Η αλήθεια στον παροιμιακό και γνωμικό
λόγο. Αναφορά στις αντιφατικές κρητικές παροιμίες και γνωμικές εκφράσεις
Η προσπάθεια των
μελετητών για τον προσδιορισμό του όρου παροιμία
έχει αποδώσει μέχρι σήμερα έναν αρκετά μακρύ κατάλογο ορισμών. Από αυτούς άλλοι
προέρχονται από συστηματικές μελέτες και άλλοι από ερμηνευτικά λεξικά γενικής
χρήσης, που, ωστόσο, δίνουν το περιεχόμενο του όρου στην καθημερινή του χρήση.
Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι «…εκφράζει μια αλήθεια που αποτελεί προϊόν
μακρόχρονης πείρας…»[1]. Η Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ορίζει ότι παροιμία είναι «Φράσις αποφθεγματική, δηλούσα βιοτικήν τινά αλήθειαν εκ της πείρας
κτηθείσαν….»[2]. Στο Λεξικό του Εμμ. Κριαρά η παροιμία είναι «Λαϊκή φράση που εκφράζει με συντομία και μεταφορικό, αλληγορικό ή
σκωπτικό τρόπο μια σημαντική αλήθεια»[3].
Ακόμα και σ’ αυτό το χρηστικό λεξικό Φυτράκη η παροιμία ορίζεται ως «Λαϊκό απόφθεγμα που αλληγορικά ή ειρωνικά
εκφράζει μιαν εμπειρικά βεβαιωμένη αλήθεια».
Από τα
ξενόγλωσσα λεξικά το Oxford English Dictionary (1961) ορίζει την παροιμία ως «Σύντομη και πλήρης πειθούς ρήση με κοινή και
αναγνωρισμένη χρήση…Αλήθεια επιβεβαιωμένη από την εμπειρία ..». «Αλήθεια που απορρέει από την εμπειρία, σοφή
συμβουλή…» υποστηρίζει και το Petit Robert (1982),
ενώ το Dizionario della Lingua Italiana του Gabrielli Aldo, ed. Hoepli, στο λήμμα proverbio αναφέρει ότι πρόκειται για μια «σύντομη φράση…που περιέχει μια σκέψη, ένα κανόνα, μια προειδοποίηση,
που αντλήθηκε από την εμπειρία». Την
ίδια άποψη υποστηρίζει η L’ Enciclopaedia
Italiana η οποία αναφέρει ότι είναι μια «σύντομη φράση μεγάλης διασποράς ..που
εκφράζει μια σκέψη ή πιο συχνά έναν κανόνα προερχόμενο από την εμπειρία»
Στο χώρο των
διαδικτυακών λεξικών η Wikipedia,
στην ιταλική της έκδοση, αναφέρει ότι οι παροιμίες (proverdi)
«…γενικά
μεταφέρουν μιαν αλήθεια (ή εκείνο που οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι αλήθεια)….» και ότι «…είναι προϊόν της λαϊκής
σοφίας ή της “λαϊκής φιλοσοφίας”, όπως λέγεται, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που
υποστηρίζουν ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά κωδικοποιημένη εκδοχή κοινών θέσεων».
Στην αγγλική της έκδοση υποστηρίζει ότι παροιμία (proverd) «είναι μια
απλή και στερεοτύπη έκφραση, δημοφιλής και επαναλαμβανόμενη η οποί εκφράζει μια
αλήθεια, με βάση την κοινή λογική ή την πρακτική εμπειρία της ανθρωπότητας».
Αντίθετα τόσο στη Γερμανική έκδοση της Wikipedia η
«αλήθεια» εγκαταλείπεται ως χαρακτηριστικό της παροιμίας και υποστηρίζει ότι «παροιμία
(Sprichwort) είναι
μια ευρέως γνωστή, σταθερά παγιωμένη
πρόταση που εκφράζει έναν κανόνα
της ζωής ή μια σοφία σε μια περιεκτική, σύντομη
μορφή». Στην
ελληνική έκδοση υποστηρίζει ότι «παροιμία είναι ένα σύντομο απόφθεγμα
που εκφράζει (τις περισσότερες φορές με αλληγορικό τρόπο) ισχυρισμούς που
αποτελούν το απόσταγμα μακράς πείρας πολλών ανθρώπων».
Προς την ίδια κατεύθυνση
κινούνται και οι ορισμοί που δίδουν επιστήμονες λαογράφοι. Ο Στίλπων Κυριακίδης
αποδέχεται τον ορισμό του Αριστοτέλη, που ταυτίζει τις παροιμίες με τις
μεταφορές «και πραγματικώς αι παροιμίαι
ουδέν άλλο είναι ή παρομοιώσεις, αι οποίαι γενόμεναι υπό πάντων αποδεκταί,
κατέστησαν δημοτικαί και πάγκοινοι…»[4]. Ο Δημ.
Λουκάτος υποστηρίζει ότι παροιμία είναι μια φράση «…που διατυπώνει παραστατικά…μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση, μια
συμβουλή, που επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο σαν επιχείρημα ή παράδειγμα»[5], ενώ
ο Taylor χαρακτηρίζει την παροιμία ως τη «σοφία των πολλών και την ευφυΐα του ενός»[6]. «Πρακτικές και μεστές νοήματος λαοφιλείς
εκφράσεις, που εκφράζουν περισσότερο ή λιγότερο γενικές πεποιθήσεις»[7] τις
χαρακτηρίζει ο Ed. Hulme και
ο Seiler «Ρητά …με διδακτική τάση και εξέχουσα μορφή»[8]. Ο Kleiber αναγνωρίζει και αυτός ότι χαρακτηριστικό
της παροιμίας είναι «η γενική αλήθεια»
που εμπεριέχουν[9], ενώ ο Whiting «…εκφράζει
προφανώς μια βασική αλήθεια …. Είναι συνήθως αληθής, αλλά όχι απαραίτητα»[10].
Στην άποψη αυτή συγκλίνει και ο Andre Jolles «…περικλείει μια εμπειρία, χωρίς αυτή να παύει να είναι μια μερικότητα
στην οργανωμένη τάξη του κόσμου»[11].
Σε παλαιότερα λεξικά – προφανώς επηρεασμένα
από τον αριστοτέλειο ορισμό: «αι
παροιμίαι μεταφοραί απ’ είδους επ’ είδος εισίν»[12] – ο προσδιορισμός του όρου
διαφοροποιείται κατά τι από τα σύγχρονα. Στο λεξικό της Σούδας η
παροιμία είναι «λόγος τις ωφέλιμος» και
«παροιμία εστί λόγος τις απόκρυφος δι’ ετέρου προδήλου σημαινόμενος»[13]. Στο
Λεξικόν του Κωνσταντίνου Γκάρπολλ η παροιμία
ταυτίζεται με «νουθεσία, βιωφελής
λόγος»[14]. Στο λεξικό του Πάπε η
παροιμία είναι «βιωφελής λόγος παρά την
οδόν λεγόμενος, οίον παροδία ή κατ’ άλλους έκφρασις παρεκκλίνουσα της συνήθους
οδού, του συνήθους τρόπου του εκφράζειν»[15].
Τέλος σύμφωνα με το Λεξικόν
Εγκυκλοπαιδικόν των Μπάρτ & Χίρστ «Παροιμίαι
καλούνται σύντομοι φράσεις από περιστάσεων του κοινού βίου ειλημμέναι υπό του
λαού και διαδιδόμεναι παρ’ αυτώ προς χαρακτηρισμόν άλλων εκάστοτε
παρουσιαζομένων αναλόγων νέων περιστάσεων»[16].
Από τους παραπάνω
ενδεικτικούς ορισμούς διαπιστώνουμε ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους, όσοι
επιχειρούν να ορίσουν την παροιμία, προσδιορίζουν το περιεχόμενό της ως
«αλήθεια» ή «λαϊκή σοφία» ή «σοφή γνώμη».
Αν ορίσουμε
την «αλήθεια» ως το όντως όν, ως μια και ακατάλυτη, εκείνη που δεν εκπίπτει στο
χώρο της λήθης (αλήθεια < α
(στερ.) + λήθη), πρέπει να αναζητηθεί
μόνο στο χώρο των ιδεών, στο χώρο δηλαδή που την αναζητούσε ο Πλάτωνας. Ο Αριστοτέλης
από την άλλη θεωρεί ότι «αλήθεια» – διατυπωμένη με απλά λόγια – είναι να λέμε
αυτό που είναι ότι είναι, και αυτό που δεν είναι ότι δεν είναι. Τα μαθηματικά
μας επιτρέπουν μέσω της απόδειξης να ελέγξουμε την ενδιάμεση διαδικασία μεταξύ
αυτού που λέμε και αυτού που είναι, και επομένως να οδηγηθούμε με βεβαιότητα
στην Αλήθεια. Στις θεωρητικές όμως επιστήμες, επειδή δεν υπάρχει αυτή η
διαδικασία ελέγχου ή, για να το πούμε καλύτερα, δεν έχει οριστεί με την
αυστηρότητα μιας μαθηματικής απόδειξης, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για την
Αλήθεια, χωρίς να λανθάνει σ’ αυτήν η υποκειμενική κρίση. Από τη στιγμή που το
αληθώς αληθές είναι αδύνατο να αποτυπωθεί και να ελεγχθεί, τότε η «αλήθεια» που
καταγράφει ο παροιμιακός και γνωμικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι σχετική.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά καθώς αφορά σε εμπειρίες και γνώμες που υπόκεινται σε
ερμηνεία, το υποκειμενικό στοιχείο κυριαρχεί και ως εκ τούτου η πιθανότητα να
αποτυπωθεί η Αλήθεια απομακρύνεται.
Από την άλλη,
εκείνο που ορίζουμε ως «λαϊκή σοφία», για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο,
σίγουρα δεν μπορούμε να της προσδώσουμε τη σημασία της «βαθιάς πνευματικότητας
και ικανότητας για βαθιές αναλύσεις», ούτε «του συνόλου των γνώσεων και των
πνευματικών κατακτήσεων», ούτε καν τη σημασία «της γνώσης και της σωστής
κρίσης»[17], ούτε
«ευφυΐα, δεξιότης», «η μετά μαθήσεως γνώσης και πείρα εν ευρεί κύκλω του
επιστητού», «η «εμβρίθεια, πολυμάθεια, πολυγνωσία», «η δεξιότης, ικανότης εις
ζητήματα του καθημερινού βίου, ορθοφροσύνη, ορθή κρίσης, πρακτική και πολιτική
φρόνησις, σύνεσις»[18], επειδή
τα στοιχεία αυτά αποτελούν ιδιότητες, χαρακτηριστικά ή κατακτήσεις των
υποκειμένων και όχι του συνόλου (ο Ηράκλειτος χαρακτήριζε τους πολλούς
«αξύνετους»), ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «λαϊκή». Ο όρος «λαϊκή
σοφία» αποκτά περιεχόμενο μόνον να δώσουμε στη «σοφία» τη σημασία «εμπειρία εν
τινι τέχνη»[19], με τη σημασία της κοινής
εμπειρίας.
Αλλά ας δούμε
κάποια παραδείγματα παροιμιακής «αλήθειας», για να κατανοήσουμε καλύτερα τους
προβληματισμούς που γενούν.
Από την εποχή
της ελληνικής αρχαιότητας υπάρχει η άποψη πως πρέπει να εκμεταλλευόμαστε το
χρόνο μας: «Χρόνου φείδου», «Οι καιροί ου μενετοί» έλεγαν. Ακριβώς
αυτή την αξία του χρόνου – σήμερα κι αν έχει αποδειχτεί ότι «Ο χρόνος είναι χρήμα» - υποστηρίζει μια
μακρά σειρά παροιμιών: «Οι καιροί
δεν καρτερούν, μόνο φεύγουν και γλακούν» (σελ. 374)[20], «Το
γοργό και χάριν έχει» (σελ. 343), «Αργεί
ο Θεός και σκα ο φτωχός» (σελ. 191), «Απού
πρωτοπάει στο μύλο αλέθει» (σελ. 314), με άλλα λόγια, όποιος βρίσκεται σε
εγρήγορση προλαβαίνει, πετυχαίνει το στόχο του. Σε διαφορετική περίσταση «Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας».
Επειδή όμως «Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα
δεν το καλοψήνει» (σελ. 100), αρχίζει να γίνεται πεποίθηση η αντίθετη
«αλήθεια», εκείνη του «Όποιος βιάζεται
σκοντάφτει» (σελ. 99) και να εξαίρεται η αξία της υπομονής: «Απού 'χει την υπομονή το πεθυμά θωρεί
το» (σελ. 356), «Απού ‘χει την υπομονή τρώει τ’ αβγό
σφουγγάτο, κι απού ‘χει τη λιγοψυχιά, τρυπά το και ρουφά το», για να
καταλήξει στην άλλη «αλήθεια» που υποστηρίζει ότι «Αγάλι’ αγάλια γίνεται η αγγουρίδα μέλι» (σελ. 356) με τις τόσες
πολλές παραλλαγές της, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο[21]. Η
διαπίστωση αυτής της «αλήθειας» για την αξία της βραδύτητας και της υπομονής θα
δημιουργήσει μια σειρά άλλων παροιμιών για την χρονοβόρα διαδικασία της
οικονομίας ή καλύτερα της αποθησαύρισης. Αναφέρω ενδεικτικά την «Σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζʼ η γρα τον κάλαθο»
(σελ. 80, 269), η οποία εμφανίζεται σε διαφορετικές παραλλαγές[22] και η
οποία προκαλεί την άποψη του Μπακούνιν που υποστηρίζει ότι αν η εργασία ήταν
πλούτος, τότε όλοι οι εργαζόμενοι θα ήταν πλούσιοι. Η διαπίστωση όμως ότι
η βιασύνη ή η βραδύτητα δεν μπορεί να είναι πάγια στάση, αλλά εξαρτώνται από
τις περιστάσεις, οδήγησε στη διατύπωση μιας τέταρτης «αλήθειας», εκείνης που
βρίσκεται κάπου στη μέση και υποστηρίζει πως «Η βιάση κάνει το ψωμί κι η υπομονή το ψήνει»[23].
Ανάλογα με την περίσταση πρέπει να επιταχύνουμε ή να επιβραδύνουμε περιμένοντας
υπομονετικά. Σ’ αυτές τις «αλήθειες» έρχεται να προστεθεί μια τρίτη «αλήθεια»,
η γνώμη του αυτοκράτορα Αυγούστου που υποστηρίζει το «Σπεύδε βραδέως». Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι
γνωρίζει πού βρίσκεται τελικά η Αλήθεια;
Η ίδια σύγχυση
δημιουργείται και στις παροιμίες που αναφέρονται στη συνεργασία και την αξία
της κοινωνικής συμβίωσης. Ζώον πολιτικόν
κατά τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με τους
όμοιούς του, για να επιτύχει τους στόχους του και να προοδεύσει. Αυτή ακριβώς η
διαπίστωση οδήγησε στη διατύπωση σε παροιμιακό λόγο της αξίας της συνεργασίας
και της συνύπαρξης. Το πέτυχε με μια ομολογουμένως πλούσια σε θεματολογία σειρά
παροιμιών και γνωμικών φράσεων, με πιο γνωστή την πανελλήνια παροιμία «Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το
πρόσωπο». Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνουν και τα «Βάστα με να σε βαστώ, ν' ανεβούμε στο βουνό»
(σελ. 47), «Οι δυο πέτρες (σ.σ. του μύλου) το
κάνουν τ’ αλεύρι» (σελ. 37, 335), «Οι
δυο πέτρες του μύλου τ' αλέθουν το στάρι» (σελ. 37, 335), «Δούδε μου και να σου
δούδω, νά ‘μαστε καλά αδερφάκια» (σελ. 335), «Όπου φτύσουνε πολλοί, πηλός γίνεται» ή «Όπου δεις πολλούς και φτύσουν, κάνουνε πηλό και χτίζουν» (σελ. 335), «Ούλα τα παραπόταμα,
τον ποταμό κινούνε» (σελ. 47, 94, 333, 335). Την ίδια άποψη, διατυπωμένη με
πραγματικά πολυποίκιλο εικονοποιημένο λόγο, συμπληρώνουν οι γνωμικές φράσεις «Στην καλή τη γειτονιά λιμός δεν πιάνει»
και «Στην καλή γειτονιά άθρωπος δεν
πεινάζει» (σελ. 47), εννοώντας σαφώς ότι στις υγιείς κοινωνικές ομάδες υπάρχει
αλληλοϋποστήριξη και συμπαράσταση.
Στον αντίποδα βρίσκονται παροιμίες που προτείνουν μια άλλη
αλήθεια, διαφορετική από εκείνη της κοινωνικότητας και της αλληλεξάρτησης και
έρχονται να τονίσουν την αξία της μοναδικότητας, της αυτόνομης λειτουργίας των
μελών του κοινωνικού συνόλου και προτείνουν τη μοναχική πορεία στη ζωή: «Μικιό μικιό τ’ αλώνι σου και να ‘ν’ μοναχικό
σου» (σελ. 198) υποστηρίζει μια παροιμία, ενώ μια άλλη υπερθεματίζει
υποστηρίζοντας πως «Δυο κεφαλές σ' ένα
φέσι δε χωρούνε» (σελ. 335). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο γνωμικός
λόγος «Εγούγια ν-του το, που δεν έχει
ανύχια να ξυστεί», παραδεχόμενος μεταφορικά, πλην όμως σαφέστατα, ότι
όποιος δεν είναι αυτοδύναμος, είναι προορισμένος να αποτύχει στη ζωή. Καλώς ή
κακώς στη σύγχρονη αστικοποιημένη κοινωνία – παρά τις προσπάθειες για να
αποδείξουν το αντίθετο – αυτή είναι η
«ρεαλιστική αλήθεια» και καμιά άλλη: «Απού περιμένει από τη γειτονιά σκουτελικό,
αδείπνητος κοιμάται». Η αυτονόμηση αυτή δεν αφορά μόνο τους ξένους αλλά και
τους συγγενείς, με τους οποίους μπορεί και πρέπει κάποιος να έχει κοινωνικές
σχέσεις, όχι όμως και συνεργασία: «Με το συγγενή σου φάε πιε, αλισβερίσι
μην έχεις» (σελ. 135). Η πείρα της
ζωής έχει διδάξει πως οι συγγενείς είναι ίσως οι πλέον ακατάλληλοι, επειδή, αν
η συνεργασία δεν ευοδωθεί, το αδελφικό μίσος είναι μεγαλύτερο: «-Ποιος σού ’βγαλε τ’ αμάθια; - Ο συγγενής
μου. –Ε! γι’ αυτό σου τά ‘βγαλε βαθιά βαθιά!» ή το ελευθεριότερο «Τα όπλα είναι για τσ’ οχτρούς κι οι ψωλές
για τσ’ εδικούς».
Και μια που εντάξαμε τον ελευθερόστομο λόγο στη συζήτηση μας,
αν σταματήσουμε στα θέματα ηθικής των γυναικών, πραγματικά θα εκπλαγούμε από την
διάσταση της «αλήθειας» στις αντιφατικές παροιμίες, που αφορούν σ’ αυτό το
θέμα. «Το μήλο όσο χώνεται, τόσο
μοσκομυρίζει» (σελ. 187) ή η «Πολυγυρεμένη κόρη κακά ψυχρά παντρεύεται»
(σελ. 105) υποστηρίζει η πρώτη άποψη, που συνάδει με αντιλήψεις της
παραδοσιακής κοινωνίας περί παρθενίας και του έθους της επίδειξης των
«τεκμηρίων» της τιμιότητας αναρτημένα στο μπαλκόνι των νεόνυμφων. Η αντίθετή
της άποψη έρχεται αποστομωτική: «Οι
πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές» ή «Γαμιού, γαμιού, μουνάκι μου, να βρεις το ριζικό σου», για να
επιβεβαιωθεί από τη γνωμική φράση «Να
‘χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας Μοίρα» ή ακόμα «Το μουνί σέρνει καράβι», πόσο μάλλον έναν νεαρό άντρα. Σίγουρα δεν
είναι μόνον η περίπτωση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας που επιβεβαιώνει το αληθές
της άποψης αυτής.
Κάθε προσπάθεια υπογράμμισης της αξίας του χρήματος σήμερα
είναι περιττή, καθώς η πράξη έχει δείξει τη δύναμή του. Αυτό το γεγονός
έρχονται να διαπιστώσουν και να υπογραμμίσουν οι παροιμίες: «Απού 'χει, σειέται, κι απού δεν έχει, ξυέται»
(σελ. 29), «Αρχοντιά με δίχως έχει,
σφάκελά ν-του απού την έχει» (σελ. 29), «Φτωχός άγιος δοξολογιά δεν έχει» (σελ. 33, 195, 369), «Μούδε στου φίλου σου όφκαιρος, μούδε
και στ' αδερφού σου» (σελ. 175). Η κυριαρχία για άλλη μια φορά της
οικονομικής ισχύος έναντι των άλλων αποδείχνεται περίτρανα. Όποιος αμφισβητεί
την διαπίστωση αυτή, αρκεί να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στην κοινωνία μας και
αμέσως θα αρθεί κάθε αμφιβολία για την ορθότητά της. Ωστόσο «η στρεβλή παιδεία
μας του παρελθόντος» επιμένει να «θέλει
τη φτώχεια ως αρετή!»[24].
Αυτή η στρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας βρίσκει πλήθος υποστηρικτικών
παροιμιών, που υπερθεματίζουν πάνω στην αξία της αρχοντιάς, της ευγένειας, της
ανθρωπιάς, απέναντι στον πλούτο. «Καλλιά
'ναι μια ευγένεια, μια ν-αρχοντιά, μια ν-τάξη παρά του κόσμου τα καλά άθρωπος
ν' αποτάξει» (σελ. 60), «Όσα άστρα
'ναι στον ουρανό και σ' όσο τόπο βρέχει, τόσο αξίζει η αθρωπιά, χαράς του που
την έχει» (σελ. 60), «Τα ριάλια πάνε
στο διάολο κι η αθρωπιά πομένει» (σελ. 61), «Τα πλούτη πάνε κι έρχονται, μα η αθρωπιά πομένει» (σελ. 61), «Ούλα τα πλούτη χάνουνται κι η δύναμη
σαλεύει, μόνο μια δόξα και τιμή στον κόσμο βασιλεύει» (σελ. 61), «Οι φρονιμάδες κι οι τιμές την έχουνε τη χάρη
κι όχι τ' ασημοχρούσαφο και το μαργαριτάρι» (σελ. 337), «Μυρίζει ο μόσκος άδολος μέσα στο μοσκοκούτι
κι οι φρονιμάδες κι οι τιμές καλλιά 'ναι από τα πλούτη» (σελ. 337), «Γάιδαρος
είναι ο γάιδαρος ανέ φορεί και σέλα, αν έχει ρούχα και φορεί κι έχει και
στην κασέλα» (σελ. 208). Ποια είναι και
εδώ ή αλήθεια; Τελικά στο καπιταλιστικό σύστημα υπερισχύει το κεφάλαιο ως αξία
ή η αρετή;
Ίδια σύγχυση
απόψεων μεταφέρει ο παροιμιακός λόγος που αναφέρεται στη δύναμη της συνήθειας. «Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι» (σελ.
339) ή «Πρώτα ποθαίνει ο άθρωπος κι
ύστερα το χούι ντου» (σελ. 339) ισχυρίζονται οι παροιμίες και επιμένουν να
πιστεύουν ότι οι κακές συνήθειες δεν κόβονται. Ο κατάλογος δεν περιορίζεται
μόνον σ’ αυτές: «Απου κοπελομάθει, δε
γεροντοξεχνά» (σελ. 112, 338), «Ό,τι
μκρομάθαινες, δεν το γεροντάφηνες» (σελ. 112, 338), «Και χατζής να γίνει ο κάτης, τα παλιά ντου δεν τ' αφήνει» (σελ. 339),
«Απού 'καμε στη φυλακή, τση φυλακής
θυμάται» (σελ. 299, 339), «'Πού
γεννηθεί στη φυλακή, τση φυλακής θυμάται» (σελ. 299, 339), «Ο κάτης που τρώει τον άθο, μούδε τ' αλεύρι
δεν αφήνει» (σελ. 339), «Οι διαόλοι
δεν γίνουνται καλογέροι» (σελ. 46, 339), «Το κοπέλι και το γουρούνι ως το μάθεις» (σελ. 340). Για να
πεισθούμε για την αλήθεια των παραπάνω παροιμιών, είναι αρκετό να φέρομε στο
νου μας τις διάφορες μορφές εξάρτησης, λ.χ. το κάπνισμα, που αντιμετωπίζονται
ως αξεπέραστες κακές συνήθειες, μέχρι να έρθει η ρητή ιατρική απαγόρευση, για
να συνειδητοποιήσουμε ότι «Ένα ‘ναι το
μάθημα κι ένα το ξεμάθημα» (σελ. 276) και ότι η δύναμη της συνήθειας ή η
εξάρτηση, αν πρόκειται για τέτοια, ήταν θέμα προσωπικής απόφασης και επιλογής.
Και το χούι, το κάθε χούι κόβεται μόνο με ένα τρόπο: μια κι έξω, απότομα.
Υπάρχει βέβαια
και άλλη μέθοδος, παιδαγωγικού χαρακτήρα, αποβολής των κακών συνηθειών διατυπωμένη
σε παροιμίες: «όπου δεν πίπτει λόγος,
πίπτει ράβδος» ή κατά το κρητικότερο «ο
πηλός α δε δαρθεί, λαϊνόμπρικα δεν κάνει» (σελ. 121), απόψεις τις οποίες η
σύγχρονη παιδαγωγική, σαφώς, απορρίπτει. Έστω και με τη χρήση βίας αποδείχνεται
στην πράξη πως «Το κοπέλι και το
γουρούνι ως το μάθεις». Μάλιστα το παράδειγμα της οικογένειας στη
διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι καθοριστική. Ό,τι διδάξει στο παιδί, αυτό θα
εισπράξει ως συμπεριφορά και στάση ζωής:
«Απ’ όπου πηδά η αίγα, πηδά και το
ριφάκι» (σελ. 210, 271), «Τα μήλα
κάτω από τη μηλιά» (σελ. 211), «Κατά
μάνα κατά κύρη» (σελ. 209, 272). Αυτές οι παιδαγωγικές απόψεις έρχονται να
ανατραπούν και να χάσουν την αίγλη της «αλήθειας» τους, καθώς υπάρχει και μια
άλλη «αλήθεια», εκείνη που υποστηρίζει ότι «Από
ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο» (σελ. 208). Η ζωή
αποδείχνει συχνά την ορθότητα και αυτής της ρήσης. Υπάρχουν βέβαια και οι
ανεπίδεκτοι διαπαιδαγώγησης και θετικού επηρεασμού, τους οποίους δεν άφησε
αστήρικτους η λαϊκή σοφία: «Η κεφαλή τ'
αθρώπου το χει να κατεβάζει ψείρες» (σελ. 322) είναι η ύστατη φράση στην
οποία μπορεί να καταφύγει κάποιος, όταν πρέπει να παραδεχτεί την αποτυχία της
παιδαγωγικής προσπάθειας τόσο της οικογένειας, όσο και του σχολείου.
Ολοκληρώνοντας
ας εξετάσουμε ποια ομάδα αντιφατικών παροιμιών
και γνωμικών εκφράσεων εκφράζει την «αλήθεια» αναφορικά με την
ερωτική-σεξουαλική ζωή των ηλικιωμένων; Αυτή που υποστηρίζει την ικμάδα ή
εκείνη που διατρανώνει το σεξουαλικό θάνατο; Το άσπρισμα των μαλλιών, ένδειξη
του περάσματος στην τρίτη ηλικία και της σεξουαλικής κάμψης, οδήγησε στη
διαμόρφωση των παροιμιών «Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην
ψωλή» (σελ. 112) ή «Άσπρα μαλλιά του
πιγουνιού, κακά μαντάτα του μουνιού» - στην δεύτερη περίπτωση το «θύμα»
είναι το αιδοίο, καθώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί σεξουαλικά λόγω της
σεξουαλικής ανικανότητας του ηλικιωμένου άνδρα. Την ακριβώς αντίθετη «αλήθεια»
υποστηρίζουν όσοι επικαλούνται τις παροιμίες (ή όσοι της αντιπροτείνουν σε μια
μορφή παροιμιακού παιχνιδιού) «Μαλλί
μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι», «Γέρου ψωλή,
πρίνου ρίζα», «Γέρου παλουκιά, πρίνου
ρίζα» (σελ. 110), για να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα πάλι ο
παροιμιακός λόγος: «Ο γέρος κι αν
αντρειεύεται, ο ανήφορος το δείχνει», «Ο
γέρος κι αν αντρεύγεται, στο ρίζωμα κοντεύγεται», «Ο γέρος κι αν αντρεύγεται, στο ρίζωμα ‘ποσταίνεται» (σελ. 111,
365).
Από τα
παραπάνω παραδείγματα διαφαίνεται ότι η «αλήθεια» στις αντιφατικές παροιμίες δε
λειτουργεί μόνο στον άξονα μαύρου-άσπρου, αλλά ανοίγει και τη ζώνη του γκρι, εκείνης
της ενδιάμεσης τοποθέτησης: «Απ’ όπου
πηδά η αίγα, πηδά και το ριφάκι», «Το
μήλο κάτω από τη μηλιά», «Κατά μάνα
κατά κύρη», αλλά και «Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι
βγαίνει ρόδο» ισχυρίζονται οι παροιμίες, για να καταλήξουν στο «Η τριανταφυλλιά κάνει και τριαντάφυλλα κι
αγκάθια». Τελικά ποια είναι η «αλήθεια» της συγκεκριμένης ομάδας παροιμιών;
Ποια από τις παραπάνω θέσεις ισχύει καθολικά, για να θεωρηθεί ότι
αντιπροσωπεύει την Αλήθεια;
Και κάτι ακόμα
πολύ σημαντικό: αφού η παροιμίες δεν αντιπροσωπεύουν την Αλήθεια, από πού
αντλούν τη δύναμη της πειθούς τους, ώστε να αντιμετωπίζονται ως «λαϊκή σοφία»
και ως αυθεντίες; «Η πειστικότητα των παροιμιών έγκειται στη δύναμη της
πραγματικότητας, την οποία αποτυπώνουν, ...δηλαδή απηχούν την κοινή εμπειρία
που συγκροτεί την κοινή λογική»[25].
Μέσα από τα καθημερινά βιώματα του ο παραδοσιακός άνθρωπος συγκροτεί τον κώδικα
των αξιών – ηθικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών κ.α. – τις οποίες εμπεδώνει
και ως άτομο και ως ομάδα. Οι παροιμίες, τα αποφθέγματα, οι γνώμες, ως προσωπική
εμπειρία και καταστάλαγμα της σκέψης του ενός, που εμπεδώνεται από το σύνολο – το
αντίθετο δηλαδή από αυτό που υποστηρίζει Taylor χαρακτηρίζοντάς τις ως τη «σοφία των πολλών και την ευφυΐα του ενός» – απηχούν την αποτίμηση της καθημερινότητας σε απλοϊκή φιλοσοφική
σκέψη. Είναι αυτό που ο Αριστοτέλης έλεγε για την παροιμία: ότι πρόκειται για «παλαιάς φιλοσοφίας εγκαταλείμματα»[26],
απομεινάρια, κατάλοιπα δηλαδή μιας αρχαίας, μακρόχρονης φιλοσοφικής σκέψης. Δεν
ενδιαφέρει αν το περιεχόμενό της έχει σχέση με την αλήθεια, αρκεί που αναφέρεται
σε κάτι πραγματικό, μια εμπειρία που βιώθηκε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα
λιγότερο. Για να μας οδηγεί η κοινή εμπειρία (τα «ένδοξα») σε ένα συμπέρασμα,
μάλλον είναι «αλήθεια». Εξάλλου η «λαϊκή σοφία», την οποία λέγεται ότι εκφράζουν
οι παροιμίες, δεν αναζητά τη γνώση που έχει καθολικό κύρος – τούτο είναι
αντικείμενο της επιστήμης της Φιλοσοφίας – αλλά εκφράζει τα «κυριότατα ψήγματα
της ηθικής φιλοσοφίας» και «απηχούν έναν κώδικα ηθικών και κοινωνικών αξιών»[27]. Η αλήθεια επομένως που εκφράζουν δεν είναι η
μια και ακατάλυτη, το αληθώς αληθές, το όντως όν, αλλά είναι απόλυτα σχετική
και υποκειμενική, δηλαδή μια προσωπική γνώμη, ένα απόσταγμα της βιωμένης
εμπειρίας (σύμφωνα με τα κριτήρια του Σέξτου του Εμπειρικού: για τη διάκριση
του αληθούς: αφού έγινε, είναι αληθινό, χωρίς να εξετάζονται άλλες διαστάσεις
του θέματος), που ενδέχεται να γίνεται
αποδεχτή και από άλλα μέλη της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει το
υποκείμενο, και με τα οποία έχει κοινές εμπειρίες, πιθανόν, και αξίες.
Σε τελική
ανάλυση η παροιμία δεν μεταφέρει καμιά αλήθεια, ούτε έχει στόχο να βελτιώσει ή
να διδάξει εκείνους που τη γνωρίζουν ή τη χρησιμοποιούν. Για να υπάρχει
αντικείμενο διδασκαλίας-διαπαιδαγώγησης επιβάλλεται η διδασκόμενη αλήθεια να
ξεπερνά τα στενά όρια της υποκειμενικότητας και να τείνει σε μια
αντικειμενικότερη διάσταση. Και η παροιμία δεν μεταφέρει την αντικειμενική
πραγματικότητα. Η χρηστική της αξία είναι να λειτουργήσει ως έτοιμο, προκατασκευασμένο
τεκμήριο για την ενίσχυση ενός επιχειρήματος ή μιας προσωπικής επιλογής κατά τρόπο
παραγωγικό, όχι επαγωγικό, ή, όταν χρησιμοποιείται από την εξουσία, τότε
γίνεται με λαϊκιστική διάθεση, για να πείσει το λαό με τα ίδια τα λόγια του
λαού, για να κατευνάσει τα πνεύματα, να επιβάλει την «τάξη». Στάση ζωής
περιγράφει, την οποία μπορεί να ακολουθήσει κάποιος, εφ’ όσον αυτή ανταποκρίνεται
στο αξιακό και ιδεολογικό σύστημα που έχει υιοθετήσει ο ίδιος ή η ομάδα στην
οποία συμμετέχει, χωρίς όμως να αξιώνει να θεωρείται σωστή από το σύνολο. Στην
αντίθετη περίπτωση αδιαφορεί γι’ αυτήν, την προσπερνά ως άνευ περιεχομένου και ως
ανάξια προσοχής. Η γνώμη που θέλει τη «Χέρα
που δεν μπορείς να την κόψεις, φίλησέ την», γίνεται αποδεχτή στάση ζωής
όσων επιφυλάσσουν για το εαυτό τους τη λογική της υποτέλειας, της δουλείας, του
«Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω» ή
εκείνων που πιστεύουν ότι «Προσκυνημένη
κεφαλή σπαθί δεν την κόβει» (σελ. 359). Υπάρχει όμως και ο αντίποδας, ο
καθημερινός αγώνας και η ανυποχώρητη στάση: «Στη βρύση να κρατείς νομπέτι και στην ζωή να στένεις μπέτη» ή ακόμα
με μεγαλύτερη έμφαση: «Μούδε συ, παπά,
κουκιά, μούδ’ εγώ σκαλιστικά»! Ο καθένας επιλέγει τη ζωή που τον εκφράζει.
Οι παροιμίες δεν
υποδείχνουν κανένα «μέτρον άριστον», αλλά το νεοελληνικό «παν μέτρον άριστον»,
δηλαδή την αποδοχή και την προσαρμογή της ηθικής τάξης στα εκάστοτε μέτρα
εκείνου που τις χρησιμοποιεί. Αποτελούν μια καταφυγή, ένα ηθικό άλλοθι, μια
στερεοτυπική απόδειξη της κοινωνικής επιβεβαίωσης ή επικύρωσης για την
δικαιολόγηση μιας πράξης, που, ενδεχομένως, δεν συνάδει με εκείνο που συνήθως
χαρακτηρίζουμε ηθικό ή αληθές. Για να το λέει η παροιμία, ο «σοφός λαός», έτσι
θα ‘ναι. Αυτό είναι το σωστό: αν είμαι τίμιος άνθρωπος προτιμώ το «Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο
χαίρονται», ενώ αν ανήκω στην τάξη των αρπάγων προβάλω τη λαϊκή σοφία που
επιτάσσει το «Άρπαξε να φας και κλέψε να
‘χεις». Σε κάθε περίπτωση, όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσω, είμαι τουλάχιστον
κοινωνικά καλυμμένος. Αφού το λέει η παροιμία. Και οι δυο στάσεις ζωής είναι,
αν όχι αποδεκτές, τουλάχιστον γνωστές στον κοινωνικό μου περίγυρο και επομένως
δεν λειτουργώ έξω απ’ αυτόν, δεν είμαι ένα τέρας, με την αρχαιοελληνική έννοια
του όρου. Απλώς με επικροτούν μόνον οι όμοιοί μου.
Ως προς το διδακτισμό
των παροιμιών ο Στίλπων Κυριακίδης διατυπώνει την άποψη ότι σε όσες παροιμίες
υπάρχει διδακτικός σκοπός, αυτός είναι έμμεσος, όχι άμεσος[28].
Ακόμα κι αν διαφωνούσε κάποιος με αυτή την άποψη, είναι μάλλον υποχρεωμένος, αν
όχι αναγκασμένος, να την αποδεχτεί ως ορθή σε ό,τι αφορά στις αντώνυμες
παροιμίες: δεν είναι δυνατό να υπάρχει πρόθεση διδακτισμού στις παροιμίες «Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι
βγαίνει ρόδο», «Απ’ όπου πηδά η αίγα,
πηδά και το ριφάκι», «Κατά μάνα, ατά
κύρη, κατά γιο στο μοναστήρι», «Βλέπε
μάνα, παίρνε παιδί, βλέπε νούγια, παίρνε πανί». Και μολονότι για την κάθε
μια παροιμία ξεχωριστά θα μπορούσαμε, βάσιμα, να αμφισβητήσουμε τον διδακτισμό,
στο σύνολό τους οι παροιμίες έχουν βαθύτατο διδακτικό χαρακτήρα: εκείνος που
έχει γεννηθεί και αναπτυχτεί σε ένα παραδοσιακό περιβάλλον, στο οποίο η γνώση
μεταφέρεται προφορικά από γενιά σε γενιά, με την κατάκτηση και αφομοίωση του
παροιμιακού λόγου αποκτά μια πλήρη εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας της
ομάδας στην οποία είναι ενταγμένος, και πλάθει ένα μπούσουλα ηθικό και
κοινωνικό μέσα στα όρια του οποίου μπορεί να κινείται κάθε φορά ή μέσα στον
οποίο του επιτρέπεται να κινείται, χωρίς η συμπεριφορά του να θεωρείται ότι
θίγει βασικούς κοινωνικούς κανόνες. Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Rodegem, ο
οποίος βλέπει στον παροιμιακό λόγο επιγραμματικές προτάσεις κανονιστικού, δηλαδή ρυθμιστικού
χαρακτήρα, οι οποίες με το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα της αναλογικής δομής
(structure analogique) επιτρέπει στον χρήστη να τον χρησιμοποιεί κάθε φορά που
αναγνωρίζει ομοιότητες ανάμεσα στην περίσταση που βιώνει και στην παροιμιακή
φράση[29].
Αν, λοιπόν, η
παροιμιακή «αλήθεια» και η «λαϊκή σοφία» είναι έννοιες εντελώς σχετικές,
τουλάχιστον στις αντιφατικές παροιμίες και γνωμικές φράσεις, τότε αυτή η σχετικότητα
μπορεί να γενικευτεί σε όλες τις παροιμιακές φράσεις και να χαρακτηριστούν
μόνον ως «αποστάγματα εμπειριών και γνώμες δοκιμασμένες στο πέρασμα του χρόνου».
Πρακτικά συνεδρίου: «Ο
παροιμιακός και γνωμικός λόγος στην Κρήτη», Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας,
Δήμος Ανωγείων, Ανώγεια 28 - 30 Σεπτεμβρίου 2012, Ανώγεια 2013, σελ. 103-116
[1] Γ.
Μπαμπινιώνης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας, λήμμα παροιμία
[2] Π.
Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια,
τομ. 19, λήμμα παροιμία
[3] Εμμ.
Κριαρά, Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική
Αθηνών, σελ. 1070
[4]
Στίλπων Κυριακίδης, Ελληνική Λαογραφία,
Αθήνα 1965, σελ. 295-296
[5]
Δημήτριος Λουκάτος Εισαγωγή στην Ελληνική
Λαογρταφία, Αθήνα 1977, σελ. 123
[6] A. Taylor, Standard Dictionary of Folklore, Mythology and Legend, ed.
Maria Leach, New York 1950
[7] Ed. Hulme Proverb Lore. Many sayings, wise or otherwise,
on many subjects, cleaned from many sources, London 1902, σελ. 6
[8] Fr. Seiler, Deutsche Sprichwörterkunde, München 1922
[9] G. Keiber, Les proverbs antinonimiques: une grosse
pierre “logique” dans le jardin toujours “universal” des proverbs, Bylletin
de la société de linguistique de Paris 94 no 1, (σελ. 185-207) σελ. 204
[10] Β. J. Whiting, The nature of the
proverb, Harvard University Press, Cambridge1932, (σελ. 273-307), σελ. 301
[11]Andre Jolles,
Einfache Formen. Legende, Sage, Mythe, Rätsel, Spruch, Kasus, Memorabile, Märchen,
Witz, Tübingen 1974
[12] Αριστοτέλους Ρητορική Γ 11, 1413a 17
[14] Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης επίτομον,
εκδ. Κωνσταντίνος Γκάρπολλ, επιμ. Α. Γαζής, Αθήναι 1839, τομ. Β, σελ. 618
[15]
Γουλιέλμος Πάπε, Λεξικόν της Ελληνικής
Γλώσσης, επιμ. Αθ. Σακελλάριο0ς, Αθήναι 1883, τομ. 3ος, σελ. 714
[16] Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν, επιμέλεια Ν.
Πολίτης, εκδ. Μπάρτ & Χίρστ, Αθήνησι 1894-1896, τομ. 5, σελ. 767
[17] Λεξικό Μπαμπινιώτη, λήμμα
σοφία.
[18] Λεξικό Δημητράκου, λήμμα σοφία.
[19] Λεξικό Δημητράκου, λήμμα σοφία., σελ. 6610
[20] Οι
παροιμίες που αναφέρονται στην παρούσα εργασία, τις οποίες ακολουθεί αριθμός
σελίδας εντός παρασυνθέσεων, είναι από τη συλλογή των Μάριου Παπαδάκη και
Ελευθέριου Τσικαλάκη, «7000 Κρητικές Παροιμίες», Ηράκλειο 2011.
Οι υπόλοιπες είναι από την προσωπική συλλογή του γράφοντος.
[21] Ν.
Γ. Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού, Παροιμίαι, τομ. Α΄ σελ. 138-146,
Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1899
[22] «Φασούλι το
φασούλι γεμίζει το σακούλι», «Φασούλα
και φασούλα γεμίζει η σακούλα», «Σκουλί
κι απανωσκούλι γεμίζει το σακούλι», «Μάραθο
το μάραθο γεμίζει η γρα τον κάλαθο», «Λάμπαθο
και λάμπαδο γεμίζʼ η γρα τον κάλαθο», «Σταλαμαθιά
σταλαμαθιά γεμίζει η στάμνα η πλαθιά» (σελ. 80, 81, 269, 270).
[23] Πληρ. Αριστοφάνης
Χουρδάκης, δάσκαλος - λαογράφος, ετών 80 (2012)
[24]Βασίλης
Α. Κύρκος, Το φιλοσοφικό υπόβαθρο των
παροιμιών. Αναφορά στις παροιμίες της Καρπάθου, στο Κάρπαθος και Λαογραφία, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Καρπαθιακής Λαογραφίας,
έκδ. Επαρχείο Καρπάθου, Αθήνα 1998-2001, σελ. 147
[25]Βασίλης
Α. Κύρκος, ό.π. σελ. 141, Δημ.
Λουκάτος, Βιοσοφικά αντίρροπα στις
ελληνικές παροιμίες, Τύχη βίου και
Τέχνη βίου, Μνήμη Ευ. Π. Παπανούτσου, τομ. Β, Gutenberg, Αθήνα 1983, σελ. 183
[27] Βασίλης Κύρκος, ό.π. σελ.
145
[29] F. Rodegem, La
parole proverbiale, Rishesse du Proverbe II, Suard & Buridant, (σελ. 121-135), σελ. 123
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου