Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το ελευθερόστομο κρητικό αίνιγμα. Επαναπροσδιορισμός του «άσεμνου» στο λαϊκό λόγο




   «Αίνιγμα είναι» γράφει ο Νικόλαος Πολίτης, «η δι’ εικονικής, ως επί το πλείστον, περιγραφής παράστασις πράγματός τινος ή ενεργείας, η οποία χάριν πνευματικής παιδιάς προβάλλεται ως ερώτημα, όπως μαντεύσει ο ερωτώμενος την αποκρυπτομένην έννοιαν»[1], και τα ταξινομεί σε 28 ομάδες, ανάλογα με τη λύση τους. Μια από αυτές τις ομάδες την ονομάζει ασεμνοφανή[2] και αφορά στα αινίγματα εκείνα τα οποία κατά την εκφορά τους απαιτείται η χρήση «άσεμνων» λέξεων ή εκείνα των οποίων η λύση είναι μια από τις λέξεις που θεωρούνται «άσεμνες» και τα οποία κατά τον Λουκάτο, εκτελούσαν «έναν προορισμό μύησης και έμμεσης γνώσης για τις νεαρές ηλικίες». «Μπορούμε να πούμε», σημειώνει, «πως…με τα σεξουαλικά υπονοούμενα εκτελεί έναν προορισμό μύησης και έμμεσης γνώσης για τις νεαρές ηλικίες» [3]. Ο παιδαγωγικός τους χαρακτήρας είναι εμφανής όπως είναι εμφανής και η διάθεση του αινιγματοθέτη να προκαλέσει την επίπλαστη αιδώ της κοινωνίας και τη συστολή με την οποία αυτή αντιμετωπίζει τη φυσική έλξη των δύο φύλων, και να προκαλέσει το γέλιο, επειδή γνωρίζει ότι και μόνο η υπόνοια των αιδοίων στο μεταφορικό λόγο των αινιγμάτων αρκεί, για να απελευθερώσει την ευφρόσυνη διάθεση της συντροφιάς.
     Μια προσεκτικότερη εξέταση των 28 αυτών ομάδων μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι μονάχα στην περίπτωση των ασεμνοφανών αινιγμάτων ο χαρακτηρισμός δεν έγινε με αντικειμενικά, δηλαδή επιστημονικά κριτήρια, αλλά προσδιορίστηκε από εξωγενείς παράγοντες. Ενώ δηλαδή σε όλες τις υπόλοιπες ομάδες ο χαρακτηρισμός τους ανταποκρίνεται στον αντικειμενικό προσδιορισμό των λύσεων των αινιγμάτων (π.χ. σκεύη, τροφές, ενδύματα, όπλα, μουσική, ζώα, φυτά κ.λ.π), δημιουργήθηκε και μια ομάδα στην οποία εντάχθηκαν όλα εκείνα τα αινίγματα των οποίων η απάντηση θεωρείται «άσεμνη» από την κοινωνία[4]. Υπεισήλθε δηλαδή το υποκειμενικό στοιχείο και οι κοινωνικές συμβάσεις, οι οποίες σαφώς υπάρχουν και καθορίζουν την κοινωνία, δεν μπορούν όμως να προσδιορίζουν την επιστήμη. Πρόκειται για τις ίδιες συμβάσεις που επηρέασαν και καθόρισαν τη στάση συλλογέων και καταγραφέων της λαϊκής παράδοσης με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού μας πολιτισμού, εκείνο που άπτεται της σεξουαλικότητας ή της σεξουαλικής του ζωής, να χαθεί, στερώντας από τους σύγχρονους μελετητές μαρτυρίες σημαντικές για τη ζωή των ανθρώπων του παρελθόντος.   
     Μέχρι σήμερα οι μελετητές χρησιμοποιούν γι’ αυτό το είδος του προφορικού λαϊκού πολιτισμού χαρακτηρισμούς του τύπου «άσεμνο», «ανίερο», «υβριστικό», βωμολοχικό». Χρησιμοποιούνται ακόμα οι όροι «αισχρολογία», «βωμολοχία», «άσεμνοι λόγοι», «ανίερες διατυπώσεις», «αισχρόλογα» κ.ά. Είναι οφθαλμοφανές ότι όλοι αυτοί οι όροι έχουν διηθηθεί και φέρουν τη σφραγίδα της ηθικής που διαμορφώθηκε στις χριστιανικές κοινωνίες, ενώ σε άλλες εποχές, στην αρχαία Ελλάδα λ.χ., δεν είχαν το ίδιο ηθικό περιεχόμενο[5].
    Συνήθως «άσεμνο» χαρακτηρίζεται το λαογραφικό υλικό που μπορεί σε γενικές γραμμές να ενταχθεί σε δυο ομάδες[6]: α. στην πρώτη εντάσσεται το υλικό που αναφέρεται στα γεννητικά όργανα, στη σεξουαλική πράξη και γενικότερα στις γενετήσιες ορμές των ανθρώπων. β. στη δεύτερη εντάσσονται εκείνα που αναφέρονται σε εκκρίσεις του ανθρωπίνου σώματος. Οτιδήποτε δηλαδή αφορά σε σεξουαλικού περιεχομένου και τις λεγόμενες σκατολογικές εκφράσεις χαρακτηρίζεται συλλήβδην «άσεμνο». Ωστόσο ο όρος αυτός, ακόμα κι αν δεχτούμε την παρέμβαση εξωγενών παραγόντων για τον προσδιορισμό μιας κατηγορίας λαογραφικού υλικού, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε εκφράσεις του λαϊκού λόγου, όπως είναι οι παροιμίες, οι γνώμες, τα τοπωνύμια, τα αινίγματα κ.ά. Οι «απαγορευμένες» λέξεις και εκφράσεις χάνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις τον «άσεμνο» χαρακτήρα τους και εντάσσονται στην καθημερινότητα – ακόμα και στην οικογενειακή – του λαϊκού ανθρώπου και μπορούν να ειπωθούν χωρίς να θίγουν ούτε τον πομπό ούτε τον δέκτη (πχ. η παροιμία «Στου σιγανού τον κώλο ξεχειμωνιάζει ο διάολος», η γνώμη «Ο χεσμένος είναι και γνοιασμένος», το τοπωνύμιο «Στον Κώλο τ’ Ασφεντυλιά»[7], το αίνιγμα «Από πίσω μου τη βγάνω και στον κώλο σου τη βάνω»). Ακριβώς αυτή η διαπίστωση, ότι δηλαδή το «άσεμνο» λαογραφικό υλικό λειτουργεί έξω από καθορισμένα πλαίσια των διαβατήριων και γονιμικών εκδηλώσεων, που μέχρι πρόσφατα ακόμα και κορυφαίοι λαογράφοι υποστήριζαν, μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ελευθερόστομος λόγος, αντί του καθιερωμένου άσεμνος, με τη σημασία: του με παρρησία, θάρρος και ειλικρίνεια εκφερόμενου λόγου, του λόγου που εκφέρεται στις καθημερινές συναναστροφές των λαϊκών ανθρώπων με απόλυτη φυσικότητα, χωρίς κατ’ ανάγκην να εγείρει ηθικό ζήτημα. Βέβαια και στον όρο ελευθερόστομος λόγος λανθάνει μια μορφή ηθικής αξιολόγησης, ξεφεύγει όμως από τα στενά όρια του ερωτικού στοιχείου και περιλαμβάνει και άλλες εκφράσεις που δεν είναι κατ’ ανάγκην σεξουαλικού περιεχομένου. Από την άλλη απενοχοποιεί την ερωτική πράξη και τα αιδοία, εντάσσοντάς τα στην καθημερινότητα με φυσικό τρόπο, και ανατρέπει μια παράδοξη αντίφαση: όλα όσα αφορούν στη γενετήσια ορμή θεωρούνται φυσικά στην πράξη, ενώ η περιγραφή τους με ρεαλιστικούς όρους θεωρείται ως μη φυσική, «αισχρή», «άσεμνη», «υβριστική».
   Αξίζει για του λόγου το αληθές να εξετάσουμε το ελευθερόστομο αίνιγμα στον κοινωνικό χώρο που το καλλιέργησε.
    Ελευθερόστομα αινίγματα λέγονταν στις βεγγέρες μπροστά στο τζάκι το χειμώνα ή στις γειτονιές τους καλοκαιρινούς μήνες. «Τότες δεν υπήρχανε ούτε τηλεοράσεις ούτε ραδιόφωνα και οι άνθρωποι εκουβεδιάζανε κι ελέγανε ιστορίες, παραμύθια αινίγματα, για να περνά η ώρα και να γελούνε»[8] είναι η απάντηση που δίνει το σύνολο των πληροφορητών μας. Η Ευαγγελία Φραγκάκι, περιγράφοντας την επεξεργασία της νεροκολοκύθας (= τσούκος) γράφει: «Είναι καθαρώς ανδρική δουλειά αυτή και γίνεται το βράδυ στις αποσπερίδες, όταν οι γεωργοί κάθονται στο ντισταύρι ή στο αλώνι και αποσπερίζουν συζητώντας τα νέα της ημέρας, διηγούμενοι παραμύθια ή σόκιν ανέκδοτα ενώ ταυτόχρονα πίνουν και καμιά ρακή με τρυφερό αγγουράκι»[9]. Στο απόσπασμα αυτό περιγράφεται με φυσικότητα η παρουσία του ελευθερόστομου λόγου στην φιλική και οικογενειακή συντροφιά, χάρη αστειότητας και για να προκληθεί το λυτρωτικό γέλιο. Η μαρτυρία της είναι σημαντική, επειδή το θέμα της δεν είναι ο ελευθερόστομος λόγος, αλλά η παρουσίαση μιας παραδοσιακής ενασχόλησης των κατοίκων της κρητικής υπαίθρου.
   Αινίγματα ελευθερόστομα λέγονταν στα καφενεία, όπου «οι μεγάλοι επειράζανε τσι τσούμαρους», οι οποίοι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον «εσταίνανε αφτί για ν’ ακούσουνε και να μάθουνε»[10]. Ο ίδιος μάλιστα πληροφορητής θυμάται τη μητέρα του να του τραγουδά τη Θοδώρα, το γνωστό πανελλήνιο ελευθερόστομο τραγούδι, και τη γιαγιά του να αντιδρά σ’ αυτή τη στάση της κόρης της, επειδή μάθαινε στο παιδί «άσκημα πράματα», γεγονός που αποδείχνει τη διαφορά νοοτροπίας στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού λαϊκού λόγου. Όμοια στάση προοδευτικής μητέρας συναντήσαμε και στον Αποκόρωνα: «Εγώ έκαμα μόνο αγόρια και έχω μόνο ασερνικά ‘γγονάκια και τως τα ‘λεγα για να ξεστραβώνουνται, κύριε Αντρέα»[11], λέει χαρακτηριστικά μια γιαγιά της κρητικής υπαίθρου, που αγωνίστηκε να σπουδάσει τα παιδιά της, «αφού παίρνανε τα γράμματα» και «για να ‘χουνε μια καλύτερη ζωή». Ίδιες μνήμες έχει και ο φίλος βιβλιοπώλης Στέργιος Δραμουντάνης (Φωτόδεντρο) από τη γιαγιά του την Κοζωνομαρία ή Κοζώναινα στα Ανώγεια. Μ’ αυτή την ανάμνηση μάλιστα της απηύθυνε τον τελευταίο χαιρετισμό, όταν αυτή πέθανε.
    Αινίγματα λέγονταν, σημειώνει στο βιβλίο του ο συνταξιούχος δάσκαλος Γεώργιος Σταματάκης από το Πετροκεφάλι Ηρακλείου, «τις κρύες νύχτες του χειμώνα κοντά στο αναμμένο τζάκι ή γύρω από το μαγκάλι και τις καλοκαιρινές ζεστές νύχτες – στις αποσπερίδες – στις γειτονιές, συγκεντρώνονταν μικροί μεγάλοι και έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι αυτό»[12]. Ο ίδιος στα 14 ενδεικτικά αινίγματα που παρουσιάζει, περιλαμβάνονται πέντε με υπαινικτικό περιεχόμενο. Σε δυο μάλιστα από αυτά υπάρχει ερμηνευτική σημείωση: «Ανήκει στην κατηγορία των σκωπτικών, σατυρικών, ή και πονηρών, θα μπορούσαμε να πούμε, αινιγμάτων» ή «Σατυρικό, σκωπτικό, πονηρό». Υπογραμμίζω: δεν χρησιμοποιεί τον όρο άσεμνο, που ίσως θα ήταν αναμενόμενο από έναν μη ειδικό σε θέματα θεωρίας της λαογραφίας, επειδή προφανώς δεν έχει καταγραφεί στη συνείδησή του ως τέτοιο. Και συνεχίζει περιγράφοντας τον τρόπο που παιζόταν το παιχνίδι με τα αινίγματα στην εποχή του: «Οι παίκτες κάθονται κοντά ο ένας με τον άλλο. Κάποιος αρχίζει λέγοντας ένα αίνιγμα. Όποιος ή όποιοι γνωρίζουν την απάντηση, σηκώνουν το χέρι τους. Αυτός που είπε το αίνιγμα ορίζει ποιος απ’ αυτούς θ’ απαντήσει. Μετά ο ίδιος ή άλλος λέει άλλο αίνιγμα και αυτό συνεχίζεται για όσο θέλουμε. Αν σε κάποιο αίνιγμα δεν γνωρίζει κανείς την απάντηση, η “μάνα” λέει: “Να το πάρει το ποτάμι;” και λέει τι είναι»[13].
     Ελευθερόστομα και ασεμνοφανή αινίγματα (αλλά και τραγούδια, μαντινάδες, ανέκδοτα και ελευθερόστομες αφηγήσεις) λέγονταν και σε όλες τις ομαδικές εργασίες, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι νεαρής κυρίως ηλικίας, αλλά και μεγαλύτερης: στο λιομάζωμα, στο θέρος, στον τρύγο. Κατά τη διάρκεια της εργασίας, στις μικρές ανάπαυλες για ξεκούραση ή το κολατσιό τα τραγούδια και οι αστεϊσμοί έδιναν κι έπαιρναν με τους νεαρούς εργάτες να αφήνουν υπονοούμενα, να τραγουδούν ελευθερόστομα τραγούδια και να θέτουν «πονηρά» αινίγματα στις νεαρές, αλλά και στις μεγαλύτερες εργάτριες, με στόχο την απενοχοποίηση του έρωτα και της σαρκικής επαφής και την προετοιμασία του κλίματος, ώστε ο γεμάτος δύναμη και ορμή νεαρός κουβαλές[14] να μπορεί να απευθυνθεί στην νεαρή «κόφτρια»και να της πει:

Έτσα που σφίγγω απάνω μου την κόφα τα σταφύλια,
να σ’ έσφιγγα και να φιλώ τα κόκκινά σου χείλια.[15]
     
    Ελευθερόστομα και ασεμνοφανή αινίγματα λέγονταν και μέσα στη σχολική τάξη. Μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία. Ως καθηγητής στο Λύκειο της Πόμπιας Ηρακλείου το καλοκαίρι έκανα την καθιερωμένη εφημερία της Πέμπτης. Θέλοντας να σχηματίσω ιδίαν αντίληψη του σωφρονισμού των μαθητών προηγούμενων εποχών, ξεφύλλισα το παλιό ποινολόγιο του Σχολείου. Επειδή κατάγομαι από την περιοχή, οι περισσότεροι των μαθητών, που είχαν τιμωρηθεί, είναι γνωστοί μου, μεγάλης ηλικίας σήμερα. Ανάμεσα στα πολλά συνάντησα δυο πολύ γνώριμα για μένα ονόματα, μαθητές, τότε, της Ε΄ τάξεως, οι οποίοι τιμωρήθηκαν με πενθήμερη αποβολή, επειδή διακινούσαν στην τάξη κατά τη διάρκεια του μαθήματος ένα κομμάτι χαρτί με άσεμνο περιεχόμενο. Σημειωτέον ότι το ποινολόγιο δεν ανέφερε το περιεχόμενο του σημειώματος. Επειδή με τον πρώτο των τιμωρημένων συνδέομαι με ισχυρούς συγγενικούς δεσμούς και με το δεύτερο με σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης[16], τους ρώτησα να μου εξηγήσουν ποιο ήταν το άσεμνο περιεχόμενο του σημειώματος για το οποίο τιμωρήθηκαν. Ήταν, απλά, ένα ελευθερόστομο αίνιγμα, σε άπταιστη μάλιστα καθαρεύουσα, απόδειξη της αστικής καταγωγής του:

Ιδών τον τάφον ανέστη,
εισελθών εδάκρυσε,
εξελθών εμαράνθη.        Τι είναι;[17]

    Σίγουρα οι δυο συμμαθητές δεν είχαν διάθεση εκπαιδευτική. Ήθελαν να ταράξουν την ανία και την πλήξη μιας αυστηρής τάξης ή, απλά, «να σπάσουν πλάκα», όπως συχνά συμβαίνει στις σχολικές τάξεις.
     Στη Σάμο, αναφέρει ο Ε. Σταματιάδης, όταν τελειώνουν την αποσπερίδα στη διάρκεια της οποίας κορίτσια έλεγαν ελευθερόστομα αινίγματα, «λύουσιν τάς ἐσπερίδας (ενν. αι κορασίδες) αἰνιγματωδῶς ἐπ’ ἴσης μιᾶς αὐτῶν λεγούσης

Ἄντιστε νά πέσωμε,
τή μακριά νά σύρωμε,
τήν κόκκινη νά χώσωμε,
μαλλιά μέ μαλλιά νά τ’ ἀνακατώσωμε»[18].

Με το αίνιγμα αυτό ήθελαν να πουν ότι πάνε για ύπνο κλείνοντας την πόρτα με το μάνταλο, σκεπάζοντας τη φωτιά με στάχτη, για να διατηρηθεί ως το πρωί, και κλείνοντας τα μάτια για να κοιμηθούν. Αινίγματα αυτής της μορφής συναντούμε και στην Κρήτη, χωρίς όμως οι πληροφορητές μας ή οι γραπτές πηγές να αναφέρουν ότι είχε αποχαιρετιστήριο χαρακτήρα:

Πάμετε να θέσομε
κι έγνοια να μην έχομε
κι οι κώλοι να χτυπήσουνε
και το μακρύ στη μέση
να μπει να κουρκουτέψει[19].

Άντες να πά’ να θέσομε,
να πα’ να κοιμηθούμε,
τα δυο μεριά να σμίξουνε,
κι οι κώλοι να σφιχτούνε,
το μακρυλό στη μέση
να  μπει να καρκατέψει[20].                                        Η πόρτα και το μάνταλο

Άντεστε να θέσομε
κι έγνοια να μην έχομε,
το μαλλί μαλλί να σμίξει
και η τρύπα να δροσίσει.                                     Οι βλεφαρίδες και τα μάθια                                                                               

   Πιθανόν τα αινίγματα αυτά σε παλαιότερες εποχές να είχαν ακριβώς την ίδια χρήση, να λειτουργούσαν δηλαδή ως «μια καταληκτική φόρμουλα με αινιγματώδη μορφή, η οποία αποτελούσε το σύνθημα για το τέλος μιας περίστασης, κατά την οποία λέγονταν αινίγματα»[21]. Αν η υπόθεση αυτή είναι βάσιμη για τα κρητικά δεδομένα, συνάγεται ότι ο ελευθερόστομος και υπαινικτικός λόγος δεν αποτελεί προνόμιο των ανδρών και των θαρραλέων γυναικών, αλλά και των καθημερινών κοριτσιών που με φυσικότητα απευθύνονταν με αυτόν τον τρόπο στην ομήγυρη, πριν από το καληνύχτισμα, χωρίς να θίγεται η τιμή ή η αξιοπρέπειά τους. 

   Αν εξετάσουμε το σύνολο των αινιγμάτων που χαρακτηρίσαμε ελευθερόστομα, με κριτήριο τη χρήση ή τον υπαινιγμό των ελευθερόστομων εκφράσεων ή σκηνών, μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τέσσερεις υποκατηγορίες.  
Α. Ελευθερόστομα αινίγματα: στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα αινίγματα που στο κείμενό τους περιέχονται ελευθερόστομες λέξεις ή εκφράσεις:

      1. Από τον κώλο μου τη βγάνω
      και στον κώλο σου τη βάνω.                                                Η καρέκλα[22]

      2. Ανεσήκωσε την πλάκα,
      πιάσε τα σκατά κι αγλάκα.                                    Η κυψέλη και το μέλι

     3.  Αντίπερα του ποταμού
      κάθετ’ η θεια μου η κατσαρού
      και φορεί δεκοχτώ ποκάμισα
      κι ο κώλος τση χαυρίζει.[23]                                          Το καρμπολάχανο

     4. Μπατσολοκοπώ τη θειά μου,
      τρως τα κάνει ο κώλος τση,                                                Η κνισσάρα[24]

    5. Από ‘παέ και στα Χανιά
     θωρώ τη θειά μου και γελά
     και σειεί τα κωλαράκια τζη
     και πέφτουν τα ψειράκια τζη.                        Η φουνάρα και οι καψαλίδες

    6. Μακρουλό, κατσουνωτό
    στση γυναίκας το σκιστό.                                                      Το σκολαρίρι

β. Υπαινικτικά: στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η πλειοψηφία των αινιγμάτων που πραγματευόμαστε. Ο αινιγματοθέτης περιγράφει τα αντικείμενά του με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συνειρμοί των συμμετεχόντων στο παιχνίδι να τους κατευθύνουν σε κάποιο σεξουαλικό όργανο ή στη σεξουαλική πράξη. Μάλιστα κάποιες φορές κατευθύνει  τους ακροατές τους να σκεφτούν «πονηρά», στην περίπτωση που αυτοί δεν είχαν τέτοια πρόθεση, με το χαρακτηριστικό μοτίβο «μα τον Άγιο Κωσταντίνο, μη θαρρείς πως είν’ εκείνο!» ή «μα τον Άη Κωσταντίνο, τό θαρρείς, δεν είν’ εκείνο». Η λύση βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με τους συνειρμούς, ωστόσο η αμφισημία του αινίγματος επιτέλεσε το στόχο της.

1. Βάνω το χεράκι μου
στο παντελονάκι μου
και βγάνω το μακρύ μου
και το βάνω σε μια ν-τρύπα
που ‘χει γύρω γύρω τρίχα.                                     

Βάνω τη χέρα στο τσεπί
και βγάνω ‘κείνο το μακρύ
και το βάνω σε μια ν-τρύπα,
που ‘χει γύρω γύρω τρίχα.                   Άντρας με το τσιγάρο στο στόμα

2. Πράμα που μαυρίζει,
μυρίζει και χνοτίζει,
τρύπα και μαλλί ‘χει
κι αν ανοίξει, κάνει τσίχι.
Μα τον Άγιο γ-Κωσταντίνο,
μη θαρρείς πως είν’ εκείνο.                                                       Το ασκί[25]

3. Στεγνή τη βάνω,
ογρή τη βγάνω   
και στάζει η μύτη τζη.                                                          Η κουτάλα[26]

4. Έλα, σίμωσε κοντά μου,
λύσε τη βρακοθελιά μου,
να το δεις, να φοβηθείς,
να το φας, να γλυκαθείς.                                        Η κυψέλη και το μέλι

5. Σου τη δείχνω και τρομάζεις
σου τη βάνω και φωνιάζεις,
σου τη βάνω κι έχει χύσει,
σ’ έχει όμως ηρεμήσει
και πολύ ανακουφίσει.                                                             Η σύριγγα

6. Σαν είσαι νιος και παλικάρι
την ογρή σου πού τη βάνεις;                                                                     
   Στο ψωμί και το κουτάλι (ενν. τη γλώσσα)[27]

7. Όλη μέρα κρέμεται
και τη νύχτα στέκει ορθή. Το κόντε μιρί

8. Τη σαλιώνω, την τεντώνω
και στην τρύπα σου τη χώνω.                              Η κλωστή και η βελόνα


γ. αινίγματα-λογοπαίγνια: Αν στον όρο ασεμνοφανής δώσουμε το ακριβές του περιεχόμενο, δηλαδή εκείνου που φαίνεται άσεμνος, χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα (πρβλ. σοβαροφανής, αληθοφανής), τότε τα αινίγματα που μπορούμε να εντάξουμε σ’ αυτή την κατηγορία είναι εκείνα των οποίων η εκφορά παίρνει τη μορφή λογοπαίγνιου ή γλωσσοδέτη[28]. Στο ένα και μοναδικό παράδειγμα που η έρευνά μας μπόρεσε να εντοπίσει στην Κρήτη, το ασεμνοφανές και παιγνιώδες του λόγου βασίζεται στη συνήχηση λέξεων, που δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της εκφοράς του ονόματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου.

Αν το τρίψω τρίψω λυει
κι αν το ξανατρίψω λυει
κι αν το βάλω στη μπουγάδα,
γίνετ’ άσπρο σαν το γάλα.                                                     Το σαπούνι

δ. αινίγματα με ελευθερόστομη απάντηση: τα αινίγματα που εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία στην πλειονότητά τους αφορούν εκκρίσεις του ανθρωπίνου σώματος. Μόνο σε μια περίπτωση (με αρκετές παραλλαγές) η απάντηση αφορά στο γυναικείο στήθος.

1. Αντερένιο το δοξάρι
κι αντερένιο χτύπο βγάνει
και στη φτέρνα σου ξαμώνει
και στη μύτη σου ‘ποσώνει.[29]                                                  Η πορδή[30]

2. Αναμεσώς σε δυο βουνά
μπουμπουνίζει και βροντά.                                   Ο κώλος όντεν κλάνει

3. Από δυο σκαλοθυρίδες
κατεβαίνουν δυο κυρίες.                                                            
Πέντε πέντε τις αρπούνε
και στον τοίχο τσι χτυπούνε.                                                       Οι μύξες

4.Από πάνω από τη Ντία
κατεβαίνει μια κυρία,
δυο τηνε παρακρατούνε
κι όπου θένε την πετούνε.                                                             Η μύξα

  5α. Κάρμπ’ αθεί, κάρμπα μυρίζει,
κάρμπ’ αθεί και λουλουδίζει.
  Κάρμπ’ αθεί κι αθεί και δένει
  και το νου τ’ ανθρώπου παίρνει.
  Κι ανε ‘γγίξει και κιανείς:
  -Το μπελά σου θες να βρεις;   
                                            
5β. Κάλπ’ αθεί κάλπα μυρίζει,
κάλπ’ αθεί και λουλουδίζει.
Κάλπ’ αθεί,  αθεί και δένει
και το νου τ’ ανθρώπου παίρνει.
Κι όποιος βγει και το πειράξει
γή τροζός γή μεθυσμένος,
είναι μπελογραντισμένος.                                                               Τα βυζά

     Οι παραπάνω κατηγορίες δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλέκονται μεταξύ τους. Συχνά διατυπώνονται αινίγματα ελευθερόστομα και με υπαινικτικό περιεχόμενο:

Πάμετε να θέσομε
κι έγνοια να μην έχομε
τα δυο μεριά να σμίξουνε
κι οι κώλοι να χτυπήσουνε
και το μακρύ στη μέση
να μπει να κουρκουτέψει[31].                               Η πόρτα και το μάνταλο

     Στα ελευθερόστομα αινίγματα ισχύει ο γενικότερος κανόνας για τη δημιουργία των αινιγμάτων: ο αινιγματοθέτης περιγράφει αντικείμενα ή καταστάσεις γνώριμες στο ακροατήριο του. Η λύση του αινίγματος είναι μέρος των κοινών εμπειριών της ομάδας και δεν θα μπορούσε να τεθεί σε άλλη ομάδα με διαφορετικές εμπειρίες. Το αίνιγμα λ.χ.

Από κάτω μου τη βάνω
κι ό,τι θέλω τηνε κάνω,
όσο τρώγω τα μεριά τζη,
τόσο αναγαλλιά η καρδιά τζη.                      Το άρμεγμα της κατσίκας[32]

μπορεί να τεθεί σε κοινωνίες που το άρμεγμα των αιγοπροβάτων γίνεται με το συγκεκριμένο τρόπο και όχι καθιστά, όπως λχ. στα Κύθηρα όπου το αίνιγμα διαμορφώνεται:

Τέσσερα στατά στη γη,
δυο λαμπάδες τ’ ουρανού,
κώλος και κεφάλι αντάμα[33].

Το ίδιο και στη Λέσβο:

Τα πόδια σ’ στα πόδια μ’,
τα γόνατα σ’ στα γόνατά μ’,
τα χέρια μ’ στα β’ζά σ’.

Για τον ίδιο λόγο τα παρακάτω υπαινικτικά αινίγματα είναι σήμερα δυσεπίλυτα:

1. Πράμα που μαυρίζει,
μυρίζει και χνωτίζει,
τρύπα και μαλλί ‘χει
κι αν ανοίξει, κάνει τσίχι.
Μα τον Άγιο γ-Κωσταντίνο,
μη θαρρείς πως είν’ εκείνο.                                                       Το ασκί[34]

2. Μπαίνω σ’ ένα χάλασμα
βλέπω ένα φάντασμα,
βλέπω δυο πόδια ορθά
κι άλλα δυο γονατιστά,
βλέπω μια γ-κοιλιά μεγάλη
και την πλάκωνε μια ν-άλλη.[35]           
                                             Το μαγκάνι που ξεκουκίζουνε το μπαμπάκι

Όσο και αν προσπαθήσει ο σύγχρονος άνθρωπος για να τα λύσει, δεν θα το πετύχει, γιατί απλά, δεν τον παραπέμπουν σε γνώριμα αντικείμενα. Ούτε το ασκί, ούτε το μαγκάνι εκκοκκισμού του βάμβακος του είναι γνωστά, για να μπορέσει να τα συνδέσει με το ασεμνοφανές περιεχόμενο των αινιγμάτων.

   Κλείνοντας την εισήγησή μου θα ήθελα να τονίσω ότι επιβάλλεται να απενοχοποιήσουμε το λαϊκό λόγο και τις εκδηλώσεις του λαϊκού μας πολιτισμού που άπτονται της σεξουαλικότητας και της σεξουαλικής ζωής, για να μπορέσουμε να τις αντιμετωπίζουμε με επιστημονικά κριτήρια. Αν δεν το πράξουμε, τότε αυτή η διάσταση του λαϊκού βίου θα παραμείνει ανεξερεύνητη και το τίμημα θα είναι μεγάλο. Δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση του λαϊκού ανθρώπου και να ερμηνεύσουμε πολλές αντιδράσεις του, επειδή η σεξουαλικότητα, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, επηρεάζει καθοριστικά τη συμπεριφορά και τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται μια αναθεώρηση της κατηγοριοποίησης των αινιγμάτων και ένταξης της κατηγορίας των «ασεμνοφανών» ή ελευθερόστομων στις υπόλοιπες ομάδες με μόνο κριτήριο τη λύση του αινίγματος. Όσες από αυτές αφορούν στα γεννητικά όργανα, στις γενετήσιες ορμές και στις εκκρίσεις του ανθρωπίνου σώματος πρέπει να ενταχθούν στην ομάδα που ο Νικόλαος Πολίτης προσδιόρισε Άνθρωπος, μέλη του σώματος, φυσιολογία αυτού. Αν μέσα στο σύνολο των αινιγμάτων κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία μιας ομάδας στην οποία θα εντάσσονται όλα τα ελευθερόστομα αινίγματα και της ειδικότερης εξέτασής τους (όπως λ.χ. αυτή που προτείνει η παρούσα εισήγηση), τούτο είναι μια άλλη, πλην όμως δευτερεύουσα, συζήτηση.




[1] Στύλπων Κυριακίδης, Ελληνική Λαογραφία. Μέρος Α, Μνημεία του λόγου, Ακαδημία Αθηνών, δημοσιεύματα Λαογραφικού Αρχείου αριθμ. 8, Αθήνα 1965, σελ. 269-278, Γεώργιος Α. Μέγας, Εισαγωγή εις την λαογραφίαν, Αθήναι 1975, σελ. 196-200 
[2] Νικόλαος Πολίτης, Δημώδη Αινίγματα, Νεοελληνικά ανάλεκτα Παρνασσού, 1 (1870-1872), σελ. 250-254
[3] Δημήτριος Λουκάτος, Θέματα και σύμβολα στα νεοελληνικά αινίγματα, Αφιέρωμα εις την Ήπειρον, Εις μνήμην Χρίστου Σούλη (1892-1951), Αθήνα 1956, σελ. 204 και Δημήτριος Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, ΜΙΕΤ 1978 σελ. 119
[4] Η ίδια στάση παρατηρείται και στις τελευταίες συλλογές οι οποίες ταξινομούν τα αινίγματα κατ’ απόλυτη αλφαβητική σειρά με κριτήριο την κεντρική έννοια της λύσης, όταν συνεξετάζονται ως σύντομη μορφή έντεχνου παραδοσιακού λόγου, πάλι γίνεται χρήση του όρου «ασεμνοφανές». Χρυσούλα Χατζητάκη Καψωμένου, Θησαυρός Νεοελληνικών Αινιγμάτων, Π.Ε.Κ 2001, σελ. 79-81
[5] Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης, Και Διονύσου αρχαιότερα, ένθετο στο CD της Δόμνας Σαμίου, Τα αποκριάτικα: ανίερα-ιερά, Αθήνα 1994, σελ. 5-9
[6] Σ’ αυτές πρέπει να εντάξουμε και μια Τρίτη, τις ύβρεις, οι οποίες τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν ως λαογραφικό υλικό και στοιχεία του λαϊκού προφορικού λόγου.
[7] Τοπωνύμιο στην εδαφική περιφέρεια Πιτσιδίων Ηρακλείου.
[8] Πληροφ. Αριστοφάνης Χουρδάκης, δάσκαλος, ετών 80, Αγία Παρασκευή Πεδιάδος.
[9] Ευαγγελία Φραγκάκι, Συμβολή εις την δημώδη ορολογίαν των φυτών, Αθήνα 1969, σελ. 115
[10] Πληροφ. Καραταράκης Ζαχαρίας, φιλόλογος, Ηράκλειο
[11]Χαρακτηριστική δικαιολογία της Ελένης Ντουκάκη, ετών 75 (2006) από το Εμπρόσνερο Αποκορώνου, αναφερόμενη στα ασεμνοφανή αινίγματα και στα καθαρογλωσσίδια που έλεγε στα παιδιά και τα εγγόνια της.
[12] Γεώργιος Σταματάκης, Τα παιχνίδια μας, εκδ. Αντίλαλος (αχρονολόγητο (2009;)), σελ. 142
[13] Αξίζει να τονισθεί ότι η προσπάθεια καταγραφής των αινιγμάτων σήμερα μεταξύ αυτών και των ελευθερόστομων δεν γίνεται «εκ του φυσικού», καθώς σήμερα το παιχνίδι των αινιγμάτων έχει εκλείψει. Ο συλλογέας περιορίζεται στις αφηγήσεις των πληροφορητών, οι οποίοι ανατρέχουν στο παρελθόν για να ανασύρουν στη μνήμη τους και τις περισσότερες φορές να διηθίσουν με τη σημερινή κριτική σκέψη τους την καθημερινότητα της νεότητάς τους.
[14] Κουβαλητής, αυτός που μεταφέρει τα σταφύλια. 
[15] Μανώλης Μ. Κουτσουράκης, Αναντρανίσματα, Αθήνα 1974, σελ. 52
[16] Πρόκειται για τον Μανόλη Ν. Τζωρτζακάκη και Χαράλαμπο Κ. Γεωργιλάκη, ετών 78 σήμερα, από το Τυμπάκι.
[17] Το συγκεκριμένο αίνιγμα του οποίου η αστική προέλευση είναι εμφανής, είναι το  μοναδικό στο οποί λανθάνει επιρροή από εκκλησιαστικά κείμενα, κατά το παράδειγμα των εκκλησιαστικών παρωδιών. 
[18] Ε. Σταματιάδης, Σαμιακά., Ἠτοι στορία τῆς νήσου Σάμου ἀπό τῶν παναρχαίων χρόνων μέχρι τῶν κάθ’ ἡμᾶς. Τόμ. Ε΄, Σάμος 1887, σελ. 177-190
[19] Παραλ. Χατζητάκη Καψωμένου ό.π., 757 θ και Γ. Κ Σπυριδάκις, Λαογραφικά Σύμμεικτα εκ Κατσιδονίου Σητείας, περιοδικό «Κρητικά» τομ. Α΄ τεύχ, Α, 1930, σελ. 46
[20] Ευαγγελία Φραγκάκι, Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, Αθήνα 1949, σελ. 185
[21] Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. σελ. 18
[22] Παραλ. Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 184, Μαίρη Κουκουλέ, Νεοελληνική Αθυροστομία, τομ. 1-3, Νεφέλη, Αθήνα 1984-1986, αρ. 911β.
[23] Ειρήνη  Παπαδάκη, Λαογραφικά Σύμμεικτα Σητείας, ΕΕΚΣ, τ. Β, 1939, 147
[24] Παραλ. Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 282.1 ε . Η συγγραφέας θεωρεί ως απάντηση το κόσκινο ενώ είναι η κνισάρα. Τρώμε ό,τι πέφτει από την κνισάρα. Πετάμε ότι πέφτει από το κόσκινο. Το αίνιγμα λέγεται και: «Μπατσολοκώ τη θεια μου και ταΐζω τα παιδιά μου».
[25] Παραλλαγή από τη Συλυβριά Ανατολικής Θράκης δημοσιεύει η Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 43.2 γ
[26] Παραλ. Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 306,  Φραγκάκι 1949 ό.π., 185
[27] Το συγκεκριμένο αίνιγμα είναι το μοναδικό που εντόπισε η έρευνά μας με δυο ζητούμενα: το πρώτο είναι η συμπλήρωση του αινίγματος, με τη λύση που δίνει απάντηση στο πού:  «Στο ψωμί και το κουτάλι» και ακολουθεί, χωρίς όμως να ζητηθεί, η απάντηση στο τυπικό ερώτημα τι είναι: η γλώσσα.
[28] Συνηθέστερα είναι τα λογοπαίγνια αυτού του είδους στους γνωσσοδέτες: «Ν’ άψω λες το λύχνο γή να μην τον άψω λες;». Έχουν καταγραφεί και σχολικοί γλωσσοδέτες αυτού του είδους: «Ο πους της καθέτου αποτελεί αρχή διά την γεωμετρίαν»
[29] Το αίνιγμα είναι πανελλήνιο (Μελίκης, τόμ. Β, σελ. 273-274)
[30] Η Κ. Χρυσουλάκη Πάτερου, Λαογραφικά των Σφακίων, 1986, σελ. 100, δίνει στο ίδιο αίνιγμα την απάντηση «το αέριο του εντέρου».
[31] Παραλ. Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ.  757 θ. Ο Γ. Κ. Σπυριδάκις ό.π., 46 γράφει «να χαρχαλέψει».
[32] Αντώνης Δαφέρμος, Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται, Ρέθυμνο 2008, σελ. 201
[33] Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 236.1γ
[34] Παραλλαγή από τη Συλυβριά Ανατολ.  Θράκης δημοσιεύει η Χατζητάκη Καψωμένου ό.π. αρ. 43.2 γ
[35] Το μοτίβο του αινίγματος καταγράφεται στην Αγία Άννα Ευβοίας: «Δυο ποδάρια σηκωτά κι άλλα δυο γονατιστά, δυο κουδούνια μπακιρένια κι ένας τράγος με τα γένια και ο πούτσος μου στη μέση κάνει το Χριστός Ανέστη» (Γιώργος Μελίκης, Αντρικά Μουνάτα, 2000, τομ. Α, σελ. 257). Ο συλλογέας το καταγράφει ως ελευθερόστομο τραγούδι. Πιστεύω ότι πρόκειται για ελευθερόστομο αίνιγμα. 

Από το Συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη της Μαρίας Λιουδάκη, Ιεράπετρα 7-9 Οκτωβρίου 2011 με θέμα "Τα αινίγματα-(α)νιώματα. Ο λαϊκός αινιγματικός λόγος στην Κρήτη". Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας-Δήμος Ιεράπετρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: