Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Τοπωνυμική έρευνα του οικισμού Απεσωκάρι Ηρακλείου

               Τοπωνυμική έρευνα του οικισμού Απεσωκάρι Ηρακλείου
                                                   
                                                      Ο οικισμός
   Ο οικισμός Απεσωκάρι βρίσκεται στον κάμπο της Μεσαράς στις υπώρειες των Αστερουσίων, στην ιστορική επαρχία Καινουργίου του Νομού Ηρακλείου. Απέχει από το Ηράκλειο 55 περίπου χιλιόμετρα. Η εδαφική περιφέρεια του οικισμού απλώνεται στον κάμπο και στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων.                                                                  
    Αρχαιότερη γραπτή μνεία του οικισμού Apossochari γίνεται στις 7 Ιουνίου 1369 σε έγγραφο του Αρχείου του Δούκα της Κρήτης.  Στο έγγραφο αναφέρεται ότι η Αννίκα Μαυρογιάνναινα (Anica Mavroianena) από το χωριό Apossochari  θεραπεύθηκε από κτύπημα που δέχτηκε στον ώμο, για το οποίο υπεύθυνος θεωρήθηκε ο συγχωριανός της Πέτρος Βενέρης (Petrus Venerio)[1].

   Ο οικισμός αναφέρεται σε όλες τις απογραφές των ενετών.  Ο Francesco Barozzi το 1577 αναφέρεται στον οικισμό με τη γραφή Apessocari. Το 1583 ο Pietro Castrofilaca καταγράφει τον οικισμό Apesocari με 104 κατοίκους[2] και ο Francesco Basilicata το 1630 ως Apessocari[3]
   Στην τουρκική απογραφή του 1671 αναφέρεται με είκοσι πέντε φόρου υποτελείς (χαράτσα) και μεταγράφεται ως Aposkari[4]. Η φωνητική απόδοση αυτή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως απόλυτη, επειδή στην αρχαιοτουρκική απουσιάζουν τα φωνήεντα και δεν μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια η φωνητική αξία ενός τοπωνυμίου. Την επόμενη χρονιά (1672) καταγράφεται με τον ίδιο αριθμό φορολογικά υπόχρεων κατοίκων[5]
   Ο R. Pashley δεν καταγράφει τον οικισμό στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834, παρόλο που αναφέρεται στην επαρχία Καινούργιο Καστέλι[6]. Πιθανότατα να εντάσσεται στο τμήμα της απογραφής  «Μετόχια που παραλείφθηκαν» με 12 χριστιανικές και 8 μουσουλμανικές οικογένειες. Το απίθανο είναι να μην υπήρχε ο οικισμός.
    Το όνομα του οικισμού επανεμφανίζεται σε όλες τις απογραφές από το 1881 μέχρι σήμερα.  Το 1881 αναφέρεται στο Δήμο Πλατάνου ως Απεσωκάρι με 53 άνδρες και 64 γυναίκας κατοίκους[7]. Στον ίδιο δήμο, με την ίδια γραφή αναφέρεται και στην απογραφή του 1900 με 160 κατοίκους. Το 1920 αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας με 168 κατοίκους, ενώ το 1928 το Απεσοκάρι εντάσσεται στην κοινότητα Πλώρας με 203 κατοίκους. Από το 1940, οπότε και επανιδρύεται η κοινότητα, ως το 1981 καθιερώνεται στις απογραφές η γραφή Απεσωκάριον: το 1940 με 247 κατοίκους, το 1951 με 232, το 1961 με 215, το 1971 με 164 (προφανώς λόγω της μαζικής μετανάστευσης στη Γερμανία και αλλού). Το 1981 αποβάλλει την καθαρευουσιάνικη κατάληξη και αποδίδεται με την ορθή φωνητική του αξία Απεσωκάρι με 156 κατοίκους και το 1991 με 186 και το 2001 με 131.  Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης με το νόμο «Καποδίστριας» το Απεσωκάρι εντάχθηκε στο Δήμο Γόρτυνας, του οποίου αποτέλεσε ανεξάρτητο Δημοτικό Διαμέρισμα. Το ίδιο ισχύει και σήμερα με την εφαρμογή του τελευταίου σχεδιασμού για την τοπική αυτοδιοίκηση και την εφαρμογή του νόμου «Καλλικράτης». το Απεσωκάρι παρέμεινε στο διευρυμένο νέο Δήμο Γόρτυνας.
   Για την ερμηνεία του ονόματος του οικισμού η προφορική παράδοση διασώζει την παρετυμολογία: Πολύ παλιά, θρυλείται, στην περιοχή υπήρχε ένα βασίλειο, που είχε την έδρα του στον κοντινό οικισμό Βασιλικά Ανώγεια. Κοντά στον οικισμό Φλαθιάκες βρίσκονταν οι φυλακές του βασιλείου (σ.σ. σώζεται στην περιοχή τοπωνύμιο στσι Φυλακές) ενώ στο Απεσωκάρι γίνονταν οι εκτελέσεις. Ακριβώς για το λόγο αυτό ο οικισμός πήρε το όνομά του: πίσω + κάρα > Απεσωκάρι.
    Ο Στέφανος Α. Ξανθουδίδης πιθανολογεί ότι ο οικισμός ίσως συνδέεται με το βυζαντινό επώνυμο Σωκαράς, το οποίο είναι παράγωγο των λέξεων σώκος και σωκάριον = σχοινί, βρόχος[8]. Για τη Βυζαντινή προέλευση του τοπωνυμίου, όπως σημειώνει στις ανέκδοτες σημειώσεις του, συμφωνεί και ο Γεώργιος Μαλεφιτσάκης,  ο οποίος, ωστόσο, το ετυμολογεί από το εμπρόθετο επίρρημα από + έσω + το προσηγορικό χωρίον > αποεσωχώριον > απεσωχώριον > Απεσωχώρι. Στον τύπο Απεσωχώρι γίνεται τροπή του χ σε κ με δωρική επίδραση, και του ω σε α: Απεσωχώρι > Απεσωκάρι. Και στις δυο αυτές ερμηνείες προτείνεται η γραφή του ονόματος του οικισμού με ω.
   Οι κάτοικοι σήμερα ονομάζονται Απεσωκαριανοί (Απεσωκαρjιανοί) και στην εμπρόθετη μορφή του γίνεται στ’ Απεσωκάρι.

                                Μικροτοπωνύμια  Απεσωκαριου

  Ο κατάλογος των μικροτοπωνυμίων του προέκυψε από την επιθυμία μιας ομάδας ανθρώπων που αντλούν την καταγωγή από το Απεσωκάρι, να αναρτήσουν στο διαδίκτυο ιστοσελίδα με την ιστορία και άλλες πληροφορίες για το χωριό τους. Η πρότασή μου στο φίλο και συνάδελφο Ραδάμανθυ (Μάνθο) Νεονάκη να συμπεριληφθούν και τα τοπωνύμια του οικισμού έγινε δεκτή και ο ίδιος ανέλαβε την καταγραφή τους. Πληροφορητές του, εκτός από τον ίδιο, ήταν οι: Δασκαλάκης Γιάννης, Παρθενάκης Γιάννης, Παρθενάκης Φραγκίσκος, Νεονάκης Δημήτρης, Νεονάκη Μαρία, Σηφάκης Σπύρος, Χριστάκης Γιάννης. Τους ευχαριστώ πολύ από αυτή τη θέση. Ευχαριστίες επίσης θα ήθελα να εκφράσω προς τον πρόεδρο της ΕΚΙΜ καθηγητή Αλέξη Καλοκαιρινό για την ευγενική παραχώρηση του τοπωνυμικού αρχείου της Εταιρείας, την υπεύθυνη υπάλληλο κυρία Γεωργία Κατσαλάκη για την ευγενική και πρόθυμη βοήθειά της και τους πληροφορητές μου Μανόλη Χριστάκη, Κωνσταντίνο Βασιλάκη (ετών 80), Χρυσούλα Παπαδακάκη-Βασιλάκη (ετών 78), Νικόλαο Παπαδακάκη (ετών 91), Σοφία Παπαδακάκη (ετών 76), με τη βοήθεια των οποίων επαλήθευσα και συμπλήρωσα τον μικροτοπωνυμικό κατάλογο του οικισμού.

  1. Αγία Κυριακή, η (στην Αjιά gυρjιακή) Αγιώνυμο. Σώζονται ερείπια της ομώνυμης εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση η περιοχή λειτουργούσε ως τόπος ταφής των λουβιασμένων (λεπρών) και των  αβάπτιστων παιδιών.  Στην περιοχή υπάρχουν διάσπαρτα βήσαλα. (π)[9]
  2. Αγκαβανιάς, ο (στον Αgαβανιά) Περιοχή με αγριάδα. Φυτωνύμιο. Αγκάβανος = σίλυβον το μαριανόν[10]. Παράγεται από τα προσηγορικά αγαύη (το φυτό αθάνατος) + άκανος (είδος αγκαθιού) > αγκάβανος κατά συμφυρμό[11]. Αγκάβανος + περιεκτικό επίθημα –ιάς > αγκαβανιάς = περιοχή στην οποία ευδοκιμούν/φυτρώνουν αγκαβάνοι. Το 1935 ανασκάφηκε μινωικός τάφος από τον ιδιοκτήτη του αργού. (π)
  3. Αλώνι Πέρα, το (στο Πέρ’ Αλώνι) Λέγεται και Σωχωράκι, το (στο Σωχωράκι).
  4. Αμπελιώτης, ο (στον Αbελιώτη) Φυτωνύμιο. Παράγεται από το προσηγορικό αμπέλι και το επίθημα –ώτης, που εδώ έχει περιεκτική σημασία. Αμπελιώτης = η περιοχή στην οποία καλλιεργούνται αμπέλια. Και σήμερα υπάρχουν αμπέλια στην περιοχή. (π)
  5. Αμπέλοι, οι (στσ’ Αbέλους) Φυτωνύμιο. Περιοχή με αμπέλια. Παράγεται από το προσηγορικό αμπέλι > Αμπέλοι. Η τροπή του ουδετέρου σε αρσενικό λειτουργεί μεγεθυντικά. (π)
  6. Απεζανιώτικο, το (στ’ Απεζανιώτικο) Κυριώνυμο. Αναφέρεται σε περιοχή ιδιοκτησίας της Μονής Απεζανών. (Απεζανές +  πατριδωνυμικό επίθημα -ιώτης > Απεζανιώτης + επίθημα –ικός, δηλωτικό της ιδιότητας > Απεζανιώτικο.  (π)
  7. Αρνοκεφάλα, η (στην Αρνοκεφάλα) Σύνθετο τπν από το αρχ. αρήν, αρνός (= αμνός, πρόβατον άρρεν ή θήλυ) + κεφάλι > μεγεθυσμένο κεφάλα = λόφος σχήματος κεφαλής αρνιού ή κατάλληλος για την εκτροφή των αρνιών. 
  8. Ασφεντυλιδιάς, ο (στον Ασφεdυλιδιά) Φυτωνύμιο. Παράγεται από το φυτό ασφόνδυλος > ασφέδυλος > ασφέντυλος + υποκοριστικό επίθημα –ίδι > ασφεντυλίδι + περιεκτικό επίθημα –ιάς > Ασφεντυλιδιάς. (π)  
  9. Βαβούρης, ο (στου Βαβούρη) Κυριώνυμο. Το επώνυμο Βαβούρης, Βαβουράκης δεν μαρτυρείται σήμερα στην περιοχή. Στους εκλογικούς καταλόγους του 1913 αναφέρετε στο Απεσωκάρι ο Βαβουράκης Αντώνιος του Κωνσταντίνου ετών 70. (π)
  10. Βάγκα, η (στη Βάgα) Ο Ξανθινάκης ετυμολογεί τη λέξη βάγκα (= τάφρος) από το ιταλικό vanga = σκαλιστήρι κατά το σχήμα συνεκδοχής. το όργανο αντί για το αποτέλεσμα[12]. (π)
  11. Βίγλα, η (στη Βίγλα) από το ιταλικό vigilare = επιβλέπω, εποπτεύω. Vigilia > vigla > βίγλα = ο τόπος, το σημείο εποπτείας. Περιοχή στον Οξύ όπου σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη στην επίσκεψή του την10η Ιουνίου 1915 με την υπόδειξη του Νεονάκη Κωνσταντίνου του Μιχαήλ, διαπίστωσε την ύπαρξη Μινωικού οικισμού. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής Γερμανός αρχαιολόγος ανέσκαψε την περιοχή και έφερε στο φως μινωικό οικισμό με σημαντικά ευρήματα (πολύχρωμα λίθινα αγγεία, χάλκινους διπλούς πέλεκες, αγγεία ΜΜ Ι περιόδου)[13].
  12. Βρύση, η (στη Βρύση) Η κεντρική βρύση του οικισμού στην οποία το νερό έφτανε με υπόγειο αγωγό (κουτούτο). Από εκεί προμηθεύονταν νερό οι γυναίκες του χωριού με σταμνιά, στις γούρνες πότιζαν τα ζώα, έπλεναν τα ρούχα, και το περίσσευμα με αγωγό, πήγαινε στη στέρνα από όπου εδιανέμετο στους χωριανούς για το πότισμα των κήπων.
  13. Βρύση Ρετζέπη, η (στου Ρετζέπη τη Βρύση) Περιοχή μεταξύ των περιοχών Ρέχτρα και Καλάμια του Νεόνη με νερό όλο το καλοκαίρι με κολύμπες που κάνανε μπάνιο τα παιδιά και μούσκευαν το λινάρι οι μεγάλοι. Κυριώνυμο. Φέρει το όνομα του μουσουλμάνου ιδιοκτήτη της βρύσης Ρετζέπ.
  14. Γεώτρηση, η (στη jεώτρηση)
  15. Γεώτρηση Παλιά, ή (στη bαλιά jεώτρηση) Λέγεται και Γεώτρηση στο Γέρο Ποταμό, η (στη jεώτρηση στο jέρο bοταμό). Πριν τεθεί εκτός λειτουργίας και κατασκευαστεί η νέα γεώτρηση που εξυπηρετεί τον οικισμό, το τοπωνύμιο προσδιοριζόταν απλά ως στη jεώτρηση.
  16. Γιατρός, ο (στου jιατρού) Κυριώνυμο από επάγγελμα. Σύμφωνα με τον πληροφορητή μας Παπαδακάκη Νικόλαο, ετών 90 (2011) στην  περιοχή, όπως του έλεγε ο παππούς του, υπήρχε παλαιότερα πολιτεία και έμενε κάποιος γιατρός. Στην περιοχή υπάρχουν σήμερα βήσαλα και στο παρελθόν οικιστικά υπολείμματα. (π)
  17. Γούλες, οι (στσι Γούλες) Το τοπωνύμιο μπορεί  να δεχτεί δυο ερμηνευτικές προσεγγίσεις: α. ως υδρώνυμο: πιθανόν να υπήρχαν παλαιότερα πηγές στην περιοχή ή να λίμναζε νερό (από το τουρκ. göl (=λίμνη) > γούλα και β. ως φυτωνύμιο από το φυτό γούλα ή ασκόλυμπρος ( > σκόλυμπρος > αρχ. σκόλυμος). (π)
  18. Δράκος, ο (στου Δράκου) Κυριώνυμο. Στην Κρήτη συναντάται το βαφτιστικό όνομα Δράκος. Πηγή στον κάμπο. (π)
  19. Ελιές Δυο, οι (στσι Δυο Ελιές) Φυτωνύμιο, όπως και τα υπ’ αριθμ. 15 και 16. Η παρουσία των προσδιορισμών δυο, τέσσερεις, εφτά αποτελεί ανάμνηση της σπανιότητας των ελαιοδέντρων στην περιοχή. Σε παλαιότερα χρόνια η Μεσαρά ήταν φημισμένη για το σιτάρι της και όχι για το λάδι.
  20. Ελιές Εφτά, οι (στσ’ Εφτά Ελιές) (π)
  21. Ελιές Τέσσερεις, οι (στσι Τέσσερεις Ελιές) (π)
  22. Ελλενικά, τα (στα Ελλενικά) Περιοχή με ερείπια κτισμένα με ασβέστη. Συνήθως με το όνομα ΕλλενικάΕλληνικό ή ΛενικάΛενικό χαρακτηρίζονται περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή περιοχές στις οποίες ευδοκιμούσαν τα όσπρια. Παλιότερα έσπερναν όστρακα (βήσαλα) σε περιοχές που καλλιεργούσαν όσπρια, επειδή πίστευαν ότι έτσι γίνονται «καλόψητα». Ο δάσκαλος Χασουράκης Μιχαήλ σημειώνει για την ΕΚΙΜ το 1953: «Πάρα πολλά βήσαλα και τμήματα αρχαίων τοίχων σε αρκετά μεγάλη έκταση». (π)
  23. Θρυμπιάς, ο (στο Θρυbjιά) Φυτωνυμικό. Παράγεται από το φυτό θρύμπη + περιεκτικό επίθημα –ιάς > Θρυμπιάς = περιοχή στην οποία φύεται ο θάμνος θρύμπη, η θρούμπα. (π)
  24. Κακόσκαλο, το (στο Κακόσκαλο) Χαράδρα. Σύνθετο τοπωνύμιο δηλωτικό του δυσπρόσιτου του εδάφους (κακή + σκάλα > Κακόσκαλο). Έτσι χαρακτηρίζονταν οι διαβάσεις που ήταν δύσβατες ή και επικίνδυνες για τη διέλευση φορτωμένου ζώου.
  25. Καλάμια, Νεόνη, τα (στου Νεόνη τα Καλάμια) Κυριώνυμο. Υπάρχει σήμερα στον οικισμό το επώνυμο Νεονάκης. Η κυριωνυμία στα καλάμια παραπέμπει σε εποχές που το συγκεκριμένο φυτό ήταν χρήσιμο στην οικοδόμηση των σπιτιών και στην κατασκευή χρηστικών αντικειμένων (καλάθια, κόφες, κοφίνια, πανέρια ,κ.λ.π.).
  26. Καλύβα, η (στη gαλύβα) Παραπέμπει σε πρόχειρο κατασκεύασμα για προσωρινή καλοκαιρινή διαμονή. Συνήθως καλύβες κατασκεύαζαν σε περιοχές όπου καλλιεργούσαν κηπευτικά, για να τα επιτηρούν από τους κλέφτες. (π)                                                    
  27. Καμαράκι, το (στο Καμαράκι) Υπήρχε καμαράκι στον αγωγό που μετάφερε το νερό από τα Βασιλικά Ανώγεια στο Απεσωκάρι. (π)                                 
  28. Καμίνι, το (στο Καμίνι) Υπάρχουν υπολείμματα ασβεστοκάμινου.
  29. Καστιπέτης, ο (στου Κατσιπέτη) Κυριώνυμο. Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
  30. Κατάβγα, τα (στα Κατάβγα) Επίπεδη παραποτάμια χωρίς πέτρες περιοχή. Ξερότοπος. Δυσερμήνευτο τοπωνύμιο. Αν υποθέσουμε ότι είναι παρασύνθετο από τις προθέσεις κατά + εκ + ρ. βαίνω > κατά + εκβαίνω < κατά + εκβατός < κατά + αβγατός (πρβλ. με το ρ. αβγατίζω), τότε η ορθή γραφή είναι στα Κατάβγα, με την έννοια ότι είναι μια περιοχή που ολοκληρώνεται γρήγορα (αβγατίζει) η δουλειά λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς της. Μάλλον απίθανη η γραφή με αυ (στα Καταύγα). (π)          
  31. Κεφαλάκι, το (στο Κεφαλάκι) Μικρό ύψωμα. Κεφάλι = ομαλό ύψωμα. Στην περιοχή υπάρχουν ίχνη αρχαιοτήτων. (π)
  32. Κιόνια, τα (στα Κιόνια) Πιθανότατα παραπέμπει σε περιοχή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (Κιόνια < κίων). Στο παρελθόν είχαν εντοπιστεί αρχαιότητες. Σχετικό τοπωνύμιο στον ενικό αριθμό (στο Κιόνι) απαντάται στην εδαφική περιφέρεια Πιτσιδίων του Δήμου Φαιστού. (π)
  33. Κοπράνι, το (στο Κοπράνι) Αγριάδα. Ο τύπος στο Κοπράνι πιθανολογείται από την Ελευθ. Γιακουμάκη ότι παράγεται από το ουσιαστικό κόπρανον[14]. Ο Πιτυκάκης στο λεξικό του ερμηνεύει το λήμμα κοπράνι ως τμήμα εδάφους μη καλλιεργήσιμου που, επειδή λιπαίνεται από την κοπριά ζώων που βόσκουν ή από την αποσύνθεση των φύλλων των δέντρων, παράγει άφθονο χορτάρι κατάλληλο για βοσκή[15].
  34. Λαύρης, ο (στο Λαύρη) Μικρή πετρώδης λαγκαδιά με αρκετό νερό. Διασχίζεται από τον ομώνυμο χείμαρρο. Παλαιότερα σε περιόδους καύσωνα οι κάτοικοι του χωριού ανέβαιναν στο Λαύρη, όπου και κατέλυαν για κάποιες μέρες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του 97χρονου Κωνσταντίνου Χριστάκη (+2010) στο Λαύρη υπήρχαν ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, τα οποία, όταν ήταν παιδί, επισκεπτόταν με τη μητέρα του στο πλαίσιο των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ίδια ανάμνηση έχει και ο 80χρονος (2011) Κωνσταντίνος Βασιλάκης από τον παππού του Καρουζάκη Μανόλη και πιθανολογεί ότι η εκκλησία πρέπει να βρισκόταν στον Πάνω Λαύρη, στην περιοχή Σκάλα κοντά στα πλατάνια. Το τοπωνύμιο γεννά προβληματισμούς τόσο προς τη γραφή όσο και την ερμηνεία του. Πιστεύω ότι η σύνδεσή του με τον λάβρυ (> Λάβρυς), τον αμφίστομο μινωικό πέλεκυ, ερμηνεία που κυριαρχεί στους κατοίκους του οικισμού, είναι ατυχής, παρετυμολογία πιθανότατα κάποιου από τους δασκάλους που δίδαξαν στο Απεσωκάρι. Δεν μπορούμε επίσης να αποδεχτούμε την άποψη του Ελευθ. Πλατάκη, που υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο Λαύρειο στην Κρήτη δόθηκε κατ’ αναλογίαν προς το μεταλλείο του Λαυρ(ε)ίου σε περιοχές μεταλλευτικού ενδιαφέροντος[16]. Πιθανότερη, πιστεύω, είναι η σύνδεσή του με το ουσιαστικό λάας (=λίθος) με ενδιάμεσο τύπο λαF(α)ρ-α», ως δηλωτικό πετρώδους περιοχής[17].
  35. Λαύρης Κάτος, ο (στο gάτω Λαύρη)
  36. Λαύρης Πάνος, ο (στο bάνω Λαύρη)
  37. Λιβάδι, το (στο Λιβάδι) παράγεται από το αρχ. ελληνικό λιβάς + υποκοριστικό επίθημα –άδι > λιβάδι = περιοχή άγονη που προοριζόταν για βόσκηση. (π)
  38. Λιδάκια, τα (στα Λιδάκια) Φυτωνύμιο με διπλό υποκορισμό: ελιά + υποκοριστικό επίθημα –ίδι > ελίδι + υποκοριστικό επίθημα – άκι > Ελιδάκι > Λιδάκι, με αποβολή του αρχικού ε. (π)
  39. Λιδοργίνης, ο (στου Λιδορjίνη) Κυριώνυμο (;). Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
  40. Μαργιουλωτός, ο (στο Μαρjιουλωτό) Ύψωμα. Πιθανόν από το λατινικό margo ( = κράσπεδο, άκρο) > υποκ. margelum > μαργέλιον > μάργελον > κρητ. μαργέλι (=στολίδι) + επίθημα –ωτός > Μαργελωτός > Μαργιουλωτός.
  41. Μεσοσφήνι, το (στο Μεσοσφήνι) Σύνθετο τοπωνύμιο (μέσον + σφήνα) προσδιοριστικό της μορφολογίας της περιοχής. (π)
  42. Μουρνιές, οι (στσι Μουρνιές) Φυτωνύμιο. Μορέα > Μουριά > Μουρνιά. (π)
  43. Μπονιανά, τα (στα bονιανά) Κυριώνυμο. Το επίθημα –ιανά παραπέμπει σε οικογενειακό όνομα Μπόνης, Μπόνος. Σήμερα δεν μαρτυρείται τέτοιο επώνυμο στην περιοχή. (π)
  44. Μπονιανά Κάτω, τα (στα Κάτω bονιανά)
  45. Μπονιανά Πάνω, τα (στα Πάνω bονιανά)
  46. Μύλος Κατρίνη, ο (στου Κατρίνη το Μύλο) Κυριώνυμο. Προφανώς από το όνομα παλαιότερου ιδιοκτήτη. Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
  47. Νουλούμι, το (στο dουλούμι) Περιοχή ανάμεσα στις Γούρνες και τη η βρύση του χωριού από όπου περνούσε ο αγωγός ποτίσματος υπάρχουν μέχρι και σήμερα ευκάλυπτοι και άλλα οπωροφόρα δένδρα. Πιθανότατα παράγεται από το τουρκικό tulum > τουλούμι > Ντουλούμι = ασκί από δέρμα κατσίκας (πρβλ. βρέχει με το τουλούμι = βρέχει καταρρακτωδώς > Ντουλούμι = περιοχή με άφθονο νερό). (π)    
  48. Νταβέλης, ο (στου dαβέλη) Κυριώνυμο. Σήμερα δεν συναντάται σχετικό επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
  49. Νταρμάς, ο (στου dαρμά)  Κυριώνυμο (;). Σήμερα δεν μαρτυρείται σχετικό επώνυμο ή παρωνύμιο στον οικισμό. Πιθανή η ερμηνεία από το τουρκ. derman = θεραπεία. Στην περιοχή υπάρχουν αρκετά βήσαλα. (π)                          
  50. Οξύς, ο (στον Οξύ) Ο κάθετα κομμένος ορεινός όγκος που δεσπόζει νοτίως του οικισμού με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα. Το τοπωνύμιο είναι αρχαϊκό και διατηρεί τον αρχαίο ελληνικό τύπο ο οξύς, -έως.
  51. Παπούρα, η (στη bαπούρα) Ο Ξανθινάκης πιθανολογεί ότι παράγεται από τη λέξη πάπυρος, το στέλεχος του οποίου έχει κωνικό σχήμα, όμοιο δηλαδή με λόφο (= παπούρι)[18].  
  52. Πατητήρι, το (στο Πατητήρι) Πιθανότατα στο παρελθόν να υπήρχε πατητήρι (ληνός) στην περιοχή. Το τοπωνύμιο συναντάται σε περιοχές με αμπέλια. (π)
  53. Περβολάκι, το (στο Περβολάκι) Από το αρχ. περίβολος > περιβόλιον > περβόλιον > περβόλι + υποκοριστικό επίθημα –άκι > Περβολάκι. (π)
  54. Πλάκα, η (στη bλάκα) Μικρό οροπέδιο με πηγή και αρκετά δέντρα.
  55. Πλακούρα, η (στη bλακούρα) Περιοχή με αγριάδα. Παράγεται από το προσηγορικό πλάκα + υποκορ.  επίθημα –ούρι > πλακούρι. Η τροπή του ουδετέρου πλακούρι σε θηλυκό πλακούρα, λειτουργεί μεγεθυντικά. Λέγεται και Πλακούρια, τα (στα Πλακούρjια). Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής Γερμανός αρχαιολόγος ανέσκαψε μινωικό τάφο, τριακόσια περίπου μέτρα από τον επίσης μινωικό τάφο που ανασκάφηκε στη θέση Αγκαβανιάς το 1935.  
  56. Ποτιστικά, τα (στα Ποτιστικά) Η περιοχή με αρδευόμενα χωράφια.
  57. Ρακιδόσπηλιος, ο (στο Ρακιδόσπηλιο) Σπήλαιο. Σύνθετο τοπωνύμιο από τα προσηγορικά ρακή + σπήλιος > ρακιδόσπηλιος. Πιθανόν στο παρελθόν να λειτουργούσε αποστακτήριο ρακής (;). (π)
  58. Ρεχτάρα ή (στη Ρεχτάρα) Η ευρύτερη περιοχή του Ρέχτρα. Η μετατροπή του αρσενικού σε θηλυκό με το επίθημα –άρα λειτουργεί μεγεθυντικά.
  59. Ρέχτρας, ο (στο Ρέχτρα / στου Ρέχτρα) Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται ο καταρράκτης ύψους περίπου εκατό μέτρων, το ποτάμι, αλλά και η γύρω περιοχή. Υπάρχουν πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του τοπωνυμίου. Η πιο ισχυρές είναι δύο: α) Ο καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, παράγονται από το ρήμα ρήγνυμι της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει σπάζω, συντρίβω, σχίζω κάτι[19], άποψη που είχε υποστηρίξει παλαιότερα ο Γ. Ν. Χατζιδάκις[20]. β) Ο τυμπακιανός φιλόλογος Γ. Μαλεφιτσάκης υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο Ρέχτρας ή Ρέχτρα, Ρέχτρες, Ρέχτας παράγεται από το όνομα Ηλέκτρα. Την τελευταία αυτή άποψή του τη στηρίζει στη μυθολογία. Οι Αχαιοί ερχόμενοι στην Κρήτη «έφεραν τη θρησκεία, τη διάλεκτο και τις παραδόσεις του. Η Αχαϊκή μυθολογία μας λέει ότι η Ηλέκτρα λατρευόταν σαν θεά του φωτός. Κατά τον Ησίοδο (Θεογ. 265) ήταν κόρη του Ωκεανού … και μητέρα της Ίριδας…. Ιδιαίτερα στην Κρήτη και στη Μεσσηνία η Ηλέκτρα λατρεύονταν σαν Νύμφη των πηγών, των ρυακιών και των ποταμών, και το όνομά της διδόταν σε πηγές και σε ποτάμια». Σήμερα, γράφει ο Μαλεφιτσάκης, το τοπωνύμιο σημαίνει καταρράκτης. Όμως, συνεχίζει, στην Πλώρα - Απεσωκάρι Καινουργίου υπάρχει το τοπωνύμιο Καταρράχτης της Ρίχτρας στις πλαγιές των Αστερουσίων. Θεωρεί το τοπωνύμιο παραφθαρμένο και υποστηρίζει ότι το σωστό είναι Καταρράκτης της Ρέχτρας, δηλαδή της Ηλέκτρας, δηλαδή καταρράκτης  απ’ όπου πηγάζει ο ποταμός Ηλέκτρας, δηλαδή ο Γερο Ποταμός[21]. Σε κάθε περίπτωση ο πληροφορητής έδωσε στον Μαλεφιτσάκη λανθασμένη πληροφορία, γιατί, όπως φαίνεται και από την παρούσα έρευνα, το τοπωνύμιο δεν είναι Καταρράκτης της Ρίχτρας, αλλά – σκέτο – Ρέχτρας. Προς επίρρωση της ερμηνείας του τοπωνυμίου από την Ηλέκτρα > Ρέχτρα > Ρέχτρας, έρχονται τα τοπωνύμια Λέχτρας και Λέχτρες στην περιοχή της γειτονικής  Βασιλικής Καινουργίου. Εξάλλου είναι φυσικό οι άνθρωποι της αρχαϊκής Κρήτης να βλέπουν στους καταρράκτες και στα ουράνια τόξα (ίριδες), που σχηματίζουν οι υδρατμοί τους με την πρώτη ηλιαχτίδα, την Ηλέκτρα και την κόρη της την Ίριδα.
  60. Ρεχτροπήγαϊδα, τα (στα Ρεχτροπήγαϊδα) Σύνθετο τπν από τις λέξεις Ρέχτρας + πηγάδι. Λάκκοι – γούβες που σχηματίστηκαν στα βράχια από την πτώση του νερού του Ρέχτρα. 
  61. Ριαλού, η (στη Ριαλού) Στο αρχείο της ΕΚΙΜ σημειώνεται: «Πρόκειται περί ελαιοδέντρου πολύ παλαιού, πλησίον του οποίου λέγεται ότι ευρίσκεται στέρνα με χρυσά νομίσματα. Βρίσκεται στην περιοχή των Ελλενικών. Πιθανότατα, λόγω της προφορικής παράδοσης, το τπν να συνδέεται με την ιταλική λέξη reale (= βασιλικός) > ρεάλι > ριάλι = ισπανικό νόμισμα. Ριαλού ελιά = η ελιά με τα ριάλια. (π)
  62. Σκάλα, η (στη Σκάλα) Περιοχή δίπλα στον πάνω Λάβρη, όπου υπάρχουν διαμορφωμένες πεζούλες σε κλιμακωτή σειρά, απ’ όπου και το μικροτοπωνύμιο.
  63. Σκάμαντρη, η (στη Σκάμαdρη) Ορεινή πλαγιά με μεγάλη κλήση ανάμεσα σε πέτρινους όγκους καλλιεργήσιμη μέχρι τη δεκαετία του 1970, χωρίς επιφανειακό νερό. Το τπν παραπέμπει στο φημισμένο ποταμό της Τροίας Σκάμανδρο, «όν Ξάνθον καλέουσι θεοί, άνδρες δε Σκάμανδρον» (Ιλ. Υ. 74). Από τον ίδιο ποταμό ο Έκτορας ονόμασε το γιο του Σκάμανδρο[22].           
  64. Σκολειό, το (στο Σκολειό) Η περιοχή γύρω από το Δημοτικό σχολείο του οικισμού.
  65. Σπηλιάρες, οι (στσι Σπηλιάρες) Ορεινή αλλά καλλιεργήσιμη περιοχή. Οφείλει την ονομασία της στην παρουσία σπηλαίων.
  66. Σπήλιος Καρούζο, ο (στου Καρούζο το Σπήλιο) Κυριώνυμο. Το επώνυμο Καρουζάκης υπάρχει στο Απεσωκάρι.
  67. Σπήλιος Νεόνη, ο (στου Νεόνη το Σπήλιο) Κυριώνυμο. Υπάρχει σήμερα το επώνυμο Νεονάκης στον οικισμό (Νεονάκης > Νεόνης με την αποβολή του επιθήματος –άκης και τον αναβιβασμό του τόνου λειτουργεί μεγεθυντικά).
  68. Σποριά, η (στη Σποριά) Βουνοκορφή. Παράγεται από το ρ. σπείρω > σπορά > σποριά. Στην κρητική διάλεκτο εκτός από το χώρο σποράς ο όρος προσδιορίζει και έκταση γης.
  69. Στραβάδες, οι (στσι Στραβάδες) Επίπεδη περιοχή χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν το τοπωνύμιο. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν οι κάτοικοι του Απεσωκαρίου καλλιεργούσαν καπνά στην περιοχή. (π)
  70. Στροφοί, οι (στσι Στροφούς) Δυσερμήνευτο τοπωνύμιο. Πιθανή και η γραφή στση Στροφούς, οπότε το τοπωνύμιο είναι κυριώνυμο  ανδρωνυμικό (π)
  71. Σωχώρα, η (στη Σωχώρα) Παράγεται από το έσω + χώρος > εσώχωρος > εσώχωρον > σώχωρο = περίφρακτος χώρος για την καλλιέργεια κηπευτικών. Η τροπή του ουδετέρου σώχωρο σε θηλυκό σωχώρα, λειτουργεί μεγεθυντικά. (π)
  72. Σωχωράκι, το (στο Σωχωράκι) Λέγεται και Αλώνι Πέρα, το (στο Πέρ’ Αλώνι).
  73. Σώχωρο Δασκαλάκη, το (στου Δασκαλάκη το Σώχωρο): Κυριώνυμο. Υπάρχει σήμερα το επώνυμο Δασκαλάκης στον οικισμό. (π)
  74. Τοίχος, ο (στο dοίχο) Στο παρελθόν υπήρχε κτίσμα, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση ήταν φυλακές. Περιοχή με βήσαλα. (π)
  75. Τουρκοχαλέπα, η (στη dουρκοχαλέπα) Σύνθετο τοπωνύμιο από το επίθετο τούρκος + χαλέπα > Τουρκοχαλέπα (βλ. τπν Χαλεπάκι)                                     
  76. Τραχάλα, η (στη dραχάλα) Λέγεται και Τραχάλες, οι (στσι Τραχάλες) Τραχάλα στην κρητική διάλεκτο σημαίνει γη που έχει πολλά χαλίκια. Παράγεται από το αρχαίο ελληνικό επίθετο τροχαλός (= ο τρέχων) > τρόχαλος = σωρός από πέτρες) > μεγεθυσμένο τραχάλα. (π)
  77. Τρίγωνο, το (στο Τρίγωνο) Το τοπωνύμιο οφείλεται στο τριγωνικό σχήμα της περιοχής. Περικλείεται από τρεις δρόμους στα όρια της εδαφικής περιφέρειας με εκείνη του οικισμού Φλαθιάκες. (π)
  78. Χαλεπάκι, το (στο Χαλεπάκι) Από το αρχ. χαλεπός με αναβιβασμό του τόνου >  Χαλέπα + υποκορ. επίθημα –άκι > χαλεπάκι (πρβλ. φαλακρός > η φαλάκρα, μαλακός > η μαλάκα)[23].
  79. Χαλικιάς, ο (στο Χαλικιά) Χαράδρα. Από το αρχ. χάλιξ, -ικος ή το λατιν, calx, -calcis = ασβέστης. Χαλίκι + περιεκτικό επίθημα –ιάς > Χαλικιάς = περιοχή με πολλά χαλίκια[24].
  80. Χάρακας Πετρακογιώργη, ο (στου Πετρακοjιώρjη το Χάρακα) Κυριώνυμο. Δεν υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει το τοπωνύμιο με τον οπλαρχηγό Πετρακογιώργη. Πιθανότατα από το επώνυμο και το όνομα παλαιότερου ιδιοκτήτη (Πετράκη Γεώργιος;)
  81. Χωματολάκκοι, οι (στσι Χωματολάκκους) Στο αρχείο της ΕΚΙΜ σημειώνεται: «Διασώζεται μεγάλο κοίλωμα εντός αγρού εκ του οποίου έπαιρναν χώμα οι Αρχαίοι δια τους πλησίον ευρισκομένους τάφους των ως και δια τα εκ πηλού αγγεία αυτών. Εις το άκρον του κοιλώματος φαίνεται σαν αρχαίο καμίνι…» Σύνθετο τοπωνύμιο από τα προσηγορικά ονόματα χώμα + λάκκος > χωματόλακκοι > Χωματολάκκοι. (π) Λέγεται και Xωματόλακκος (στο Χωματόλακκο). Σήμερα λόγω της εντατικής ελαιοκαλλιέργειας δεν σώζεται ο χωματόλακκος.




[1] Elisabeth Santschi, Régestes des Αrrêts civils et des mémoriaux (1363-1399), des Archives du Duc de Crete, Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών, αρ. εγγράφου 431, σελ. 151, Βενετία 1976
[2] Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμ. Α, σελ. 120 και Νίκος Ανδριώτης, Πληθυσμός και Οικισμοί της Ανατολικής Κρήτης (16ος -19ος αι.), Βικελαία Δημοτικά Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, σελ. 412
[3] Στέργιος Σπανάκης, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τόμ. V, σελ. 118
[4] Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις των Τουρκικών Αρχείων, τ. Β, σελ. 122
[5] Γκιουλσούν Αϊβαλή, Φωτεινή Χαιρέτη, Πηνελόπη Φωτεινού, Μαρίνος Σαρηγιάννης, επιμέλεια Ελισάβετ Ζαχαριάδου: Ιεροδικείο Ηρακλείου τέταρτος κώδικας, Τουρκικές Πηγές Κρητικής Ιστορίας 3, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, τ. Α, σελ. 437,  Ηράκλειο 2010
[6] Robert Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, τ. Β΄ σελ. 233
[7] Νικόλαος Σταυράκης, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης μετά διαφόρων γεωγραφικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών κτλ. Ειδήσεων περί της νήσου, Αθήνησι 1890, σελ. 56, πίν. 4
[8] Στέφανος Ξανθουδίδης, Οικογενειακά επώνυμα εκ Κρήτης, Μελετήματα, β΄ έκδοση Ηράκλειο 2002, σελ. 432.
[9] Το (π) τέθηκε σε όλα τα πεδινά τοπωνύμια του οικισμού.
[10] Ευαγγελία Φραγκάκι, Συμβολή εις την δημώδη ορολογίαν των φυτών, Αθήνα 1969, σελ. 19
[11] Αντώνιος Β. Ξανθινάκης, Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος, Π.Ε.Κ. 2001, σελ. 40
[12] Ξανθινάκης ό.π., σελ. 122
[13] Κρητικά Χρονικά, τόμ. Α, σελ. 632 και Κρητικά Χρονικά τόμ. Ζ, 405
[14] Ελευθερία Γιακουμάκη, Το μικροτοπωνυμικό της επαρχίας Κισσάμου Κρήτης, Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. ΙΣΤ, Αθήνα 1986, σελ. 173, σημ. 2
[15] Μανώλης Πιτυκάκης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη  2001, τόμ. Α΄, σελ. 477
[16] Ελευθέριος Πλατάκης, Το τοπωνύμιο Λαύρειο στην Κρήτη, Κρητολογία, τεύχ. VI, 1978, σελ. 106
[17] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, 1998, σελ. 999
[18] Ξανθινάκης ό.π. σελ. σελ. 408
[19] Χριστόφορος Χαραλαμπάκης,  Δύο προβληματικά τοπωνύμια: Ρήχτης και Ρέτζακας, Ονόματα,  τ. 9, 1984, σελ. 134 και Κρητολογικά Μελετήματα, Ηράκλειο 2001 σελ. 113-114, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[20] Συμβολή εις την κλίσιν της Νεωτέρας Ελληνικής, Γ, 257
[21] Γεώργιος Μαλεφιτσάκης,  Αχαϊκά τοπωνύμια στην Κρήτη, Ονόματα, τ. 12, 1988, σελ.317-319
[22] H. LiddellR. Scott (Α. Κωνσταντινίδου), Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ελληνικά Γράμματα, τομ. 4ος, σελ. 76
[23] Ξανθινάκης ό.π. σελ. 556
[24] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σελ. 1950

Δεν υπάρχουν σχόλια: