Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Το τραγούδι του Ξεπατέρα: μια αδημοσίευτη καταγραφή του 1875

                       Το τραγούδι του Ξεπατέρα

    Πριν από τέσσερα χρόνια ο εξαίρετος συνάδελφος Δημήτρης Δασκαλάκης μου εμπιστεύθηκε ένα παλιό τετράδιο, κληρονομιά του μακαριστού πατέρα του, του παπά Μανόλη Δασκαλάκη, που για πολλές δεκαετίες υπηρέτησε την πίστη του και τους πιστούς στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Μοιρών, αφήνοντας σε όλους μόνο καλές αναμνήσεις. Η λυτή επιγραφή στον τάφο του υμνεί ακριβώς αυτή την αμετακίνητη στάση ζωής:

                     ΕΤΕΣΙ ΠΛΗΣΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΩ ΕΝ ΓΗ ΛΑΤΡΕΥΣΑΣ
                     ΧΑΙΡΕΙΣ ΝΥΝ, ΘΥΤΑ, ΑΥΤΟΝ ΤΙΜΩΝ ΕΝ ΠΟΛΩ
    Το τετράδιο αναφέρει ρητώς τα στοιχεία του ιδιοκτήτη του: Τευτέριον / τοῦ  / Μαθητοῦ / Ἰωακείμ Παππαδάκης / ἐν χωρίω Πετροκεφάλι / Ἐπαρχία Καινουρίου / τῆ 15 Μαΐου / ἔτος 1875. Σε άλλη σελίδα επαναλαμβάνει: Τευτέριον / τοῦ / ἰωακείμ παπαδάκης / ἐν πετροκεφάλι  τῆ 15 μαΐου / ἔτος 1875 / τραγούδια καλά. Στις σελίδες του, εκτός των άλλων, καταγράφεται μια παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού του Ξωπατέρα η Ξεπατέρα, Ιωάσαφ Μαρκάκη.
     Ο Ιωάννης Μαρκάκης (1788-1828/9) καταγόταν από τα Μανουσανά της επαρχίας Καινουργίου, έναν οικισμό που βρισκόταν  βορειοανατολικά της μονής Οδηγήτριας. Όταν εκάρη μοναχός, πήρε το καλογερικό όνομα Ιωάσαφ. Σχετικά με την προέλευση του προσωνυμίου Ξωπατέρας ή Ξεπατέρας ή Ξέπαπας ή Ξώπαπας υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει ότι αποσχηματίστηκε από τον υπεύθυνο μητροπολίτη κατ’ απαίτηση των τουρκικών αρχών, επειδή σκότωσε έναν γενίτσαρο, που είχε προσβάλει την οικογένεια του. η δεύτερη ότι ο αποσχηματισμός του είχε σχέση με θέματα ηθικής, ότι δηλαδή, ενώ ήταν καλόγερος, ερωτεύθηκε μια γυναίκα και απέκτησε μαζί της ένα παιδί. . Ανεξάρτητα από τον πραγματικό λόγο του αποσχηματισμού του, το τραγούδι του Ξεπατέρα σε όλες τις παραλλαγές του αναφέρεται στη δολοφονία τούρκων αγάδων. Το γεγονός ότι ο Ξωπατέρας κάνει μπαϊράκι τα κεφάλια των τούρκων αγάδων, αποδείχνει ότι υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα σ’ αυτόν και τους τούρκους και μας επιτρέπει να εικάσουμε ως ορθότερη την πρώτη των υποθέσεων.
      Ο ηρωικός θάνατός του κατά την υπεράσπιση της μονής Οδηγητρίας – τον Φλεβάρη του 1828 σύμφωνα με τον Κυρ. Κριτοβουλίδη , ή του 1829 κατά τον Στέφ. Νικολαϊδη , κατά τον Παύλο Βλαστό το Μάρτιο του 1828  - ενέπνευσε ένα πολύστιχο τραγούδι, το οποίο αποτελεί σήμερα σημαντική πηγή πληροφοριών για τα γεγονότα της εποχής. Το τραγούδι έχει δημοσιευθεί στο παρελθόν σε διάφορες παραλλαγές , οι οποίες κινούνται στον ίδιο θεματικό άξονα: ο Ξεπατέρας σκοτώνει τούρκους αγάδες, οι τούρκοι με μεγάλη στρατιωτική δύναμη κάνουν επίθεση στη μονή Οδηγητρίας, ο ίδιος κλείνεται στον πύργο της μονής, η στρατιωτική δύναμη που περιμένει για να τον ενισχύσει δεν έρχεται, μόνος του μάχεται το τουρκικό ορντού, με αποτέλεσμα τον ηρωικό του θάνατο.
   Το τραγούδι που διασώζει στο τευτέριόν του ο Ιωακείμ Παπαδάκης, με παρεμβάσεις μόνον ορθογραφικές, καταγράφεται ως εξής:

                                 Του Ξεπατέρα το τραγούδι

Πουλιά μην κιλαηδήξετε Σαββάτο γή Δευτέρα
γιατί τον εσκοτώσανε αυτό(ν) το(ν) Ξεπατέρα.
Μηδέ στη(ν) Κρήτη φάνηκε, μηδέ στην Ε(γ)γλιτέρα
να πολεμήσει ‘να ορ(ν)τού, ωσά(ν) το(ν)  Ξεπατέρα.
7 φορές τσι γιούργιαρε μόνο με το μαχαίρι      5
7 νομάτους  έφταξε τσι κεφαλές τως παίρνει
και πάει και τσι τσίτωσε πάνω στο (μ)παϊράκι
κι οι Τούρκοι τσι θωρούσανε κι επίνανε φαρμάκι.
Κι αν ήρθετε για το φαΐ, φαΐ να σαςε στέσω
κι αν ήρθετε για το(ν) καβγά, κορμιά να κο(ν)ταρέψω.    10
-Δεν ήρθαμε για το φαΐ, δε θέμε το φαΐ σου,
σήμερο θα τη(ν) πάρομε, πατέρα, τη ζωή σου.
-Με του Θεού τη δύναμη και με τση Παναγίας
μέσα στο(ν) πύργο θα βρεθώ, ορ(ν)τού δεν έχω χρεία.
Φωνιάζει ο Μεραμέτ Αλής: -Μούτισε ‘δά, πατέρα,     15
και σήμερο ‘ν’ το τέλος σου κι η γι-άσκημη σου μέρα.
Μούτισε, γερομόναχε, και δώσε τ’ άρματα σου,
να τη χαρείς τη νιότη σου και τη(ν) παλικαριά σου.
-Δεν προσκυνώ, μουρτάτηδες, και να βαστάξω θέλω,
ίσως μαντάτο μου ‘ρχεται πως να νικήσω θέλω .    20
Κι ο γ-είς εχτύπα στο(ν) πηλό κι άλλος στο μαύρο αίμα,
καλά καλά το λόγιασε πως δεν αφήνει ένα.
Κι ο Μαλιχούτης  αρχηγός πολλά του παραγγέλλει:
-Αν θέλεις, γερομόναχε, στο(ν) πύργο μην ξωμένεις,
γιατί ‘ρχεται πολύν ορ(ν)τού στο(ν) κά(μ)πο κατεβαίνει,     25
στο μαναστήρι στα κελιά είναι τσα(ν)τιρωμένοι.
-Δε(ν) το ‘χω πως εκίνησεν ένα ορ(ν)τού για μένα,
μονο διαλέξα(ν) το(ν) καιρό που ‘χω λαβή στη χέρα.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι πουστουλούκι
να πολεμούνε ‘ναν παπά 7 χιλιάδες Τούρκοι;    30
Κι αξάδερφέ μου (μ)πιστικέ, στο(ν) πύργο μη θαρράσαι,
γιατί κι α’ σε σκοτώσουνε, θα μου παραπονάσαι.
-Διακάκι εγεννήθηκα, διακάκι θα πεθάνω,
διακάκι θα τον αρνηθώ (τον κόσμο) τον απάνω.
Μα ηύφρανα ‘γώ τη χέρα μου, ηύφρανα το κορμί μου,     35
ελάστε κι εσείς, σκύλοι, ‘δά, πάρετε τη ζωή μου.
Καημένε γερομόναχε, καημένε ξαγοράρη,
και τίνος το ‘φηκες εδά το νάμι να το πάρει.

                    Τέλος και τω Θεώ δόξα

    Παρ’ όλο που ο Ιωακείμ Παπαδάκης βρίσκεται ως μαθητής στην Οδηγήτρια 46 χρόνια μετά την επίθεση των Οθωμανών στο μοναστήρι και τον ηρωικό θάνατο του Ιωάσαφ, δεν διασώζει ολόκληρο το τραγούδι, ούτε καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα με τη σειρά, όπως τουλάχιστον αυτά έχουν διασωθεί σε άλλες παραλλαγές. Το τραγούδι είναι αποσπασματικό και ελλιπές. Για να αποκτήσει υποτυπώδη συνοχή θα επιχειρηθεί, με γνώμονα τις σωζόμενες παραλλαγές, να δοθεί μια πιθανή ορθή εκδοχή του στο τέλος αυτής της εργασίας.
     Τα νέα στοιχεία που προσθέτει η παραλλαγή του Ιωακείμ Παπαδάκη σε σχέση με τις υπάρχουσες παραλλαγές είναι οι στίχοι 33-34 και 37-38, στους οποίους ο ίδιος ο ήρωας φέρεται να κατονομάζει στην ιερατική του ιδιότητα, την οποία όχι μόνο δεν απαρνείται, όπως θέλει το παρωνύμιό του, αλλά τονίζει ότι με αυτή την ιδιότητα έζησε, με την αυτήν την ιδιότητα μάχεται και με αυτή την ιδιότητα θα πεθάνει.:
                        -Διακάκι εγεννήθηκα, διακάκι θα πεθάνω,
                  διακάκι θα τον αρνηθώ (τον κόσμο) τον απάνω.
Αυτή η πληροφορία αντιφάσκει με τον τίτλο του τραγουδιού Του Ξεπατέρα το τραγούδι, που ο ίδιος μαθητής αναγράφει στο τεφτέρι του. Η αντίφαση αυτή – αν και ξέπαπας αυτοχαρακτηρίζεται με ιερατικό τίτλο – δεν πρέπει να εντυπωσιάζει, επειδή το τραγούδι τιτλοφορείται με το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός και καταξιώθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη ο μεγάλος αγωνιστής.
    Στη συνείδηση των ενοίκων της μονής ο Ιωάσαφ δεν έγινε ξεπατέρας ή ξέπαπας, αλλά παρέμεινε για πάντα μοναχός, συλλειτουργός και συναγωνιστής τους, καθώς ο αγώνας για την απελευθέρωση του τόπου δεν αποτελούσε αμάρτημα αλλά υποχρέωση και καθήκον. Η ιστορία του μοναστηριού και η συμβολή του στους αγώνες του τόπου επιβεβαιώνει την αμετακίνητη στάση του στην ιδέα της απελευθέρωσης. Με την ιερατική ιδιότητα του μοναχού και του εξομολογητή κλείνει την καταγραφή του τραγουδιού του ο νεαρός μαθητής  Ιωακείμ Παπαδάκης, γραμμένη μάλιστα, όπως φαίνεται από τον τρόπο γραφής, σε διαφορετική χρονική στιγμή.
                     Καημένε γερομόναχε, καημένε ξαγοράρη,
                     και τίνος το ‘φηκες εδά το νάμι να το πάρει.
Δεν γνωρίζω αν ο χαρακτηρισμός ξαγοράρης τοποθετήθηκε στο τραγούδι «ποιητική αδεία» ή αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν αληθεύει η δεύτερη υπόθεση σημαίνει ότι ο Ξεπατέρας δεν είχε την ιδιότητα του απλού μοναχού, αλλά του ιερομόναχου, του πνευματικού δηλαδή των μοναχών της μονής. Σε κάθε περίπτωση όμως το νάμι του, η δόξα του ονόματος του, είναι τέτοια που δεν μπορεί να βρεθεί άλλος ισάξιός του.
    Το δεύτερο στοιχείο, ιστορικό αυτή τη φορά, που διασώζει η παραλλαγή μας, βρίσκεται στους στίχους 17-18:
                           Μούτισε, γερομόναχε, και δώσε τ’ άρματα σου,
     να τη χαρείς τη νιότη σου και τη(ν) παλικαριά σου.
   Ο τούρκος επικεφαλής προσκαλεί τον Ξεπατέρα να μουτίσει, να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό  για να χαρεί τη νιότη του, να του χαριστεί δηλαδή η ζωή. Ο Ιωάσαφ απαντά αρνητικά και αποφασίζει να αυτοθυσιαστεί, ακλόνητος στην πίστη του αλλά και επειδή γνώριζε ότι συχνά οι υποσχέσεις της τουρκικής διοίκησης για αμνηστία δεν τηρούνταν . Ακριβώς εδώ έγκειται ο ηρωισμός και το μεγαλείο του Ξεπατέρα: γνωρίζει το βέβαιο θάνατό του και αγωνίζεται να συμπαρασύρει στο θάνατο και αρκετούς, όσους περισσότερους μπορεί,  από τους εχθρούς της πατρίδας και της πίστης του.

     Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει ένα ακόμα στοιχείο του τεφτεριού. Στο τμήμα της σελίδας που παρέμεινε κενό μετά την ολοκλήρωση της καταγραφής του τραγουδιού, ο Ιωακείμ Παπαδάκης σχεδίασε με μπλε μελάνη ένα σκίτσο, το οποίο παριστάνει την πολιορκία του πύργου. Παρουσιάζει τον πύργο σε τρία επίπεδα, που επικοινωνούν εσωτερικά με σκάλες. Στην κορυφή του υπάρχει σταυρός και η ένδειξη ὁ πύργος.
    Στο τρίτο επίπεδο βρίσκεται ένας ιερωμένος - προφανώς συμβολίζει τον Ξεπατέρα - ο οποίος κρατεί στο δεξί χέρι τουφέκι και κοιτάζει από τις πολεμίστρες. Στο βάθος υπάρχει δοχείο με την ένδειξη κρασί (;). Ο νεαρός σκιτσογράφος σκιαγραφεί με αυτόν το λιτό τρόπο τον ατρόμητο χαρακτήρα του Ξεπατέρα: η μάχη μετατρέπεται σε γλέντι, σε γιορτή, όπως συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις αυτοθυσίας των Ελλήνων.
     Στο δεύτερο επίπεδο ένα μικρόσωμο άτομο - παιδί ή γυναίκα - ανεβαίνει τη σκάλα που το οδηγεί στον τρίτο όροφο. Πιθανότατα μεταφέρει πυρομαχικά στον αγωνιζόμενο μοναχό. Στο βάθος υπάρχουν τέσσερεις κυψέλες με μικρές κουκκίδες και την ένδειξη μέλισσες, στοιχείο που επιβεβαιώνει την εφαρμογή από τον Ξεπατέρα μιας γνωστής πολεμικής μεθόδου εκείνης της εποχής. Εκτόξευαν εναντίον του εχθρού κοφίνια με μέλισσες, οι οποίες με την επιθετικότητά τους τον έτρεπαν σε φυγή. Κάτω από τη σκάλα ένα ορθογώνιο κιβώτιο με την ένδειξη κάος πάνω από αυτό. Η λέξη κάος ως συνώνυμο της λέξης καίον  προσδιορίζει οποιοδήποτε υλικό μπορεί να προκαλέσει έγκαυμα. Και σ’ αυτή την περίπτωση μεταφέρεται πληροφορία πολεμικής μεθόδου. Είναι γνωστή η μέθοδος απομάκρυνσης των πολιορκητών:οι πολιορκούμενοι έριχναν ζεματιστό νερό ή λάδι στους πολιορκητές για να μην μπορέσουν να τους πλησιάσουν.
     Στο πρώτο επίπεδο παριστάνεται μια σκάλα, που οδηγεί στον επάνω όροφο.
     Η παρουσία του μικρόσωμου ατόμου στο σκίτσο επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο Ξεπατέρας είχε κλειστεί μέσα στον πύργο με την αδελφή του. Ο νεαρός Ιωακείμ Παπαδάκης είχε ακούσει αυτή την εκδοχή ως μαθητής στη μονή Οδηγητρίας.  Σε  παραλλαγή του τραγουδιού που δημοσιεύει ο Θεοχάρης Δετοράκης  αναφέρεται η παρουσία της αδελφής του Ξεπατέρα και ότι, όταν έσπασε το τουφέκι του, την έσφαξε, πιθανότατα για να μην πέσει στα χέρια των τούρκων και ατιμαστεί  («..βγάνει το μαχαιράκι ντου, σφάζει την αδερφή ντου…»). Σύμφωνα με άλλη πληροφορία η αδερφή του Ξεπατέρα δεν σκοτώνεται στη μάχη, αλλά εξαναγκάζεται από τους τούρκους να μεταφέρει το κεφάλι του μέχρι το στρατόπεδο των τούρκων στο Τυμπάκι.
     Έξω από τον πύργο σε πυκνή διάταξη συνωστίζονται ένοπλοι τούρκοι στρατιώτες. Με την πυκνότητα των προσώπων ο νεαρός μαθητής αποτυπώνει και τονίζει το πλήθος των επιτιθέμενων, πράξη άνανδρη και ανέντιμη (πουστουλούκι), στοιχεία που συνοψίζονται τραγούδι σε δυο στίχους:
                       Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι πουστουλούκι
                       να πολεμούνε ‘ναν παπά 7 χιλιάδες Τούρκοι;
    Δίπλα από αυτούς, στη ρίζα ενός στιλιζαρισμένου δέντρου βρίσκεται ξαπλωμένος ένας τούρκος στρατιώτης, ο οποίος στην προσπάθειά του να σκοτώσει τον ηρωικό καλόγερο έπεσε ο ίδιος θύμα της πολεμικής του ικανότητας του Ξεπατέρα. Επιβεβαίωση του γεγονότος είναι η φράση: «ἐτουτος ἐπῆγε κ΄ τοῦ ξάμωνε ἀπό τήν ἐλιάν κι ὅμως τοῦ κακοπῆγε», με την οποία συμπλήρωσε το σκίτσο του ο Ιωακείμ Παπαδάκης.
     Η παράσταση αποτελεί μια ρεαλιστική αναπαράσταση του πύργου της Οδηγήτριας και της πολιορκίας του μια Παρασκευή  του Φλεβάρη του 1828 ή 1829. Ο νεαρός μαθητής από το Πετροκεφάλι, επηρεασμένος από τη ζωηρότητα των αφηγήσεων των δασκάλων του και των μοναχών της μονής, κάποιοι από τους οποίους πιθανότατα να είχαν ζήσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αποφάσισε να καταγράψει το τραγούδι και ταυτόχρονα να το αποδώσει σε εικόνα, μεταφέροντας σε μας όχι μόνο τις ιστορικές πληροφορίες, αλλά και τα συναισθήματά του.


Γλωσσάρι
γδέχομαι = περιμένω
γ-είς = ένας
γιουργέρνω = επιτίθεμαι, ορμώ (τουρκ. yürüyüs= έφοδος)
‘δά (εδά) = τώρα
δραγουμίζω = διαγουμίζω, αρπάζω, λαφυραγωγώ (πιθαν. τουρκ. yağma = αρπαγή)
Εγγλιτέρα, η = η Αγγλία ( ιταλ. Inghilterra)
θαρράσαι = εμπιστεύεσαι (< θαρεύγομαι < θαρρεύω < θάρρος)
μουρτάτηρης, ο = ο λερωμένος, o νοθευμένος (τουρκ, murder)
μουτίζω = αλλαξοπιστώ (τουρκ. muti = υπάκουος, πειθήνιος)
μπαϊράκι, το = η σημαία, το λάβαρο (τουρκ. bayrak)
μπουρμάς, ο = ο Κρητικός μουσουλμάνος ( τουρκ. burma = ευνούχισμα)
νάμι, το = η φήμη (τουρκ. nam = όνομα)
ξαμώνω = σημαδεύω (< λατ. examinο = εξετάζω)
ορντού, το = η ορδή, τώμα στρατού (τουρκ. ordu = στρατός)
παχιάδες, οι = οι πασάδες
πουστουλούκι, το = άνανδρη πράξη
τίνος = ποιου, ποιανού
τσιτώνω = καρφώνω (< τσίτα, η = το αγκάθι)



            Του Ξεπατέρα το τραγούδι

Πουλιά μην κιλαηδήξετε Σαββάτο γή Δευτέρα
γιατί τον εσκοτώσανε αυτόν τον Ξεπατέρα.
Μηδέ στην Κρήτη φάνηκε, μηδέ στην Εγγλιτέρα
να πολεμήσει ‘να ορντού, ωσάν τον  Ξεπατέρα.
Κι ο Μαλιχούτης αρχηγός πολλά του παραγγέλλει:    5
-Αν θέλεις, γερομόναχε, στον πύργο μην ξωμένεις,
γιατί ‘ρχεται πολύν ορντού στον κάμπο κατεβαίνει,   
στο μαναστήρι στα κελιά είναι τσαντιρωμένοι.
-Δεν το ‘χω πως εκίνησεν ένα ορντού για μένα,
μόνο διαλέξαν τον καιρό που ‘χω λαβή στη χέρα.     10
Με του Θεού τη δύναμη και με τση Παναγίας
μέσα στον πύργο θα βρεθώ, ορντού δεν έχω χρεία.
-Κι αξάδερφέ μου μπιστικέ, στον πύργο μη θαρράσαι,
γιατί κι α’ σε σκοτώσουνε, θα μου παραπονάσαι.
-Διακάκι εγεννήθηκα, διακάκι θα πεθάνω,     15
διακάκι θα τον αρνηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Φωνιάζει ο Μεραμέτ Αλής: -Μούτισε ‘δά, πατέρα,   
και σήμερο ‘ν’ το τέλος σου κι η γι-άσκημη σου μέρα.
Μούτισε, γερομόναχε, και δώσε τ’ άρματα σου,
να τη χαρείς τη νιότη σου και την παλικαριά σου.     20
-Δεν προσκυνώ, μουρτάτηδες, και να βαστάξω θέλω,
ίσως μαντάτο μου ‘ρχεται πως να νικήσω θέλω.
Κι αν ήρθετε για το φαΐ, φαΐ να σαςε στέσω
κι αν ήρθετε για τον καβγά, κορμιά να κονταρέψω.  
-Δεν ήρθαμε για το φαΐ, δε θέμε το φαΐ σου,     25
σήμερο θα την πάρομε, πατέρα, τη ζωή σου.  
Κι ο γ-είς εχτύπα στον πηλό κι άλλος στο μαύρο αίμα,
καλά καλά το λόγιασε πως δεν αφήνει ένα.
7 φορές τσι γιούργιαρε μόνο με το μαχαίρι  
7 νομάτους έφταξε τσι κεφαλές τως παίρνει     30
και πάει και τσι τσίτωσε πάνω στο μπαϊράκι
κι οι Τούρκοι τσι θωρούσανε κι επίνανε φαρμάκι.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι πουστουλούκι
να πολεμούνε ‘ναν παπά 7 χιλιάδες Τούρκοι.  
-Μα ηύφρανα ‘γώ τη χέρα μου, ηύφρανα το κορμί μου,     35
ελάστε κι εσείς, σκύλοι, ‘δά, πάρετε τη ζωή μου.
Καημένε γερομόναχε, καημένε ξαγοράρη,
και τίνος το ‘φηκες εδά το νάμι να το πάρει.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ της ΕΦΝΗρακλείου, τεύχ. 20-21, Μάρτιος 2011, σελ. 211-216

Δεν υπάρχουν σχόλια: