συναντούμε ακόμα και παραφράσεις μαντινάδων. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά κυρίως στις μαντινάδες που αφορούν στο γάμο και στον κλήδονα. Η ευφρόσυνη διάθεση και το γέλιο που απελευθερώνουν, στηρίζονται στο στοιχείο του απρόοπτου, καθώς η μαντινάδα είναι εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού, και η παραποίησή της έρχεται με το απρόσμενο ελευθερόστομο περιεχόμενο – κάποιοι το χαρακτηρίζουν ή θεωρούν «άσεμνο» – να απελευθερώσει το γέλιο, καθώς τοῦ αἰσχροῦ ἐστί τό γελοῖον μόριον.
Η γνωστή μαντινάδα λ.χ.:
Πονείς εσύ, πονώ κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μα ‘γώ τον έχω στην καρδιά κι εσύ στ’ αχείλι μόνο.
παραποιείται σε:
Πονείς εσύ, πονώ κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μήδε κι εσύ θυμίζεις μπλιο, μήτε κι εγώ καβλώνω.
Και επειδή ο πρώτος στίχος μπορεί να μην γίνεται άμεσα αντιληπτός από το σύνολο κάποιοι τον αντικατέστησαν σε:
Γριά εσύ, γέρος κι εγώ κι οι δυο μας έναν πόνο,
μήδε κι εσύ θυμίζεις μπλιο, μήτε κι εγώ καβλώνω.
Το ίδιο ισχύει και στην μαντινάδα του κλήδονα:
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει ο χαριτωμένος
κι από την πόλη έρχεται μάλαμα φορτωμένος.
την οποία ο ανδρικός νους εκμεταλλευόμενος το γενικότερο ερωτικό κλίμα της τελετουργίας του κλήδονα, για να προκαλέσει, την παράλλαξε σε:
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει η χαριτωμένη,
να βγει η ψωλή με τα μαλλιά σα νύφη στολισμένη.
Αν αυτό που περιγράψαμε είναι η μαντινάδα, δηλαδή: δημιουργία, διασπορά και τελειοποίησή της με την παρέμβαση του ανώνυμου λαϊκού συνδημιουργού και, τέλος, αφομοίωσή της από το λαό, τότε τα δεκάδες βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα και των οποίων το περιεχόμενό διεκδικεί τον τίτλο μαντινάδα, δεν είναι τίποτα άλλο από προσωπικές ποιητικές συλλογές γραμμένες στην κρητική διάλεκτο – πολλές φορές είναι και αυτό συζητήσιμο κατά πόσο το πληρούν – που επιβάλλεται να κρίνονται και να αξιολογούνται ανάλογα. Θα φέρω ένα παράδειγμα, που όμως δεν είναι γραμμένο σε βιβλίο. Πρόκειται για ένα σύγχρονο επιτύμβιο αφιέρωμα (χαρτί σε κορνίζα) από την Κυριάννα Ρεθύμνης αφιερωμένο στον νεαρό Κων/νο Περισσάκη (1984-2003), του οποίου τα όργανα, προφανώς, δόθηκαν από τους οικείους του για μεταμόσχευση, αναφέρει:
Ένα δεντρί μου απού ‘λπιζα / γλυκούς καρπούς να πάρω /
κατάλυσε το η μοίρα μου / και το ‘δωκε στο χάρο. /
Μα πριν ακόμα μαραθεί / άρπαξ’ ο περβολάρης /
βλαστούς και μπόλια τρυφερά / χάρε να μην τα πάρεις. /
Άλλα δεντρά εμπόλιασε / και μονομιάς ανθίσαν /
κι οι μυρωδιές σου αντράκι μου / τον κόσμο εγεμίσαν. / Μ.Κ /
Η σύνθεση αυτή δεν είναι απλά τρεις μαντινάδες, αλλά ποίηση και μάλιστα υψηλής ποιότητας, που συγκινεί βαθύτατα τον αναγνώστη.
Ωστόσο σε ένα μεγάλο μέρος τους οι συλλογές αυτές είναι κακά στιχουργήματα, ενώ ορισμένες υπερβαίνουν και αυτά τα όρια της φαιδρότητας. Τα στιχουργήματα αυτά παραμένουν στις κλειστές σελίδες των βιβλίων και λησμονούνται ακόμα και από τους ίδιους τους δημιουργούς τους, καθώς τους είναι δύσκολο να συγκρατήσουν στη μνήμη τις χιλιάδες των «μαντινάδων» που έχουν δημοσιεύσει. Αυτά τα στιχουργήματα δεν θα έχουν ποτέ τη τύχη των δίστιχων του Γ. Δροσίνη που «έχουν μπει στη ζωή του λαού και τραγουδιούνται και στην Κρήτη, χωρίς να μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει από τα λαϊκά. Το ίδιο και τα δίστιχα της Δίδος Μ. Αμαριώτου» .
Στην Κύπρο για τους σύγχρονους δημιουργούς χρησιμοποιείται ο εύστοχος όρος λαϊκοί ποιητάρηδες, ενώ ο όρος μαντιναδολόγος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη, είναι λανθασμένος για δυο λόγους: πρώτα επειδή συγχέει τη μαντινάδα με το σύγχρονο στιχούργημα, και δεύτερο γιατί το β΄ συνθετικό –λόγος του όρου αναφέρεται μεν στον ασχολούμενο με την μαντινάδα, αλλά όχι σε επίπεδο δημιουργίας (πρβλ. μικροβιολόγος, γεωλόγος, γυναικολόγος κ.ά.). Δεν αμφισβητώ ότι ο όρος μαντιναδολόγος έχει εμπεδωθεί στην κρητική διάλεκτο, ούτε έχω την αξίωση να δημιουργήσω νέο. Υποστηρίζω μονάχα και τονίζω το ανακριβές και παραπλανητικό περιεχόμενό του και υπενθυμίσω ότι ο Δ. Πετρόπουλος «τους λαϊκούς στιχουργούς της Κρήτης» τους ονομάζει ποιητάρηδες . Θέλω ακόμα να υπογραμμίσω ότι ίσως είναι καιρός και για μας στην Κρήτη να καθορίσουμε τα όρια ανάμεσα στην παράδοση και στο σήμερα και να ξεκαθαρίσουμε τα όρια ανάμεσα στη μαντινάδα και τη σύγχρονη ποιητική δημιουργία με τοπικά διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Πιστεύω ότι και οι δυο πλευρές θα ωφεληθούν από αυτή τη διάκριση.
Κι ενώ η μαντινάδα, στη διάσταση που την περιγράψαμε, έδινε την εντύπωση ότι, για λόγους που δεν αφορούν στην παρούσα εισήγηση , εξέπνεε και έπαιρνε τη θέση της, όπως και πολλά άλλα στοιχεία του λαϊκού πολισμού, στα λαογραφικά αρχεία και τις συλλογές, εμφανίζεται, ομολογουμένως ανέλπιστα, το κινητό τηλέφωνο να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση της. Λέω επιβίωση και όχι αναβίωση, ακριβώς γιατί λειτουργεί – το κινητό εννοώ – ως μέσο επανέναρξης του παιχνιδιού της μαντινάδας, που είχε θυσιαστεί στο βωμό της πνευματικής ιδιοκτησίας με την αυστηρή νομική χρήση του όρου , όπως αυτή άρχισε να εμφανίζεται κυρίως από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εδραιώθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και γενικεύτηκε σήμερα μεταξύ των «κρητών καλλιτεχνών», οι οποίοι θεωρούν σχεδόν προσβλητικό να τραγουδήσουν μαντινάδες πέραν του προσωπικού του ρεπερτορίου.
Το ευχάριστο και αισιόδοξο μήνυμα, εκτός αυτής καθ’ αυτής της επιβίωσης, είναι ακόμα η υιοθέτηση της μαντινάδας από τους νέους ως μέσο έκφρασης ευχών και συναισθημάτων, κάτι που δεν πέτυχαν οι ομολογουμένως πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές που έχουν ως αντικείμενό τους τη μαντινάδα και οι οποίες διοργανώνουν διαγωνισμούς συμπληρώματος του δεύτερου στίχου. Συνήθως οι συμμετέχοντες σ’ αυτές είναι άτομα μεγάλης ηλικίας και επαναλαμβάνονται σε κάθε εκπομπή. Αντίθετα στα ευχετήρια sms που ανταλλάσσονται με την ευκαιρία των γιορτών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, ονομαστικές εορτές, γενέθλια και σπανιότερα επετειακές, του Αγίου Βαλεντίνου κ.ά.) οι ηλικίες είναι πολύ μικρότερες . Σπάνια συναντάμε πληροφορητή να υπερβαίνει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
Τα ευχετήρια sms έρχονται δηλαδή να επανατοποθετήσουν τη μαντινάδα, «όχι στο μουσειακό συρτάρι, όπου μαραίνεται μακριά από τα συμφραζόμενα της τέλεσης και της απόλαυσης αλλά στον προβολέα μιας οπτικής η οποία αναγνωρίζει τη ζωντάνια της, την περίφημη αμεσότητά της δηλαδή, ως προϊόν της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων δια μέσου της αισθητικής μορφής» . Η άποψη αυτή του Herzfeld Michael ισχύει, αλλά δεν αφορά την μαντινάδα, όπως την προσδιορίζει στην εργασία του, καθώς σήμερα μόνο τα ευχετήρια sms αναπαράγουν τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις και τις επαναπροσδιορίζουν με εξαιρετικό τρόπο, προσδίδοντάς τους περισσότερο συναίσθημα και λυρισμό. Η γλώσσα, οι ρομαντικές εικόνες που εμπεριέχουν, δύσκολα θα εκφράζονταν στον προφορικό λόγο και στην πρόσωπο με πρόσωπο επαφή. Αυτή η εξωτερίκευση συναισθημάτων δεν γίνεται στο στημένο πλαίσιο του σύγχρονου γλεντιού, όπου άντρες ανταλλάσσουν μεταξύ τους ερωτικές μαντινάδες (!), αλλά ανταλλάσσονται ευχές σε ρεαλιστικό επίπεδο (φιλικό, συγγενικό, ερωτικό ή ακόμα και τυπικό) με τέτοιο λυρισμό και συναισθηματική λεπτότητα, που εξιδανικεύει τους χρήστες και αναγάγει την σχέση τους σε επίπεδο υψηλότερο, αγνότερο, ιδεωδέστερο. Δικαιολογημένα επομένως ο ανώνυμος λαϊκός στιχοπλόκος στέλιωσε το δίστιχο:
Κατηγορούν τα κινητά για ακτινοβολία,
όμως ξετρέχουν το σεβντά και δένουν τη φιλία.
Και κάτι ακόμα: για πρώτη φορά το ευχετήριο sms «εξάγει» τη μαντινάδα εκτός των ορίων της Κρήτης ξεπερνώντας όχι μόνο τα όρια της παραδοσιακής κοινωνίας, αλλά εισέρχεται και στις αστικές περιοχές καθιερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια τοπική κρητική συνήθεια σε πανελλήνια. Πώς το πέτυχε αυτό; Απλούστατα στηρίχτηκε στα βαθειά θεμέλια που έχει το λαϊκό δίστιχο στην ελληνική παράδοση.
Αναφέραμε πριν λίγο τον όρο «παιχνίδι της μαντινάδας», επειδή όντως πρόκειται για παιχνίδι τόσο σε επίπεδο συλλογικής δημιουργίας, για την οποία μιλήσαμε ήδη εκτενώς, όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικό, σε επίπεδο πρόκλησης και ανταπόδοσης. Το ευχετήριο sms επαναφέρει τη διαδικασία γέννησης, διασποράς, επεξεργασίας και οικειοποίησης της μαντινάδας, όπως ακριβώς συνέβαινε στο παρελθόν: τη δημιουργία, την επεξεργασία του δίστιχου από τη λαϊκή σοφία και αισθητική, την τελειοποίησή του και τελικά την καθιέρωσή του στη συλλογική συνείδηση. Τότε μόνο μετουσιώνεται από προσωπικό δίστιχο σε μαντινάδα. Πετυχαίνει ακόμα το sms και κάτι άλλο: για πρώτη φορά στην ιστορία της μαντινάδας μας δίνει τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε αυτή την πορεία, την τελειοποίηση, την ολοκλήρωση και εν τέλει τη μετουσίωση του δίστιχου σε μαντινάδα. Λίγα τυχαία παραδείγματα μας αποκαλύπτουν αυτή τη διαδικασία:
1. Πρωτοχρονιάτικες ευχές στέλνω απ’ την καρδιά μου
για όλους όσους αγαπώ και βρίσκονται μακριά μου.
Πρωτοχρονιάτικες ευχές στέλνω απ’ την καρδιά μου
υγεία, αγάπη και χαρά κι ας είστε μακριά μου.
2. Των αηδονιών παρήγγειλα στην πόρτα σας να ‘ρθουνε,
πρωτοχρονιάτικες ευχές τσ’ ελπίδας να σου πούνε.
Των αηδονιών παρήγγειλα στην πόρτα σας να ‘ρθουνε,
με σιγανό κελάηδισμα καλή χρονιά να πούνε.
3. Είμαι μακριά και οι ευχές δεν πάνε χέρι χέρι,
γι’ αυτό κι εγώ στο κινητό τσι γράφω να στσι φέρει.
Είμαι μακριά και οι ευχές δεν πάνε χέρι χέρι,
γι’ αυτό τσι δίνω στην καρδιά, αυτή να σου τσι φέρει.
4. Αν δεις πουλιά στον κήπο σου να χαμηλοπετούνε,
μην τα ζυγώξεις, τα ‘στειλα «χρόνια πολλά» να πούνε.
Αν δεις στον κήπο σου πουλιά να χαμηλοπετούνε,
μην τα ζυγώξεις, στα φτερά τσ’ ευχές μου σου κρατούνε.
5. Τ’ Αη Βασίλη έκατσα κι έγραψα ένα γράμμα,
να είσαι εσύ όλο χαρές κι ας μη μου φέρει πράμα.
Σαν το κοπέλι έγραψα τ’ Άη Βασίλη γράμμα,
να φέρει εσένα ό,τι ποθείς, κι εγώ δε θέλω πράμα.
Τ’ Άη Βασίλη ζήτηξα οφέτος μ’ ένα γράμμα
να φέρει εσένα ό,τι ποθείς, μα εγώ δεν θέλω πράμα.
Η ίδια μαντινάδα, παραποιημένη, ανταλλάσσεται μεταξύ ανδρών φίλων με τη μορφή ελευθερόστομου δίστιχου:
Τ’ Άη Βασίλη εζήτηξα οφέτος μ’ ένα γράμμα,
να φέρει εσένα ένα μουνί, μα εγώ δεν θέλω πράμα.
Στα παραδείγματα αυτά η παρεμβάσεις είναι εμφανέστατες, καθώς τροποποιείται ένα ημιστίχιο ή ολόκληρος ο δεύτερος στίχος. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις ποίες οι παρεμβάσεις είναι ανεπαίσθητες, με αλλαγή της θέσης μιας μόνον λέξης ή την αντικατάστασή της με μια διαφορετική ή η αφαίρεση μιας χασμωδίας, κάτι σαν την τελευταία πινελιά του ζωγράφου πάνω στον πίνακά του:
1. Πρωτοχρονιά κι η σκέψη μου τσι δρόμους έχει πιάσει,
να βρει τσ’ ανθρώπους π’ αγαπώ, ευχές για να μοιράσει.
Πρωτοχρονιά κι η σκέψη μου έχει τους δρόμους πιάσει,
να βρει τσ’ ανθρώπους π’ αγαπώ κι ευχές να τους μοιράσει.
2. Το νέο έτος δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει,
εύχομαι μόνο με χαρές να ‘ρθει και να μισέψει.
Το νέο έτος δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει,
μα εύχομαί σου με χαρές να ‘ρθει και να μισέψει.
Θεωρώ πως είναι περιττό να τονίσω ότι από τις μαντινάδες αυτές οι τελειότερες δομικά, ποιητικά και αισθητικά είναι το καταστάλαγμα της συλλογικής λαϊκής δημιουργίας και αποδείχνουν πως μαντινάδα δεν είναι απλά το δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο που κάνει χρήση της κρητικής διαλέκτου, αλλά εκείνο που θα μπει στα χείλη του κρητικού και της κρητικιάς, που θα σιγοτραγουδηθεί ή θα χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη και όχι άπαξ.
Άλλο χαρακτηριστικό της μαντινάδας είναι η διαλογικότητα, η στιχομυθία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα . Το sms έρχεται να επαναφέρει στην επιφάνεια αυτή τη λησμονημένη ζωτική λειτουργία. Ο διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ των ευχομένων, μπορεί να μην έχει τα ίδια ψυχοκίνητρα, την ίδια λυρική διάθεση του παραδοσιακού λαϊκού δημιουργού, ο οποίος σε μια στιγμή ανάτασης των συναισθημάτων και των αισθημάτων ξεδιπλώνει την ψυχή του και δημιουργεί, αλλά να γίνεται τυπικά, με λόγια παρμένα από άλλους, «ξεπατικωμένα», αποθηκευμένα στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου, έτοιμα για κάθε χρήση, όμως γ ί ν ε τ α ι και αυτό είναι πολύ σημαντικό, επειδή επαναφέρει τρόπους έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων ξεχασμένους από καιρό λόγω των νέων συνθηκών και κυρίως της ρασιοναλιστικής αντίληψης της ζωής, η οποία εδραίωσε τον κυνισμό και θεώρησε τη ρομαντική και λυρική διάθεση χαρακτηριστικό των ονειροπόλων και των αφελών. Πολλές φορές το ευχετήριο sms γίνεται αιτία νέων ποιητικών δημιουργιών. Συχνά μια καλοχτισμένη ευχή ξυπνά την ποιητική διάθεση του παραλήπτη, χωρίς ο ίδιος να είχε την διάθεση ή ακόμα και την ιδιαίτερη ικανότητα της στιχοπλοκής. Έχουν δημιουργηθεί εξαιρετικής ποιότητας απαντητικές μαντινάδες, που χωρίς το κίνητρο του sms δεν θα είχαν δημιουργηθεί.
Ποια μαντινάδα να σου πω κι είντα ευχή να στείλω,
που καμαρώνει η σκέψη μου μόνο που σ’ έχει φίλο.
Σ’ όλες τσι μπόρες τσι ζωής, που η μοίρα μου μου στέλνει,
δύναμη απ’ την αγάπη σας μόνο η καρδιά μου παίρνει.
Φίλου κουβέντα όμορφη σαν ‘κούσω, συγκινούμαι,
τέθοιο πρωτοχρονιάτικο δώρο δεν το θυμούμαι.
Επειδή τέτοιου είδους μαντινάδες ικανοποιούν αισθητικά και νοηματικά αφομοιώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αυτούσιες από πολλούς από τους πληροφορητές μας, πιθανόν και από εσάς που τώρα με ακούτε.
Στις διάφορες συλλογές οι παραδοσιακές μαντινάδες κατατάσσονται σε κατηγορίες: ερωτικές, γνωμικές, σατιρικές κ.ά. Αυτή η ποικιλία του περιεχομένου αποτυπώνεται και στις ευχετήρια sms: υπάρχουν μαντινάδες ερωτικές, για τη φιλία, γνωμικές, σκωπτικές, ελευθερόστομες, ακόμα και ιστορικές που συνυφαίνονται με τις ευχές. Ειδικότερα εκείνες που κάνουν αναφορά σε γεγονότα που απασχόλησαν την κοινωνία αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής και τις μετατρέπουν σε μέσο σχολιασμού, επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Αναφέρω ενδεικτικά από δυο παραδείγματα για κάθε περίπτωση:
Την πρωτοχρονιά του 2011 οι ευχές, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ασχολίαστη την οικονομική κρίση:
Το δυο χιλιάδες έντεκα θα φάμε το γαμήσι,
αυτό που δεν προλάβαμε το ’10 από την κρίση.
Το δυο χιλιάδες έντεκα θα ‘χω καλή παρέα,
τη Μέρκελ και την τρόικα και το Γιωργιό τ’ Αντρέα.
Την πρωτοχρονιά του 2010 σατιρίζεται η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τα τέλη κυκλοφορίας των παλιών οχημάτων και την ανάγκη επιστροφής των χρεών από το κράτος:
Ο Άη Βασίλης έμαθα δεν έρχεται εντέλει,
γιατί ‘ν’ το έλκηθρο παλιό κι είναι πολλά τα τέλη.
Όσα η χώρα δανεικά πρέπει να επιστρέψει,
τόσες σας εύχομαι ευχές ο Θιος να σας-ε πέψει.
Κάθε ευρώ και μια χαρά, κάθε λεπτό κι υγεία,
το νέο χρόνο εύχομαι χαρά και ευτυχία.
Η πρωτοχρονιά του 2009 έχει άρωμα του…Βατοπαιδίου και των μολότοφ που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Ανδρέα Γρηγορόπουλου:
Όσα ευρώ ‘χει ο Εφραίμ μέσα στα ράσα χώσει,
τόσες ευχές απλόχερα η μοίρα να σου δώσει.
Όσα λεφτά εκλέψανε στο Βατοπαίδι οφέτος,
τόσες ευχές σας εύχομαι για το καινούργιο έτος.
Όσες βιτρίνες σπάσανε στο Σύνταγμα οφέτος,
τόσες χαρές σου εύχομαι για το καινούργιο έτος.
Όσες μολότοφ πέσανε σ’ όλη τη χώρα φέτος
σου εύχομαι να ‘χεις χαρές αυτό το νέο έτος.
Υπάρχει βέβαια και ο αμετανόητος οπαδός του ΠΑΣΟΚ ο οποίος αδιαφορεί γι’ αυτά τα προβλήματα και οραματίζεται την άνοδο του κόμματός του στην εξουσία:
Καλή χρονιά σας εύχομαι, χαρά και ευτυχία,
να ξαναδούμε το ΠΑΣΟΚ ξανά στην εξουσία.
Βέβαια το ανάλογη ευχή είχε στείλει και το περασμένο Πάσχα:
Εύχομαι η Ανάσταση χαρές να μας γεμίσει
και να ‘ρθει πάλι το ΠΑΣΟΚ να ξανακυβερνήσει.
ή με μια δόση κακότητας:
Αφού, Χριστέ, αναστήθηκες, μπορείς κι αυτό να κάμεις,
όσους ψηφίζουν Δεξιά ούλους να τσι ξεκάμεις.
Η παραμονή πρωτοχρονιάς του 2008 είχε εντονότατο άρωμα Κρήτης και …χασίς:
Όσα ‘χουνε στα Ζωνιανά χασίσα φυτεμένα,
τόσα σας εύχομαι πολλά χρόνια ευτυχισμένα.
Όσα δεντρά φυτρώνουνε στα Ζωνιανά χασίσι,
τόσες χαρές τούτη η χρονιά θέλω να σας χαρίσει.
Και μια που βρισκόμαστε στην καρδιά της οικονομικής κρίσης ας δούμε πως αυτή αποτυπώνεται στα ευχετήρια sms. Το οικονομικό πρόβλημα κάνει την εμφάνισή του το 2008, το αντιλαμβάνεται ο λαϊκός δημιουργός και γι’ αυτό η πρώτη σχετική πρωτοχρονιάτικη ευχή για το 2009 προμηνύει τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν:
Μην κλαις πως φεύγει το οκτώ, απού ‘φερε την κρίση,
κλαίγε πως ήρθε το εννιά κι αρχίζει το γαμήσι.
Το 2009 τα οικονομικά προβλήματα ήταν μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα, γι’ αυτό και οι ευχές για το 2010 είναι περιγραφικότερες:
Έφυγε ο χρόνος κι άφησε πίκρες στο πέρασμά ντου
κι ο Θιος κατέχει κι έτουνε τα ξετελέματά ντου.
Όσα χαράτσια το ΠΑΣΟΚ φέτος θα μας χαρίσει,
τόσες χαρές απλόχερα ο χρόνος να σ’ αφήσει.
Όσα η χώρα δανεικά πρέπει να επιστρέψει,
τόσες σας εύχομαι ευχές ο Θιος να σας-ε πέψει.
Κάθε ευρώ και μια χαρά, κάθε λεπτό κι υγεία,
το νέο χρόνο εύχομαι χαρά και ευτυχία.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2011 οι ευχές κυμαίνονταν στο ίδιο επίπεδο, επειδή λίγοι φανταζόταν τότε την απειλή πτώχευσης. Εκτός από τις δυο μαντινάδες που αναφέρθηκαν ήδη για το 2011, κυκλοφόρησαν και οι ακόλουθες:
Έφυγε ο χρόνος κι άφησε πίκρες στο πέρασμά ντου
κι ο Θιος κατέχει κι έτουνε τ’ αποξετέλεμά ντου .
Δύσκολο, λένε, το έντεκα, χρονιά με νέα μέτρα,
χαρά κι υγεία εύχομαι κι όλα να πάνε ντρέτα.
Καινούργιε χρόνε, φέρε μας μπροστάρηδες με ήθος
και πάρε όσους βόλεψε η εδική μας ψήφος.
Υπάρχει ακόμα και η περίπτωση ενός πολύστιχου που περιγράφει αδρομερώς την όλη κατάσταση:
Χρόνε, που φεύγεις, πού θα πας κι οπίσω είντ’ αφήνεις;
Ως το θωρώ, καλλιά ‘τονε κι οφέτος να ‘πομείνεις!
Θωρώ, μαθώς, το ΔΝΤ με το ΠΑΣΟΚ ομάδι,
πως λαλητούς μαςε γλακούν να μπούμενε στον Άδη.
Έφαγαν αυτοί και ήπιανε κι έδωκαν και παρέκει
κι αν ‘πόμεινε και καντιτίς, άθρωπος δεν κατέχει.
Έφαε κι ο Καραμαλής, έφαε, ζωή να ‘χει,
μα τούτοινέ δεν έχουνε ούτ’ άκρα στο στομάχι.
Κι ο κακορίζικος λαός, ο κατηγορημένος,
στέκει στην άκρα και θωρεί βουβός και πικραμένος.
Για ‘κειονά το έντεκα φοβούνται μη μανίσει
και το παρασυρόξυλο πιάσει να τσι πανίσει.
Άϊντες μα ‘μείς θ’ αντέξομε κι οφέτος, λω, και να τως!
Και δε θα βγει, ως κι αν το θεν, ό,τι ποθεί η καρδιά ν-τως.
Ως απάντηση στο πολύστιχο αυτό ευχετήριο τραγούδι δόθηκε άλλη πολύστιχη ευχή:
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά γεμάτη με υγεία,
όλοι μαζί τα φάγαμε κι είχαμε μεγαλεία.
Μα εδά, Μιχάλη, εσώσανε κι επιάσαμε τον πάτο,
ανάθεμα το ΔΝΤ και τρισαναθεμά το,
απού μας εδιέταξε να κάνομε νηστεία
και το ΠΑΣΟΚ μας εύχεται κι από του χρόνου υγεία.
Μαντινάδες και τραγούδια αυτού του είδους γράφονταν και λέγονταν στις παραδοσιακές κοινωνίες για διάφορα περιστατικά τοπικού ή γενικότερου ενδιαφέροντος. Η μαντινάδα λ.χ.:
Θωρείτ’ εκείνο το χορό που πάει ζάλο ζάλο;
Στην Πόλη δα χορέψομε, Λευτέρη, δίχως άλλο .
είναι μια από τις δεκάδες μαντινάδες που γράφτηκα και τραγουδήθηκαν για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκαναν τον ιστορικό τους κύκλο, επιτέλεσαν τον κοινωνικό τους ρόλο και πέρασαν στο χώρο της λήθης, ή καλύτερα των συλλογών, όπως και τα ευχετήρια sms με το ανάλογο περιεχόμενο, για να χρησιμοποιηθούν μόνον από τους μελετητές. Στο επίπεδο αυτό δεν είναι μόνο τα ευχετήρια sms τα μοναδικά δείγματα επιβίωσης της μαντινάδας, αλλά και αυτά που αφορούν σε διάφορα επίκαιρα γεγονότα. Επιτελούν τον ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό ρόλο και περνούν στη συνέχεια σε αχρηστία. Η εναλλαγή των κομμάτων της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, σκώμματα για τα εκλογικά αποτελέσματα, οι εσωκομματικές εκλογές των κομμάτων, η απόπειρα αυτοκτονίας του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού κου Ζαχόπουλου, η δολοφονία του διοικητή του ΙΚΑ Βαρθολομαίου, η τραγική δολοφονία Γρηγορόπουλου, οι έφοδοι των ΕΚΑΜ στην Κρήτη και η υπόθεση των Ζωνιανών κ.ά, αποτυπώθηκαν σε sms και με την ικανότητα διασποράς που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο όχι μόνο ξεπέρασαν τα όρια της Κρήτης, αλλά και της χώρας ολόκληρης. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο να δέχεται κάποιος από Γερμανούς ή Γάλους ελληνομαθείς φίλους του sms με ανάλογο περιεχόμενο.
Κλείνοντας θέλω να αναφέρω ότι από το 2009 τα ευχετήρια sms αρχίζουν να αλλάζουν μορφή και εξελίσσονται σε πολύστιχα τραγούδια τεσσάρων, έξι ή και δεκατεσσάρων στίχων, με πιο περιορισμένη όμως – για τα τελευταία – διασπορά.
Άη Βασίλης θα ντυθώ, να βάλλω μες στο σάκο
λουκάνικα, παλιό κρασί, αλατσολιές και ντάκο,
να πάω όπου αγαπώ, να δώσω ευχή μεγάλη,
να ‘ναι η νέα η χρονιά καλλιά από κάθε άλλη.
Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι αυτά τα πολύστιχα δημοτικοφανή ποιήματα είναι παραδοσιακά, σίγουρα όμως δημιουργήθηκαν επειδή υπάρχει η τεχνολογία του κινητού τηλεφώνου. Είναι γεννήματα, όπως και τα ευχετήρια sms, του σύγχρονου πολιτισμικού γίγνεσθαι που επαναπροσδιορίστηκαν από τη σύγχρονη πραγματικότητα, και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται συχνά από λογιοτατισμούς και άλλες γλωσσικές αλλαγές, ανταποκρινόμενα ακριβώς στην γλωσσική πραγματικότητα της εποχής. Όλη αυτή η αναβίωση οφείλεται στο κινητό τηλέφωνο, δηλαδή την τεχνολογία που συχνά μεμφόμαστε για το θάνατο της παράδοσης.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα; Θα υπάρξει συνέχεια για να επιβιώσει ο ζωντανός παραδοσιακός ποιητικός κρητικός λόγος; Η οποιαδήποτε πιθανή απάντηση ανήκει στο χώρο της εικασίας, και είναι σφάλμα να οικτίρουμε το μέλλον στηριζόμενοι σε υποθέσεις. Εκείνο που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι πως σήμερα η κρητική μαντινάδα επιβιώνει ολοζώντανη στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου με τη μορφή ευχετήριου ή απλού επίκαιρου δίστιχου sms. Βρίσκεται μήπως διασωληνωμένη και υποστηρίζεται με μηχανικά μέσα ψελλίζοντας το κύκνειο άσμα της; Το μέλλον θα δείξει.
Και επειδή το συνέδριό μας αφορά στο λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης και της Κύπρου, αξίζει να σημειώσουμε ότι, παρόλο που στην Κύπρο το φαινόμενο των έμμετρων ευχετήριων sms δεν είναι διαδεδομένο, εντούτοις και εκεί υπάρχουν λίγα δείγματα αυτής της νέας έκφρασης του λαϊκού πολιτισμού. Κατέγραψα ένα μόνο παράδειγμα και σας το μεταφέρω:
Ο νέος χρόνος πο’ ‘ρκεται, μόνο χάρες να φέρει
τζιαι να ‘ν’ η αγάπη οδηγός σ’ ούλλης της γης τα μέρη.
Χριστούγεννα χαρούμενα καλά τζ’ ευτυχισμένα
ευκόμαστεν από καρκιάς φίλοι μας στον καθένα
Όμορφα να περάσουμεν μα τζιαί ν’ αξιωθούμεν
σύντομα να εκπληρωθούν τζιείνα που λακταρούμεν.
Τζιαί τούτην νέαν την χρονιάν που σύντομα θα φτάσει
η Κύπρος μας να ενωθεί τζι’ ο κόσμος να ξεχάσει
τες έχθρες, τα προβλήματα, τα πάθη τζιαί τα μίση
τζι’ όμορφα τζιαί ειρηνικά για πάντα πιόν να ζήσει.
Γένοιτο!
Η εισήγηση εκφωνήθηκε στο συνέδριο "Ο Λαϊκός Πολιτισμός της Κύπρου και της Κρήτης", Εταιρεία Κρητικών Σπουδών - Ίδρυμα Καψωμένου, Πύργος Αλικιανού Χανίων 21-24 Ιουλίου 2011 και θα δημοσιευθεί στα πρακτικά του συνεδρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου