Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ο Παύλος Βλαστός και οι απαρχές της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα.


 Ο Παύλος Βλαστός και οι απαρχές της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα.

Η απόπειρα για μια συνολική θεώρηση του έργου του πατέρα της Κρητικής Λαογραφίας, όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλείται ο Παύλος Βλαστός[1],  αναγκαστικά πρέπει να ξεκινήσει με συγκεκριμένες διευκρινίσεις, εφ’ όσον ο αποτολμών ένα τέτοιο εγχείρημα επιθυμεί να σεβαστεί τον εαυτό του, αλλά πάνω απ’ όλα τον ίδιο τον Βλαστό και το έργο του.
Κατ’ αρχάς πρέπει να παραδεχτεί ότι δεν αρκούν, ούτε στο ελάχιστο, οι λίγες σελίδες μιας εισήγησης σε ένα συνέδριο για να αναπτύξει το θέμα του. Δεύτερη απαραίτητη παραδοχή είναι το πρόβλημα της έκτασης της Συλλογής Παύλου Βλαστού (στο εξής: Συλλογή). Είναι δύσκολο να ελεγχθεί ο όγκος της από έναν μόνο μελετητή, γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαιτούσε πολλά χρόνια επίπονης εργασίας, και, αν λάβει κανείς υπόψη του τον όγκο των χειρόγραφων σελίδων και, κυρίως, τις συνθήκες προσέγγισης του υλικού, ο πλήρης έλεγχος υπό αυτά τα δεδομένα καθίσταται αδύνατος[2]. Ακόμα και αυτή η φωτογράφιση ενός μεγάλου αριθμού από τους τόμους της, που πραγματοποιήθηκε πριν από 17 περίπου χρόνια[3] ακριβώς με στόχο τη διάθεση του πολύτιμου λαογραφικού υλικού για μελέτη, άγνωστο γιατί, κρατείται μέχρι σήμερα μακριά από τους μελετητές. Με αυτά τα δεδομένα προϋπόθεση για τη συστηματική μελέτη του Αρχείου Παύλου Βλαστού (στο εξής ΑΠΒ) ήταν και είναι η μόνιμη εγκατάσταση του υποψήφιου μελετητή στα Χανιά. Αποτέλεσμα: πέρασαν γενιές μεγάλων λαογράφων και μάλιστα κρητικής καταγωγής, που γνώριζαν τη διάλεκτο και θα μπορούσαν να προσεγγίσουν ευκολότερα τη λαογραφική ύλη και να εξαγάγουν τα επιστημονικά τους συμπεράσματα, χωρίς να μπορέσουν να το πράξουν.

Τρίτο πρόβλημα, συνέπεια των προηγουμένων, είναι ότι όσες δημοσιεύσεις έχουν γίνει μέχρι σήμερα οι οποίες σχετίζονται με τον Παύλο Βλαστό και το έργο του, περιορίζονται στην επανάληψη των βιογραφικών στοιχείων που ο ίδιος αναγράφει στον 20ο τόμο της Συλλογής, στην απαρίθμηση των τόμων και την καταλογοποίηση των τίτλων τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην σποραδική παρουσίαση επιλεγμένων θεμάτων. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν έχουν γίνει μελέτες που να εξετάζουν το σύνολο του έργου του και να το εντάσσουν στον χώρο της επιστήμης της λαογραφίας, αναδεικνύοντας έτσι το μέγεθος τόσο της Συλλογής, όσο και του συλλογέα της. Μια γενική εικόνα του λαογράφου Παύλου Βλαστού μας έχει δώσει ο Γεώργιος Σπυριδάκης από την  ολιγοήμερη επαφή του με το ΑΠΒ[4].
Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα θα επιχειρηθεί η ένταξη του λαογράφου Παύλου Βλαστού στην επιστήμη της Λαογραφίας της εποχής του, μιας επιστήμης που βρίσκεται στα σπάργανα.  
Πριν από κάθε προσπάθεια προσέγγισης ή ερμηνείας του έργου του Παύλου Βλαστού είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο συλλογέας και να εκτεθούν τα ιστορικά και πνευματικά-πολιτιστικά δεδομένα της εποχής. Ο Παύλος Βλαστός γεννήθηκε το 1836, λίγα χρόνια μετά την αιγυπτιακή διοίκηση της Κρήτης, η οποία σε γενικές γραμμές υπήρξε μια μικρή περίοδος πνευματικής ανάτασης των Κρητών σε σχέση με την σκληρότερη τουρκική διοίκηση. Από το 1830 ως το 1845 ο J. Ph. Fallmerayer  θα διατυπώσει και θα υποστηρίξει με εκδόσεις του την γνωστή θεωρία του περί της καταγωγής των Νεοελλήνων και θα καθορίσει την κατεύθυνση προς την οποία θα στραφούν οι Έλληνες λόγιοι της εποχής. Το 1850 σε ηλικία 14 ετών αρχίζει την καταγραφή της λαογραφικής ύλης, την οποία μάλλον θα συστηματοποιήσει από το 1860, οπότε τον συναντούμε στο Ηράκλειο να εργάζεται και να περιφέρεται στον νομό για καταγραφή του λαογραφικού πλούτου της Κρήτης[5]. Το 1871 κάνει τη δυναμική εμφάνισή του ο νεαρός τότε Νικόλαος Γ. Πολίτης και θα ανοίξει τον δρόμο προς την επιστημονική λαογραφία και, όπως τουλάχιστον πιστεύω, επηρέασε τον Παύλο Βλαστό και τον ώθησε στον επανέλεγχο της Συλλογής του. Φυσικά έζησε τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 αλλά και οι μεταγενέστερες της δεκαετίας του 1890, στις οποίες συμμετέχει ενεργά, και πέθανε ενενηκοντούτης το 1926, έχοντας διατελέσει βουλευτής της κρητικής βουλής και έχοντας δει να υλοποιείται η πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με τον ελληνικό κορμό.
Χρονολογικά λοιπόν ο Παύλος Βλαστός εντάσσεται στην πρωτοεπιστημονική και την επιστημονική περίοδο της Ελληνικής Λαογραφίας, σύμφωνα με την διαίρεση της Άλκης Κυριακίδου – Νέστορος[6]. Η πρωτοεπιστημονική περίοδος τοποθετείται από την έκδοση της συλλογής του Claude Fauriel, «Chants populaires de la Grèce modern», ed. Didot, Paris 1824 και την εφαρμογή της οργανικής θεωρίας της γλώσσας στη μελέτης της δημοτικής ποίησης, ως την εμφάνιση το 1871 του Ν. Γ. Πολίτη, του πρώτου επιστήμονα λαογράφου με τη «Μελέτη επί του βίου των Νεωτέρων Ελλήνων: Νεοελληνική μυθολογία». Ενώ κατά την προεπιστημονική περίοδο το ενδιαφέρον των λογίων που ασχολούνται με τη «λαογραφία» επικεντρώνεται στη χωρογραφία και την τοπογραφία με κορυφαίο έργο τη «Νεωτερική Γεωγραφία» (1791) των Δημητριαίων Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, και στα «ζώντα μνημεία» μόνο εφόσον έχουν σχέση με την ελληνική αρχαιότητα, και τα οποία μελετώνται με αρχαιολογικό και όχι λογοτεχνικό κριτήριο, κατά την πρωτοεπιστημονική περίοδο, στην οποία θα επιχειρήσω να εντάξω το έργο του Παύλου Βλαστού, τα μνημεία του λόγου και ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση καταξιώνεται πρώτα ως είδος λογοτεχνικό. Η πρωτοεπιστημονική περίοδος χαρακτηρίζεται από την καταγραφή της προφορικής ύλης, με έμφαση κυρίως στο δημοτικό τραγούδι[7]. Την ίδια περίοδο κάνει την εμφάνισή της στη λογοτεχνία η δημώδης γλώσσα, που θα υιοθετήσει ο Βλαστός προκειμένου να συνθέσει τα προσωπικά του έργα στην κρητική διάλεκτο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για μια συνολική θεώρηση του έργου του ο μελετητής πρέπει να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: για ποιους λόγους ο Παύλος Βλαστός αποφασίζει να ξεκινήσει το τιτάνιο έργο της καταγραφής του λαϊκού κρητικού πολιτισμού; Ποια υπήρξαν τα κίνητρα που τον ώθησαν σ’ αυτόν τον στόχο ζωής; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με βεβαιότητα και για τούτο μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύουμε την εξαγωγή απολύτως εσφαλμένων συμπερασμάτων, καθώς το πλαίσιο της εποχής που έζησε και έδρασε ο συλλογέας μας μάς επιτρέπει να ανιχνεύσουμε τις προθέσεις και τους στόχους του.
Η απόφαση του Παύλου Βλαστού να καταγράψει τον λαογραφικό πλούτο της γενέτειράς του εντάσσεται αφενός στον απόηχο του νεοελληνικού διαφωτισμού και αφετέρου στην παιδεία που ο ίδιος είχε δεχτεί έχοντας ολοκληρώσει το Ελληνικόν Σχολείον της εποχής του. Η αρχαιογνωσία του, την οποία συχνά εντοπίζουμε στη συλλογή του, καλλιεργήθηκε από το τότε εκπαιδευτικό σύστημα και από την ενασχόλησή του με τη βυζαντινή μουσική σε επίπεδο επαγγελματικό. Οι γνώσεις αυτές του επέτρεπαν να αναγνωρίζει στον κρητικό λαϊκό πολιτισμό τα κατάλοιπα του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού πολιτισμού. Με ένα απλό ξεφύλλισμα των τόμων της Συλλογής είναι ορατή η εμπέδωση της μεταγενέστερης διατύπωσης του Ν. Πολίτη ότι «ο ελληνικός λαός διετήρησε πολλαχού τον αρχαίον ελληνικόν βίον», της άρρηκτης δηλαδή σχέσης της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα. Στα εισαγωγικά σημειώματα των «μνημείων του λόγου» του δηλώνεται ρητά ή άρρηκτη σχέση παρόντος και παρελθόντος και υποστηρίζεται με ικανές βιβλιογραφικές παραπομπές, μέθοδος αν όχι άγνωστη, τουλάχιστον όχι σε ευρεία χρήση από άλλους λαογράφους της εποχής.
Η στροφή στη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού μπορεί να ερμηνευτεί και στο πλαίσιο των αλλαγών που προκύπτουν στην Κρήτη την περίοδο της αιγυπτιακής διοίκησης (1831-1841). Η ίδρυση ελληνικών σχολείων και η γενικότερη προοδευτική κίνηση που χαρακτηρίζει αυτή την ιστορική περίοδο του νησιού, επιτρέπει την πνευματική ωρίμανση των Κρητικών. Όταν γεννιέται ο Παύλος Βλαστός είναι εμπεδωμένη η αυτοσυνειδησία στους μορφωμένους Κρητικούς, την οποία αφομοιώνει και ο ίδιος μέσα από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα και την οικογένειά του. Έχοντας ως πρότυπο τον Claude Fauriel (τούτο είναι εμφανές από τις συχνές αναφορές στο όνομά του) συνειδητοποιεί, όντας μαθητής, ότι μέσα από τα τραγούδια και τη γλώσσα μπορεί να αποδειχτεί όχι μόνον η συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού αλλά και να επιτευχθεί η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης. Σ’ αυτό το πνεύμα μπορεί να ερμηνευτεί και η αρνητική άποψη που διαμορφώνει ο ίδιος για τους νεωτεριστές της εποχής του: «Ο ψευδοπολιτισμός αρχίζει να εισχωρεί και να περιφρονεί τα παλαιά ήθη και έθιμα και αυτήν την γλώσσαν του Ομήρου, προτιμώντες οι νεωτερισταί ξένας γλώσσας και εις τας συνομιλίας των μεταξύ των ομοφύλων Ελλήνων ακόμη, και αυτήν την θρησκείαν των ήρχισαν να περιφρονούσι, μιμούμενοι πολλά έκτροπα και ασύμφωνα εις την Ορθοδοξίαν των προπατόρων μας. Πολλοί ιδόντες την πλουσίαν συλλογήν μου εξεφράσθησαν εμπαιγμούς και κατηγορίας: “Μάταιοι κόποι, άχρηστα εις τον σημερινόν προοδευτικόν αιώνα έργα!” κλπ. Αλλά….τα ήθη και έθιμα συνεκράτησαν και συνέδεσαν τον Ελληνισμόν, το έθνος, τον Χριστιανισμόν, και ηδυνήθη να αναγεννηθεί ως ο φοίνιξ εκ της τέφρας του…». Όχι μόνον δεν αναγνωρίζει ματαιότητα στην προσπάθειά του, αλλά περιμένει ότι, όπως ο Ελληνισμός αναγεννήθηκε από την τέφρα του και ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, έτσι θα αναγεννηθεί και ο ελληνισμός στην Κρήτη και θα έρθει η πολυπόθητη ελευθερία στο νησί.
Η αντίθεσή του προς τους εκπροσώπους του «ψευδοπολιτισμού» γεννήθηκε σε νεαρή ηλικία, όταν εξαιτίας τους στερήθηκε την ανώτερη και ανώτατη παιδεία, την οποία είχε την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσει: Γράφει ο ίδιος: «Ότε δε ετελείωσα τα μαθήματα της Ελληνικής Σχολής και ο πατήρ μου προετίθετο να με αποστείλει εις Αθήνας όπως εξακολουθήσω το Γυμνάσιον, διότι τοιούτον δεν υπήρχεν έτι εν Κρήτη, κακή τύχη την Μεγάλης Εβδομάδα των Παθών, ελθόντες φοιτηταί τινες εξ Αθηνών χάριν των εορτών του Πάσχα, μετέβησαν εν τινι ξενοδοχείω την Μεγάλην Παρασκευήν και εκραιοφάγουν, όπως επιδείξουν ότι εμορφώθησαν εις τα νάματα του ψευδοπολιτισμού. Τούτο ήρκεσεν όπως ο εμός πατήρ και πολλοί άλλοι γονείς …κρατήσωσι παρ’ εαυτοίς τα τέκνα αυτών …..». Την ίδια στάση και τους ίδιους χαρακτηρισμούς θα τους αποδώσει και αργότερα όταν σχολιάζει: «Θέλετε να ιδείτε (ότι) οι αλλοδαποί, οι ξένοι, αλλά σοφοί Ευρωπαίοι θαυμάζουν και περισυλλέγουν τα πανάρχαια ήθη και έθιμα ημών, τα οποία οι νέοι μας του ψευδοπολιτισμού αλωπεκομεταμφιεσμένοι περιφρονούν και μέμφονται σήμερον; Αναγνώσατε το νέον βιβλίον περί της Ελλάδος του σοφού και φιλέλληνος Κ. Λώσον Modern Greek Folk Ancient Greek Religion. By John Gulhbert Lawson, University Press». Πιθανολογώ, από το ύφος και την εθνική έξαρση του αποσπάσματος, ότι γνώριζε και άλλα παλαιότερα συγγράμματα του είδους με όμοιο περιεχόμενο και ότι παρακολουθούσε στενά τη σχετική ξένη βιβλιογραφία που είχε προηγηθεί[8]. Η κυριαρχία των νεωτεριστών δεν καυτηριάζεται μόνον από τον Παύλο Βλαστό, αλλά και από άλλους που κινούνται στον χώρο των θεωρητικών επιστημών[9]. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η συλλογή λαογραφικής ύλης είναι έκφραση συντηρητισμού, σε αντιδιαστολή με τις νεωτεριστικές τάσεις της εποχής.
Για τα αρχικά κίνητρα συγκρότησης της Συλλογής πρέπει να εξεταστεί ακόμα και η πιθανότητα αυτή να αποτελεί την προσωπική του αντίδραση, όπως έχει ήδη υποστηριχτεί[10], στη δημοσίευση της άποψης του J. Ph. Fallmerayer σχετικά με την καταγωγή των Νεοελλήνων, την όποια ανάπτυξε και δημοσίευσε σε τέσσερα κυρίως βιβλία του και τα οποία, ως γνωστόν, προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων και έγιναν η αιτία όχι μόνο να προκύψει μια σειρά μελετών οι οποίες ανατρέπουν τη θεωρία του, αλλά συνέβαλαν ουσιαστικά στη γέννηση της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα. Όμως στη σελίδα 463 του 14ου τόμου της Συλλογής ο Βλαστός αναφέρει σχετικά: «Μεγίστην χαράν αισθάνομαι όταν αλλαχού της Μεγάλης Ελληνικής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας της ομοουσίου και ομοδόξου ημών μεγάλης γης και Μητρίδος ανακαλυφθή και εκτός Κρήτης ιστορικήν τινα παράδοσιν ή αξίαν έχουσιν, είτε άσμα, είτε παράδοσις ιστορική είνε, είτε μύθος, είτε οιονδήποτε άλλο είνε, επικυρούν την ενότητα του προγονικού εθνισμού του Ελληνισμού. Και περί μεν της ελληνικοτάτης Κρήτης ουδείς ευρέθη να αντείπει ουδ’ αυτός ο σοφός Γερμανός (ή αυστριακός) Φαλμεράυερ, ο ειπών ότι «δεν υπάρχουσιν αληθινοί Έλληνες ή εν τοις νήσοις του Αιγαίου και επί των ακτών της Μικράς Ασίας», τους δε λοιπούς νομίζων  ως εκπεφυλισμένα Σλαβογενή όντα – και μολαταύτα εκ της περισυλλογής των πατρώων μνημείων και ηθών και εθίμων και παντοειδών ασμάτων και μύθων αποδεικνύεται ότι ο Αρχαίος Ελληνισμός πανταχού των αρχαίων αυτού ορίων και σήμερον κρατεί και υφίσταται ακέραιος και ανόθευτος, ουδεμία διαφορά χωρίζει αυτός ει μη ότι γωνία τις μικρά καλείται σήμερον ελεύθερος Ελληνισμός και μεγάλαι εκτάσεις τούτου καλείται υπόδουλος, τυραννισμένος και μαρτύρια υφιστάμενος Ελληνισμός, αλλ’ όμως πάντοτε ενιαίος και ακέραιος ήτο, είνε και θα υπάρξει».
Από το απόσπασμα αυτό, αν και προκύπτει καθαρά ότι ο Παύλος Βλαστός δεν φέρει βαρέως στους ώμους του το φορτίο της ευθύνης της ανατροπής της θεωρίας Fallmerayer («…ουδ’ αυτός ο σοφός Γερμανός (ή αυστριακός) Φαλμεράυερ…»), όπως το έφεραν οι υπόλοιποι ελλαδίτες λαογράφοι, καθώς ο Fallmerayer δεν αμφισβήτησε την ελληνικότητα της Κρήτης, ωστόσο τούτο δεν μειώνει τα πατριωτικά κίνητρα του συλλογέα. Αν μάλιστα χρονολογήσουμε το προαναφερθέν απόσπασμα στα 1889 (στο συγκεκριμένο κείμενο ακολουθεί αναφορά μιας δημοσίευσης στο περιοδικό Εστία της 9ης Απριλίου 1889), αντιλαμβανόμαστε ότι είναι από τους πρωτοπόρους της Ελληνικής Λαογραφίας και από εκείνους που αντιλήφθηκαν την ανάγκη της στροφής στη λαογραφική έρευνα για εθνικούς λόγους, όπως έκαναν νωρίτερα οι Εμμ. Βυβιλάκης, η επιρροή του οποίου στον Παύλο Βλαστό υπήρξε καθοριστική, Γ. Λεύκιος, Κ. Πιττάκης και άλλοι, αλλά και ο ίδιος ο Fauriel που καλούσε τους ξένους να δουν με διαφορετικό μάτι τους Νεοέλληνες. Οι Έλληνες δηλαδή, ανταποκρινόμενοι στην ανάγκη να ταυτιστούν με την εξωραϊσμένη εικόνα των ξένων για την Ελλάδα, που ήταν ταυτισμένη με την κλασική αρχαιότητα, έπρεπε να αναζητήσουν στον λαϊκό πολιτισμό και στη μελέτη της λαϊκής παράδοσης τις αποδείξεις εκείνες που τεκμηρίωναν τους άρρηκτους δεσμούς του σήμερα με το μακρινό χθες του Ελληνισμού στο σύνολό του.
Ο Παύλος Βλαστός δεν θεωρεί Ελληνισμό μόνο τον εντός των στενών συνόρων του μικρού τότε Ελληνικού κράτους, αλλά τον απανταχού αλύτρωτο Ελληνισμό της εποχής και γι’ αυτό στη συλλογή των τραγουδιών που καταγράφει στην Κρήτη παραθέτει συχνά και παραλλαγές από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Την ενότητα αυτή του Ελληνισμού δεν την υπενθυμίζει κάθε φορά που παραθέτει τις παραλλαγές αυτές, αλλά το κάνει σιωπηρά, επιστημονικά, για να δώσει έμμεσα απάντηση σε όσους την αμφισβητούν. Εξάλλου «οι επιστήμονες λαογράφοι ασχολήθηκαν με τα θέματα της λαογραφίας (λ.χ. τα δημοτικά τραγούδια, τα έθιμα, τις δεισιδαιμονίες), όχι όπως εμφανίζονται στον κάθε τόπο χωριστά, με τις ιδιομορφίες εκείνες που μονάχα σε συνάρτηση με το σύνολο της ζωής στον συγκεκριμένο αυτό τόπο μπορούν να ερμηνευτούν, αλλά με τα λαογραφικά θέματα σε πανελλήνιο επίπεδο»[11]. Η «συγκριτική» αυτή μέθοδος του Βλαστού σε επίπεδο Ελληνισμού μαρτυρεί την επιστημονικότητα της συλλογής και το υπόβαθρο του συλλογέα, πολλά χρόνια πριν διατυπωθούν οι γενικές αρχές της επιστημονικής λαογραφικής έρευνας και μελέτης και περισσότερα από την ίδρυση της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.
Η «θεωρία Fallmerayer» θα καθορίσει ωστόσο σε μεγάλο βαθμό τα πνευματικά πράγματα στην Ελλάδα και θα στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον των πνευματικών ανθρώπων της χώρας στη μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, κατεύθυνση που ούτως ή άλλως είχε ακολουθηθεί ολόκληρη την περίοδο του νεοελληνικού διαφωτισμού, αλλά και στη σύνδεσή του με τον νεότερο λαϊκό πολιτισμό - κυρίως τον γλωσσικό - στον οποίο θα αναζητήσουν «ζώντα μνημεία», τα οποία θα αποδείξουν την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού και θα ενισχύσουν την «αυτοεπίγνωση της εθνικότητος», τον βασικό στόχο της Λαογραφίας κατά τον πατέρα της γερμανικής λαογραφίας Wilhelm Heinrich Riehl. Θα μπορούσαμε δηλαδή να ισχυριστούμε ότι στην Ελλάδα δεν χρειάστηκε να εμπεδωθεί πλήρως το πνεύμα του Ρομαντισμού για να γεννήσει την επιθυμία στροφής στη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, καθώς λόγοι εθνικής ύπαρξης και αξιοπρέπειας έστρεψαν το ερευνητικό ενδιαφέρον των λογίων της εποχής στην καταγραφή και μελέτη της λαογραφικής ύλης.
Αν οι προηγούμενες υποθέσεις θεωρηθούν ορθές, τότε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως ο Παύλος Βλαστός στόχευε με τη συλλογή του υλικού του να επιτύχει ό,τι ο Fauriel με τα τραγούδια του: να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του και να ξυπνήσει το ενδιαφέρον των ξένων για το Κρητικό Ζήτημα και την Κρήτη, την οποία θεωρεί αδιάσπαστο τμήμα της Ελλάδας. Αν και νεαρός έφηβος, προετοιμάζεται πνευματικά με τη συλλογή της λαογραφικής ύλης για τη μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866 και τις όχι μικρότερης σημασίας μεταγενέστερες, που θα οδηγήσουν τελικά στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. 
Η προσπάθεια του Παύλου Βλαστού για την καταγραφή του κρητικού λαϊκού πολιτισμού δεν είναι ανεξάρτητη ούτε από το εκδοτικό κλίμα της εποχής. Μια σειρά από εκδόσεις βιβλίων βεβαιώνουν τις πνευματικές κατευθύνσεις μερίδας διανοουμένων της εποχής. Η έκδοση από τον Claude Fauriel του βιβλίου «Δημοτικών τραγουδιών της συγχρόνου Ελλάδος» (1824), από τον Α. Κορομυλά το 1835 της «Ανθολογίας ή Συλλογής ασμάτων ηρωικών και ερωτικών», από τον Nicolό Tommaseo το 1842 των «Ελληνικών λαϊκών τραγουδιών», (ο οποίος μάλιστα τονίζει τη αξία της συγκριτικής μελέτης των τραγουδιών διαφορετικών περιοχών, φιλολογική τακτική που αφομοιώνεται από τον Βλαστό),  των «Κρητικών» του  Χουρμούζη Βυζάντιου την ίδια χρονιά (Αθήνα 1842), «Ο Αμάραντος ήτοι τα ρόδα της αναγεννηθείσης Ελλάδος» από τον Γ. Ευλάμπιο στην Αγία Πετρούπολη το 1843, η συλλογή παροιμιών του Ι. Βενιζέλου το 1846 ταξινομημένων κατ’ αλφαβητική σειρά και τα «Τραγούδια εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα» από τον Αντώνιο Μανούσο, (Κέρκυρα 1850) ή όσες από αυτές τις εκδόσεις πέφτουν στην αντίληψή του, βοηθούν τον νεαρό τότε και φιλομαθή Παύλο Βλαστό να έχει μια εικόνα των κατευθύνσεων της λαογραφίας της εποχής κυρίως σε επίπεδο ταξινόμησης και ονοματολογίας των δημοτικών τραγουδιών και των παροιμιών. Η εκτενής μάλιστα εισαγωγή του Claude Fauriel αποτελούσε όχι μόνον ένα καλό οδηγό για όλους τους λαογραφούντες λογίους της εποχής, επομένως και για τον νεαρό ερευνητή, που φοιτούσε ακόμα στην Ελληνική Σχολή, αλλά και επιχειρήματα για την αξία της συλλογής και της μελέτης των δημοτικών τραγουδιών, αξία που όπως ήδη δείχτηκε είχε εμπεδωθεί και διακηρυχθεί κατ’ απόλυτο τρόπο από τον Π. Βλαστό. Γι’ αυτό στρέφει επομένως και αυτός το ενδιαφέρον του στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών και διστίχων και αρχίζει τη συστηματική καταγραφή της ιστορίας της Κρήτης για να αποδείξει κι αυτός με τη σειρά του τους αδιάσπαστους δεσμούς της νεότερης Ελλάδας με την αρχαία.
Επειδή ωστόσο κάποιοι μαθητές είτε από μόνοι τους είτε κατά προτροπή των δασκάλων συνήθιζαν να καταγράφουν στα τεφτέρια τους λαογραφική ύλη[12], ακόμα κι αν δεχτούμε, λόγω του νεαρού της ηλικίας του Π. Βλαστού, ότι το αρχικό κίνητρο ήταν μια μαθητική συνήθεια, πρέπει να παραδεχτούμε πως συντομότατα - και με την υποστήριξη του πατέρα του - η καταγραφή εξελίσσεται σε πάθος και στόχο ζωής με πλήρη συναίσθηση της εθνικής του αποστολής και του καθήκοντός, σύμφωνα με την προτροπή του Claude Fauriel προς τους Έλληνες να «σπεύσουν να συλλέξουν ό,τι δεν εχάθη από τα δημοτικά τραγούδια», «τα απλά αυτά μνημεία του πνεύματος». Ο πατέρας του, Γεώργιος Βλαστός, τον προτρέπει να ασχοληθεί με τη συλλογή της λαογραφικής ύλης και πιθανολογώ ότι στα πρώτα βήματα του Παύλου Βλαστού υπήρξε σημαντικός αρωγός και πληροφορητής. Πιθανότατα να του παρέδωσε, εκτός από το πάθος για την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωσή της με τη Μητέρα Ελλάδα, κάποια υποτυπώδη προσωπική συλλογή λαογραφικής ύλης, πάνω στην οποία στηρίχτηκε και συνέχισε τα λαογραφικά βήματά του ο νεαρός Παύλος. Από την άλλη οι στενές σχέσεις της οικογένειας Βλαστού με τον Εμμ. Βυβιλάκη τον ενίσχυσαν όχι μόνο με πάθος άλλα και με γνώσεις για να συνεχίσει το έργο του. Μονάχα έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον αριθμό τόμων και τις θεματικές τους, που χρονολογούνται στα 1850, όταν ο ίδιος είναι μόλις 14 χρόνων, δηλαδή σε ηλικία που μας προβληματίζει σχετικά με το κατά πόσον είχε την ικανότητα και τη δυνατότητα να έχει τόσο καθαρή εικόνα για τη λαϊκή παράδοση της γενέτειράς του, χωρίς συγκεκριμένες κατευθύνσεις και οδηγίες. 

Τα επόμενα χρόνια η καταγραφή και δημοσίευση λαογραφικής ύλης στην Ελλάδα θα γίνει συστηματικότερη. Συνεπικουρικά θα λειτουργήσουν η εγκύκλιος του Υπουργού των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας εκπαιδεύσεως Χ. Χριστόπουλου, ο οποίος το 1857 ζητά από τους δασκάλους να συγκεντρώνουν μνημεία λόγου σε ιδιωματική γλώσσα, τα λαογραφικά δημοσιεύματα της Πανδώρας, οι προκηρύξεις από το 1866 λαογραφικών διαγωνισμών από τον Φιλολογικό Σύνδεσμο στην Κωνσταντινούπολη για τη συλλογή των «ζώντων μνημείων της ελληνικής γλώσσης», οι δημοσιεύσεις στον Παρνασσό από το 1871 και η έκδοση το 1887 της δεύτερης εγκύκλιου προς τους εκπαιδευτικούς για τη συγκέντρωση λαογραφικής ύλης αυτή τη φορά από τον τότε τμηματάρχη του υπουργείου Παιδείας Ν. Γ. Πολίτη. Εκδόσεις βιβλίων όπως το «Chants du people en Grece» του Μ. de Marcellus  (Paris 1851), τα  «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος» του Σ. Ζαμπέλιου, Κέρκυρα 1852, η «Συλλογή Δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων» του Α. Ιατρίδου το 1859, τα «Τραγούδια Ρωμαίικα» του Arnold Passow (Λειψία 1860), η «Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων» του Χασιώτη το 1866, η  «Δημοτική ανθολογία» του Μ. Λελέκου το 1868, τα «Λιανοτράγουδα» Κ. Τεφαρίκη το 1868, που συνιστούν την πρώτη συστηματική καταγραφή δίστιχων, το  «Recueil de chants populaires grecques», του Em. Legrand (Paris 1873) και η «Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου» του Π. Αραβαντινού το 1880 αρχίζουν να καθορίζουν και να ξεκαθαρίζουν το λαογραφικό τοπίο στην Ελλάδα και να θέτουν τις βάσεις μιας νέας επιστήμης με συγκεκριμένες αρχές, στόχους και ορολογία.
Στις εκδόσεις αυτές πρέπει να προσθέσουμε και αναφέρουμε ξεχωριστά τον ιερέα και σχολάρχη Π. Παπαζαφειρόπουλο και στο έργο του «Η Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού παραβαλλομένων εν πολλοίς προς τα των αρχαίων Ελλήνων» (Πάτραι 1887). Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται πολυθεματικό ταξινομημένο λαογραφικό υλικό που ξεφεύγει από τις προαναφερθείσες θεματικές εκδόσεις. Το πρώτο κεφάλαιο του Α΄ μέρους έχει τίτλο «Περί γάμου και των εν αυτώ εθιζομένων παρά τοις νεωτέροις Έλλησιν» (σελ. 27-57), στο οποίο περιγράφει τις φάσεις του παραδοσιακού γάμου και των όσων διαδραματίζονται ή λέγονται σε κάθε μια από αυτές, θέμα για το οποίο ο Παύλος Βλαστός θα συγγράψει και θα εκδώσει «τον Γάμο εν Κρήτη» το 1894. Και τα επόμενα κεφάλαια [κεφ. Β΄, «Τραγούδια» (σελ. 58-160), «Περί της γεννήσεως και των εν αυτή εθιζομένων» με υποκεφάλαια: γέννησις, βάπτισις, ονόματα κύρια (σελ. 161- 180), κεφ. Γ, «Περί θανάτου και των εν αυτώ εθιζομένων» (σελ. 181-189), κεφ. Δ΄, «Μυρολόγια» (σελ. 190-210). Μέρος Β, κεφ. Α΄, Παροιμίαι (σελ. 212-315) σε απόλυτη αλφαβητική σειρά, κεφ. Β, «Παραπούλητα (αινίγματα)», (σελ. 316-323), λογοπαίγνια (σσ. γλωσσοδέτες), ευχαί, κατάραι, χαιρετισμοί, αποφθέγματα και προλήψεις, μετεωρολογικά, κεφ. Γ΄, «Μύθοι» (σελ. 356-362), «Γρίφοι» (σσ. γριφώδη παραμύθια), «Γλωσσάριον» (σ. 369-526)] θα τα συναντήσουμε σε πληρέστερη ανάπτυξη και σε μεγαλύτερο όγκο στη Συλλογή του Παύλου Βλαστού. Με τη συγκεκριμένη αναφορά δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση ότι ο Βλαστός συνέλαβε την ιδέα της διαμόρφωσης της συλλογής του κατά το πρότυπο της «Περισυναγωγής…» του Παπαζαφειρόπουλου, καθώς αυτή εκδίδεται 37 χρόνια μετά την έναρξη της δικής του Συλλογής, αλλά ότι κινείται στο πνεύμα της εποχής του και ότι πιθανόν ο ίδιος να γνώριζε το συγκεκριμένο βιβλίο. 
Ο Βλαστός θα δει ακόμα να εκδίδεται το 1875 η Κρητική Μέλισσα της Ελπίδος Μελαίνης, το 1876 το «Kretas Volkslieder (Άσματα κρητικά)» του Γιανναράκη, το 1883 «Η Αριάδνη» του Φραντζεσκάκη, οι «Κρητικαί ρίμαι, Τα τραγούδια του Δασκαλογιάννη και Αληδάκη» του Εμμ. Βαρδίδης (Αθηνα 1888) και η «Συλλογή Ηρωικών Κρητικών Ασμάτων», του Φαφουτάκη το 1889, όταν θα αποφασίσει να εκδώσει το 1893 το βιβλίο του «Ο γάμος εν Κρήτη» και θα παρακολουθήσει αργότερα την έκδοση των «Κρητικών ασμάτων» και την «Πλήρη συλλογή κρητικών ασμάτων του Κριάρη. Απ’ όλες αυτές τις εκδόσεις συστηματικά θα μελετήσει τον Passow, τον Γιανναράκη και τον Κριάρη (έκδοση 1901), θα εντάξει στη Συλλογή τραγούδια από τις συλλογές τους, χωρίς ωστόσο να λείπουν βιβλιογραφικές αναφορές και σε άλλα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. 
Όλες οι προαναφερθείσες εκδόσεις είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα του λαογραφικών ερευνών της πρωτοεπιστημονικής περιόδου της λαογραφίας στην Ελλάδα, που στο σύνολό τους σχεδόν αφορούν στην απλή καταγραφή και δημοσίευση λαογραφικής ύλης.
Στα χρόνια αυτά της θεμελίωσης της επιστήμης της λαογραφίας ο Παύλος Βλαστός βρίσκεται για μια μακρά περίοδο στην Αθήνα, στον χώρο που εξελίσσονται οι επιστημονικές ζυμώσεις.  Έζησε εκεί από το 1866 ως το 1869 λόγω της κρητικής επανάστασης, από το 1873 ως το 1880 για τη γνώστη προσωπική του υπόθεση με τη σύζυγό του Μαρία, και για τρίτη φορά από το 1889 λόγω της επανάστασης ως το 1898. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα, την οποία πιθανότατα να αξιοποίησε, να βρίσκεται δίπλα στους πρώτους επιστήμονες λαογράφους και να παρακολουθεί τις συζητήσεις που γίνονται γύρω από τη νέα επιστήμη και τον ρόλο της, ο οποίος ομολογουμένως δεν πέρασε χωρίς να αμφισβητηθεί. Την ίδια περίοδο δημοσιεύει σε διάφορες εφημερίδες των Αθηνών δημοτικά κρητικά τραγούδια αλλά και ποιήματά του[13], τα οποία πιθανότατα κεντρίζουν το ενδιαφέρον των πνευματικών ανθρώπων της εποχής.
Η ανάδειξη του Ν. Γ. Πολίτη στον χώρο των γραμμάτων και η ίδρυση της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας το 1909 θα αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της Λαογραφίας στην Ελλάδα. Με τις δημοσιεύσεις του θα καθορίσει τις κατευθύνσεις της νέας επιστήμης σε αρχαιολογικό επίπεδο, με έντονη τη διάθεση σύνδεσης των λαϊκών φαινομένων όχι μόνον με την αρχαία Ελλάδα αλλά και με άλλους πολιτισμούς (συγκριτική μέθοδος), γεγονός που θα επηρεάσει καθοριστικά το έργο του Βλαστού. Εκτιμώ πως εκείνη την περίοδο ο Παύλος Βλαστός αρχίζει να επανεξετάζει τη Συλλογή, να την ξαναγράφει επαναταξινομώντας το υλικό του και συμπληρώνοντας τις σημειώσεις που έκρινε ότι έπρεπε να συνοδεύουν το λαογραφικό υλικό του. Πιθανότατα την περίοδο αυτή του επανελέγχου ή επανεξέτασης της λαογραφικής του ύλης να εντάσσονται και συγκροτημένα τα προοίμια – πρόλογοι των τόμων, στα οποία παρουσιάζει το κάθε είδος συνδέοντάς το σταθερά με την αρχαιότητα. Η συγκριτική μέθοδος του Ν. Γ. Πολίτη θα οδηγήσει τον Βλαστό στην αναζήτηση παραλλαγών των τραγουδιών, των παροιμιών ή των αινιγμάτων του σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως του νησιωτικού χώρου, αλλά και λαϊκών εκδηλώσεων ακόμα και στη μακρινή Κίνα, όταν λ.χ. να αναφέρεται στους δράκους της ελληνικής παράδοσης. Ωστόσο βρίσκεται ήδη σε προχωρημένη ηλικία και δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες κατευθύνσεις που ακολουθεί η επιστήμη την οποία υπηρέτησε επί 76 έτη. Ενώ για την προεπιστημονική λαογραφία μονάδα έρευνας είναι ο τόπος, για την επίσημη είναι το θέμα.

Αδιευκρίνιστο παραμένει το γεγονός ότι ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας αναφέρεται και ο «Π. Βλαστός, λογοτέχνης» (sic). Επειδή το κύριο όνομα δεν αναγράφεται πλήρως, αλλά μόνον με το αρχικό γράμμα «Π.» δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν πρόκειται για τον λογοτέχνη Πέτρο Βλαστό, ο οποίος διαμένει στο Λονδίνο, ή τον ημέτερο Παύλο Βλαστό. Πάντως είναι γεγονός ότι αρκετοί λόγιοι της εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του Ν. Γ. Πολίτη, ενίοτε χαρακτηρίζονταν ως «λογοτέχνες». Πιθανότατα λοιπόν να αποδόθηκε αυτός ο χαρακτηρισμός και στον Παύλο Βλαστό, ο όποιος δικαιούται αυτόν τίτλο, καθώς έχει συνθέσει και δημοσιεύσει  προσωπική ποίηση, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα[14]. Η επιρροή του Πολίτη στα κρητικά πνευματικά δρώμενα είναι φανερή στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Ο κρητικός λαός, που εκδόθηκε την ίδια χρονιά (1909) με τη Λαογραφία, και στο οποίο η πρώτη σελίδα καλύπτεται από φωτογραφία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, ακολουθεί η ανακοίνωση της ίδρυσης της νεοϊδρυθείσας Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, απόσπασμα του κανονισμού της και το  γνωστό και ήδη δημοσιευμένο  άρθρο του ιδρυτή της με τίτλο «Λαογραφία» με «τα κυριώτατα θέματα περί ά έχει ν’ ασχοληθή ο έλλην λαογράφος». Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύει και ο Βλαστός το άρθρο του «Ο Διγενής, Αρχαίος γίγας και μέγας ήρως της Κρήτης», άρθρο που αποδείχνει την προσπάθεια από τη μεριά του συντάκτη να αφομοιώσει την επιστημονική μέθοδο, καθώς δεν περιορίζεται μόνον στην δημοσίευση των κρητικών δημοτικών τραγουδιών των σχετικών με τον Διγενή, αλλά καταγράφει μύθους και τοπωνύμια δίνοντας έτσι μια συνολική εικόνα της παρουσίας του Ακρίτη στον κρητικό λαϊκό πολιτισμό. Αποτολμά ακόμα να εισέλθει και σε θεωρητικά προβλήματα και αντιτάσσει την άποψή του σ’ αυτήν του Αντ. Μηλιαράκη για την ταύτιση του Διγενή με τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτη. Και αυτή η σύμπτωση της έκδοσης του «Κρητικού Λαού» με τη «Λαογραφία», της προβολής του Ν. Γ. Πολίτη, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας στο κρητικό περιοδικό στο οποίο αρθρογραφεί και ο Παύλος Βλαστός μας επιτρέπει, τουλάχιστον σε επίπεδο υποθέσεων να συνδέσουμε τον «Π. Βλαστό, λογοτέχνη» του αρχείου της εν λόγω Εταιρείας με τον Παύλο και όχι με τον Πέτρο Βλαστό[15].
Μολονότι ο Βλαστός προβαίνει σε συστηματική καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης με ξεκάθαρο τοπικό ενδιαφέρον, πρακτική που εφαρμόζουν οι συλλογείς της προεπιστημονικής περιόδου (-1824), τούτο δεν τον κατατάσσει στην συγκεκριμένη περίοδο. Εκτιμώ πως η συνειδητοποίηση εκ μέρους του της απουσίας καταγραφής του κρητικού λαϊκού πολιτισμού, όπως είχε ήδη γίνει σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, και έχοντας επίγνωση του εθνικού του χρέους, χρέους που δεν καλλιεργήθηκε μόνον από την εγκύκλια παιδεία που δέχτηκε, αλλά και από την επίγνωση της εθνικής αποστολής του ως εκπροσώπου της οικογένειας των Βλαστών. Την επίγνωση αυτής της αποστολής μαρτυρεί η συγγραφή του 36ου τόμου της Συλλογής, στον οποίο καταγράφει την ιστορία της οικογένειάς του με τίτλο «Οι ευγενείς Βλαστοί εν Κρήτη από του έτους 1182 μέχρι σήμερον» (Ρέθυμνον 1990). Το εθνικό χρέος του απέναντι στον λαϊκό πολιτισμό τονίζει και στην ομιλία του στην Κρητική Βουλή με την ιδιότητα του εκπροσώπου της Κρητικής Εθνοσυνέλευσης, τονίζοντας ότι «…μίαν ημέραν θα αποδειχθεί ότι εν Κρήτη και μόνον εξ όλου του Ελληνισμού διασώθησαν και σώζονται εις τους ορεσειβίους μας τα καθαρότερα και γνήσια Ελληνοβυζαντινά άσματα και θεατρικά λείψανα της αρχαιότητος, τα τραγούδια της τάβλας (τραπέζης) και τα άσματα της Συνεπαρσιάς του γάμου (ο Υμέναιος των αρχαίων) και τόσα άλλα…»[16]. Και αν το 1907 που εκφωνείται το συγκεκριμένο κείμενο έχουν ήδη τεθεί τα θεμέλια της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα από τον Νικόλαο Γ. Πολίτη, η επίγνωση της αδιάσπαστης ενότητας της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο μέχρι και (το εκάστοτε) σήμερα και της σπουδαιότητάς της ως συνεκτικού στοιχείου του έθνους, είχε ήδη υπογραμμιστεί από τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος τόνιζε ότι «άλλο τι δημοτικότερον παρά την γλώσσαν, δεν είναι. Ούτε μοναρχίαν ούτ’ ολιγαρχίαν υπομένει. Η γλώσσα είναι αυτό το έθνος». Αυτήν την γλώσσα αποφάσισε να καταγράψει και να διασώσει ο Παύλος Βλαστός, να τη συνδέσει στον βαθμό που του επέτρεπαν οι γνώσεις του με την αρχαία ελληνική και βυζαντινή ελληνική γλώσσα και να δείξει την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού πολιτισμού μέσα από τον κρητικό λαϊκό πολιτισμό. 
Το φιλολογικό ενδιαφέρον του Βλαστού, χαρακτηριστικό της πρωτοεπιστημονικής φάσης της λαογραφίας, προκύπτει ήδη από τη θεματολογία των πρώτων τόμων της Συλλογής. Οι τόμοι 9, 14, 15, τμήμα του 21 (σελ. 359 κ.εξ), 25, 37, 38, 39, 44, 81, 82 (τεύχ, Ε, ΣΤ, Σ), 83 αναφέρουν χρονολογία 1850. Ο Βλαστός δηλαδή αρχίζει και καταγράφει από το 1850 τη γλώσσα, τα μνημεία του λόγου: τραγούδια (τομ. 9, 14, 15, 16, 21, 82, 83), παροιμίες (τ. 38 – 43), γνωμικές φράσεις και δίστιχα (τόμ. 37, 44), λεξιλόγιο (τόμ. 81). Το 1852 θα αρχίσει την καταγραφή του ειδικού λεξιλογίου των αγροτών, κτηνοτρόφων, μελισσοκόμων, ναυτικών κλπ (τόμ. 45, 47). Επικεντρώνεται δηλαδή όχι στην καταγραφή της ζωής και της δράσης των παραδοσιακών παραγωγικών ομάδων, αλλά στη γλώσσα που αυτοί χρησιμοποιούν, τις φράσεις, τα γνωμικά, που αφορούν στις συγκεκριμένες ασχολίες. Το 1863 θα συγκεντρώσει τα αινίγματα (τόμος 82, τεύχ. Α), το 1880 τους χαιρετισμούς-αποχαιρετισμούς, κατάρες, ύβρεις και βλασφημίες, επιφωνήματα, ευχές, «συγχωρισμοί». Καταγράφει δηλαδή κάθε μορφής «μνημείον λόγου», πρωτόγνωρο για την πρωιμότητα και την πληρότητά του στον χώρο της λαογραφίας.
Προκύπτει ακόμα και από τον τρόπο που ο ίδιος σχολιάζει και συνδέει τη λαογραφική ύλη με την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εισαγωγή στα τραγούδια με τίτλο «Η ηλικία του ανθρώπου»[17]. Με συστηματική μέθοδο και με πολύ καλή γνώση της σχετικής βιβλιογραφίας συνδέει τη λαϊκή πεποίθηση που αποτυπώνεται στο δημοτικό τραγούδι με τις πεποιθήσεις των αρχαίων, κάνοντας ρητές αναφορές σε αρχαίους έλληνες συγγραφείς, αλλά και μεταγενέστερους σχολιαστές, παραθέτοντας τη σχετική βιβλιογραφία[18].

Ιδιαίτερα θα τον απασχολήσει η ταξινόμηση της λαογραφικής του ύλης και ιδιαιτέρως του τραγουδιού, δείγμα και τούτο της φιλολογικής του διάθεσης. Όταν τελικά ολοκληρώσει τη συλλογή του με τα τραγούδια και τα συγκεντρώσει στους τόμους 14 και 15, κατατάσσει τα περισσότερα σύμφωνα με τον κατάλογο που δίνει στον τόμο 44 (σελ. 636-637), όπου αντιπαραθέτει τις αρχαίες και τις σύγχρονες ομάδες τραγουδιών: τραγούδια της συνεπαρσάς ή κουλούρας ↔ υμέναιος / τραγούδια του παστού ↔ επιθαλάμιοι / τραγούδια του τελάρου (αργαλιού), της κλώστρουσας, της ανέμης ↔ αίλινος ωδή των ιστουργούντων / μαντινάδες ↔ υπορχήματα / ρίμαι  ↔ σατυρικόν, σίλλος, κλπ). Σε κάθε περίπτωση δεν είναι πάντοτε επιτυχής η κατάταξη ενός τραγουδιού σε μια ομάδα, όπως συμβαίνει άλλωστε και σε όλους τους συλλογείς της εποχής, καθώς το ίδιο τραγούδι κατατάσσεται συχνά σε διαφορετικές ομάδες. Τα ιστορικά τραγούδια συχνά τα συνοδεύει με σύντομο εισαγωγικό σημείωμα που αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός ή στο πρόσωπο του ήρωα για τον οποίο γράφτηκε το τραγούδι, Στον 8ο τόμο ωστόσο του μουσικού παραρτήματος του «Φόρμιγγος» δημοσιεύει τρεις ομάδες κρητικών τραγουδιών: Α. «κρητικά ορεινά άσματα της τραπέζης (τάβλας)», Β. «άσματα δημώδη κρητών», και Γ. «χορικά Κρήτης». Στον 9ο τόμο με τίτλο Υπορχήματα κρητικά λαϊκά ή δίστιχα, κοινώς μαντινάδες [εκ του ιταλικού mattinate] κατατάσσει τις μαντινάδες σε 185 ομάδες ανάλογα με το περιεχόμενό τους: σκληρότης, ασπλαχνία, υπερηφάνεια, υψηλοφροσύνη, έπαρση – κομπασμός, αγένεια – αγροικία, αθωότης, όνειρα, αγάπη κ.ά. Με δεδομένες τις χρονολογίες των τόμων, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που η χρονολογία να μην ανταποκρίνεται στην ολοκλήρωση της Συλλογής, μπορούμε να πούμε ότι ο Παύλος Βλαστός είναι πρώτος λαογράφος της εποχής του που με τρόπο συστηματικό αντιμετωπίζει το υλικό του, ενδιαφέρεται για την ταξινόμησή του  σε ομάδες, χρησιμοποιεί δηλαδή μια επιστημονική μέθοδο, που δεν την συναντούμε σε αυτή την έκταση σε άλλους ομότεχνούς του.
Η πιστή εφαρμογή της οδηγίας του  Claude Fauriel ότι οι συλλογείς πρέπει να καταγράφουν με ακρίβεια, χωρίς να αλλοιώνουν γλωσσικά το υλικό τους και ότι «κάθε ιδιωματισμός έχει τον λογικό ή ιστορικό του λόγο» ύπαρξης εφαρμόζεται από τον Π. Βλαστό με ελάχιστες εξαιρέσεις, καθώς ο καθαρευουσιανισμός του τον παρασύρει σε λίγους εκλογιοτατισμούς (πχ. καντινέλα > κανδηνέλα τ. 14, σ. 32). Σε γενικές γραμμές αποδίδονται όχι μόνον οι ιδιωτισμοί, όρος τον οποίο ο ίδιος γνωρίζει και χρησιμοποιεί στη Συλλογή, αλλά επιχειρείται, όπου τούτο είναι δυνατόν, να αποδοθεί η ακριβής εκφορά των λέξεων (πχ. τ. 14 «όσο το τρίβω, τρίβγεται…», σελ. 319, «σ’ ένα τζεγγέλι κρέμωνται…», σελ. 341 κ.ά.). Ως ευσυνείδητος καταγραφέας αναφέρει, τουλάχιστον για τα τραγούδια, το ονοματεπώνυμο του πληροφορητή και τον τόπο καταγωγής ή διαμονής του. Πιστεύει ακόμα ότι ο συλλογέας δεν έχει δικαίωμα να επιλέγει ποια λαογραφική ύλη θεωρείται «καλή» και ποια «ανάξια ενδιαφέροντος», τακτική που ακολούθησαν μέχρι ,και πρόσφατα οι περισσότεροι συλλογείς. Έτσι αποτολμά να καταγράψει και τα ελευθερόστομα τραγούδια και μαντινάδες, διασώζοντας έτσι ένα παρεξηγημένο είδος της δημοτικής ποίησης, πού μόνο τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αποσπά το ενδιαφέρον που του αρμόζει. Για να δώσει μάλιστα πλήρη εικόνα της δημοτικής ποίησης στην Κρήτη, όταν η συλλογή των τραγουδιών του πάρει την τελική της μορφή στους τόμους 14 και 15, θα αντιγράψει τραγούδια από τις μέχρι τότε εκδόσεις κρητικών τραγουδιών, κυρίως από τον Αντώνιο Γιανναράκη και τον Αριστείδη Κριάρη, και θα συμπληρώνει τη δική του, επιτυγχάνοντας έτσι την πληρότητά της.
Η ταξινόμηση των παροιμιών σε αλφαβητική τάξη έχει προηγηθεί από τον Ι. Βενιζέλου το 1846. Η πρόταση του Βλαστού για την ταξινόμηση των παροιμιών είναι πέρα από την απόλυτη αλφαβητική τάξη και αρίθμηση, η αναγραφή στο περιθώριο της κεντρική έννοιας της παροιμίας, το θέμα στο οποίο αναφέρεται και εκφράζει. Έτσι δίπλα στην παροιμία «Αγάπα τα κοπέλια σου μα να μην το κατέχουν» αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα «ΓΟΝΕΙΣ, ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΑ ΦΙΛΤΡΟΝ». Για να είναι χρηστική και η δεύτερη καταλογοποίηση στο τέλος του τόμου 48 προσθέτει έναν θεματικό-εννοιολογικό κατάλογο των παροιμιών στον οποίο παραπέμπει στην αλφαβητική αρίθμηση. Έτσι στο λήμμα «ΓΟΝΕΙΣ» παραπέμπει στους αριθμούς καταλόγου 7 και 126.
Η λεξικογραφική συλλογή του ξεκινά από το 1850 και συμπληρώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης προσπάθειας καταγραφής της λαογραφικής ύλης. Εκτός του τόμου 21 που ένα τμήμα του περιέχει «Φράσεις κοιναί των Κρητών κατ’ αλφαβητικήν τάξιν», του 44ου που φέρει τον τίτλο «Λεξιλόγιον ή γλωσσάριον κρητικού ιδιώματος» και του 81ου με τίτλο «Λεξιλόγιον ή Ιδιωτισμός γλώσσης Κρητών», υπάρχουν κι άλλα λεξικά ειδικού ενδιαφέροντος: Ο τόμος 27 με τίτλο «Γυναικείος κόσμος εν Κρήτη, ενδυμασία μεσαιωνική και τα ονόματα αυτών», μέρος Α΄, αναφέρεται κατ’ αλφαβητική σειρά στην «Ενδυμασία ανδρών εν Κρήτη, ονομασία και είδος και χρήσις εκάστου», μέρος Β΄, «Οπλοστάσιον και οπλισμός Κρητών, ονόματα, είδη και χρήσις αυτών», μέρος Γ΄. Ο τόμος 30 με τίτλο «Ιατροσόφιον» περιλαμβάνει μικρά αλφαβητικά λεξικά με τα «Ονόματα των βοτάνων της Κρήτης, των μύρων της Κρήτης», ο τόμος 45 περιέχει το «Λεξιλόγιον Γεωπονικόν, Λεξιλόγιον Κρήτης των ποιμενικών λέξεων», ο τόμος 47 περιέχει «Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων Κρητών προ Χριστού διαλαμψάντων», «Αποικίαι Κρητών εν τη αρχαιότητι κατά τας μαρτυρίας αρχαίων συγγραφέων». Ο τόμος 50 με τίτλο «Ιστορικοί κατάλογοι Κρήτης» περιλαμβάνει αλφαβητικούς καταλόγους των επωνύμων των κρητικών οικογενειών Χριστιανών Βυζαντινής περιόδου, ορθοδόξων ενετικής περιόδου, εξισλαμισθέντων Κρητών της τουρκικής περιόδου, αλφαβητικός τοπωνυμικός κατάλογος λεξιλογικού, ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, καθώς και κατάλογος των θεοτοκωνυμίων. Ο 52ος τόμος αναφέρει ονομαστικά όλους τους οικισμούς της Κρήτης. Στον 84ο τόμο αναφερόμενος στην κτηνοτροφία καταγράφει τα ονόματα των προβάτων: άσπρο ή γαλανό, άβγια, βάτσικο κλπ, τα ονόματα των κερασφόρων ζώων, πχ, στριφτοκέρης χαρούπα, φοινίκια κλπ. Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Παύλος Βλαστός ακόμα κι όταν καταγράφει την καθημερινή ζωή και τον υλικό πολιτισμό, το κάνει με φιλολογικό τρόπο, λεξιλογικά και όχι περιγραφικά, όπως επιχείρησε στον «Γάμο εν Κρήτη».

Ο Π. Βλαστός συντηρεί και στοιχεία της προεπιστημονικής περιόδου, με χαρακτηριστικότερο εκείνο της χωρογραφίας. Στον τόμο 52 με τίτλο «Η μεγαλόνησος και ένδοξος Κρήτη», τον οποίο χρονολογεί το 1882 καταγράφει αλφαβητικά τους οικισμούς του νησιού, την ευρύτερη περιοχή στην οποία αυτός βρίσκεται και τον δήμο στον οποίο εντάσσεται και τους συνοδεύει με σκόρπιες πληροφορίες, ενίοτε και με μια απόπειρα ετυμολογικής προσέγγισης του τοπωνυμίου, απότοκος κι αυτό της φιλολογικής του διάθεσης. Στον τόμο 34, τον οποίο ο ίδιος χρονολογεί οκτώ χρόνια αργότερα, στα 1900, επανέρχεται και συγγράφει γεωγραφία στα πρότυπα της χωρογραφίας των αρχών του αιώνα. Ετοιμάζει δηλαδή έναν τόμο με τον οποίο θέλει να εξασφαλίσει στους συμπατριώτες του Κρητικούς ένα εύχρηστο μέσο για την εξοικείωση με τον χώρο, όπως έκαναν περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, το 1791 (Βιέννη) με τη «Νεωτερική Γεωγραφία» οι Δημητριείς  Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωσταντάς, έργο το οποίο θα ανασύρει στα 1885 από τη λήθη ο Αντώνιος Μηλιαράκης και θα τονίσει την αξία της πολιτικής περιγραφής του τόπου ως «οικιστήριον ανθρώπων». Η αναφορά σε θέματα όπως η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, οι οικονομικές δραστηριότητες κ.ά. συνδέει τις γεωγραφίες με τη λαογραφία. Τις προτροπές Μηλιαράκη ακλούθησε ο Π. Βλαστός και άλλοι νεώτεροι όπως ο Αθανάσιος Σακελλαρίου με «Τα Κυπριακά ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της νήσου Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον» (1890). Αντίθετα από την «Επίτομο Γεωγραφία της νήσου Κρήτης» του Εμμ. Γενεράλι (1891), που συγγράφεται «προς χρήσιν της εν τοις Δημοτικοίς και Ελληνικοίς Σχολείοις σπουδαζούσης κρητικής νεότητος», η γεωγραφική ματιά του Π. Βλαστού ανταποκρίνεται στους στόχους που θέτει ο  Αντώνιος Μηλιαράκης, τονίζει ωστόσο περισσότερο την ιστορία και μάλιστα την αρχαία ελληνική των διαφόρων περιοχών της Κρήτης, με την αναφορά των αρχαίων πόλεων που άκμασαν  σε κάθε περιοχή. Στον τόμο 50, που και αυτόν τον χρονολογεί «από του 1884 μέχρι σήμερον» και του δίνει τον τίτλο «Ιστορικοί κατάλογοι Κρήτης», αποτελεί στην ουσία μια ανθρωπογεωγραφική μελέτη του κρητικού πληθυσμού (ποιοι έχουν βυζαντινές ή βενετσιάνικες ρίζες, ποιοι αλλαξοπίστησαν) και καταγράφει τα «Ονόματα χωρίων, θέσεων εν ταις περιφερείαις έχουσαι σημασίαν Λεξικήν, Ιστορικήν, Αρχαιολογικήν». Η στροφή αυτή του Π. Βλαστού προς τη γεωγραφία ανταποκρίνεται στην διάθεσή του να συνδέσει σε κάθε περίπτωση το παρόν της ιδιαίτερης πατρίδας του με το λαμπρό παρελθόν του Ελληνισμού, σχέση πολιτικά χρήσιμη για την εποχή του. Η περίοδος που συγγράφονται τα γεωγραφικά του είναι περίοδος ιδιαιτέρως κρίσιμη για την ιστορία της Κρήτης. Είναι η περίοδος της ημιαυτονομίας και της αυτονομίας και, όπως είναι λογικό, είναι αναγκαίο το πνευματικό υπόβαθρο, η γνωριμία με τον τόπο και τους ανθρώπους του και η καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας, για να οδηγήσει στην πολυπόθητη Ένωση. Αυτή την πνευματική προετοιμασία των συμπατριωτών του επιχειρεί μέσα από την ανθρωπογεωγραφική περισκόπηση της πατρίδας του.

Όσον αφορά στο εκδοτικό έργο του Π. Βλαστού, σε σχέση με τον όγκο της Συλλογής, αυτό είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Περιορισμένη επομένως υπήρξε και συνεχίζει να είναι η επιρροή του στα λαογραφικά πράγματα της εποχή του. Το μοναδικό βιβλίο του που είδε το φως της δημοσιότητας είναι το θεματικό έργο του «Ο γάμος εν Κρήτη» (Αθήνα 1893), στο οποίο περιγράφει τα ήθη και έθιμα του κρητικού γάμου, χωρίς ωστόσο να επιχειρεί οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, γεγονός που τοποθετεί το εξαιρετικό αυτό έργο σε φάση προγενέστερη της επιστημονικής περιόδου της λαογραφίας. Εργασίες του σχετικές με την κρητική παράδοση αρχίζουν να δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες από το 1872 έως το 1922. Συγκέντρωσε τα ακριτικά τραγούδια για τον Διγενή σε μια ενότητα με τίτλο «Διγενής, ο μέγας ήρως της Κρήτης», τα οποία μάλιστα εξέδωσε σχολιασμένα στο λαογραφικού ενδιαφέροντος περιοδικό «Κρητικός Λαός» (1909, τεύχ. Α΄, σελ. 12-16) με τίτλο «Ο Διγενής. Αρχαίος γίγας και μέγας ήρως της Κρήτης», μαζί με τοπωνύμια απ’ όλη την Κρήτη που αναφέρονται στον Διγενή και τις αντίστοιχες παραδόσεις που διασώζονται, καθώς και δύο σχετικές παραδόσεις, τις οποίες προσδιορίζει ως μύθους. Σχετική θεματική εργασία, που όμως δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, επιχειρεί και στο πρώτο μέρος του 14ου τόμου. Πρόκειται για μια συλλογή λαογραφικής ύλης που αφορά στο παιδί και περιλαμβάνει Άσματα νηπιακά Κρητών ή τραγούδια κρητικά του λαού δια τα μικρά παιδιά (βαυκαλήματα ή νάναρα και ναναρίσματα ὑπό τῶν Κρητῶν, υπνωτικά δίστιχα, βαυκαλήματα προς τον ύπνον, υπνωτικά ήτοι όταν το πήρεν ο ύπνος και απεκοιμήθη το βρέφος, νηπιακά ή τραγώδια δια μικρά παιδιά των Κρητών) γοητίαι δι’ ασθενείας των νηπίων, δυσπρόφερτα πολυσύλλαβα και υπογραμμοί παιδικοί των Κρητῶν, γυμνάσματα μνημονικού δι’ ασμάτων και μύθων καταλλήλων, προβλήματα και γρίφοι, λογοπαίγνια). Η συλλογή αυτή είναι μοναδική στο είδος της για την εποχή που συντάσσεται και αποδείχνει το επίπεδο της εντρύφησης του Βλαστού σε ζητήματα μιας επιστήμης που δεν έχει ακόμα γεννηθεί, τεκμήριο της πρωτοποριακής επιστημονικής του σκέψης και αντίληψης πάνω σε ένα γνωστικό αντικείμενο το οποίο γνώριζε σε βάθος. Θα δημοσιεύσει ακόμα στο περιοδικό «Φόρμιγξ» την «Κρητική Μούσα ήτοι Δημώδη άσματα Κρήτης και χοροί εκ της ανεκδότου συλλογής του κ. Παύλου Βλαστού, μουσικού εκ Ρεθύμνης», στο οποίο θα κατατάξει, όπως ήδη αναφέρθηκε τα δημοτικά τραγούδια σε τρεις ομάδες.     

Ο Παύλος Βλαστός είναι ο μεγαλύτερος συλλογέας λαογραφικής ύλης στον Ελλαδικό χώρο. Το ΑΠΒ είναι προϊόν προσωπικής έρευνας πεδίου, όπως θα λέγαμε σήμερα, και όχι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, όπως είναι όλες οι υπόλοιπες συλλογές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Ν. Γ. Πολίτη. Ο Βλαστός υπήρξε μια φωτεινή προσωπικότητα, η οποία καλύπτει όλους τους χώρους έρευνας με τους οποίους ασχολούνται οι λόγιοι της εποχής του. Επειδή όμως ζει στην Κρήτη, σ’ ένα τμήμα του αλύτρωτου τότε ελληνισμού, το έργο του θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στόχευε και στην αφύπνιση του κρητικού λαού και στην καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του - συμπεριλαμβανομένων των Κρητών μουσουλμάνων, τους οποίους καταχρηστικά ονομάζουμε Τουρκοκρητικούς ή Τουρκοκρήτες. Ειδικότερα γι’ αυτούς η Προσωρινή Κυβέρνησις της Κρήτης είχε ήδη απευθύνει, κατά την επανάσταση του 1821, την πρόσκληση να ενταχθούν στον αγώνα καθώς είναι γνήσιοι Κρήτες[19]. Την λανθάνουσα ελληνοχριστιανική συνείδηση των Τουρκοκρητικών μεταφέρει ο Βλαστός στον τόμο 72 (σελ. 183), καταγράφοντας τις συνήθειές τους, από τις οποίες προκύπτει ότι δεν έχουν λησμονήσει εντελώς τις πατροπαράδοτες χριστιανικές πεποιθήσεις τους[20].
Να υποθέσουμε ότι λειτούργησε στη λογική των διαφωτιστών, το έργο των οποίων βεβαίως και γνώριζε, αν λάβουμε υπόψη τις βιβλιογραφικές αναφορές που κάνει σ’ αυτούς στις αναλύσεις του; Πιθανόν να φαντάστηκε ότι με τον όγκο της συλλογής του θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του εθνικού διαφωτιστή των Κρητικών. Η ιστορική περίοδος που έζησε, οι εντάσεις και οι επαναστάσεις, ο αγώνας των συμπατριωτών του για αυτονομία ή ένωση με τον Ελληνικό κορμό διαμόρφωσαν στον αρχικά νεαρό και μετέπειτα ώριμο πνευματικό άνθρωπο Παύλο Βλαστό ένα βαθύ πατριωτικό συναίσθημα, μια βαθειά φιλοπατρία, την οποία αναζητά να μεταδώσει και στους συμπατριώτες του. Με τη καταγραφή των ιστορικών τραγουδιών της Κρήτης πίστευε βαθιά πως επιτελούσε ακριβώς αυτό τον ρόλο. Το ότι το έργο του δεν είδε το φως της δημοσιότητας και δεν άσκησε την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει, είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Αν και αδημοσίευτο, η φήμη του ήταν γνωστή και προσέδωσε επιπλέον κύρος στον συλλογέα του από το ήδη αποκτηθέν λόγω της συμμετοχής του στον εθνικό αγώνα των Κρητών. «Το είπε ο Βλαστός» έλεγαν οι Ρεθεμνιώτες και θεωρούσαν θέσφατο οτιδήποτε είχε διατυπωθεί από τα χείλη του, επειδή γνώριζαν τη βαθειά γνώση των πραγμάτων που τον χαρακτήριζε και αναγνώριζαν τη σοφία του. 






Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον τόμο "Τα κρητικά μοιρολόγια", μνήμη Σήφη Κοσόγλου, Χρίστου Μακρή, Οδυσσέα Τσαγκαράκη, Πρακτικά συνεδρίου, Ανώγεια 13-15 Νοεμβρίου 2015, ΚΕΝΤΡΟ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Ανώγεια 2016, σελ. 491-500



[1] Ο τίτλος αυτός, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης και της θεματολογίας της συλλογής (λαογραφία, μουσική, ιστορία, γεωγραφία, προσωπική ποίηση) είναι περιοριστικός του πολυσχιδούς της προσωπικότητας του συλλογέα.
[2] Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι 164 χρόνια από την έναρξη της καταγραφής της Συλλογής, 88 χρόνια από τον θάνατο του συλλογέα και 51 χρόνια από την παράδοσή της στα Γ.Α.Κ. δεν στάθηκαν αρκετά για την εξασφάλιση εύκολης πρόσβασής στους μελετητές (δακτυλογράφηση ή ψηφιοποίηση και ανάρτηση στο διαδίκτυο).
[3] Ζαχαρένια Σημανδηράκη, «Ο Παύλος Βλαστός και το έργο του», Ελλωτία, τομ. 6 (Χανιά 1997), σελ. 378
[4] Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης, «Εκθέσεις λαογραφικών αποστολών κατά τα έτη 1965-1966. Έκθεσις ερεύνης κατά τα έτη 1965-1965 εις το Αρχείον Παύλου Βλαστού εν τω Ιστορικώ Αρχείω Κρήτης εις Χανιά», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τομ. 18-19, σελ. 195-201.

[5] Ένα μεγάλο θέμα που προκύπτει και φυσικά δεν μπορεί να καλυφθεί στην παρούσα εισήγηση είναι εκείνο της επιβεβαίωσης των χρονολογιών που αναγράφονται στους τόμους της Συλλογής του. Ο ίδιος ο Βλαστός αντιφάσκει, καθώς στα αυτοβιογραφικά στοιχεία που δημοσιεύει στην εφημερίδα «Φόρμιγξ»  αναφέρει ότι την ιδέα της καταγραφής της λαογραφικής ύλης την συνέλαβε στο Ηράκλειο, όπου βρισκόταν με την ιδιότητα του μουσικοδιδασκάλου και ιεροψάλτη (δηλαδή από το 1860). «Προς τούτο δε περιήλθε τας επαρχίας Μεραμπέλλου, Λασιθίου, Τεμένους, Μαλεβυζίου, Γορτύνης, Αμαρίου, Αγ. Βασιλείου, Αποκορώνου και Σφακίων» ("Φόρμιγξ", περίοδος  β', έτος. Δ΄.(ΣΤ), αρ. 1-2 (1908), σελ. 1-2,  Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης,  "Κρητική Πρωτοχρονιά" τομ' Ε΄, σελ. 13). Από την άλλη σε τουλάχιστον δώδεκα τόμους της Συλλογής ο ίδιος αναγράφει χρονολογία το 1850. Εκτιμώ ότι η χρονολογική αυτή διάσταση των δέκα χρόνων (1850-1860) που ο ίδιος δημιουργεί, και επειδή η επανάληψη της χρονολόγησης 1850 σε δώδεκα τόμους αποκλείει την περίπτωση του λάθους εκ παραδρομής, εικάζω ότι καταδεικνύει είτε την έναρξη της συλλογής από κάποιο άλλο πρόσωπο – πιθανολογώ  τον πατέρα του – που του παρέδωσε μια υποτυπώδη και ανοργάνωτη αρχική συλλογή λαογραφικής ύλης, και τον παρότρυνε να συνεχίσει το τιτάνιο έργο του (και επομένως η Συλλογή αποτελεί προσωπική υπόσχεση του Βλαστού προς αυτόν, στην οποία έμεινε σταθερός για το υπόλοιπο της ζωή του), είτε αναφέρεται σε μαθητική συνήθεια καταγραφής λαογραφικής ύλης, η οποία ξεκίνησε ως παροδική ενασχόληση το 1850 για να γίνει συνείδηση και στόχος ζωής δέκα χρόνια αργότερα. 
[6] Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, «Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας, Κριτική ανάλυση», Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας αρ. 6,  εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997, σελ. 69-110
[7] Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, ό.π. 1997, σελ. 66-67

[8] C. Wachsmuth, «H αρχαία Ελλάς εν τη νεα», [σε ελληνική μετάφραση Ε. Γαλανού το1868], Bernhard Schmidt, «Ο λαϊκός βίος των νέων Ελλήνων και η ελληνική αρχαιότητα», 1871 κ.ά.
[9] Βλ. πρόλογο του ομηρικού λεξικού του Ι. Πανταζίδου: «Την σήμερον εν Ελλάδι, ότε το κερδώον πνεύμα πανταχόθεν και κατά πάσας τας διευθύνσεις εισέπνευσεν εις αυτήν, και περί ουδενός άλλου τοσούτος γίνεται λόγος, όσος περί πλουτιστικών συνεταιρισμών, περί τραπεζών και χρεογράφων, περί βιομηχανικών καταστημάτων και σιδηροδρόμων, προ πάντων περί μεταλλευτικών εταιριών και μεταλλείων, η έκδοσις λεξικού, ουχί τινος τεχνολογικού ή των φυσικών επιστημών, αλλά λεξικού Ελληνικού και μάλιστα Ομηρικού, δεν πρέπει να παρέλθη αναιτιολόγητος». Ι. Πανταζίδου, «Λεξικόν ομηρικόν περιέχον πάσας τας ευρισκομένας λέξεις : παρ’ Ομήρω και τοις Ομηρίδαις...το μεν πρώτον συνταχθέν/ υπό Κρουσίου, πολλαχώς δ' επεκταχθέν...υπό Ε.Ε. Σέϊλερ …, Αθήναι 1878
[10] Ζαχαρένια Σημανδηράκη, ό.π. Ελλωτία 1997, σελ. 375
[11] Κυριακίδου – Νέστορος, ό.π, 1997, σελ. 44
[12] Ανδρέας Λενακάκης, Το τραγούδι του Ξεπατέρα, Διάλογος τ. 20-21 (Μάρτιος 2011), σελ. 209, Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου.
[13] Ενδεικτικά: ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, έτος ΛΑ', 183/4-7-1872, σσ. 1γ-2β, «Αξιέπαινος ζήλος των Κρητών».  ΛΕΥΚΑ ΟΡΗ, στο φύλλο της 6ης Ιουλίου 1895 δημοσιεύει το ποίημα «Τα στοιχειά, η πεντάρφανη Κρήτη, το διεθνές συνέδριον και η διπλωματία (Εκ κρητικού λαϊκού μύθου)»
[14] Στην προηγηθείσα εισήγηση του καλού συναδέλφου μου Σπύρου Κατσαραπίδη «Ρομαντικές απηχήσεις στο Βουκολικόν του Παύλου Βλαστού» αποδείχτηκε, νομίζω, πως ο Παύλος Βλαστός είχε μυηθεί στα μυστικά του ρομαντισμού. Η εξιδανίκευση του τρόπου ζωής παλαιότερων εποχών και η απόρριψη του σύγχρονου «ψευδοπολιτισμού», η ένταξη στο ποίημα ατόφιων στοιχείων της λαϊκής έμμετρης κρητικής ποίησης αδιαφορώντας για την ομοιογένεια του ποιήματός του, η αναζήτηση στη φύση της αντανάκλασης των συναισθημάτων, το αίτημα για ατομική και εθνική ελευθερία, η εισαγωγή μεταφυσικών στοιχείων, η υποχώρηση της λογικής, του ρομαντικού έρωτα και του ονείρου, αποδείχνουν πως ο Παύλος Βλαστός δεν υπήρξε απλά ένας συλλογέας λαογραφικής ύλης, αλλά ένας άνθρωπος που επηρεάζεται από τη λαογραφική ύλη που συλλέγει και παρακολουθεί τις εξελίξεις στον χώρο της λογοτεχνίας της εποχής του.
[15] Ικανότατο επιχείρημα για την ταύτιση του αναφερόμενου «Π. Βλαστός, λογοτέχνης» με τον Πέτρο Βλαστό είναι ότι ίδιος ήταν δημοτικιστής και το γεγονός ότι είχε σχέσεις με την ομάδα των δημοτικιστών που υποστήριξε τον Ν. Γ. Πολίτη και των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να έχει ασχοληθεί με τον λαϊκό πολιτισμό ή το έργο του να έχει επιρροές από αυτόν.  
[16] Στο απόσπασμα αυτό αναγνωρίζουμε στον Παύλο Βλαστό τοπικιστική διάθεση, που όμως δεν λείπει από άλλες λαογραφικές συλλογές και λαογράφους. Πολλοί πιστεύουν ότι ο τόπος τους είναι, αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ο σημαντικότερος ο θεματοφύλακας των λαϊκών παραδόσεων.  

[17] Τόμος 14, σελ. 61-72.
[18] Η καλή συνάδελφος Ευγενία Περυσινάκη στην εισήγησή της που προηγήθηκε με τίτλο «Η Ηλικία του Ανθρώπου. Τρία τραγούδια της συλλογής του Π.  Βλαστού και τα θεματικά παράλληλα στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία», εξετάζει το συγκεκριμένο παράδειγμα του τρόπου παράθεσης του λαογραφικού υλικού και του σχολιασμού του από τον συλλογέα. Απέδειξε ότι ο Π. Βλαστός ξεκινά με τα λεξικά, ένα βυζαντινό και ένα λεξικό συνωνύμων του Πολυδεύκη του 2ου αι. μ. Χ., και παραθέτει στη συνέχεια τα θεματικά παράλληλα από την αρχαία ελληνική γραμματεία (Σόλων, Αριστοτέλης), ενώ παράλληλα περιλαμβάνει και γλωσσάρι συνωνύμων της κρητικής διαλέκτου και την ερμηνεία τους κατά τον τρόπο του Πολυδεύκη. Ωστόσο παραμένει στο αρχαιολογικό-φιλολογικό επίπεδο. Δεν προχωρεί σε συγκριτική μελέτη με άλλες περιοχές, εντός ή εκτός Ελλάδος, ούτε αναφέρεται σε λαογραφική βιβλιογραφία, όπως έκαναν οι λαογράφοι της επιστημονικής περιόδου της Λαογραφίας.


[19] Θεοχάρης Δετοράκης, «Ιστορία της Κρήτης», Ηράκλειο 1990, σελ. 289-290: «….Και πάλι δεύτερη φορά σας γράφομε να σμίξετε με μας, γιατί απατοί σας δεν είστε από την Ανατολή, μηδ’ από την Αραπιά, μοναχάς είστε χαλίσικοι (γνήσιοι) Κρητικοί, έχετε αίμα ελληνικό, και γρικήσετέ το…»
[20] «Όπως δε μοι εδιηγήθη η σύζυγός μου κατά την ημέραν της Αναλήψεως του Σωτήρος η Οθωμανίς μήτηρ  αυτής διέτασσε τας υπηρετρίας της να πάρουν τα τέκνα της να μεταβώσιν εις την θάλασσαν της πόλεως Ρεθύμνης να τα Σαραντίσουν. Εξ ορεινών χωρίων καταγομένων δεν εγνώριζον τι θα είπει σαράντισμα ούτε τι λέγουν δια να σαραντίσουν τα τέκνα της. Η δε Οθωμανίς μήτηρ και κυρία εδίδαξε τας υπηρετρίας να εισέλθουν εις την θάλασσαν μέχρι γονάτων κρατούσαι τα τέκνα και εις παν διερχόμενον  κύμα να αναφωνώσι: “Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα, τριανταπέντε, σαράντα άγιοι βοηθάτε του και ξεμιστεύγετέ το”. Έπειτα ραντίζοντας δια θαλασσίου ύδατος αυτά έλεγον και τα εξής διδαχθείσαι από της κυρίας αυτών Οθωμανίδος ως είπον: “Αναλήβετ’ ο Χριστός, αναλήβγομαι κ’ εγώ, τα κακά μου στο γιαλό”».



Δεν υπάρχουν σχόλια: