Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

«Λόγος ἐκφωνηθείς εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἀρκαδίου κατά τήν ἐπέτειον τῆς Ὁλοκαυτώσεώς της τήν 8 Νοεμβρίου 1884»

 

«Λόγος ἐκφωνηθείς εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἀρκαδίου κατά τήν ἐπέτειον τῆς Ὁλοκαυτώσεώς της τήν 8 Νοεμβρίου 1884»

Εισαγωγικά 

Ο πανηγυρικός λόγος, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, είναι «Λόγος ἐκφωνηθείς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρκαδίου τῇ 8ῃ Νοεμβρίου 1884 ὑπό τοῦ Ἱεροδιακόνου κ. Ἰακώβου Πλουμῇ», όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα «Αρκάδιον», που τον δημοσιεύει στο φύλλο της 24ης Νοεμβρίου 1884, και είναι πρώτη η ομιλία που εκφωνήθηκε στην πρώτη επίσημη επέτειο για το εορτασμό της αυτοθυσίας των ηρωικών μαχητών του Αρκαδίου. Επαναδημοσίευσή του έγινε από τον Μιχάλη Τρούλη στη Νέα Χριστιανική Κρήτη το 2008.[1]

Οι πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Κρήτη μετά την Μεγάλη Επανάσταση του 1866-1869 δεν επέτρεπαν την τέλεση επισήμων εκδηλώσεων μνήμης για τα θύματα των αγώνων της ελευθερίας. Μετά, όμως, την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας, στις 3 Οκτώβρη του 1878, και την είσοδο της Κρήτης σε καθεστώς ημιαυτονομίας, οι πιέσεις της οθωμανικής διοίκησης χαλαρώνουν σταδιακά, και παρά τις όχι λίγες περιπτώσεις αθέτησης της συμφωνίας, οι χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν αν απολαμβάνουν διάφορα προνόμια. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η έναρξη τέλεσης των μνημοσύνων για τους νεκρούς της ιστορικής Μονής του Αρκαδίου. Την ιδέα της τέλεσης επιμνημόσυνης δέησης είχε ο αναγνωρισμένος, γηραιός τότε, αγωνιστής Εμμανουήλ Βυβιλάκης.[2]

Το χειρόγραφο κείμενο του εν λόγω πανηγυρικού εντοπίστηκε σε παλαιοβιβλιοπωλείο, αποκτήθηκε από τον ομιλούντα και παραμένει στο προσωπικό του αρχείο πέραν της δεκαετίας.

Ο πανηγυρικός είναι γραμμένος σε 8 υπόλευκα λεπτά φύλλα 20,5x15 εκατοστών, χωρίς διαγράμμιση, με μελάνη χρώματος μπλε, αλλοιωμένη στο πρώτο και στο τελευταίο φύλλο από την έκθεση σε φωτισμό. Η στρογγυλογράμματη ευανάγνωστη συνεχόμενη γραφή είναι σταθερή καθ’ όλη την έκταση του κειμένου. Οι ελαφρώς σητόβρωτες σελίδες δεν εμποδίζουν την ανάγνωσή του.

Σε δεύτερο χρόνο επιχειρήθηκε πρόχειρη βιβλιοδεσία του χειρογράφου με την προθήκη λευκού εμπρόσθιου εξωφύλλου και συνδετικής ραχιαίας λωρίδας, με χαρτί ίδιας ποιότητας με το σύνολο των σελίδων. Στο εξώφυλλο επικολλήθηκε τετράγωνη χειροποίητη ετικέτα από χαρτί ίδια ποιότητας με την ένδειξη:

 

1884

Λόγος

ἐκφωνηθείς εἰς τήν Ἱεράν

Μονήν Ἀρκαδίου κατά

τήν ἐπέτειον τῆς Ὁλοκαυτώσεώς της

τήν 8 Νοεμβρίου 1884

 

Η εσωτερική σελίδα παρέμεινε άγραφη. Το οπισθόφυλλο είναι ολόγραφο και διασώζει την αρχική σελίδα μιας άλλης ομιλίας για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, αγνώστου πλην όμως πιθανότατα μεταγενέστερου του 1884 έτους, η οποία γιορτάστηκε, όπως αναφέρει, με καθυστέρηση. Η χάρτινη ραχιαία λωρίδα της πρόχειρης σελιδοποίησης επικολλήθηκε πάνω στο κείμενο αυτό, γεγονός που αποδείχνει την διάθεση του βιβλιοδέτη να διασώσει την πρώτη και όχι και τη δεύτερη ομιλία.

Ο γραφικός χαρακτήρας του εξωφύλλου είναι όλως διαφορετικός από εκείνον του βασικού κειμένου. Οι ελάχιστες παρεμβάσεις, ορθογραφικές στην πλειονότητά τους, είναι ίδιου γραφικού χαρακτήρα με εκείνον του εξωφύλλου. Διαφορετικός είναι, επίσης, ο γραφικός χαρακτήρας της τελευταίας σελίδας. Εντοπίζονται δηλαδή τρεις διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες, από τους οποίους ο τρίτος αφορά το κείμενο του οπισθόφυλλου.

Το κείμενο φέρει μεταγενέστερη αρίθμηση 15 σελίδων με κόκκινη μελάνη από στυλό διαρκείας. Δεν αριθμείται η τελευταία σελίδα. Το χειρόγραφο κείμενο δέχτηκε συστηματική μελέτη τρεις τουλάχιστον φορές. Η πρώτη αφορά στην διόρθωση και επιμέλεια του κειμένου, προ της δημοσίευσής του στην εφημερίδα Αρκάδιον στις 24 Νοεμβρίου 1884, με πένα και μαύρη μελάνη, και η δεύτερη στην υπογράμμιση με μολύβι κόκκινου χρώματος φράσεων και τμημάτων του κειμένου. Με το ίδιο μολύβι στο πάνω περιθώριο της πρώτης σελίδας αναγράφεται η χρονολογία 1884 Νοεμβρίου 8 της οποίας ο γραφικός χαρακτήρας είναι όμοιος με εκείνον της ετικέτας του εξωφύλλου, του ανώνυμου δηλαδή προσώπου που φρόντισε την επιμέλεια της πρώτης δημοσίευσης και την πρόχειρη σελιδοποίηση του χειρογράφου.

Στην τρίτη συστηματική ανάγνωση γίνεται χρήση μολυβιού μαύρου χρώματος και των σημείων του σταυρού (+) σε εννέα σημεία του κειμένου, ενώ σε τρεις περιπτώσεις έχει γραφεί κάθετη γραμμή, που δίνει την εντύπωση διαγραφής ή παράβλεψης των αντίστοιχων τμημάτων του. Για τούτο ο γράφων πιθανολογεί ότι το κείμενο χρησιμοποιήθηκε ως σημείο αναφοράς και σε επόμενες επετείους.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην αναδημοσίευση του πανηγυρικού έχουν σχέση με την εξασφάλιση για τους μελετητές της αρχικής μορφής του κειμένου, χωρίς την αφαίρεση ή προσθήκη τμημάτων από τρίτους και διατηρώντας την ορθογραφία του, και για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τη λογοκριτική διάθεση της πρώτης δημοσίευσης.  

Το πρωτότυπο κείμενο δέχτηκε στην πρώτη δημοσίευση περισσότερες από εκατό επεμβάσεις, στην πλειονότητά τους γραμματικού χαρακτήρα. Δέχτηκε όμως και λίγες, πολύ σημαντικές παρεμβάσεις, που αξίζουν να προβληθούν, επειδή μας βοηθούν να κατανοήσουμε περισσότερο τον χαρακτήρα του συντάκτη, του ιεροδιακόνου τότε και μετέπειτα αρχιμανδρίτη, ηγουμένου της Ιεράς Μονής Χαλέπας Μυλοποτάμου, σχολάρχη Ρεθύμνου και ακούραστου αγωνιστή του αγώνα της ανεξαρτησίας της Κρήτης, Ιακώβου Πλουμή.

Είναι ακόμα σημαντική μια δεύτερη ανάγνωση του συγκεκριμένου ιστορικού εγγράφου, για να υπογραμμιστεί ο συμβολισμός της εθελοθυσίας του Αρκαδίου, όπως αυτός με σαφήνεια, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, σκιαγραφείται στο εν λόγω κείμενο και που ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την ηρωική θυσία του Αρκαδίου φαίνεται να έχει διαμορφωθεί και εμπεδωθεί, για να εκτραπεί τις τελευταίες δεκαετίες, αποπροσανατολίζοντας την ιστορική έρευνα, με αποκλειστικό στόχο την εξηπηρέτηση αλλοτρίων συμφερόντων[3].

Σχόλια στον πανηγυρικό

 

Ο πανηγυρικός αφορμάται από το διπλό συμβολισμό της 8ης Νοεμβρίου, αφ’ ενός τον εκκλησιαστικό εορτασμό της Σύναξης των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Αγίων Ασωμάτων και Ουρανίων Ταγμάτων και αφ’ ετέρου την ανάκληση στη μνήμη της θυσίας των ηρώων του Αρκαδίου, υμνώντας την «θεά», όπως την χαρακτηρίζει, ελευθερία για την οποία οι Κρητικοί αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν πολλές φορές, με κορυφαία έκφραση του αγώνα τους τη μεγάλη επανάσταση του 1866-1869 και την απόπειρα να σπάσουν τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους.

Ο κορμός της ανάπτυξής του δομείται πάνω σε δυο άξονες. Ο πρώτος αφορά στη συμβολή του κλήρου στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας και παλιγγενεσίας.

Ο συγγραφέας εξαίρει το ρόλο του κλήρου[4] στον εθνικό αγώνα, ο οποίος ταύτιζε την εθνική υπόθεση με τον κατατρεγμό της ορθοδοξίας, αναφέρεται στη μύηση κάποιων από τους εκπροσώπους του στη Φιλική Εταιρεία και παραθέτει κατάλογο ιερωμένων που εργάστηκαν για τον αγώνα της ανεξαρτησίας (ο Ιασίου Βενιαμίν, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός) ή κατέβαλαν φόρο αίματος (Αθανάσιος Διάκος, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Κρήτης Γεράσιμος, Ο Κνωσσού Νεόφυτος, ο Χερρονήσου Ιωακείμ, ο Σητείας Ζαχαρίας, ο Λάμπης Ιερόθεος, ο Βρισθένης Θεοδώρητος, ο Ρωγών Ιωσήφ). Τελευταίος των θυσιασθέντων ο ηγούμενος της μονής Αρκαδίου Γαβριήλ.

Ο δεύτερος άξονας αφορά στην επανάσταση του 1866. Ο ομιλητής έχει επίγνωση ότι απευθύνεται σε ακροατήριο το οποίο έζησε τα γεγονότα: «Οἱ πλεῖστοι βεβαίως ἐξ ὑμῶν ἐνθυμεῖσθε ὅτε κατὰ τὸν Αὔγουστον τοῦ 1866 ἐξερράγει καὶ πάλιν ἐπανάστασις κατὰ τῆς ὀθωμανικῆς δυναστείας…» (βλ. σ. 6 του πρωτότυπου), γεγονός που τον αναγκάζει να εξιστορήσει τα γεγονότα όπως ακριβώς εξελίχθηκαν. Αναφέρεται στην έκρηξη της επανάστασης τον Αύγουστο του 1866, την μάχη και νίκη των Κρητικών στις Βρύσες Αποκορώνου στις 31 του ίδιου μήνα, την άφιξη στο νησί του Μουσταφά πασά, τη νίκη του στο Βαφέ στις 12 Οκτώβρη 1866[5].

Η ρητή αναφορά από τον ομιλητή ότι ο Μουσταφάς «Μαθὼν συγχρόνως ὅτι ἡ Ἱερὰ αὓτη Μονὴ εἶνε ἡ φωλεὰ …τῆς ἐπαναστάσεως…» και ότι «…ἐφρόνει ὅτι θὰ εὕρῃ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς ξένους καὶ ἐντοπίους» (βλ. σ. 8 του πρωτότυπου) , εκφράζει την πεποίθησή του και αφήνει σαφή υπαινιγμό για πληροφορίες που του δόθηκαν, για να στρέψουν το ενδιαφέρον του στη Μονή. Η βεβαιότητά του ότι θα συναντήσει τον επαναστατικό κορμό, τον οδήγησε στην απόφαση να συγκεντρώσει πολυάριθμο στράτευμα και να επιτεθεί στη Μονή. Το πλήθος του στρατού και η χρήση κανονιών προμήνυε την έκβαση της μάχης και την εκ θεμελίων καταστροφή της Μονής. Ποιοι ήταν οι πληροφοριοδότες του Μουσταφά πασά[6] και ποια η σκοπιμότητα της ψευδούς βεβαίωσης ότι στο Αρκάδι θα έβρισκε συγκεντρωμένους όλους τους αρχηγούς των επαναστατών, τους οποίους θα συνελάμβανε και θα εκτελούσε, όπως είχε γίνει τον Σεπτέμβρη του 1833 στις Μουρνιές Κυδωνίας, όταν οι Αιγύπτιοι συνέλαβαν και απαγχόνισαν τους υπεύθυνους της συγκέντρωσης 7000 Κρητικών, επειδή διαμαρτύρονταν για τα οικονομικά μέτρα που είχε πάρει η αιγυπτιακή διοίκηση;[7] Το γιατί ο ομιλητής κάνει τον συγκεκριμένο παραλληλισμό στην πρώτη επίσημη πανηγυρική εκδήλωση της εθελοθυσίας του Αρκαδίου, δεν αναφέρεται στον πανηγυρικό. Αφήνει ωστόσο  έτσι θέματα ανοικτά για ιστορική έρευνα.

Παρά τον αποκλεισμό του μοναστηριού από τον Μουσταφά πασά και την πρότασή του να καταθέσουν τα όπλα, οι έγκλειστοι «…ἕτοιμοι ὄντες νά ἀποθάνωσι μαχόμενοι ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ἀπαντησον ὁμοθυμαδῶν οὐδ’ αὐτῶν τῶν γυναικῶν καὶ παίδων ἐξαιρουμένων, ὅτι οὐδέποτε θέλουσι καταθέσει τὰ ὅπλα…», προτιμώντας το «Καλλίτερον μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή» (βλ. σ. 9 του πρωτότυπου). Σημασία δεν έχει η ποσότητα, αλλά η ποιότητα στη ζωή. Σημασία δεν έχει πόσα χρόνια έζησες, αλλά πώς τα έζησες. Ποιοι ήταν αυτοί; Όλοι. Καλόγηροι, γυναικόπαιδα, εθελοντές, μαχητές.

Οι επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων της 7ης και 8ης Νοεμβρίου αποκρούστηκαν επιτυχώς και μόνον μετά την μεταφορά από το Ρέθυμνο δύο μπουμπάρδων κουτσαχείλων και το γκρέμισμα της δυτικής πύλης[8] μπόρεσαν τα «βαρβαρικά στίφη» να ορμήσουν στον περίβολο του Μοναστηριού. «…. Ὅτε πλέον οἱ ἐν τοῖς κελίοις εὑρισκόμενοι μαχηταὶ ἀπηλπισθέντες ἔθηκαν πῦρ εἰς τὴν πυριτιδαποθήκην ἀνέτραψαν σχεδὸν ὁλόκληρον τὴν Μονὴν καὶ οἱ ἐν τῇ Μονῇ εὑρισκόμενοι χριστιανοὶ καὶ ὀθωμανοὶ ἤ ἀνετινάχθησαν εἰς τὸν ἀέρα ἤ ἐτάφησαν ὑπὸ τὰ ἐρείπια αὐτῆς. Καὶ οὕτως ἔλαβε πέρας ἡ φοβερὰ ἐκείνη πολιορκία τοῦ Ἀρκαδίου, καταστρέψασα ὑπὲρ τάς τέσσαρας χιλιάδας ὀθωμανὼν καὶ ὀκτακοσίους περίπου χριστιανούς γενομένους θῦμα τῆς φιλοπατρίας καὶ αὐταπαρνήσεως αὐτῶν» (βλ. σ. 11 του πρωτότυπου).

Για τον Ιάκωβο Πλουμή δεν χωρεί αμφιβολία για το ποιοι ήταν οι πυρπολητές της Ιεράς Μονής Αρκαδίου: ήταν οι αγωνιστές που από τα κελιά πολεμούσαν τους επελαύνοντες Οθωμανούς. Δεν εισέρχεται σε λεπτομέρειες, ούτε σε αποδείξεις, γιατί γνωρίζει ότι οι αυτόπτες μάρτυρες που είδαν το χέρι με την πιστόλα ή τον πυρσό να βάζει φωτιά στην μπαρουταποθήκη, τινάχτηκαν στον αέρα και πήραν το δρόμο της αθανασίας, αφήνοντας την παράδοση να διαμορφώσει την «ιστορική» της αλήθεια. Το μήνυμα που ο Ιερομόναχος Ιάκωβος Πλουμής επιχείρησε να στείλει στο ακροατήριό του, που «ενθυμάται» τα γεγονότα, και στους αναγνώστες της εφημερίδας Αρκάδιον, που και εκείνοι βεβαιότατα ενθυμούνται τα γεγονότα, είναι η συλλογικότητα στον αγώνα, στην αυταπάρνηση, στο θάρρος, στην πίστη. Δεν ξεχωρίζει κανείς. Όλοι είναι ίσοι.  Ακόμα και εκείνοι που κατονομάζονται ξεχωριστά, λόγω της αναγνωρισιμότητας και του κοινωνικού κύρους. Το καταστάλαγμα της εμπειρίας του Αρκαδίου το 1866, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, το 1884, έχει ωριμάσει και επισφραγίζεται στο τέλος της ομιλίας του: «Σεῖς λέγω πάντες οἵτινες ἠξιώθητε τὸν ἀμάραντον τῆς δόξῃς στέφανον, ἐμπνεύσατε καὶ εἰς ἡμᾶς τὸν φλογερὸν ἐκεῖνον καὶ ἔνθεον ζῆλον τῆς ἐλευθερίας…» (βλ. σ. 14 του πρωτότυπου). Τον συντάκτη του πανηγυρικού δεν ενδιαφέρεουν τα πρόσωπα αλλά μόνον ο συμβολισμός του Αρκαδίου και η σπουδαιότητά του ως ιστορικό γεγονός.

Η εθελοθυσία του Αρκαδίου δεν υστερεί σε αυταπάρνηση από την θυσία του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, του Μαυρομιχάλη στη Σπάρτη το 1770, των Ψαριανών το 1824 ή των ηρώων της εξόδου του Μεσολογγίου, υποστηρίζει ο Ιάκωβος Πλουμής (βλ. σ. 11-12 του πρωτότυπου). Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Βίκτωρ Ουγκώ στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Κλειώ», στην Τεργέστη το 1867: «Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον! Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον…». Ο δε Giuseppe Garibaldi, ένα μήνα μετά την εθελοθυσία του Αρκαδίου, στις 7 του Δεκέμβρη του 1866, θα υποστηρίξει ότι: «Λαός έχων επιδείξει φοβερά επεισόδια ως του Αρκαδίου, είναι όντως άξιος να τύχει της εύνοιας των πεφωτισμένων ανδρών. Τοιούτος λαός είναι άξιος να τύχει της ελευθέρας υπάρξεώς του». Πιθανότατα και οι δυο αυτές απόψεις ήταν γνωστές στον ιεροδιάκονο Ιάκωβο Πλουμή και θα δικαιολογήσει την έπαρσή του, όταν γράφει πως «ὀλίγα ἔθνη ἤ μᾶλλον οὐδὲ ἕνα διὰ τῆς ἱστορίας του ἔχει νά ἀναφέρῃ τοιαύτης γενναιότητος καὶ αὐταπαρνήσεως παραδείγματα» (βλ. σ. 11 του πρωτότυπου).

Ένα ακόμα θέμα, που αξίζει παρατήρησης, είναι η στάση του Ιάκωβου Πλουμή ως ιερωμένου. Ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι όσα έλαβαν χώρα στο μαρτυρικό Μοναστήρι έγιναν θεία βουλήσει και ενεργεία : «Αἱ ἀποφάσεις, τὰ ἔργα καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος τῶν μετὰ καθαροῦ καὶ ἀφωσιωμένου εἰς τὴν πατρίδα πνεύματος [των] μαχομένων προέρχεται …ἀπὸ τινος μυστηριώδους ἐπ’ αὐτῶν ἐνεργείας τοῦ θείου πνεύματος…» (βλ. σ. 12 του πρωτότυπου). Εξαίρει το ρόλο του κλήρου - μοναχών, ιερέων, επισκόπων - στην εθνική υπόθεση, χωρίς ωστόσο να κάνει λόγο για το γενικότερο ρόλο της διοικούσας Εκκλησίας. Η μία και μοναδική φορά που χρησιμοποιεί τον όρο Εκκλησία υμνεί το ρόλο του κλήρου της ανατολικής ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι την Εκκλησία ως θεσμικό παράγοντα. «Πάντοτε ὁ κλῆρος τῆς Ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησιας συνεταύτιζον τὰ ἐθνικὰ παθήματα μετ’ ἐκείνων τῆς ἱερᾶς θρησκείας. Κλῆρος καὶ λαὸς καὶ εἰς τὴν μεγάλην τοῦ ἔθνους ἡμῶν ἐπανάστασιν, ἐθεώρησαν τὸν ἀγῶνα κοινόν, διότι ἐνόμισαν, καὶ εἶνε ἀληθές, ὅτι ὄχι μόνον ἀποτελεσματικὸν πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας εἶνε ἡ σύμπραξις, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἀπαλλαγή πάσης καταδιώξεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ὅθεν ἀμέσως βλέπομεν εἰς τὸν διὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Πατρίδος καὶ Πίστεως ἀγῶνα ὁ Ἕλλην ἱερομένος ἐγένετο Φιλικός, καὶ χρήματα συνεισέφερε, καὶ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ πολλάκις μετὰ τῶν μαχομένων ἐμάχετο εἰς τὸ πεδίον τῆς δόξῃς καὶ τῆς τιμῆς, καὶ ὠμήρευσεν, ἠχμαλωτίσθη, καὶ μαρτυρικὸν θάνατον ἔλαβε καὶ πολιτικὼς εἰργάσθη καὶ μετ’ ἐνθέρμου ζήλου καὶ αὐταπαρνήσεως εἰς τὴν ἐθνικὴν ἀποκατάστασιν συνετέλεσεν». (βλ. σ. 4 του πρωτότυπου).

 

Αλλά ας εξετάσουμε το κείμενο.[9]

 

1)        Από το πρωτότυπο κείμενο αφαιρέθηκαν και δεν δημοσιευθήκαν χαρακτηρισμοί που αφορούν στον Μουσταφά πασά, τον επονομαζόμενο και «Κρητικό» (Giritli), απεσταλμένο από την Υψηλή Πύλη για να καταστείλει την επανάσταση. «ἡ αὐτοκρατορικὴ κυβέρνησις… ἀπέστειλε τότε τὸν ἄλλοτε γενικόν διοικητὴν τῆς Νήσου Μουσταφᾶν Πασᾶν ἔχοντα πᾶσαν πληρεξουσιότητα, ὅπως διὰ συμβιβαστικοῦ χαρακτῆρος, εἴτε διὰ δόλου καταπείσει τοὺς Κρήτας νά καταθέσωσι τὰ ὅπλα. Ἀλλ’ οἱ γενναῖοι μαχηταὶ…οὐδεμίαν προσοχὴν ἔδωσαν οὔτε εἰς τάς ἀπειλάς, οὔτε εἰς τάς μεγάλας ὑποσχέσειςτοῦ παμπονήρου τούτου τῆς Πύλης ἀπεστελμένου…» (βλ. σ. 7 του πρωτότυπου). Ο Μουσταφάς πασάς είναι, κατά τον Ιάκωβο Πλουμή δόλιος και παμπόνηρος, χαρακτηρισμοί καθόλου κολακευτικοί για τον απεσταλμένο της Υψηλής Πύλης.

 

2)        Σε άλλο σημείο χαρακτηρίζεται αιμοχαρής: «…βλέπων ὅμως ὁ αἱμοχαρίς Μουσταφᾶς ὅτι ἄνευ ἀποτελέσματος, χάνει πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν τοῦ, ἀνέστειλε τάς προσβολὰς μέχρις οὗ ἔφερον εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης ἐκ τῆς πόλεως δύο πυροβόλα τῆς πολιορκίας…» (βλ. σ. 10 του πρωτότυπου). Προφανώς ο χαρακτηρισμός είναι πρωθύστερος, επειδή το αιμοχαρές του Μουσταφά πασά οφείλεται στη σφαγή του Αρκαδίου και όχι σε προηγούμενες μάχες, καθώς η νίκη του στο Βαφέ Αποκορώνου στις 12 Οκτωβρίου 1866 χαρακτηρίζεται «καδμεία».

 

3)         

4)        Για τον πολυεθνικό στρατό του Μουσταφά (συνονθύλευμα Οθωμανών, Αιγυπτίων, Αλβανών και άτακτων Τουρκοκρητικών) επιφυλάσσει το χαρακτηρισμό βαρβαρικά στήφη: «…διατάξας πῦρ ἀκατάπαυστον ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας ὅτε εἰσόρμησαν διὰ τῶν ῥηγμάτων, ἅπερ διὰ τῶν πυροβόλων ἤνοιξε, τὰ βαρβαρικὰ στίφη εἰς τὸν περίβολον τῆς Μονῆς…» (βλ. σ. 11του πρωτότυπου).

 

5)        Η υποταγή των ηρώων του Αρκαδίου στο οθωμανικό κράτος χαρακτηρίζεται άτιμη: «…Ναὶ ἀξιοθαύμαστοι εἶνε οἱ ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ ἐνδιαίτημα σφαγιασθένες καὶ τὸν ἔνδοξον τὸν ὑπὲρ πατρίδος θάνατον προτιμήσαντες τῆς ἀτίμου ὑποταγῆς» (βλ. σ. 13 του πρωτότυπου). Ο χαρακτηρισμός άτιμη υποταγή, πιθανότατα, αναφέρεται στις ατιμάσεις και αρπαγές γυναικών και παιδιών, στις οποίες συχνά προέβαιναν οι οθωμανοί κατακτητές.

 

6)        Εντύπωση προκαλεί η αφαίρεση του χαρακτηρισμού των Οθωμανών ως εχθρών της ανάπτυξης και της προόδου: «…Ἰδὼν ὅμως μετὰ ταῦτα ὅτι ἡ ἐπανάστασις λαμβάνει μᾶλλον εὐριτέρας διαστάσεις καὶ ὅτι τὰ ὅπλα τῶν Κρητῶν πανταχοῦ τῆς Νήσου ἐξεσφενδόνιζον θανατηφόρους βολὰς κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος, τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀναπτύξεως καὶ τῆς προόδου» (βλ. σ.8 του πρωτότυπου).

 

7)        Στο δημοσιευθέν κείμενο τροποποιήθηκε ο υποτιθέμενος όρκος των μαρτυρικών ηρώων του Αρκαδίου, απόσπασμα από τον Θούριο του Ρήγα Βελεστινλή, που βεβαιώνει την αμετακίνητη θέση για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας και την εξολόθρευση του δυνάστη.

«ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου ὁρκίζομαι εἰς σέ  

στήν γνώμην τῶν τυράννων νά μήν ἐλθῶ ποτέ (βλ. σ. 9 του πρωτότυπου)[10],

 

Ελλείπουν οι στίχοι:

 

Μήτε νά τούς δουλεύσω μήτε νά πλανεθῶ, 

εἰς τά ταξίματα τῶν νά μήν παραδοθῶ.

Ἐνόσῳ ζῶ στόν κόσμον ὁ μόνος μου σκοπός 

Γιά νά τούς ἀφανίσω θά ἦναι σταθερός. 

καί ἂν παραβῶ τόν ὅρκον νά στράψ’ ὁ οὐρανός 

καί νά μέ κατακαύσῃ νά γένω σάν καπνός».  (βλ. σ. 10 του πρωτότυπου)

 

Η απουσία των στίχων αυτών που με ακρίβεια περιγράφουν τη στάση που πρέπει να υιοθετήσει κάθε υπόδουλος απέναντι στο δυνάστη του, έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνον την περίοδο της μεγάλης επανάστασης αλλά για την εποχή που εκφωνείται ο πανηγυρικός, κατά την οποία η σύμβαση της Χαλέπας καταπατείται και είναι ολοφάνερη η ανάγκη δρομολόγησης μιας νέας πολιτικής κατάστασης για το νησί.

       Η παρουσία στον πανηγυρικό και η δημόσια ανάγνωση απαξιωτικών χαρακτηρισμών και εκφράσεων για τον Μουσταφά πασά και τους Τούρκους γενικότερα αποκαλύπτει τον δυναμικό και ατρόμητο χαρακτήρα του Ιάκωβου Πλουμή, που δεν ορρωδεί μπροστά στην όποια πιθανή απειλή της οθωμανικής διοίκησης. Η οθωμανική αυτοκρατορία για τον Πλουμή δεν είναι μόνο ο αιμοχαρής, βάρβαρος, δόλιος και άτιμος δυνάστης, αλλά και εχθρός της προόδου και της ανάπτυξης, της δυναμικής εκείνης που δειλά δειλά άρχισε να εμφανίζεται στην Ελλάδα την εκσυγχρονιστική περίοδο του Χαριλάου Τρικούπη και που, πιθανότατα, φάνταζε άπιαστο όνειρο στην υπό την οθωμανική κατοχή Κρήτη.

       Από την άλλη η αφαίρεση αυτών των χαρακτηρισμών και εκφράσεων από την πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Αρκάδιον, μάλλον, αποτελεί τεκμήριο της περιορισμένης ελευθερίας του τύπου και των κινδύνων που διέτρεχαν οι εκδότες των ελληνικών εφημερίδων στο νησί, παρά τις εξασφαλίσεις της σύμβασης της Χαλέπας (1788).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το πρωτότυπο κείμενο

 

σ. 1η

Φιλόμουσος Ὁμήγυρις

Διπλήν τινα ἑορτὴν συγκαλούμεθα σήμερον ἐν τῷ πανσέπτῳ / τούτῳ ναῷ νά ἑορτάσωμεν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν Σύναξιν τῶν Ἀρ / χηστρατήγων Μιχαὴλ καὶ τῶν λοιπῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων, / ὧν τὴν θείαν αὐτῶν συνάθροισιν εὐλόγως ἡ Ἐκκλησία τοῦ / Χριστοῦ πανηγυρίζει καὶ γερέρει διὰ τάς πολλὰς πρὸς τοὺς / ἀνθρώπους εὐεργεσίας καὶ προστασίας αὐτῶν πρὸς τὸν ὕψι / στον θρόνον τῆς θείας μεγαλοσύνης. ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νά / ἀνακαλέσωμεν εἰς τὴν μνήμην ἡμῶν τὴν φοβερὰν ἐκείνην / ἡμέραν καθ’ ἥν δρὰς[11] Κρητῶν καὶ ἐθελοντῶν προσεφέρθη[σαν] / εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον τόπον σφάγια εἰς τὸν βωμὸν τῆς πατ[ρί]/δος.

Ἀδελφοί, μόλις πρὸ 18 ἐτῶν οἱ ἀείμνηστοι ἡμῶν συγγενεῖ[ς] / καὶ φίλοι κάτωχροι καὶ βεβαρημένοι ὑπὸ τὸ βάρος τ[ῆς] / φοβερᾶς δουλείας ἀπεφάσισαν νά διαρρήξωσι τάς μαύ[ρας] / ἁλύσεις καὶ νά ἀνατινάξωσι τὸν ζυγὸν τῆς στυγερᾶς [δου] / λείας, ὅπως ἀναστήσωσιν ἐκ τοῦ τάφου τὴν θέαν τοῦ [Μα] / ραθονομάχου καὶ τὴν τῶν ἡρῴων τοῦ 1821 ἐλευθερίαν, /

σ. 2η

τὴν καλλίστην ταύτην παιδαγωγὸν τῆς παιδείας καὶ ἀ / ναπτύξεως. / Ἀ! θεά γοητευτικὴ κλεινὴ ἐλευθερία! Ποσάκις ὁ Κρὴς δέν σὲ / ἐλάτρευσε! ποσάκις δέν σοῦ ἀνήγειρε βωμούς! καί ποσάκις / δέν ἔπεσε θῦμά σου! διὰ σὲ καὶ μόνην θυσιάζεται, καὶ σὲ / μόνην παιδαγωγὸν ἀσφαλῆ πάντοτε ἀνεζήτησεν. Πρόσδεξε / λοιπὸν ἀφ’ ἡμῶν σήμερον τάς ὑπὲρ τῶν διὰ τὴν τότε Κρη / τικὴν ἐπανάστασιν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ βωμοῦ σου θυσιασθέντων θυ / μάτων δεήσεις μας. ἀπόδος αὐτοῖς ἀφ’ ἡμῶν σήμερον τὴν αἱ / [ών]ιον πρὸς ἐκείνους εὐγνωμοσύνην μας! βεβαίωσον αὐτοῖς / [σή]μερον τέλος πάντων ὅτι δέν ἀπέθανον, ἀλλὰ ζῶσιν ἐν τῇ / [μ]νήμῃ παντὸς Κρητὸς ὑπὸ τῶν πάντων φίλτερον κατοικητή / [ρι]ον τὴν καρδίαν μας! /

[Τὸ] ἔργον, ἀδελφοί, ὅπερ ἀνέλαβον εἶνε σπουδαιότατον κατ’ ἐ / [μέ] ὁ νοῦς σταματᾶ, ὁ κάλαμος πίπτει ἐκ τῶν χειρῶν / [μου] ἀναλογιζόμενος ὅτι μέλλω νά σκιαγραφίσω τοσούτων / [ἡρώ]ων τὰ κατορθώματα, ἀδυνατῶ τέλος νά πλέξω ἐγὼ τὸν / στέφανον τῆς αὐταπαρνήσεως τοσούτων ἐνδόξων μαχητῶν, /

σ. 3η

ὑπείκων ὃμως εἰς τὸ ἱερὸν καθῆκον, ὅπερ εἶνε ἀνώτερον τῆς / ἀτομικῆς μου ἐπιθυμίας στρέφω τὸν λόγον μου πρὸς ἐσᾶς, / ὦ ἱεραὶ σκιαί, τοῦ Ἀρκαδίου, ὑπὲρ ὧν τελεῖται τὸ ἱερὸν τοῦ / το μνημόσυνον σήμερον, καί πρὸς πάντας τῶν ὑπὲρ πίστε / ως καὶ πατρίδος τὸν καλὸν ἀγῶνα ἀγωνισάμενοι, καθικε / τεύω ὑμάς, ἵνα μὴ ἀποστραφῆτε τὴν ἄμουσον γλῶσσαν μου / καὶ τὸ εὐτελὲς τοῦτο λογίδριον δι’ οὗ θίγω ἀκροθιγῶς πῶς / τῶν ἐνδόξων ὑμῶν κατορθωμάτων καὶ ἀγώνων σας. /

Ἀδελφοί, ἡ ἱερὰ αὕτη Μονὴ ἔνθα συνήλθομεν σήμερον, πάν / τοτε ἔλαβε σπουδαῖον μέρος εἰς τάς ἐπαναστάσεις τοῦ ἀτυχοῦς / ἡμῶν τόπου. Εἰς ποίαν ἐποχήν, εἰς ποίαν ἐπανάστασιν δέν / προσέφερε θύματα καὶ δέν ἀνέδειξεν ἥρωας τὸ ἱερὸν τοῦτο / καταφύγιον; τὰ ἴχνη τῶν προκατόχων τοῦ ἀκολουθῶν πι / στῶς καὶ ὁ ἀείμνηστος ἡγούμενος Γαβριὴλ ἀνεμίχθη ἀμέ / σως εἰς τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1866 καὶ τὴν ἐπιτροπὴν τοῦ / τμήματος συγκεντρώσας εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον τόπον, ἀδιαφορή / σας παντάπασιν περὶ τῆς ἐπικειμένης καταστροφῆς, ἀπε / φάσισε μετὰ τῆς περὶ ἑαυτὸν ἱερᾶς συνοδίας νά ἀναγείρῃ /

σ. 4η

βωμὸν τῆς ἐλευθερίας, βωμὸν τῆς δόξῃς καὶ τῆς τιμῆς. /

Πάντοτε ὁ κλῆρος τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησί / ας συνεταύτιζον τά ἐθνικά παθήματα μετ’ ἐκείνων τῆς ἱερᾶς / θρησκείας. Κλῆρος καί λαός & εἰς τήν μεγάλην τοῦ ἔθνους / ἡμῶν ἐπανάστασιν, ἐθεώρησαν τόν ἀγώνα κοινόν, διότι ἐνόμι / σαν, καί εἶνε ἀληθές, ὃτι ὂχι μόνον ἀποτελεσματικόν πολιτικῆς / ἀνεξαρτησίας εἶνε ἡ σύμπραξις, ἀλλά συγχρόνως καί ἀπαλλα / γή πάσης καταδιώξεως ταῆς χριστιανικῆς θρησκείας. /

Ὃθεν ἀμέσως βλέπομεν εἰς τόν διά τόν ὑπέρ τῆς Πατρίδος καί Πί / στεως ἀγώνα ὁ Ἓλλην ἱερωμένος ἐγένετο Φιλικός, καί χρήμα / τα συνείσφερε, καί τά ὁπλα ἒλαβε, καί πολλάκις μετά τῶ / μαχομένων ἐμάχετο εἰς τό πεδίον τῆς δόξης καί τῆς τιμῆς, καί / ὡμήρευσεν, ᾐχμαλωτίσθη, καί μαρτυρικόν θάνατον ἔλαβε / καί πολιτικῶς ἠργάσθη καί μετ’ ἐνθέρμου ζήλου καί αὐτά / παρνήσεως εἰς τήν ἐθνικήν ἀποκατάστασιν συνετέλεσεν. /

Ἡ Ἑλληνική ἱστορία ἀναφέρει εἰς πολλάς αὐτῆς σελίδας / τάς δεινοπαθείας καί συνεργείας τῶν Ἀρχιερέων, ἱερέων καί / μοναχῶν, ὁμιλοῦσα περί ἐθνικῶν ἀγώνων. Πλείστας ὅσας /

σ.5η

κακουχίας ὑπέφερεν ὁ Ἄρτης Ἰγνάτιος ὑπό τῆς Φαλάριδος τῆς / Ἠπείρου Ἀλῆ, τόν ἱερόν λόχον εὐλόγησεν ὁ Βενιαμίν, ἐπίσκο / πος τοῦ Ἰασίου καί ἔζωσε τήν σπάθην τόν Ὑψηλάντην. Πο- / λιτικῶς καί στρατιωτικῶς εἰργάσθη ὁ Γερμανός Παλαιῶν / Πατρῶν. Ζῶν ἐψήθη εἰς τόν ὀβελόν ὡς ἀρνίον ὁ λεοντόκαρδος / καί γενναιόψυχος Διάκος Ἀθανάσιος. Μετ’ αὐτοῦ ἤθλη / σεν ὁ Ἠσαΐας ἐπίσκοπος τῶν Σαλώνων. Μαρτυρικόν θάνα / τον ἔλαβον ὁ Μητροπολίτης τῆς Κρήτης Γεράσιμος, ὁ Κνωσ / σοῦ Νεόφυτος, ὁ Χερρονήσου Ἰωακείμ, ὁ Σητείας Ζαχαρίας, / ὁ Λάμπης Ἱερόθεος καί ὑπέρ τούς εἴκοσιν ἱερεῖς. Πολλάκις / προσέβαλε τά τουρκικά στίφη δι’ ἰδίου στρατοῦ ὁ Βρισθένης / Θεοδώρητος ὁ καί ἂλλος Καπετάν Δεσπότης καλούμενος. / Πῦρ ἒθηκεν ἰδίαις χερσίν εἰς τόν πύργον τοῦ Μεσολογγίου / ὁ ἀείδημος Ῥωγῶν Ἰωσήφ καί ἐπέταξεν εἰς τόν ἀέρα μετά / τῶν ἐσωκλείστων γυναικοπαίδων, ἅτινα ἐπαρηγόρη καί / ἐνεθάρρυνε κατά τάς κακώσεις τῆς πολιορκίας τοῦ ἡρωϊ / κοῦ ἐκείνου τόπου, ἵνα μή παραδοθῶσιν εἰς τήν σφαγήν / τῶν Τούρκων. Τέλος παντοῦ καί πάντοτε θεωροῦνται εἰς /

σ.6η

τά Ἑλληνικά στρατόπεδα ἱερεῖς καί μοναχοί κρατοῦντες τόν / σταυρόν εἰς τήν χεῖραν καί ἐζωσμένοι τά ὅπλα παροτρύ / νωσι τούς μαχητάς εἰς τόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγῶ / να. /

Οὕτω πῶς νομίσας τόν ἱερόν ἀγῶνα τοῦ 66 καί ὁ γενναι / όψυχος καί πλήρης αὐταπαρνήσεως Γαβριήλ καί οἱ περί / αὐτόν μοναχοί ἐπροτίμησαν τόν ένδοξον καί γλυκύτατον / θάνατον τόν ὑπέρ πατρίδος. /

Οἱ πλεῖστοι βεβαίως ἐξ ὑμῶν ἐνθυμεῖσθε ὅτε κατά τόν Αὒ / γουστον τοῦ 1866 ἐξερράγει καί πάλιν ἐπανάστασις κατά / τῆς ὀθωμανικῆς δυναστείας. Καίτοι δέ ἡ αὐτοκρατορική / κυβέρνησις εἶχεν ἀποστείλη ἀπειρίθμους στρατούς αὐτοκρα / τορικούς καί αἰγυπτιακούς, οἱ Κρῆτες ὅμως ἐπερειδόμε / νοι εἰς τά ἀπαράγραπτα αὐτῶν δικαιώματα καί παντός / ἂλλου τήν ἐλευθερίαν ἐπιδιώκοντες οὐδόλως ἐπτοήθησαν, / ἐλλά κατεφρόνησαν πάντας τούς στρατούς τούτους[12], ἀντεπαρετάχθη / σαν μετά γενναιότητος καί καρτερικῆς ἀποφάσεως ὁλίγοι / πρός πολλούς ἒδρεψαν τήν πρώτην νίκην ἐν Βρύσαις τοῦ /

σ.7η

Ἀποκορώνου δι’ ἧς οἱ μέν Κρῆτες ἒλαβον μέγα θάρρος, οἱ δέ ὁ / θωμανοί περιέπεσον εἰς μεγίστην ἀθυμίαν. Ἕνεκα τούτων ἡ / αὐτοκρατορική κυβέρνησις ἀποβαλοῦσα πάντα συμβιβαστικόν / τρόπον πρός κατάπαυσιν τῆς ἐπαναστάσεως, ἐπέστειλε τότε / τόν ἂλλοτε γενικόν διοικητήν τῆς νήσου Μουσταφάν Πασάν / ἒχοντα πᾶσαν πληρεξουσιότητα, ὅπως διά συμβιβαστικοῦ χα / ρακτῆρος, εἲτε διά δόλου καταπείσει τούς Κρῆτας νά κατα / θέσωσι τά ὅπλα. Ἀλλ’ οἱ γενναίοι μαχηταί καί ὑπέρμα / χοι τῆς ἐλευθερίας οὐδεμίαν προσοχήν ἐδωσαν οὒτε εἰς τάς ἀ / πειλάς, οὒτε εἰς τάς μεγάλας ὑποσχέσεις τοῦ παμπονήρου τού / του τῆς πύλης ἀπεστελμένου, ἀλλ’ ἐξηκολούθησαν τόν πόλε / μον μετά τῆς αὐτής καρτερίας καί γενναιότητος πάντοτε ὁλί / γοι πρός πολλάς μυριάδας. Ἀπελπισθείς ὅθεν καί οὗτος περί / ὑποταγῆς τῶν Κρητῶν ἀπεφάσισε νά συγκροτήσῃ μάχην τι / νά ἐπιφανῆ δι’ ὅλων τῶν στρατῶν αὐτοκρατορικῶν, Αἰγυπτι / ακῶν, Ἀλβανικῶν καί ἐντοπίων ἀτάκτων, ὅπως γράψῃ εἰς / τόν Κύριόν του καί πρό πάντων εἰς τήν Εὐρώπην ὅτι κα / τέστειλεν ἐντελῶς τήν ἐπανάστασιν τῆς Κρήτης. καί τοιαύτην /

σ.8η

συνήψεν εἰς τά πέριξ τοῦ Βαβέ τῆς εὐάνδρου ἐπαρχίας τοῦ Ἀ / ποκορώνου κατά τήν 12 8βρίου, ἐν ἡ καδμείαν νικήσας νί / κην, ἐκήρυξεν ἀμέσως πανταχοῦ ἐπισήμως ὅτι κατέστειλε / τήν ἐπανάστασιν καί ὑπέταξε τήν Νῆσον. /

Ἰδών ὅμως μετά ταῦτα ὅτι ἡ ἐπανάστασις λαμβάνει μᾶλ / λον εὐρυτέρας διαστάσεις καί ὅτι τά ὅπλα τῶν Κρητῶν παν / ταχού τῆς νήσου ἐξεσφενδόνιζον θανατηφόρους βολάς κατά τῶν / ἐχθρῶν τῆς πατρίδος, τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀναπτύξεως καί τῆς / προόδου. Μαθών δέ συγχρόνως ὅτι ἡ Ἱερά αὕτη Μονή / εἶνε ἡ φωλεά οὕτως εἰπεῖν τῆς ἐπαναστάσεως συνήθροισε πά / λιν πλείστους στρατούς καί ἒπεμψε τούς μέν διά τοῦ Ἀπό / κορώνου εἰς τό χωρίον Ἐπισκοπήν τῆς ἐπαρχίας Ρεθύμνης / τούς δέ διά θαλάσσης ἀπεβίβασεν εἰς τήν πόλιν Ῥεθύμνης[13]. /

Κατά δέ τήν 7 9εμβρίου, συνενώσας πάντας τούς στρατούς / τούτους ὑπέρ τάς 12 χιλιάδας συμποσούμενοι ἐξεστράτευσε / μετ’ αὐτῶν καί τριῶν ὀρεινών πυροβόλων κατά τῆς ἐνδόξου / μέν ἀλλ’ ἀτυχοῦς τότε μονῆς Ἀρκαδίου, ἒνθα ἐφρόνει ὅτι / θά εὕρῃ πάντας τούς ἀρχηγούς ξένους καί ἐντοπίους καί / πάντα τά πρός τόν πόλεμον ἀναγκαῖα καί ὅτι ἡ θέα μόνον /

σ.9η

τῶν πολυαρίθμων στρατῶν του θά κατέπνιγεν πᾶν αἲσθημα / καί θά ἐκρέμα πάντας τούς ἀρχηγούς ἒξωθεν τῆς μονῆς ὡς / ἂλλοτε εἰς τήν ἱστορικήν θέσιν Μουρνιαῖς. Ἀλλ’ ἀντί τῶν ἀρ / χηγῶν εὗρεν ἐνταῦθα διακοσίους πεντήκοντα ἥρωας Κρῆτας / καί ἐθελοντάς καί ὑπέρ τά πεντακόσια γυναικόπαιδα πρός / περίθαλψιν εἰς τό ἱερόν τοῦτο ἂσυλον καταφυγόντα. καί ἐπρό / τεινε μέν πρίν ἒτι κάμῃ τήν πρώτην προσβολήν κατά τῆς Μο / νῆς νά καταθέσωσι τά ὅπλα καί νά ὑποταχθῶσιν ἐάν θέλω / σι νά σωθῶσιν. Ἀλλ’ αὐτοί ἕτοιμοι ὂντες νά ἀποθάνωσι μαχό / μενοι ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, ἀπάντησον ὁμοθυμαδών οὐδ[έ] / αὐτῶν τῶν γυναικῶν καί παίδων ἐξαιρουμένων, ὅτι οὐδέποτε / θέλουσι καταθέσει τά ὅπλα, καί ὅτι μαχόμενοι θέλουσιν ἀ / ποθάνει μέχρις ἑνός, πάντες ὡς ἑνί στόματι ἀνεφώνησαν τό / λαμπρόν ἐκεῖνο δίστιχον «Καλλίτερον μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή / «παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή». /

Πάντες ὡρκίσθησαν ἐπί τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ἐνώπιον τῆς ἱε / ρᾶς ταύτης σημαίας τόν πλήρη πατριωτισμοῦ καί ἐνθουσιώδη / ὅρκον τοῦ πρωτομάρτυρος τῆς Ἑλληνικῆς παλιγγενεσίας τοῦ /

σ. 10η

Ῥήγα τοῦ Φεραίου.

«ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου ὁρκίζομαι εἰς Σέ /

Στήν γνώμην τῶν τυράννων νά μήν ἐλθῶ ποτέ, /

Μήτε νά τούς δουλεύσω μήτε νά πλανεθῶ, /

Εἰς τά ταξίματα τῶν νά μήν παραδοθῶ. /

Ἐνόσῳ ζῶ στόν κόσμον ὁ μόνος μου σκοπός /

Γιά νά τούς ἀφανίσω θά ἦναι σταθερός. /

Καί ἂν παραβῶ τόν ὅρκον νά στράψ’ ὁ οὐρανός /

Καί νά μέ κατακαύσῃ νά γένω σάν καπνός». /

Ὑπό τοιούτων γενναίων αἰσθημάτων ἐμφορούμενοι οἱ γενναῖοι / οὗτοι μαχηταί καί ὑπέρμαχοι τῆς πατρίδος ἐδέχθησαν τάς / πρώτας προσβολάς τοῦ τυράννου, ὅστις ἀπελπισθείς διέταξε / τούς στρατούς του νά κάμωσιν ἒφοδον τήν ὁποίαν οἱ ἐν τῇ Μο / νῇ μαχηταί γενναίως ἀπέκρουσαν ὅπως καί τήν δευτέραν / καί τήν τρίτην, βλέπων ὅμως ὁ αἱμοχαρίς Μουσταφᾶς ὅτι / ἂνευ ἀποτελέσματος χάνει πολλούς τῶν στρατιωτῶν του ἀνέ / στειλε τάς προσβολάς μέχρις οὗ ἒφερον εἰς τό πεδίον τῆς μάχης / ἐκ τῆς πόλεως δύο πυροβόλα τῆς πολιορκίας, τά ὁποῖα ἅμα /

σ. 11η

ἒφθασαν συνέστησε τακτικήν τήν πολιορκίαν, διατάξας / πύρ ἀκατάπαυστον ἀπό πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅτε εἰσόρμη / σαν διά τῶν ῥηγμάτων, ἅπερ διά τῶν πυροβόλων ἢνοιξε, τά / βαρβαρικά στίφη εἰς τόν περίβολον τῆς Μονῆς. Ὅτε πλέον οἱ / ἐν τοις κελίοις εὑρισκόμενοι μαχηταί ἀπηλπισθέντες ἒθηκαν / πῦρ εἰς τήν πυριτιδαποθήκην ἀνέτρεψαν σχεδόν ὁλόκληρον / τήν Μονήν καί οἱ ἐν τῇ Μονῇ εὑρισκόμενοι χριστιανοί / καί ὀθωμανοί ἢ ἀνετινάχθησαν εἰς τόν ἀέρα ἢ ἐτάφησαν / ὑπό τά ἐρείπια αυτῆς. Καί οὕτως ἒλαβε πέρας ἡ φοβερά / ἐκείνη πολιορκία τοῦ Ἀρκαδίου, καταστρέψασα ὑπέρ τάς / τέσσαρας χιλιάδας ὀθωμανῶν καί ὀκτακοσίους περίπου / χριστιανούς γενομένους θῦμα τῆς φιλοπατρίας καί αὐτα / παρνήσεως αὐτῶν. /

Ἀδελφοί, ὁλίγα ἒθνη ἢ μᾶλλον οὐδέ ἕνα διά τῆς ἱστορίας το[υ] / ἒχει νά ἀναφέρῃ τοιαύτης γενναιότητος και αὐταπαρνήσε / ως παραδείγματα πχ. τήν αὐταπάρνησιν τοῦ Λεωνίδου ἐν / Θερμοπύλαις, τοῦ Μαυρομιχάλη ἐν Σπάρτῃ κατά 1770, τῶν / Ψαριανῶν ἐν Ψαροῖς κατά τό 1824. Πολλῶν Ἑλλήνων ἐν Ἀραχώβῃ /

σ. 12η

την φοβεράν ἒξοδον τοῦ Με / σολογγίου. Καί τῶν Κρητῶν καί πολλῶν ἐθελοντῶν ἐν τῇ ἱε / ρᾷ ταύτῃ Μονῃ, ὧν τήν μνήμην λίαν εὐσεβάστως συνήλθο / μεν σήμερον νά ἑορτάσωμεν. Καί τοῦτο ἐν συντόμῳ εἶνε τό / ἱστορικόν μέρος τῆς φοβερᾶς ἐκείνης καί ἐνδόξου ἡμέρας / καθ’ ἥν ὁ θάνατος παραδίδει πολλάς ἑκατοντάδας Κρητῶν / εἰς τήν Ἀθανασίαν. /

Ἀλλά κανείς, ἀδελφοί, \ ἂς μή κρίνῃ ἐπιπολαίως τόν θάνατον / τῶν ἀνδρῶν τούτων, κανείς ἂς μή στοχασθῇ ὅτι ἐγένετο ἀνω / φελῆ θύματα. Αἱ ἀποφάσεις, τά ἒργα, καί αὐτός ὁ θάνατος / τῶν μετά καθαροῦ καί ἀφωσιωμένου εἰς τήν πατρίδα πνεύ / ματος μαχομένων προέρχεται, ναί ἀγαπητοί, μή ἀμφιβάλλω / μεν ποσῶς ὅτι προέρχονται ἀπό τινος μυστηριώδους ἐπ’ αὐτῶν / ἐνεργείας τοῦ θείου πνεύματος, τοῦ ὁποίου εἶνε πιστότατοι λά / τραι καί ὁπαδοί. Πᾶς ὁ μαχόμενος ὑπέρ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυ / ρίου καί ὑπέρ τῆς πατρίδος δέν πράττει εἰ μή ὅτι ὁ Κύριος / τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἀοράτως καί ἀνεκφράστως τῷ ἐπι / τάτει. Μόνος ὁ Κύριος γιγνώσκει τί γεννήσεται ἐκ τοῦ θανάτου /

σ. 13η

τῶν ἀνδρῶν τούτων. Ἡμεῖς ἀνθρωπίνως κρίνοντες θαυμάζομεν / τό παράδειγμα τῆς ἡρωϊκῆς ἀνδρείας καί τῆς ὑπέρ τοῦ σκοποῦ τοῦ ἀγῶνος αὐταπαρνήσεως αὐτῶν, καί ἂς ἐκτιμῶμεν τήν ἂπειρον / χρησιμότητα τοῦ παραδείγματος τοῦ ἡρωϊσμοῦ αὐτῶν. Ἀξι / θαύμαστοι τῷ ὂντι εἶνε οἱ ἂνδρες ὅσοι παρά τοῦ ὑψίστου ἒλαβον / τήν θείαν χάριν τοῦ μάχεσθαι ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος! / Ἀξιοθαύμαστοι εἶνε πάντες οἱ τόν καλόν ἐν Κρήτῃ ἀγωνισάμε / νοι ἀγῶνα, καί εἰς αἰώνας αἰώνων ἀξιομνημόνευτοι εἶνε οἱ ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ / ἐνδιαίτημα σφαγιασθέντες καί τόν ἒνδοξον τόν ὑπέρ πατρίδος / θάνατον προτιμήσαντες τῆς ἀτίμου ὑποταγῆς. / Σύ ὅθεν[14] ἠ / γούμενε τῆς μονῆς ταύτης Γαβριήλ! Σύ Δημακόπουλε. / Σύ Ἂνθιμε ἱερόμαχε Λουρωτέ, ὅστις πληγωμένος ὢν εξηκοκού / θεις μαχόμενος. Σεῖς οἱ λοιποί, Σαουνάτσε Γεώργιε, Εμμανου[ήλ] / Σκουλᾶ εὐκλεέ γόνε τῆς ἡρωϊκῆς γενεάς τῶν Σκουλάδων, Γ[ε] / ώργιε Πορτάλιε, Ἰωάννη Κοῦβε, Κυριάκε Βαλέριε, Δη / μήτριε Κοκκινοδημήτρη, Χαιρέτα Γεώργιε καί Ζαχαρία / Δασκαλάκη, σεῖς πάντες οἱ ἐνταῦθα καί ἒξωθεν τῆς μονῆς /

σ. 14η

ταύτης φονευθέντες ὑπέρ πατρίδος, Σύ ἡρωϊκέ Παῦλε Ντε / ντιδάκη, ὅστις ἱκανώς ἀθλήσας παραδίδων τό πνεῦμα, παρέ / δωκες τήν στρατιωτικήν ἀρχηγίαν τοῦ Μαλεβιζίου εἰς τόν λεοντό / καρδον Ἡρακλῆ Κοκκινίδη. Σύ Παπᾶ Νικόλαε Κρανιό / τη, Σταυριανέ Μαλικούτη, Γεώργιε καί Ἀντώνιε Δασκαλά / κη, Χατζῆ Παναγιώτη, Κυριάκε Φρουδάκη, σύ Σαβόπουλε, / Κωνσταντίνε Καμπουράκη, Κωνσταντίνε Τιρτηράκη. Σύ γεν / ναιόψυχε Ἱεροδιάκονε Εὐμένιε. Παπᾶ Μιχαήλ Σκουλᾶ, σύ / Πραΐδη καί πάντες οἱ ἀρχηγοί καί στρατιῶται ὑπέρ ὧν τελεῖ / ται τό ἱερόν τοῦτο μνημόσυνον.

Σεῖς λέγω πάντες οἵτινες ἠξιώθητε τόν ἀμάραντον τῆς δόξης στέ / φανον δεηθεῖτε πρός τόν ὕψιστον καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἐπιζών / των καί ὑπέρ τῆς φιλτάτης πατρίδος, ἐμπνεύσατε καί εἰς / ἡμᾶς τόν φλογερόν ἐκεῖνον καί ἒνθεον ζῆλον τῆς ἐλευθερίας / ἥν ὑμεῑς ἐμφορούμενοι περιφρονήσατε πάντα τά ἀγαθά τῆς / ζωῆς καί οὕτως ἠξιώθητε νά συνεφραίνεσθε μετά τῶν ἁγίων / μαρτύρων τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. Εἲπατε δέ εἰς τήν / μεγάλην ἐκείνην γενναιάν τοῦ ’21, ὅτι ἡ πατρίς ἡμῶν μένει /

σ. 15η

εἰσέτι ὑπό τό βάρος τῆς μαύρης δουλείας καί ὅτι δέν θά [παύ] / σωμεν ποτέ εὐγνωμονοῦντες πρός αὐτούς καί ἐνεργοῦντες ὑπέρ / τῆς τελειώσεως τοῦ ὑψηλοῦ ἒργου ὅπερ ἀφῆκαν εἰς ἡμᾶς ὡς / κληρονομίαν. /

Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἐν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ σιγῇ ἂς ἀκουσθῇ μία / μόνον φωνή ἡ φωνή τῶν καρδιῶν ἡμῶν. /

Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν ὑπέρ Πατρίδος πεσόντων / ἀδελφῶν ἡμῶν χριστιανῶν! /

Αἰωνία ἐθνική εὐγνωμοσύνη πρός τούς μάρτυρας / τῆς πατρίδος τῶν πεσόντων ἐν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ Μονῇ! /

Αἰωνία ἡ μνήμη! /

 

 

Προλαλιά εἰς τήν κατάθεσιν τοῦ στεφάνου. /

 

Ἡ εὐγνωμονοῦσα πατρίς κατατίθησιν εἰς τήν ἱεράν / ὑμῶν σκιάν δι’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καί ἐλαχίστου τό[ν] / στέφανον τοῦτον. /

Ἀναγνωρίζομεν καί ὁμολογοῦμεν ἀδελφοί Ἕλληνες το[ύς] / ὑπέρ ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδος ἡμῶν ἀγώνες καί ἐκτιμῶμεν τήν ἱεράν ὑμῶν μνήμην. /



[1] Μιχάλης Τρούλης, Το πρώτο επίσημο μνημόσυνο στην επέτειο της ολοκαυτώσεως του Αρκαδίου»», Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχ. 27, Ρέθυμνο 2008, σσ. 139-149.

[2] Διονύσιος Μαραγκουδάκης, Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι, Αθήνα 1996, σσ. 221-231. Μιχάλης Τρούλης, Εμμανουήλ Βυβιλάκης, Η ζωή, η δράση και το έργο του, Ρέθυμνο 2005, σ. 185.

 

[3] Αναφέρομαι στην προσπάθεια προσδιορισμού του πυρπολητή, ανάδειξης ή αποκαθήλωσης συγκεκριμένων προσώπων, ωσάν να πρόκειται για το μείζον ιστορικό ζήτημα, του οποίου η διαλεύκανση θα καθορίσει την αξία της εθελοθυσίας και αυταπάρνησης των ηρωικών νεκρών του Αρκαδίου.

[4]Χρησιμοποιεί τους όρους κλήρος, ιερωμένος, αρχιερέας, ιερέας, μοναχός και όχι τον γενικότερο «Εκκλησία». Υποθέτω ότι πρόθεσή του είναι να διαφοροποιήσει τους ιερωμένους και τον ρόλο τους στην υπόθεσης του Αρκαδίου από την στάση της διοικούσας Εκκλησίας. Είναι γνωστή η προδοτική στάση του επισκόπου Λάμπης Παΐσιου (ο οποίος πήρε, κατά την παράδοση, το παρωνύμιο Τουρκοπαΐσιος) ο οποίος υπέδειξε και απαιτούσε από τον Μουσταφά πασά την καταστροφή της Μονής, και η αποκήρυξή του ως προδότη από τη Γενική Συνέλευση Κρητών στη Ζούρβα Χανίων στις 18/30 Νοεμβρίου1886 (Βασίλειος Ψιλάκης Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τόμ. Γ΄, Εν Χανίοις 1909, σ. 946-947). Για το κείμενο της αποκήρυξης του Τουρκοπαΐσιου βλ.  http://archive.patris.gr/articles/211925/140856?PHPSESSID=o23md4lul8ptlomh2ehp1lb1f7#.W0Jt09UzaUk

[5] Τιμόθεος Βενέρης, Το Αρκάδι δια των αιώνων, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1938, σσ. 137, 177, 178.

[6] Ό ένας είναι με βεβαιότητα ο επίσκοπος Λάμπης Παΐσιος.

[7] Γιάννης Γρυντάκης, Σφάζετε…σφάζουμε, Η κρητική επανάσταση του 1858. Γεγονότα και Διπλωματία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σσ. 103-104, σημ. 14.

[8] Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ. 367.

[9] Οι τονισμένες λέξεις έχουν αφαιρεθεί από την πρώτη δημοσίευση.

[10] Στην δημοσίευση στην εφημερίδα Αρκάδιον προστέθηκαν επιπλέον οι στίχοι «Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή / «παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή», οι οποίοι δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο.

[11] Προφανώς το ορθό είναι «δράξ».

[12] Η λέξη προστέθηκε από τρίτο πρόσωπο στο αρχικό κείμενο.

[13] Η φράση προστέθηκε από τρίτο πρόσωπο στο αρχικό κείμενο.

[14] Διορθώθηκε σε «Σού ὄθεν» από τρίτο πρόσωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: