Η ΔΩΡΕΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΑ ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
Η καταγραφή και ή έρευνα των σύγχρονων
νεκρικών εθίμων έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο συστηματικής
επιστημονικής μελέτης σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.
Η διεθνής και η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται σταδιακά και μας επιτρέπει
να έχουμε μια ικανοποιητική εικόνα των εθίμων που άπτονται του θανάτου στις σύγχρονες
κοινωνίες. Στη θεματική αυτής της επιστημονικής έρευνας εντάσσεται και η μελέτη
των σύγχρονων επιτύμβιων επιγραφών. Στην ελληνική βιβλιογραφία σημαντικότερη
και συστηματικότερη είναι τα Νεοελληνικά
λαϊκά επιτύμβια επιγράμματα του καθηγητή Μανόλη Βαρβούνη, όπου εξετάζεται συστηματικά το θέμα στο χώρο της
ελληνικής επικράτειας και διερευνάται τη σχέση του σύγχρονου επιτύμβιου
επιγράμματος με το μοιρολόι[1].
Η χρήση
αναθηματικών επιγραφών στους τάφους είναι, βέβαια, συνήθεια αρχαιότατη και έχει
συστηματικά μελετηθεί από την επιστήμη της επιγραφικής. Ωστόσο στις
παραδοσιακές κοινωνίες της ελληνικής περιφέρειας και ειδικότερα στην Κρήτη,
όπου θα εστιάσει το ενδιαφέρον της η παρούσα εισήγηση, η ελληνόγλωσση επιτύμβια
επιγραφή είχε παντελώς εκλείψει και παρέμενε αποκλειστικό προνόμιο των κατά
καιρούς κατακτητών και ελάχιστων πλουσίων στις πόλεις του νησιού και ακόμα
λιγότερων στον αγροτικό χώρο. Στα νεκροταφεία της κρητικής περιφέρειας οι
επιτύμβιες επιγραφές θα κάνουν την εμφάνισή τους περί τα τέλη του 19ου
αιώνα – ή τουλάχιστον σε αυτή την περίοδο τοποθετούνται οι ελάχιστες in situ σωζόμενες
σήμερα ταφικές επιγραφές, σχεδόν αποκλειστικά κτητορικές.
Η
χρήση των κτητορικών επιγραφών είναι συχνότερη το πρώτο μισό του 20ο
αιώνα και ειδικότερα μετά τη δεκαετία του 1970, οπότε και απαντώνται σε όλους
τους τάφους στα κοιμητήρια των πόλεων και σποραδικά στα κοιμητήρια των μικρών
οικισμών. Μετά το 1980 η χρήση των κτητορικών επιγραφών γενικεύεται και στην
περιφέρεια του νησιού, ενώ ταυτόχρονα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους,
στις πόλεις αρχικά, επιτύμβιες επιγραφές με εγκωμιαστικά κείμενα για τον νεκρό[2]. Οι
επιγραφές αυτές, στην πλειοψηφία τους σε μορφή δίστιχων ιαμβικών
δεκαπεντασύλλαβων, θα γενικευτούν με τη σειρά τους μετά την δεκαετία του 1990 σε
περιπτώσεις, κυρίως νεκρών νεαρής ηλικίας ή παιδιών.
Η εκλαΐκευση
του χαρακτήρα των επιτύμβιων επιγραφών δεν είναι ανεξάρτητη του κοινωνικού
μετασχηματισμού που παρατηρείται στο νησί την μεταπολιτευτική περίοδο. Εξαιτίας
της πληθυσμιακής κινητικότητας της εποχής οι πόλεις διπλασιάζουν τον πληθυσμό
τους. Τα υπάρχοντα νεκροταφεία δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες, γι’ αυτό
επεκτείνονται ή δημιουργούνται νέα. Οι νεήλυδες δεν αποκόπηκαν από τη λαϊκή
τους παράδοση. Λειτούργησαν στη λογική των urban villages[3] και - παρόλο που ήταν δεκτικοί στη νεωτερικότητα - σε θέματα
σημαντικά, όπως αυτό του θανάτου και του αποχωρισμού των αγαπημένων προσώπων,
επιδίωξαν να παραμείνουν πιστοί στα πατροπαράδοτα έθιμα και κυρίως σε ό,τι
αφορά στην απότιση τιμών στους νεκρούς. Διαφοροποιούνται ωστόσο ως προς τον
τιμητικό θρήνο, το λαϊκό μοιρολόι, που
εκφράζει όχι μόνο τη θλίψη και τον πόνο του αποχωρισμού αλλά συνιστά ταυτόχρονα
και ύμνο στα προτερήματα του νεκρού. Ο θρήνος γίνεται κείμενο, που χαράζεται σε
μαρμάρινες πλάκες ή γράφεται σε κεραμικά πλακίδια διαφόρων σχημάτων και
τοποθετείται πάνω στον τάφο[4].
Στόχος των θρηνωδών είναι να διαβαστεί ο θρήνος ή το εγκώμιο από τους τυχαίους
επισκέπτες του τάφου. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις αποκτούν πιο προσωπικό
χαρακτήρα, μετατρέπονται σε έναν έναν άρρητο, σιωπηλό διαπροσωπικό θρήνο. Το
γραπτό σημείωμα σε χαρτί, διπλωμένο και τοποθετημένο μέσα στην καντηλοθήκη και
κάτω από άλλα αντικείμενα, είναι ένα προσωπικό μήνυμα του ζωντανού προς τον
νεκρό, μια άμεση επικοινωνία μεταξύ τους. Η αντικατάσταση του μοιρολογιού από
την επιτύμβια επιγραφή και γενικότερα από τον γραπτό λόγο
όπως λ.χ. τα θρηνητικά τραγούδια που δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο δεν είναι ανεξάρτητα της αύξησης του μορφωτικού επιπέδου, της αστικοποίησης[5] και της αντίληψης που επικράτησε σύμφωνα με την οποία δεν θεωρείται κοινωνικά ορθή η εκδήλωση των συναισθημάτων, ακόμα και στην περίπτωση απώλειας προσφιλών προσώπων.
όπως λ.χ. τα θρηνητικά τραγούδια που δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο δεν είναι ανεξάρτητα της αύξησης του μορφωτικού επιπέδου, της αστικοποίησης[5] και της αντίληψης που επικράτησε σύμφωνα με την οποία δεν θεωρείται κοινωνικά ορθή η εκδήλωση των συναισθημάτων, ακόμα και στην περίπτωση απώλειας προσφιλών προσώπων.
Η
αστική συνήθεια των λαϊκών επιγραφών διαχέεται στην κρητική ύπαιθρο όταν επήλθε
κορεσμός στα νεκροταφεία της πόλης, το κόστος απόκτησης οικογενειακού τάφου
κατέστη επώδυνο ή οι συγγενείς του νεκρού δεν ήθελαν να υποστούν το
συναισθηματικό βάρος της εκταφής του αγαπημένου προσώπου από τους δημοτικούς
ενοικιαζόμενους τάφους μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος[6].
Έχοντας βιώσει το αστικό έθιμο του επιτύμβιου γραπτού θρήνου στην πόλη, το
μεταφέρουν στο χωριό στον οικογενειακό τάφο, για να αφομοιωθεί στη συνέχεια από
τους κατοίκους του και να ενταχθεί στο εθιμικό του θανάτου.
Η
θεματολογία των ταφικών επιγραφών ποικίλει: ο πόνος του χωρισμού, η λύτρωση από
τα βάσανα, η πίστη στο Θεό, τα προτερήματα του θανόντος, οι παραγγελίες προς
τον νεκρό, η υπόσχεση για αιώνια ανάμνηση, ο άωρος θάνατος παιδιών και συζύγων
και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε αυτός, είναι λίγα από τα θέματα στα
οποία επικεντρώνονται οι επιτύμβιες
επιγραφές[7].
Στο
πλαίσιο της νεωτερικότητας στη θεματολογία των επιγραφικών αυτών θρήνων έχουν
ενταχθεί τα τροχαία ατυχήματα, οι χειρουργικές επεμβάσεις, η δωρεά ανθρωπίνων
οργάνων και η αυτοκτονία – η τελευταία όχι ως νεωτερικό φαινόμενο αλλά ως θεματολογία
– απόδειξη ότι η δημιουργία του θρηνητικού τραγουδιού διατηρείται ζωντανή και
στις μέρες μας και προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα δεδομένα της εποχής.
Οι
επιγραφές με θέμα τη δωρεά ανθρωπίνων οργάνων έρχονται να ανατρέψουν τις μέχρι
σήμερα παραδεδεγμένες θέσεις για τη ζωή, το θάνατο, το σώμα, την ψυχή. Οι
επιγραφές αυτές δεν εκφράζουν τη μετάβαση από τη ζωή στον θάνατο, από τον εδώ
στο επέκεινα, αλλά την είσοδο σε μια νέα κατάσταση, όπου ο νεκρός έχει τη
δυνατότητα ταυτόχρονης ύπαρξης σε δυο επίπεδα, στο φυσικό και στο μεταφυσικό. Ο
θάνατος δηλαδή για τον δότη ανθρωπίνων οργάνων δεν είναι η μετάβαση από τον
ορατό Πάνω Κόσμο των ζωντανών στον αόρατο Κάτω Κόσμο των νεκρών, αλλά μια
ενδιάμεση κατάσταση που του επιτρέπει ένα μοναδικό προνόμιο: από τη μια
μεταβαίνει στον κόσμο των νεκρών, στα Ηλύσια Πεδία ή στον Παράδεισο, για την
ξεχωριστή πράξη του, και από την άλλη παραμένει στον κόσμο των ζώντων, μέσα από
το σώμα και στο σώμα άλλων ανθρώπων. Ο ίδιος δεν «ζει». το πνεύμα του παραδίνεται στον Δημιουργό ως απαραίτητη
προϋπόθεση για την προσωπική αιώνια γαλήνη του. Ωστόσο συνεχίζει να «υπάρχει»
στο χώρο των ζώντων, όχι ως μνήμη, ως οπτασία ή ιερή σκιά, αλλά με φυσική
υπόσταση.
Κάτω από αυτή
την οπτική η ζωή αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο. Ενώ το πνεύμα είναι εκείνο που
δίνει ζωή στο σώμα – άποψη που και θεολογικά υποστηρίζεται από τη χριστιανική
θρησκεία – με τη δωρεά οργάνων αντιστρέφονται οι όροι: το σώμα είναι εκείνο που
δίνει ζωή. Βέβαια με μια δεύτερη ματιά η «ζωή» εδώ αποκτά τη σημασία της
«ποιοτικής ζωής» και όχι της «ύπαρξης» αυτής καθ’ αυτής. Δεν πρόκειται δηλαδή για
γέννηση, αλλά για αναγέννηση του λήπτη.
Διαφορετική
σημασία αποκτά και η έννοια του σώματος και ως προς τούτο: Η χριστιανική
θεώρηση προσδίδει στο σώμα την ιδιότητα του «ναού» της ψυχής. Τα φθαρτό και
εφήμερο σώμα περιβάλλει/εγκλωβίζει/αιχμαλωτίζει την άφθαρτη και αιώνια ψυχή και
είναι χρήσιμο μονάχα μέχρι τη στιγμή της «απελευθέρωσης» της, όταν κλείσει ο
κύκλος του εφήμερου για να ανοίξει ο κύκλος του αιώνιου. Το σώμα έζησε επειδή
του εμφυσήθηκε πνεύμα. Όταν το πνεύμα
αποχωρεί, το σώμα παθαίνει για να αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη. Η
μεταμόσχευση ανθρωπίνων οργάνων ανατρέπει αυτή την παραδεδεγμένη τάξη. Τα μέρη
του φθαρτού σώματος έρχονται να ενδυναμώσουν όχι μόνο ένα άλλο φθαρτό σώμα αλλά
και μιαν άλλη αδύναμη ψυχή από την βέβαιη «απελευθέρωσή» της, δηλαδή τον βέβαιο
θάνατο.
Αλλά ας
εξετάσουμε τα ίδια τα κείμενα.
Η πρώτη επιγραφή
που αναφέρεται σε δωρεά οργάνων βρίσκεται στο κοιμητήριο του οικισμού
Ατσιπόπουλο Ρεθύμνης. Πρόκειται για ένα πολύστιχο θρηνητικό τραγούδι 46 στίχων,
γραμμένο σε πλακίδιο πορσελάνης με μορφή ανοιχτού βιβλίου. Είναι αφιερωμένο
στην εικοσιδυάχρονη (1979-2001) Γιάννα Βερνάδου και υπογράφεται από την αδελφή
της, χωρίς να αναφέρεται όνομα.
Το θρηνητικό
τραγούδι αρχίζει με εγκώμια της μεγαλοψυχίας της νεαρής νεκρής και στο πλαίσιο
αυτής της μεγαλοψυχίας η ίδια, γνωρίζοντας το βέβαιο επικείμενο θάνατό της, θα ζητήσει από το Θεό να δώσει
δύναμη στους οικείους της να ξεπεράσουν τις συναισθηματικές ανατολές και να
προσφέρουν τα όργανά της για μεταμόσχευση, γνωρίζοντας – και τούτη είναι η
βαθιά πεποίθηση της θνήσκουσας - ότι
μέσα από τα μάτια και το σώμα εκείνων που θα λάβουν τα όργανά της, η ίδια θα
συνεχίσει να ζει. Το μοιραίο έγινε και οι συγγενείς, εκπληρώνοντας την ύστατη
επιθυμία της, θα δωρίσουν τα όργανά της δίνοντας «φύσημα ζωής» σε δέκα παιδιά,
που τώρα χαίρονται τη ζωή – τρέχουν, χορεύουν, τραγουδούν – έχοντας επίγνωση
πως οφείλουν τη ζωή τους στην αγαπημένη Γιάννα.
………………………………………………………..
Και σαν αετός που ήσουνα κι όλο ψηλά κοιτούσες,
ζήτησες
χάρη απ’ το Θεό την ώρα που πονούσες. 10
«Κάνε το πόνο μου, Θεέ, δύναμη στους δικούς μου.
να δώσουνε το σώμα μου την ώρα του χαμού μου.
Κι απ’ τα μάτια αλλού παιδιού κι από ’να άλλο σώμα
να ξέρουν πως με βλέπουνε, εις τη ζωή ακόμα».
Είπες
και προσευχήθηκες με ματιά πληγωμένα, 15
αληθινά κι ανθρωπινά κι από καρδιάς δοσμένα.
Τα λόγια σου ακουστήκαν κι έγινε συμφωνία,
άγγελος εσύ στον ουρανό και στη ζωή αξία.
Και πήραν φύσημα ζωής δέκα παιδιά από σένα
και
δεν υπάρχουν πια για αυτά δυο μάτια δακρυσμένα. 20
Τρέχουν, χορεύουν, τραγουδούν και μία λέξη λένε
Γιάννα, εικόνα μαγική, τα μάτια τους σαν κλαίνε.
……………………………………………………..
Η ρητή αναφορά
της νεκρής στη δωρεά των οργάνων της δείχνει ότι επρόκειτο για κοινωνικά
ευαισθητοποιημένο άτομο, με βαθιά πίστη στα ανθρωπιστικά ιδεώδη. Σίγουρα
λυπάται που χάνει τη ζωή, όμως, στη δύσκολη εκείνη στιγμή σκέφτεται το
συνάνθρωπο, εκείνον που υποφέρει, όπως πιθανότατα υπέφερε και η ίδια, και
αποφασίζει να συμβάλει, όσο μπορεί, στην ανακούφιση του πόνου του. Η
ενσυνείδητη αυτή πράξη της αγγίζει τα όρια της αυτοθυσίας προς το συνάνθρωπο.
Γνωρίζει, επίσης, ότι μια τέτοια απόφαση θα πονέσει τους οικείους της, του
γονείς, τα αδέλφια. Όμως αν σκεφτούν ότι μέσω της δωρεάς παρατείνεται η «ζωή»
της, τούτο θα αποτελέσει τη μέγιστη παρηγορία όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για
την ίδια. που πιστεύει ότι θα συνεχίσει να ζει μέσα από τα μάτια των ληπτών των
οργάνων της. Η αναφορά στο επίγραμμα της επιθυμίας της νεκρής αποτελεί έμμεσο
εγκώμιο γι’ αυτήν, ενώ η υλοποίηση της εκφρασμένης επιθυμίας της από τους
οικείους της συνιστά απόδειξη του σεβασμού προς το πρόσωπό της, καθώς
υποχρεώθηκαν να ξεπεράσουν τις όποιες προσωπικές αναστολές και τα
συναισθηματικά εμπόδια που ορθώνονται σε τέτοιες περιπτώσεις – κυρίως στους
γονείς. Πράγματι οι οικείοι συμφώνησαν – άραγε με ποιον; – και η θανούσα αυτόματα
αποκτά δυο διαστάσεις: μια μεταφυσική – γίνεται «άγγελος στον ουρανό» – και μια
φυσική, «στη ζωή αξία». Η λέξη «αξία» στην περίπτωσή μας δεν λειτουργεί ως
επίθετο αλλά ως ουσιαστικό: η νεκρή με την απόφασή της ανάγεται για τους λήπτες
και τους οικείους τους σε προσωπική αξία, ιδανικό πρότυπο, ιερό και
αξιοσέβαστό.
Η δεύτερη
αναφορά σε δωρεά οργάνων εντοπίστηκε στην Κυριάννα Ρεθύμνης. Πρόκειται για δυο
θρηνητικά τραγούδια, υπογραμμένα με τα αρχικά γράμματα του ονόματος των
θρηνωδών, γραμμένα σε χαρτί και τοποθετημένα σε κορνίζα μαζί με τη φωτογραφία
του δεκαεννιάχρονου θανόντος Κων/νου Ν.
Περισσάκη (1984-2003).
Το πρώτο φέρει
υπογραφή Δ.Ξ. και ο θρηνωδός απευθύνεται στο Χάρο. Ο τελευταίος παρουσιάζεται
ως κλέφτης που κλέβει το σώμα, την πνοή, τη ζωή των ανθρώπων. Ωστόσο στην
περίπτωση του νεαρού Κων/νου Περισσάκη – πιθανότατα θύματος τροχαίου ατυχήματος
- δεν πρόλαβε να τα κλέψει όλα. Έκλεψε τα μισά, γιατί κάποιοι – οι γιατροί –
έτρεξαν και «γλίτωσαν» το μισό κορμί, τη
μισή πνοή, τη μισή ζωή και τα δώρισαν σε άλλα σώματα για να τους δώσουν
«ζωή».
Μισό κορμί, μισή πνοή, μισή ζωή και σκέψεις
έκλεψες, Χάρε, κι ύστερα βιάστηκες να μισέψεις.
Μα τα μισά που πρόλαβαν ‘πό σένα να γλιτώσουν
σ’ άλλα κορμιά εδοθήκανε σ’ αυτά ζωή να δώσουν.
Σ’
άλλους εχάρισε ζωή κι ανάσα απ’ τη δική του 5
κι ο Χάρος το μισό κορμί επήρε στην αυλή του.
Οι δυο
τελευταίοι στίχοι κλείνουν το θρηνητικό τραγούδι αναφερόμενοι στη δωρεά ζωής,
που ο νεαρός νεκρός προσφέρει με το μισό κορμί του ζωή σε άλλους ανθρώπους ενώ
ο Χάρος παίρνει το υπόλοιπο μισό στα παλάτια του, εικόνα γνώριμη από την
αρχαιότητα. Όπως και στην πρώτη περίπτωση με τη δωρεά οργάνων ο νεαρός
Κωνσταντίνος αποκτά τη μεταφυσική διάσταση του νεκρού, που κινείται στο παλάτι
του Χάρου, ενώ η φυσική του διάσταση μετουσιώνεται στο θεϊκό δώρο της ζωής, της
υγειούς ζωής, στα σώματα άλλων ανθρώπων.
Στο τραγούδι
επιβιώνουν δυο βασικά χαρακτηριστικά του Χάρου γνωστά στη δημώδη λογοτεχνία και
καταξιωμένα στη συνείδηση του λαού. Το πρώτο αφορά την ιδιότητα του Χάρου ως κλέφτη, που κλέβει τις
ψυχές των ανθρώπων, και το δεύτερο , της ιδιότητάς του ως άρχοντα του Κάτω
Κόσμου, που ζει σε παλάτι. Η «αυλή» του υπό εξέταση θρηνητικού τραγουδιού
αντιπροσωπεύει το παλάτι του Χάρου ή καλύτερα τους κήπους του παλατιού, τους
οποίου συνηθίζει να στολίζει με λογής λογής ανθρώπους:
Ο Χάροντας εβάλθηκε να κάμει περιβόλι
και βάνει νιές αντί μηλιές και νιους για κυπαρίσσια
και βάνει και μικρά παιδιά για βιόλες ανθισμένες
και βάνει γριές και γέροντες για φράχτες στο περβόλι[8].
Το δεύτερο τραγούδι
υπογράφεται με τα αρχικά Μ.Κ. και συνιστά ένα εξαιρετικό θρηνητικό τραγούδι, σπουδαίο
δείγμα της σύγχρονης διαλεκτικής ποίησης ως προς τη γλώσσα, την ευρηματικότητα
και την ποιητική ικανότητα του θρηνωδού. Συνδυάζει σε ύψιστο βαθμό δυο στοιχεία
των θρηνητικών τραγουδιών: την τραγικότητα και τη στοχαστικότατα του
περιεχομένου με μια ωραιότατη ποιητική εικόνα[9]:
το μπόλιασμα των δέντρων και την ανάπτυξη του νέου κλώνου.
Ένα δεντρί μου απού ‘λπιζα γλυκούς καρπούς να πάρω,
‘κατάλυσέ το η μοίρα μου και τό ‘δωκε στο Χάρο.
Μα πριν ακόμα μαραθεί, άρπαξ’ ο περβολάρης
βλαστούς και μπόλια τρυφερά, Χάρε, να μην τα πάρεις.
Άλλα
δεντρά εμπόλιασε και μονομιάς ανθίσαν 5
κι οι μυρωδιές σου, αντράκι μου, τον κόσμο εγεμίσαν.
Ο θρηνωδός παραλληλίζει
τον νεαρό νεκρό με δεντρί, που το φρόντιζε για να μεγαλώσει και να
καρποφορήσει, για να απολαύσει – ο ίδιος ο θρηνωδός – μια μέρα τους γλυκούς
καρπούς του. Ωστόσο η κακή μοίρα του – του θρηνωδού – το κατάλυσε, το ξερίζωσε
και το παρέδωσε στη φθορά. Ακριβώς στην κρίσιμη στιγμή της μετάβασης από τη ζωή
στο θάνατο παρεμβαίνει ως περβολάρης ο
γιατρός, για να αρπάξει από τα χέρια του Χάρου βλαστούς και τρυφερά μπόλια, τα
υγιή δηλαδή μέρη του σώματος, και με αυτά να μπολιάσει άλλα «δέντρα», να
εμφυσήσει δηλαδή ζωή σε άλλα νεαρά άτομα και να τα «αναστήσει». Ο «κλέφτης»
στη προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο
Χάρος, αλλά ο άνθρωπος, ο γιατρός-περβολάρης. Αυτή η αντιστροφή των ρόλων
αποδείχνει την νίκη του ανθρώπου στο θάνατο, τη νίκης της επιστήμης στο θάνατο.
Ο γιατρός γίνεται περβολάρης – ρόλος οικείος για τον άνθρωπο της υπαίθρου – τα
όργανα του γίνονται μπόλια και τρυφερά βλαστάρια και η μεταμόσχευση
παραλληλίζεται με το κέντρισμα των δέντρων, που θα τα καταστήσει καλύτερα,
ωφελιμότερα, υγιέστερα. Η μεταμόσχευση-μπόλιασμα αποκτά μεταφυσική διάσταση
καθώς «μονομιάς», ως δια μαγείας, τα μπολιασμένα δέντρα-λήπτες των οργάνων
«ανθίζουν», δηλαδή γεμίζουν ζωή, και ο κόσμος κυριεύεται από τις μυρωδιές των
νέων βλαστών, δηλαδή από υγεία, χαρά, ευτυχία, εν τέλει από την ίδια τη ζωή.
Και στα τρία
δείγματα της μελέτης μας δίνεται μια νέα λυτρωτική και ελπιδοφόρα εικόνα του
θανάτου, εξαίρεται η προσφορά ζωής του νεκρού προς τους ζωντανούς, κυριαρχεί η
ζωή πάνω στο θάνατο. Λανθάνει επίσης άλλο ένα σημαντικό στοιχείο: η δωρεά
οργάνων του προσφιλούς νεκρού είναι σημαντική και για τους ζωντανούς. Οι
οικείοι του νεκρού αισθάνονται εσωτερική ικανοποίηση, πιθανότατα επουλωτική της
πληγής του αποχωρισμού, για τον τελευταίο ρόλο που «έπαιξε» στη ζωή ο
αγαπημένος τους. Η Γιάννα γίνεται «αξία» και ο Κωνσταντίνος, που προσφωνείται
τρυφερά «αντράκι μου», απλώνεται και κυριαρχεί στον κόσμο. Και οι δυο τους
μετουσιώνονται σε αγγέλους προστάτες, σε πρότυπα, σε ιδανικά για πολλούς. όχι
μόνο για τους λήπτες και τους οικείους τους. Η Γιάννα και ο Κωνσταντίνος είναι
πρότυπα και για τους περαστικούς, τους τυχαίους επισκέπτες του τάφου τους[10]. Ακριβώς σ’ αυτό έγκειται
και η διαφορά των στόχων του μοιρολογιού από την επιτύμβια επιγραφή. Το μοιρολόι
λέγεται άπαξ και κοινωνεί μόνο με τους αυτήκοους μάρτυρες, ενώ η επιγραφεί εκτίθεται
σε κοινή θέα για μεγάλο χρονικό διάστημα για να διαβαστεί από τους επισκέπτες. Στην περίπτωση του αντικειμένου της μελέτης μας, η
αναφορά στη δωρεά οργάνων του νεκρού παρουσιάζεται ως η ύστατη πράξη του που
αποδείχνει το μεγαλείο της ψυχής του, εκείνη που θεωρείται ως η πιο
αξιομνημόνευτη και αυτή που θεμελιώνει την υστεροφημία του, πεποίθηση και στάση
ζωής που μαρτυρείται ήδη από τα ομηρικά χρόνια και επιβεβαιώνεται από τον
Αισχύλο, που επέλεξε για τον τάφο του ως μοναδική αξιομνημόνευτη πράξη της ζωής
του τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα.
Σημ.: η παραπάνω εισήγηση παρουσιάστηκε στο 3ήμερο συνέδριο "Τα κρητικά μοιρολόγια", μνήμη Σήφη Κοσόγλου, Χρίστου Μακρή, Οδυσσέα Τσαγκαράκη, ανώγεια 13-15 Νοεμβρίου 2015, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Δήμος Ανωγείων.
[1]
Μανόλης Βαρβούνης, Νεοελληνικά λαϊκά
επιτύμβια επιγράμματα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, όπου και η σχετική
ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία.
[2] Η
πρόχειρη αυτή αναφορά σε χρονικές περιόδους συνάγεται από το προσωπικό αρχείο
3.500 επιτύμβιων επιγραφών από τα κοιμητήρια της Κρήτης.
[3] Jonathan Baker, The rural-urban dichotomy in developing world.
A case study from northern Ethiopia. Norwegian University Press 1986, σ. 34-36, Βαρβούνης ό.π. σ. 64
[4] Εκτός
των μαρμάρινων και κεραμικών επιγραφών απαντώνται χάλκινες, μπρούτζινες,
γυάλινες, ξύλινες επιγραφές και επιγραφές σε βότσαλα, αυτοκόλλητες πλαστικές
διαφάνειες, υφασμάτινες κορδέλες, φύλλα χαρτιού ή ολόκληρα τετράδια, ακόμα και
γκράφιτι πάνω στον τάφο με μολύβι, κάρβουνο ή χημικό χρώμα.
[5]
Βαρβούνης. ό.π. σ. 95: «Το πέρασμα από το λαϊκό προφορικό μοιρολόγι στο
νεοελληνικό επιτύμβιο επίγραμμα προϋποθέτει δυο βασικούς παράγοντες … την
εγγραμματοσύνη και την αστικοποίηση».
[6] Ο
ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος έχεις γράψει ένα εξαιρετικό «μικρό» ποίημα
ψέγοντας την επιθυμία εκείνων που έχοντας ζήσει στην πόλη, επιθυμούν να ταφούν
στον τόπο καταγωγής τους: «Όταν πεθάνω,
να με θάψετε στο χωριό»./ Θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους / την πατρίδα που
αρνήθηκαν με το σώμα τους.
[7] Βαρβούνης. ό.π. σ. 134-261
[8]
Σταμάτης Αποστολάκης, Ριζίτικα, Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Χανιά 2010,
σελ. 387, α.α. 647
[9] Δ. Β.
Οικονομίδης, Ο θρήνος του νεκρού εν
Ελλάδι (το μοιρολόγι και η εθιμοτυπία του), Επιτηρείς Κέντρου Ερεύνης
Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 18-19 (1965-1966), σελ. 18. Βαρβούνης, ό.π. σ. 51
[10]
Γιώτα Χατζηθεοχάρους – Κουλουρίδου, Σύγχρονες
επιτύμβιες επιγραφές. Λειτουργία και θεματική. Θητεία. Τιμητικό αφιέρωμα
στον καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή, Αθήνα 2002, σελ. 768. Βαρβούνης, ό.π. σ. 51
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου