Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Άρης Χατζηδάκης: Σπιναλόγκα, εκδόσεις ΓΚΟΒΟΤΣΗ, Αθήνα 1940

  Το Ηράκλειο του μεσοπολέμου υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους τόπους αναφοράς του πνευματικού κόσμου στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ποιητή Μηνά Δημάκη: «Για τα γράμματά μας, για τον πολιτισμό μας, το Ηράκλειο υπήρξε, για μικρό χρονικό διάστημα, από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μια πνευματική πρωτεύουσα της λογοτεχνικής Ελλάδας». Δυο υπήρξαν οι πνευματικοί πυρήνες: Η «Πνευματική Κοινότης» και το «Στούντιο» του Λευτέρη Αλεξίου. Η «Πνευματική Κοινότης» ήταν μια λογοτεχνική συντροφιά που διατηρήθηκε από το 1930 ως το 1934. Ανάμεσά στα μέλη της η Έλλη Αλεξίου, ο Γιάννης Σφακιανάκης, ο Άρης Χατζηδάκης, ο Πέτρος Στυλίτης, η Θάλεια Καλλιγιάννη, η Ριρή Μιγάδη, ο Μηνάς Δημάκης κ.α.
   Από αυτούς ο ποιητής Άρης Χατζιδάκης, ένας από τους πρώτους δωρητές της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου και που δεν ευτύχησε να αναδειχτεί σε ποιητική μορφή πρώτης γραμμής, επεχείρησε να δοκιμαστεί και στο θεατρικό χώρο ως συγγραφέας. Το θεατρικό του έργο Σπιναλόγκα δημοσιεύθηκε στην Αθήνα του 1940, λίγους μήνες πριν από την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, από τις εκδόσεις ΓΚΟΒΟΤΣΗ. Το έργο δεν βρήκε την καλύτερη υποδοχή από την κριτική της εποχής. Στο 329ο τεύχος της Νέας Εστίας της 1.9.1940 (σελ. 1097-1098) ο Γιάννης Σιδέρης υποδέχεται με αρνητικά σχόλια την θεατρική απόπειρα του Άρη Χατζιδάκη. Υποστηρίζει ότι το έργο δεν παρουσιάζει το πρόβλημα της λέπρας και της Σπίνα Λόγκας στην πραγματική του διάσταση, ότι δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής – μιας εποχής που σημειωτέον απαιτούσε τομές και δράσεις και όχι ανούσια ή ουτοπικά  προσωπικά ή φιλοσοφικά διλήμματα, και για τούτο μάλλον ανάξιο να ασχοληθεί κάποιος μ’ αυτό.
      Η Κέλη Δασκαλά επανεξετάζει το έργο κάτω από άλλη οπτική στο «Η νόσος της λέπρας ως ταυτότητα από το Μεσσία-λυτρωτή στον λεπρό αγωνιστή». Ορθά υποστηρίζει ότι «η δράση (ενν. του έργου) επικεντρώνεται στη μορφή του γιατρού Μεσσία, η αναβλητικότητα, οι αγωνίες και η τελική «θυσία» του οποίου – ασθενεί για να δοκιμάσει πρώτος το φάρμακο – δεν πείθουν, και προπαντός δεν ανταποκρίνονται στο αγωνιστικό πνεύμα της εποχής»[1].
   Αλλά ας δούμε την υπόθεσή του.
   Το έργο χωρίζεται σε τρεις πράξεις και 10 εικόνες. Η Α εικόνα διαδραματίζεται στην υποθετική πολιτεία που βρίσκεται απέναντι από το νησί και συγκεκριμένα στο εργαστήριο του γιατρού Πέτρου Κρητικού ο οποίος έχει ανακαλύψει το φάρμακο για τη θεραπεία της λέπρας. Ο πατέρας του γιατρού εκφράζει τις ανησυχίες του που ο γιος του έρχεται σε επαφή με τα καταραμένα μικρόβια, παρά την κορυφαία επιτυχία του. Το διάλογο διακόπτουν τρεις λεπροί που δραπέτευσαν από το νησί, για να βρουν το γιατρό και να πάρουν το φάρμακο. Οι λεπροί απομακρύνονται από τους χωροφύλακες και ο Πέτρος ανακοινώνει την απόφασή του να περάσει απέναντι, στη Σπίνα Λόγκα[2] για να τους θεραπεύσει
   Η Β εικόνα εξελίσσεται στην αίθουσα συνεδριάσεων στο «Ινστιτούτο κατά της λέπρας», όπου η ακαδημαϊκή κοινότητα τιμά τον Πέτρο Κρητικό για την εφεύρεσή του. Στους διαλόγους που διαμείβονται αποδείχνεται η βαθειά υποκρισία της επιστημονικής κοινότητας να σταθεί στο πλευρό των λεπρών λόγω προκαταλήψεων και φόβου. Μετά την άρνηση των νέων γιατρών να ενταχθούν στο ιατρικό προσωπικό του νησιού, μόνο η Σοφία, μια απλή νοσοκόμα, αποδέχεται την πρόσκληση και θα γίνει η βοηθός, η ερρωμένη και στη συνέχεια η σύζυγος του Πέτρου Κρητικού.  
   Η Γ, Δ, Ε και ΣΤ εικόνες περιγράφουν την άφιξη και την εγκατάσταση του Πέτρου Κρητικού και της Σοφίας στο νησί. Οι απογοητευμένοι λεπροί, ο αποτυχημένος στη ζωή Κωστής, οδοντογιατρός του νησιού. Ο Πέτρος Κρητικός αγωνίζεται να μείνει εκ πεποιθήσεως πιστός στην έρευνα και στην επιστήμη του, αλλά η φύση θα του αλλάξει τη ζωή: θα ερωτευθεί τη Σοφία, τη νεαρή νοσοκόμα που δέχτηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη Σπίνα Λόγκα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αναλώνεται στους προβληματισμούς του κεντρικού ήρωα που πιστεύει ότι προορισμός του είναι να υπηρετήσει την επιστήμη και ότι ο έρωτας και η οικογένεια αποπροσανατολίζουν όποιον αφιερώνεται σ’ ένα μεγάλο στόχο. Τελικά όμως θα υποκύψει στην αγάπη του προς τη Σοφία την οποία και θα παντρευτεί. Ο γάμος γίνεται στη Σπίνα Λόγκα. Σ’ αυτές τις εικόνες ο Άρης Χατζηδάκης πλάθει έναν εκτός πραγματικότητας άνθρωπο, που βλέπει στο πρόσωπό του τον σωτήρα των λεπρών και που πιστεύει βαθύτατα ότι είναι προσωπική του υπόθεση να νικήσει την αρρώστια.   
   Η εξέγερση των λεπρών στη Ζ εικόνα που απαιτούν από τον Πέτρο Κρητικό να τους δώσει το φάρμακο, θα τον οδηγήσει στην απόφαση να μπολιαστεί στην ασθένεια για να δοκιμάσει το φάρμακό του στον εαυτό του. Η συγκεκριμένη σκηνή συνιστά την κορυφαία στιγμή του έργου: ο Πέτρος μπροστά στη γυναίκα του και τον πατέρα του, για να νικήσει τη δυσπιστία των ασθενών του, θα κάνει την ένεση και θα εμφυτεύσει το μικρόβιο της λέπρας στον οργανισμό του. Τώρα είναι κι αυτός ένας από αυτούς, ίσος μ’ αυτούς, εσώκλειστος, ειλικρινής απέναντί τους. Δεν πουλά ψεύτικες ελπίδες. Τώρα τους προσφέρει όχι μόνο την ψυχή του και την επιστήμη, αλλά και τη ζωή του. Ο εσωτερικός του αγώνας και ταυτόχρονα η θυσία του θα μεγιστοποιηθεί, όταν θα αναγκαστεί να αποχωριστεί την αγαπημένη του Σοφία (εικόνα Η), για να φέρει στον κόσμο το παιδί τους, το οποίο ως λεπρός δεν θα μπορέσει να συναντήσει και να δει ποτέ στη ζωή του.
   Το έργο ολοκληρώνεται με δυο εικόνες. Η εικόνα Θ΄ μεταφέρει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του πατέρα του Πέτρου Κρητικού και η Ι΄ μας επιστρέφει στην πραγματικότητα του λεπροκομείου της Σπίνα Λόγκας με το γιατρό να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους ασθενείς, να δίνει την πρώτη άδεια εξόδου από το νησί ενός υγιούς παιδιού λεπρών και ο ίδιος να ελπίζει ότι κάποτε θα χαϊδέψει το τρυφερό μάγουλο του γιού του που μόνο από φωτογραφίες έχει γνωρίσει.  

    Στο έργο του Χατζηδάκη Σπιναλόγκα οι λεπροί δεν πρωταγωνιστούν για να αναδείξουν το πρόβλημα της λέπρας και της απομόνωσης, αλλά λειτουργούν παραπληρωματικά στους ουτοπικούς προβληματισμούς ενός εγωκεντρικού προσώπου, του γιατρού Πέτρου Κρητικού, στη συνείδηση του οποίου υπάρχει πλήρης σύγχυση για το ρόλο του επιστήμονα. Η επιστήμη και η επιστημονική έρευνα ανάγονται σε ύψιστα ιδανικά μιας ζωής, που είναι μαθηματικά προορισμένη να αποτύχει, καθώς ο Άνθρωπος μετατρέπεται σε δευτεραγωνιστή στη ζωή, ο έρωτας και η οικογένεια εκτροπή από τον ιερό στόχο. Η Σπίνα Λόγκα είναι χώρος ταφής όχι μόνο της λέπρας και των λεπρών, αλλά και των αποτυχημένων της ζωής. Ο Κωστής ο οδοντίατρος απομονώθηκε εκεί γιατί η ζωή του ολόκληρη είναι μια αποτυχία. Το ίδιο αποτυχημένη είναι τελικά και η ζωή του Πέτρου Κρητικού, που ενώ ήλπιζε ότι θα αναδεικνυόταν σε ύψιστη επιστημονική μορφή μέσα από την ασθένεια, η ίδια τον εγκλώβισε στο νησί. Τούτη είναι με λίγα λόγια η αξιολόγηση της προσπάθειας του ποιητή Άρη Χατζιδάκη να δώσει το στίγμα του στα θεατρικά πράγματα της εποχής του. Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε και την άποψη που διατύπωσε ο Γιάννης Σιδέρης για το έργο και πιθανόν η κυρία Κέλλη Δασκαλά.
    Η δική μου συμβολή θα περιοριστεί στην προσπάθεια μιας δεύτερης ανάγνωσης του έργου από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι αν όντως ο Χατζιδάκης ενδιαφερόταν να παρουσιάσει τη Σπίνα Λόγκα και τους λεπρούς της. Η απάντηση είναι αρνητική. Το έργο δεν γράφηκε για να θίξει και να συγκινήσει με το πρόβλημα της λέπρας. Γράφηκε για να περιγράψει τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου που επιδίδεται σε ένα ύψιστο προσωπικό αγώνα για το καλό του συνόλου. Δεν ενδιαφέρεται για τη συλλογική προσπάθεια, το συλλογικό αγώνα, που η εποχή, που δημοσιεύθηκε το έργο, είχε ανάγκη και που άλλοι λογοτέχνες επηρεασμένοι από τις προοδευτικές τους ιδεολογίες είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο. Η προβολή της ενεργούς ατομικότητας του πρωταγωνιστή του απηχεί το νεορομαντισμό του μεσοπολέμου. Σ’ αυτή την προσπάθεια δεν είναι μόνος ο Άρης Χατζιδάκης. Η γενιά του ’30 ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά δεν τα αντιμετωπίζει με τον τρόπο που αυτά τίθενται από την αριστερά. Ο Άρης Χατζιδάκης είναι ίσως ο τελευταίος των νέο-ρομαντικών, που επιμένει να πιστεύει στην αξία του προσωπικού μοναχικού αγώνα, της ατομικής θυσίας, της αυτοθυσίας για ένα υψηλό στόχο.
   Η αρχική ιδέα για τη συγγραφή του έργου ίσως δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας του Χατζιδάκη. Η ηρωική μορφή του γιατρού που αποφασίζει να μπολιαστεί τη λέπρα για να εφαρμόζει στο σώμα του τα νέα φάρμακα ακούει στο όνομα Σωκράτης Λαγουδάκης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΕΑ της 7ης Απριλίου 1938 – που μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι είχε διαβάσει ο Χατζιδάκης – στο πρωτοσέλιδό της αναφέρεται στον αγωνιστή γιατρό ο οποίος προσήλθε στο Διεθνές Αντιλεπρικό Συνέδριο στο Κάιρο και ανέπτυξε τις απόψεις του για την αρρώστια, προβάλλοντας στο ίδιο του το σώμα την πορεία της και την αντίδρασή της στα νέα φάρμακα. Ο γιατρός Σωκράτης Λαγουδάκης είχε εκουσίως μολυνθεί, για να εφαρμόζει τις θεραπείες της ασθένειας πρώτα στον ίδιο τον εαυτό του. Στο ίδιο φύλλο μεταφέρεται η άποψη του γιατρού Ε. Λυδάκη του Ελληνικού Νοσοκομείου της Αλεξάνδρειας: «Οι στιγμές εκείνες υπήρξαν συγκλονιστικές. Εν των προσώπω του ευγενούς και σοφού επιστήμονος συνυπήρχαν η βαθειά επιστημονική πεποίθησις και η σπανία αυταπάρνησις προς σωτηρίαν των πασχόντων εκ λέπρας»[3].
   Ο Πέτρος Κρητικός δεν είναι, επομένως, πρόσωπο φανταστικό. Είναι πρόσωπο υπαρκτό, μονάχα που ο αλτρουισμός του, η σπάνια αυταπάρνηση του τον καθιστούν μη ρεαλιστικό, ουτοπικό και επομένως μη πιστευτό. Οι προβληματισμοί του ακούγονται παράλογοι στ’ αυτιά μας. Δεν ήταν όμως παράλογοι στη συνείδηση του νεαρού γιατρού αγωνιστή που θυσιάζεται για την επιστήμη του. Για την επιστήμη του; Εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα. Εγώ θα έλεγα ότι θυσιάζεται για τον συνάνθρωπο, τον ανώνυμο άνθρωπο που η κοινωνία της εποχής αποφάσισε να απομονώσει και ουσιαστικά να θάψει ζωντανό.
    Το πέτυχε; Μάλλον όχι. Πιστεύω ότι ο Άρης Χατζιδάκης φορτίστηκε υπερβολικά από το γεγονός που προσπάθησε να αποδώσει. Η συναισθηματική αντιμετώπιση των πραγμάτων τον εμπόδισε να προσγειώσει το έργο του – τονίζω: το έργο, όχι τον ήρωα – στην πραγματικότητα. Η ίδια φόρτιση τον οδήγησε στην ατυχή επιλογή του τίτλου. Ονόμασε το έργο του Σπιναλόγκα, όχι για να προσδιορίσει τον τόπο, αλλά το μέγεθος του ψυχικού και σωματικού πόνου του ήρωά του. Στα ιταλικά spina longa σημαίνει μακρύ κεντρί, μακρύ αγκάθι. Αυτό το μακρύ αγκάθι στην ψυχή του Πέτρου Κρητικού νομίζω πως εκφράζει ο ποιητής Άρης Χατζιδάκης και αυτό μας ζητά να κατανοήσουμε βλέποντας σε παράσταση ή διαβάζοντας το θεατρικό του εγχείρημα.


[1] Κέλη Δασκαλά, «Η νόσος της λέπρας ως ταυτότητα: από τον Μεσσία-λυτρωτή στον λεπρό αγωνιστή», http://www.eens.org/?page_id=459, Πρακτικά του Δ΄ Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα).
[2] Επιλέγεται η γραφή του τοπωνυμίου όπως το εκφέρουν οι κάτοικοι της περιοχής.
[3] Κρητικά Νέα, 7 Απριλίου 1938, σ. 1

Δεν υπάρχουν σχόλια: