Θησαυρός ευχετήριων δίστιχων sms

Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Σλαβικά γλωσσικά κατάλοιπα στον κρητικό λαϊκό λόγο


Στα χρόνια της ενασχόλησής μας με την κρητική λαογραφία και τα κρητικά τοπωνύμια μπορέσαμε να μελετήσουμε την κρητική διάλεκτο, να αναζητήσουμε την ερμηνεία των λέξεων και να διαπιστώσουμε τις γλωσσικές επιρροές που δέχτηκαν οι Κρητικοί στην πορεία των χρόνων. Μια σειρά από κατακτητές πέρασαν από το νησί αφήνοντας ο καθένας το δικό του γλωσσικό ίχνος στην ομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Άραβες, Ενετοί, Αιγύπτιοι, Οθωμανοί, ακόμα και οι Γερμανοί τον τελευταίο πόλεμο, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κρητικού γλωσσικού πλούτου. Η επιστημονική έρευνα έχει μελετήσει και συνεχίζει να μελετά διεξοδικά τις ιταλοβενετσιάνικες και τις αραβοτουρκικές γλωσσικές επιρροές και έχουν δημοσιευτεί σχετικές εργασίες και λεξικά. Μέσα σ’ αυτή τη γλωσσική θάλασσα ταξιδεύουν και λίγες λέξεις σλαβικής καταγωγής και λίγα τοπωνύμια, για την παρουσία των οποίων έχουν γίνει προσπάθειες ιστορικής ερμηνείας και σύνδεσής τους με φυσική παρουσία Σλάβων[1].    

Αρχαιότερη αναφορά παρουσίας Σλάβων στην Κρήτη γίνεται από τον Θωμά τον Πρεσβύτερο, ο οποίος μαρτυρεί επίθεσή τους στην Κρήτη στα 623 μ.Χ.[2]. Ακολουθούν οι πληροφορίες για την συμμετοχή τους στην εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, το 961 μ.Χ[3] και μια τρίτη μαρτυρία για παρουσία Κροατών και Σκλαβούνων στα 1363 ως μισθοφόροι της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας για να καταπνίξουν μια επανάσταση στην Κρήτη, των οποίων τα ονόματα στα έγγραφα συνοδεύονται με το χαρακτηρισμό Sclavus[4]. Ιστορικά τεκμήρια αποτελούν και οι εκθέσεις των βενετών διοικητών του νησιού Francesco Moresini και Isepo Civran, στα 1629[5]και 1639 αντίστοιχα στις οποίες γίνεται αναφορά στην παρουσία Κροατών στρατιωτών στο νησί[6]. Τέλος ικανό αριθμό Σλάβων (Βουλγάρων, Ρώσων, Σέρβων και Βοσνίων) φαίνεται να έφερε στο νησί το δουλεμπόριο[7]. Μολονότι οι ιστορικοί δεν ομοφωνούν για την εγκυρότητα κάποιων από τις ιστορικές αυτές αναφορές, θα αποτολμήσουμε την έκφραση μιας προσωπικής άποψης: αν δεχτούμε ότι υπήρξαν οικιστικοί πυρήνες Σλάβων στην Κρήτη, μόνον οι προαναφερθείσες ιστορικές αναφορές θα μπορούσαν να δώσουν πληθυσμιακές ομάδες ικανές να αφήσουν τα λίγα γλωσσικά κατάλοιπα.

Η ελληνική και ξένη βιβλιογραφία συμφωνούν ότι μια σειρά οικισμών και τοπωνυμίων που έχουν ως α΄ συνθετικό τη λέξη σκλάβος συνδέονται με την εθνότητα των Σλάβων. Ο Vesmer εντόπισε τέσσερεις οικισμούς[8], ενώ ο Στέργιος Σπανάκης επτά: 1) Σκλάβοι (οι)[9] και 2) Σκλαβεδιάκος (ο)[10] Σητείας Λασυθίου, 3) Σκλαβεροχώρι (το)[11] και 4) Σκλαβοβάθεια (η)[12] Πεδιάδας, 5) Σκλαβιανά (τα)[13] Μονοφατσίου και 6) Σκλαβοχωριό (το)[14] Ηρακλείου, 7) Σκλαβοπούλα (η) Σελίνου Χανίων[15]. Σ’ αυτούς προσθέτει τα Σκλαβιανά, οικισμό της επαρχίας Καινουργίου του νομού Ηρακλείου που αναφέρονται άπαξ στην τουρκική απογραφή του 1671[16]. Μέχρι σήμερα οι ερευνητές παραμέλησαν μια σειρά ομόρριζων μικροτοπωνυμίων, τα οποία ίσως συμβάλλουν στην κατανόηση της τόσο συχνής χρήσης της ρίζας αυτής. Η έρευνά μας κατέγραψε δεκατρία (13) τέτοια τοπωνύμια: 1) Σκλαβόκαμπος, ο (στο Σκλαβόκαbο) στην Τύλισο Μαλεβιζίου[17], στη Γληγοριά[18] και το Μαγαρικάρι Πυργιωτίσσης[19]. 2) Σκλαβιανά, τα (στα Σκλαβjιανά) στα Καπετανιανά Μονοφατσίου[20], στο Καστέλι Πεδιάδας[21], στο Σπήλι Αγίου Βασιλείου[22] και στις Ελένες Αμαρίου[23]. 3) Σκλάβων, των (στω Σκλάβω) στην Άνω Βιάννο Βιάννου[24]. 4) Σκλαβερός, ο (στου Σκλαβερού) στον Βαχό Βιάννου[25]. 5) Σκλάβος, ο (στου Σκλάβου) στον Πεύκο Βιάννου[26] 6) Μνήμα Σκλάβου, το (στου Σκλάβου το Μνήμα) στον Πεύκο Βιάννου[27], 6) Σώχωρο Σκλαβούνου, το (στου Σκλαβούνου το σώχωρο) στα Βρυσιανά Γαύδου[28]. 7) Σκλαβοχάρακο, το (στο Σκλαβοχάρακο) στον Πλάτανο Κισάμου[29]. Υποθέτω ότι τα ομώνυμα τοπωνύμια είναι πολύ περισσότερα από αυτά που αναφέρονται εδώ, καθώς δεν έχει πραγματοποιηθεί συστηματική καταγραφή των τοπωνυμίων της Κρήτης ώστε να μπορούμε να έχουμε ακριβή εικόνα της διάχυσής τους σε ολόκληρο το νησί. Και δεν είναι μόνον τα τοπωνύμια. Στα βενετσιάνικα αρχεία απαντάται συχνά το επώνυμο Sclavo, Sclavus, Σκλάβος, Sclavero[30]. Στον Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας) Τεμένους νομού Ηρακλείου μαρτυρείται, στα 1821, το οικογενειακό επώνυμο Σκλαβάκης[31] και το αντίστοιχο ανδρωνύμιο Σκλαβοπούλα[32].

            Σε καμία περίπτωση δεν τέθηκε θέμα αμφισβήτησης της ετυμολογικής ερμηνείας των τοπωνυμίων και των ονομάτων αυτών. Θεωρείται ότι πρόκειται για τοπωνύμια, που παράγονται από το εθνικό όνομα Σλάβος> Σκλάβος, και τα οποία από κάποιους μελετητές χρησιμοποιούνται για να αποδείξουν την παρουσία των Σλάβων στην Κρήτη[33]. Η μέχρι σήμερα επιστημονική έρευνα για να ερμηνεύσει τα τοπωνύμια, περιοριζόταν στην αναζήτηση γραπτών ιστορικών πηγών για την τεκμηρίωση της φυσικής τους παρουσίας Σλάβων, παραβλέποντας τη διάχυση που ο διαμορφωμένος από την βυζαντινή περίοδο όρος «σκλάβος» είχε στην κρητική διάλεκτο. Για να αντιληφθούμε καλύτερα το θέμα και να για να έχουμε μια πλήρη θέαση των διαστάσεών του θα παραθέσουμε εδώ όλες τις απλές ή σύνθετες λέξεις της κρητικής διαλέκτου που εμπεριέχουν τη λέξη σκλάβος:

1.    σκλαβέρι, το = μεγάλο κουδούνι που κρέμεται στο λαιμό των ζώων για χτυπά και να γίνονται αντιληπτά από τους βοσκούς. «Σείσε, κουρνέ, το γένι σου να παίξει το κουδούνι, / για να τ' ακούσουν οι κριγιοί να παίξουν τα σκλαβέρια…»[34]

2.    σκλαβερούλι, το = το μικρό σκλαβέρι. «Εννιά μουλάρια εφόρτωσε σαφίς χοντρά κουδούνια / κι έντεκα λιανογάιδουρα προβατοσκλαβερούλια»[35]

3.    σκλαβερούλα, η = το σκλαβέρι με στρογγυλό στόμιο[36]

4.    σκλαβεράτος, η, ο = το ζώο που φέρει σκλαβέρι. Λχ. Σκλαβεράτος τράγος, σκλαβεράτη αίγα, σκλαβεράτο αρνί. «Είντα βάνεις συ, βοσκέ; / -Βάνω χίλια πρόβατα, / καθαρομαυρόματα / και τα χίλια με τ' αρνιάν τως / και τ' αρνιά με τα πλουμιάν τως. / Και τα χίλια σκλαβεράτα / και αργυροκουδουνάτα. / Τα κουδούνια γανωμένα, / στο χρυσάφι βουτημένα»[37]

5.    τραγοσκλάβερο, το = το μεγάλο σκλαβέρι για τους επικεφαλής κριούς του κοπαδιού, τους μπροσταρόκριγιους[38]

6.    σκλαβερώνω = βάζω σκλαβέρια στα ζώα

7.    ξεσκλαβερώνω = βγάζω από τα ζώα τα σκλαβέρια. «…Θε μου, και πάψε τον καιρό και κάμ’ ανεφοράδα, / να κάμω γύρα τσι κορφές, κουλούρα τση Μαδάρας / να πά’ να βρω τσι τράγους μου να τσι ξελερατώσω, / να πά’ να βρω και τσι κριγιούς να τσι ξεσκλαβερώσω»[39]

8.    σκλαβάκια, τα = παιδικό παιχνίδι[40]

9.    σκλαβιά, η = συνώνυμο του προηγούμενου παιχνιδιού

            Επειδή στο σύνολό τους όλα τα προαναφερθέντα τοπωνύμια και λήμματα είναι λαϊκής προέλευσης και χρήσης, επιβάλλεται να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει στην κρητική διάλεκτο η κοινή ρίζα τους, «ίνα μη αταλαιπόρως απονέμωμεν τοις ξένοις όσα ανήκουσιν ημίν»[41]. Και συνιστά μέγιστο σφάλμα να επιχειρούμε να τα ερμηνεύσουμε έξω από τα γλωσσικά πλαίσια στα οποία τα ενέτασσαν οι φυσικοί χρηστές, δηλαδή ο κρητικός λαός. Σκλάβος δεν είναι ο δούλος, ο υπηρέτης. Σκλάβος για τον Κρητικό και τον Έλληνα γενικότερα, είναι «ο αιχμάλωτος πολέμου, το ανδράποδον, ο υποτελής, δούλος κατόπιν καθυποτάξεως, αιχμαλωσίας»[42]. Στην ελληνική γλώσσα η λέξη είναι σε χρήση ήδη από τον 8ο αιώνα[43], επομένως και στην Κρήτη, ως περιοχή που ομιλείται η ελληνική. Δεν απαιτείτο φυσική σλαβική εθνοτική παρουσία για να είναι σε χρήση η λέξη, όπως και η συνώνυμή της λατινογενής σέρβος. Ακόμα και σήμερα διατηρείται λ.χ. ο όρος σερβιτόρος, χωρίς να είναι αναγκαία η φυσική παρουσία των φίλων Σέρβων. Το μόνο απαιτητό για την ονοματοδοσία ήταν η φυσική παρουσία σκλάβων και κανείς δεν θα διαφωνήσει στην άποψη ότι αρκούσε η νικηφόρα ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ. για να προκύψει ένας μεγάλος αριθμός σκλάβων προς διάθεση στο νησί και ο σχηματισμός και η ονοματοδοσία των ομώνυμων οικισμών.

Προς επίρρωση της θέσης αυτής πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στην Κρήτη προϋπήρχε η συνήθεια ονοματοδοσίας των οικισμών από την ιδιότητα των κατοίκων ως δούλων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αρχαία Δουλόπολι (< πόλις + δούλος), η οποία συνδέεται από τους μελετητές με τους οικισμούς Δούλι, το (Μονοφατσίου) Δουλιανά, τα (Αποκορώνου), Αποδούλου, το (Αμαρίου), που συνδέονται με τη ρίζα της λέξης δούλος, και κυρίως με τη Σκλαβοπούλα Σελίνου[44]. Αν η μετωνυμία της Δουλόπολης σε Σκλαβοπούλα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι παλαιοί χάρτες[45], τότε οι απόψεις που συνδέουν τα τοπωνύμια και τα ονόματα των οικισμών που παράγονται από τη ρίζα της λέξης σκλάβος, ουδεμία σχέση έχουν με τους Σλάβους, αλλά με τους σκλάβους/δούλους, όπως και ο πλησίστιος στη Σκλαβοπούλα οικισμός Κατσιβελιανά Σελίνου, που και αυτός σχετίζεται με τη δουλεία, καθώς ερμηνεύεται από το λατινικό captivus = αιχμάλωτος: captivus + -ellus > captivellus > cattivellus > ιταλ. cattivello > κατσίβελος[46] > κατσίβελος + ιανά > Κατσιβελιανά.

            Για την κρητική λαϊκή μούσα οι σκλάβοι προέρχονταν α) από αιχμαλωσία σε πόλεμους, β) από δουλεμπόριο και γ) από αρπαγή κατά τη διάρκεια κουρσαρικών επιδρομών:

Α.

Τρεις αντρειωμένοι γεύγουνται στην πρύμνη του κάτεργου

κι έχουν και σκλάβον όμορφο στα σίδερα δεμένο,

μα 'σαν τα σίδερα βαριά, βαριά και σκουριασμένα,

κι ο σκλάβος αναστέναξε κι εστάθη το καράβι.

-Ποιος είν' απ' αναστέναξε κι εστάθη το καράβι;[…]

-Εγώ 'μ' απ' αναστέναξα κι εστάθη το καράβι,

απού 'μουν τριμερόγαμπρος κι οχθροί μας επλακώσα,

τρεις χρόνους πολεμούσαμε, μα 'τον πολλά περίσσοι,

και σκλάβον αλευθέρωτο μ' επήραν τον καημένο

και μ' έχουν εις τα σίδερα δώδεκα χρόνους σκλάβο[47].

 

Ίσως από αυτό το ποίημα προέκυψε και ο κρητικός ιδιωτισμός «δουλεύγω/είμαι σαν τον σκλάβο τον αλευτέρωτο», που είναι συνώνυμο του «εργάζομαι εξαντλητικά».

Β.

·         Αν ίσως και μ’ απαρνηθείς και κάμεις άλλο ταίρι,

σκλάβο να σε πουλήσουνε στση Μπαρμπαριάς τα μέρη
και να σου βάλουν σίδερα και στο λαιμό καδένα,

να καταλάβεις και να δεις πως τά ’βαλες για μένα.

 

·         Στη γειτονιά σου με πουλούν σκλάβο κι αγόρασέ με,

ένα φιλί με δίδουνε, δώσε το κι έπαρέ με.

 

·         Ο σκλάβος ξεσκλαβώνεται, σα δώσει πεντακόσα,

μα ’γώ δεν ξεσκλαβώνομαι α’ δώσω κι άλλα τόσα.

 

Γ.

Έναν καράβι ξακουστό επόρισε στο κρούσος,

μηδέ πολλά μικρό 'τονε μηδέ πολλά μεγάλο,

χιλιώ πεντακοσιώ πηχώ κι είχε και χίλιους μέσα.

Τα γυρογιάλια πορπατεί, τη θάλασσα γυρίζει,

κι ομορφονιόν εσκλάβωσεν οψές το μεσημέρι […][48]

 

Στο κρητικό δημοτικό τραγούδι ο σκλάβος είναι διαρκώς αλυσοδεμένος στα αμπάρια των πλοίων, στα κάτεργα, και εργάζεται ως κωπηλάτης:

 

Βασιλιοπούλ' αρμάτωσε φεργάδα για το κρούσος.

Ρηγόπουλο την κυνηγά με δυο, με τρεις φεργάδες[…]

Σαββάτο πολεμούσανε 'πού το ταχύ ως το βράδυ,

μο’ ‘θελ' ο Θιος κι η μοίραν του και σκλάβο τονε πιάνει.

Το μεγαλύτερο κουπί του δίδει για να λάμνει:

-Λάμνε καλά, του ρήγα γιε, να πάμεν εις την Κρήτη,

να βγουν οι ναύτες για νερό κι οι μούτσοι για τα ξύλα,

κι εσύ, πού 'σαι του ρήγα γιος, να πας να κόβγεις πέτρες,

να μάθεις και να πολεμάς κι όχι φιλί να θέλεις,

κι όχι να θες και πόλεμο με τσι βασιλιοπούλες[49].

 

            Η εργασία των σκλάβων στα κάτεργα ήταν τόσο σκληρή που μετέβαλε και αυτή ακόμα την έννοια της λέξης: το κάτεργο από πολεμικό ιστιοφόρο, αρχικά, σήμερα σημαίνει τη φυλακή, τον τόπο καταναγκαστικής βασανιστικής εργασίας. Την επίπονη αυτή εργασία την εκπλήρωναν οι σκλάβοι για όσο χρονικό διάστημα ήταν νέοι και δυνατοί. Όταν περνούσαν τα χρόνια και έχαναν τις δυνάμεις που απαιτούνταν για την τόσο επίπονη εργασία του κωπηλάτη, προφανώς συνέχιζαν τη ζωή τους ως σκλάβοι υπό την κυριαρχία κάποιου αφέντη. Είναι λογικό να τους χρησιμοποιούσαν και σε άλλου είδους εργασίες, βιοτεχνικές, αγροτικές ή κτηνοτροφικές των κατά καιρούς μεγαλογαιοκτημόνων και μεγαλοκτηνοτρόφων, βιλάνοι των βενετών ευγενών και αργότερα «φαμέγιοι» (< βενετ. famegio) των Τούρκων για να καλλιεργούν τις τεράστιες εκτάσεις που τους παραχωρούσε η εκάστοτε διοίκηση. Για τους ιδιοκτήτες τους και τους ελευθέρους κατοίκους όλοι αυτοί ήταν «σκλάβοι» και οι περιοχές που εγκαθίσταντο χαρακτηρίζονταν από αυτή την ιδιότητα: Σκλάβοι, Σκλαβοπούλα, Σκλαβιανά κ.α.. Ακόμα και οι χώροι που εργάζονταν πήραν το όνομά τους: ο κάμπος που εργάζονταν σκλάβοι, προσδιορίστηκε ως Σκλαβόκαμπος, ή ο τόπος που σκοτώθηκε κάποιος από αυτούς ονομάστηκε στου Σκλάβου το Μνήμα[50] κ.α.. Δεν ήταν απαραίτητο ούτε εξέταζαν οι γείτονες, που προσδιόριζαν το όνομα του χώρου εγκατάστασής ή εργασίας τους, την καταγωγή των κατοίκων αλλά την ιδιότητά τους. Αυτό ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα. Ως σκλάβους, υποτελείς, τους γνώριζαν οι άνθρωποι της εποχής και με αυτή την ιδιότητα τους διέκριναν και τους προσέδιδαν τοπική ταυτότητα. Δεν απαιτείτο δηλαδή η φυσική παρουσία Σλάβων για την ονοματοδοσία ενός οικισμού ή ενός τόπου με όνομα που συνδέεται με τη λέξη σκλάβος. Αρκούσε η παρουσία ανθρώπων με την ιδιότητα του σκλάβου για προκύψει η ίδια ονομασία, καθώς επρόκειτο για μια κοινή λέξη της ελληνικής γλώσσας, που ουσιαστικά αντικατέστησε στα βυζαντινά χρόνια τη λ. δούλος, η οποία στην κρητική δημώδη ποίηση ταυτίζεται με τον έμπιστο υπηρέτη, τον υποτακτικό, τον φαμέγιο, που ενίοτε συμπάσχει κα συμμετέχει στα προβλήματα του κυρίου του[51].

            Είναι, επομένως, ρεαλιστικότερη η ερμηνεία των τοπωνυμίων ως δηλωτικών ιδιότητας των κατοίκων, σύμφωνα με την ταξινόμηση H. Dittmaier[52], παρά ως εθνικών. Ακριβώς σ’ αυτή τη λογική ερμηνεύονται και τα εννέα (9) λήμματα, απλά ή σύνθετα, που παρουσιάσαμε παραπάνω. Το θέμα τους σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με την υποταγή, τη δουλεία, τον έλεγχο και σε καμία περίπτωση με τους Σλάβους ως εθνότητα. Το ότι η λ. σκλάβος, με τη σημασία του αιχμαλώτου, του υποτελούς προέρχεται από τους Σλάβους, Σκλάβους, Σκλαβηνούς δεν αμφισβητείται, ούτε μπορεί να αμφισβητηθεί, επειδή η σύνδεση των όρων είναι τεκμηριωμένη ιστορικά.

            Σλαβικού ετύμου φαίνεται να είναι και το όνομα του οικισμού Συμπάλουσα ή Σουμπάλουσα στην επαρχία Πυργιωτίσσης, στο νομό Ηρακλείου, αν δεχτούμε την σύνδεσή του με το σλαβικό svala, που σημαίνει χώρος συγκέντρωσης νερού. Όπως αποδείξαμε σε παλαιότερη εργασία[53], το τοπωνύμιο δεν συνδέεται με τα ρήματα συμβάλλω και συμπάλλω, ούτε με το θεοτοκωνύμιο, που σήμερα είναι σε χρήση (Παναγία η Σουμπάλουσα ή Συμπάλουσα είναι το αγιωνύμιο της εκκλησίας του εγκαταλελειμμένου οικισμού) αλλά με τη σουβάλα, καθώς κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής ήταν η συγκέντρωση υδάτων: svala + επίθημα –ουσα > Σουβάλουσα > Σουμπάλουσα, με τροπή του β σε μπ (πρβλ. βαμβάκι > μπαμπάκι, βόμβα > μπόμπα). Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση δύσκολα θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τον οικισμό με σλαβική παρουσία, επειδή ο όρος σουβάλα, ως δηλωτικός των υδρότοπων, ήταν και είναι διαδεδομένος στην Ελλάδα[54], οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι εισήχθη στο νησί ως όρος της ομιλούμενης ελληνικής της εποχής.

Μια δεύτερη ομάδα λέξεων σλαβικής προέλευσης, που έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί συλλογικά, είναι αυτές που συνδέονται με την κτηνοτροφία. Πρόκειται για τις λέξεις τσιπαλίδα (η), τσαντίλα (η), ζούμπερο (το), βορόσκιο (το) και κοιλιοβέδουρα (τα), εδώ θα προσθέσουμε και την ομόρριζή της σκατοβέδουρο (το).

Η τσίπα (< σλαβ. tsipa) κυριολεκτικά (λ.χ. η τσίπα του γιαουρτιού) και μεταφορικά (λ.χ. ξετσίπωτος άνθρωπος, ξετσιπωσιά) έχει πανελλήνια χρήση[55]. Στην Κρήτη δημιουργήθηκε μια παράγωγή της, η τσιπαλίδα, που δηλώνει μεν την κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κάποιων υδαρών ή παχύρευστων υγρών (η κρούστα στο γάλα, στο γιαούρτι)[56] αλλά και την λεπτή προστατευτική μεμβράνη που σχηματίζεται πάνω στα χείλη όταν αφυδατωθούν Εμάς, τω γυναικώ, έκαμε τ' αχείλι μας τσιπαλίδα και εγλείφαμε τσι δροσερές πέτρες να ξεκολιτσανίσει η μπούκα μας»[57]) ή τη λεπτή μεμβράνη των παχύφυλλων φυτών («Πριν την επιθέσουν την μάραιναν λίγο στα κάρβουνά, αφαιρούσαν την τσιπαλίδα και την ράντιζαν με λάδι»[58]).

Η τσαντίλα (< σλαβ. tsedilo), το κομμάτι υφάσματος αραιής ύφανσης που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα του τυριού, είναι πανελλήνιας χρήσης[59] και όχι λέξη της κρητικής διαλέκτου, όπως εσφαλμένα καταγράφεται σε κάποια τοπικά λεξικά[60], πλην όμως χρησιμοποιείται ως ποιμενικός όρος και στην Κρήτη.

Το ζούμπερο (< σλαβ. zombrŭ), που στη σλαβική σημαίνει το ζώο που ζεύεται για το όργωμα της γης, το βόδι, στην ελληνική ως σλαβικό δάνειο σημαίνει ζωύφιο, και μεταφορικά, τον κακοφτιαγμένο άνθρωπο[61], στην κρητική διάλεκτο απέκτησε σταδιακά τη σημασία του οποιουδήποτε, μικρού ή μεγάλου, οικόσιτου ζώου («Επήγα κι επότισα τα ζούμπερα»). Μεταφορικά, όταν απευθύνεται σε ανθρώπους, δηλώνει το βλάκα, τον χωρίς βούληση άνθρωπο, τον απρόσεκτο: «Τσι σέρνει σαν τα ζούμπερα» = τους τραβάει από τη μύτη. «Πάω σαν το ζούμπερο» = βαδίζω σαν ζώο οδηγούμενος από κάποιον χωρίς καμιά αντίδραση, βαδίζω χωρίς να προσέχω οτιδήποτε.

Στον ποιμενικό χώρο ανήκει και η σλαβικής προέλευσης βορός, o (< σλαβ. obor), που σε διάφορα ελληνικά τοπικά ιδιώματα και δηλώνει το στάβλο, τον περίφρακτο χώρο για ζώα[62]. Στην Κρήτη απαντάται στη σύνθετη λέξη βορόσκι, βορόσκιο (το) που σημαίνει περίφρακτο ποιμνιοστάσιο[63]

 

Κι αν έχεις δεκοχτώ γαμπρούς και δεκοχτώ νυφάδες,

κακό βορόσκιο κάνουνε οι ξένες αχιμάδες (= θάμνοι).

 

Από την ίδια ρίζα πρέπει να ερμηνεύσουμε και επτά τοπωνύμια, όπως το όνομα του οικισμού Βόροι, όπως αποδείξαμε σε προγενέστερη δημοσίευση[64], καθώς και ομόρριζοι οικισμοί Βοράδω (το) Κισάμου Χανίων, Βορί (το) Κισάμου Χανίων και Σητείας Λασυθίου, Βορού (το) Πεδιάδας Ηρακλείου και Μονοφατσίου Ηρακλείου[65], και τα Βορίζα Καινουργίου Ηράκλειου και το Βορίτσι Πεδιάδας Ηρακλείου[66]. Αν η υπόθεσή μας για την ερμηνεία είναι ορθή, για να ονοματοδοτηθούν οι συγκεκριμένοι οικισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των οικισμών με α΄ συνθετικό τη λ. σκλάβος, προϋποθέτουν μαζική εγκατάσταση Σλαβόφωνων στην Κρήτη, γεγονός που δεν μαρτυρείται ιστορικά. Αρκούσε πιστεύουμε, η αφομοίωση του όρου οβορός ή βορός για να σχηματιστεί το τοπωνύμιο.

Τα κοιλοβέδουρα, έχουν β΄ συνθετικό τη σλαβικής προέλευσης λέξη βεδούρι, μεγεθ. βεδούρα (< σλαβ. vedro), το ξύλινο δοχείο για τη συγκέντρωση γάλατος. Η λέξη είναι σε χρήση στη δυτική Κρήτη προσδιορίζει τα εντόσθια του ζώου[67]. Εκτιμώ ότι σύνδεση οφείλεται στην δυσάρεστη οσμή των εντοσθίων και της ξύλινης καρδάρας γάλακτος, όταν για κάποια περίοδο μείνει σε αχρησία. Η ομόρριζή της σκατοβέδουρο προσδιορίζει οτιδήποτε άχρηστο, ασήμαντο, πολύ μικρό: «Εγέμωσε το σπίτι σκατοβέδουρα» = γέμισε το σπίτι ασήμαντα, άχρηστα πράγματα. «Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως είναι υπερβολή αυτό με τα βιολογικά, άλλα αφού του αρέσει, μωρέ κορίτσια, τι να κάνω... όλη της τη ζωή θα ‘χει μπροστά της να τρώει σκατοβέδουρα, που τα λέμε στην Κρήτη»[68] ή «Ξάνοιξ’ εκέ ‘να σκατοβέδουρο και θέλει να κάνει και κουμάντο!» θα ειπωθεί εμφατικά και υποτιμητικά σε όποιον, ενώ είναι πολύ μικρός σε ηλικία, απαιτεί να αναλάβει τα ηνία. Στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία το εντοπίσαμε σε κείμενο μιας συγγραφέως κρητικής καταγωγής: «Άρα ποιος έμεινε για τα χαρτιά και τα ληξι… πώς τα λένε… και όλ’ αυτά τα σκατοβέδουρα, με την άδειά σου.»[69].

Όλες οι παραπάνω σλαβικής προέλευσης λέξεις, επειδή απαντώνται και στην νεοελληνική, είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι εισήχθησαν στην Κρήτη από τους ίδιους τους Σλάβους, ότι δηλαδή προϋποθέτουν τη φυσική τους παρουσία και συνιστούν γλωσσικό κατάλοιπό της, και ότι δεν συνιστούν επιρροές του κοινού ελληνικού λεξιλογίου στο σύνολό του, το οποίο σαφώς έχει υποστεί ωσμώσεις από διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η σλαβική. Και κάτι ακόμα: από τη στιγμή που στην κρητική διάλεκτο δεν εντοπίζονται λέξεις σλαβικής προέλευσης, που να μην απαντώνται σε άλλη περιοχή της χώρας, όπως συμβαίνει με τις ιταλικής ή αραβοτουρκικής προέλευσης λέξεις της κρητικής διαλέκτου, ακόμα και γερμανικής που σχηματίστηκαν στα τριάμισι χρόνια της ναζιστικής κατοχής[70], κάθε προσπάθεια σύνδεσης των προαναφερθέντων σλαβικών γλωσσικών λημμάτων με φυσική παρουσία Σλάβων, θα κινείται σε επίπεδο υποθέσεων και όχι επιστημονικών τεκμηρίων.

Για να αποδείξουμε τη δυναμική της κρητικής διαλέκτου στην αφομοίωσης  σλαβικών λέξεων, που διακινήθηκαν πάλι μέσω της ελληνικής κοινής θα αναφερθούμε εδώ σε δυο παραδείγματα. Το πρώτο αφορά στο χαρτοπαίγνιο «πρέφα», ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κρήτη, και στη χρήση του χαρτοπαικτικού όρου «καπίκι/ια» ως δηλωτικού των κερδισμένων ή χαμένων πόντων στο παιχνίδι. «Έβαλα 4 κάσα και έδωσα και 20 καπίκια», «Πόσα καπίκια μου χρωστείς;», «Μια κάσα είναι δέκα καπίκια». Η λ. συνδέεται με το ρωσικό копейки και δηλώνει την υποδιαίρεση του ρουβλιού. Ένα ρούβλι υποδιαιρείται σε 100 καπίκια[71]. Όταν το παιχνίδι παίζεται με χρηματικό έπαθλο, το ποσό καθορίζεται για καθένα από τους ηττημένους ανάλογα με τον αριθμό των καπικιών που οφείλει και τη συμφωνηθείσα τιμή για κάθε καπίκι. Προφανώς κάποτε οι πληρωτέοι πόντοι υπολογίζονταν σε καπίκια και για τούτο παρέμεινε ο όρος. Από τον χαρτοπαικτικό αυτό όρο προήλθε χαρτοπαικτική φράση «πάω για λίγα καπίκια» = απαιτούνται ελάχιστοι πόντοι για να νικήσω, να τελειώσω το παιχνίδι[72], που ως κρητικός ιδιωτισμός σημαίνει «πνέω τα λοίσθια, είμαι ετοιμοθάνατος»: «Δεν τονε θωρώ καλά το γέρο… φαίνεταί μου πως πάει για λίγα καπίκια!». Από το σλαβ. καπίκι και την βενετσιάνικη κατάληξη –άδα προήλθε η λ. καπικάδα = το επί χρήμασι παιχνίδι της πρέφας.

                Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αφομοίωση της λέξης βίτσα, η (= το ευλύγιστο ραβδί) < σλαβ. vitsa[73], και τα παράγωγα της από τη κρητική διάλεκτο. Από την βίτσα με την προσθήκη του υποκοριστικού -άλιον > -άλι παράγεται το βιτσάλι (= η μικρή βίτσα). Από το υποκορισμένο βιτσάλι με την προσθήκη μιας δεύτερης υποκοριστικής κατάληξης -άκιον > -άκι παράγεται το βιτσαλάκι (= η πολύ μικρή βίτσα).

 

1.   Σα δαχτυλίδι η μέση σου, σα βίτσα το κορμί σου,

χαρά στο νιο που δα σταθεί γαμπρός για όνομί σου[74].

 

2.    «…κι ο κύρης τση την έδερνε μ’ ένα χρυσό βιτσάλι

τ’ αδέρφια και ξαδέρφια τζη με τσ’ ασημένιες βίτσες…»[75].

 

Από τη βίτσα παράγεται το ουσιαστικό βιτσά, η (το κτύπημα με τη βίτσα) και το ρήμα βιτσίζω, που σημαίνει χτυπώ με τη βίτσα, δέρνω με τη βίτσα.

 

«…παίζει βιτσά τ’ αλόγου ν-του στο σπίτι ν-του και πάει.

-Ώρα καλή, γυναίκα μου, μα είντα ‘καμες το Γιάννη;..»[76].

 

Το επίθετο βιτσάτος, η ο προσδιορίζει τον ευλύγιστο, το λεπτοκαμωμένος, το λιγνό, τον ψηλό και λεπτό, όχι όμως και ισχνό, τον ευθυτενή. Βιτσάτος άντρας, είναι ο ψηλός, λυγερόκορμος, ο ευλύγιστος, ο ομορφοφτιαγμένος άνδρας. Μια γυναίκα συχνά στις μαντινάδες παρομοιάζεται με βίτσα διαφόρων δέντρων και φυτών:

 

1.      Όλο τον κόσμο γύρεψα περβόλι και περβόλι,

να βρω μια βίτσα λεμονιά σαν το δικό σου μπόι[77].

 

2.      Βίτσα, κυπαρισσόβιτσα, ’που τον κυπαρισσώνα,

όποιος σε πάρει δε γερά ποτέ ντου στον αιώνα[78].

 

3.      Για σένα μαραθήκανε τα φύλλα τση καρδιάς μου,

απού ‘σταν εχωρίσαμε, αρισμαρόβιτσά μου[79].

 

Τελευταία αφήνω τη γνωστή μαντινάδα που την αποδίδουν στον Νίκο Ξυλούρη:

 

Αρισμαροβιτσόβεργα και διαμαντένια πέτρα,

πως ήθελ’ ανταμώσομε το μάτι μου εξεπέτα.

 

Ο κρητικός γλωσσοπλάστης δανείστηκε δυο ιταλικές λέξεις, τον αρισμαρή (< ιταλ. rosmarino), τη βέργα (< ιταλ. verga) και μια σλαβική, τη βίτσα (< σλαβ. vitsa), για να φτιάξει μια κρητική: την αρισμαροβιτσόβεργα[80].  

            Το παράδειγμα των λέξεων καπίκι και βίτσα επιβεβαιώνουν τη δυναμική της κρητικής διαλέκτου και ενισχύουν το διατυπωμένο  συμπέρασμα της έρευνάς μας: Όταν σε μια διάλεκτο, εν προκειμένω στην κρητική, δεν έχουν διαμορφωθεί διαλεκτικές λέξεις από επιρροή άλλων γλωσσών, που να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο ως διαλεκτικές και να μην εντάσσονται και στο γλωσσάρι της μητρίδος γλώσσας ή άλλων διαλέκτων, δύσκολα θα μπορέσει κάποιος να ισχυριστεί σοβαρά ότι αυτές βεβαιώνουν φυσική εθνοτική παρουσία. Η κρητική διάλεκτος έχει αφομοιώσει εκατοντάδες λέξεις ιταλοβενετσιάνικες ή αραβοτουρκικής προέλευσης, που είναι παντελώς άγνωστες στην κοινή ελληνική και σε άλλες τοπικές διαλέκτους ή ιδιώματα. Ανάλογες λέξεις, που με βεβαιότητα ανάγονται σε σλαβική ρίζα, δεν φαίνεται να υπάρχουν, γεγονός που επιτρέπει να αξιολογηθεί και να ερμηνευτεί σε ορθότερη βάση η ιστορικά τεκμηριωμένη, πλην όμως περιορισμένη, σλαβική παρουσία στην Κρήτη. Εξάλλου η διασπορά λίγων λέξεων μιας ξένης γλώσσας σε άλλες γλώσσες δεν μας επιτρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητη και την κατοχή των περιοχών στις οποίες υιοθετούνται. 

 

 

Abstract

In the Cretan dialectology there are words and names of places that are certainly associated with Slavic languages. In our research we are concerned with the Slavic words sclavus, tsipa, obor, vedro, zombrŭ, tsedilo, tsipa, копейки, vitsa. From the roots of these words derive words that are used in Cretan dialects. Greek and foreign scholars associate the names of places in Crete produced by the word σκλάβος with the natural presence of Slavs in Crete. However, observing the fact that the Slavic etymological words used in Crete do not exist exclusively in Cretan dialects , it is easier to assume that these are borrowings of the Greek language from the Slavic rather than remnants of the Slavic presence on the island. This would require a more massive Slavic presence, which is not historically documented.

στο: Μανόλης Γ. Βαρβούνης - Θανάσης Β. Κούγκουλος (επιμ.), Ελληνισμός και Βαλκάνια - αμφίδρομες σχέσεις: γλώσσα, ιστορία, λογοτεχνία, πολιτισμός (1453-2019). Πρακτικά 4ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών των Βαλκανικών Χωρών, Κομοτηνή 22-24 Νοεμβρίου 2019, τόμος Γ1΄ Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης - Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών - Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας - Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 13, 14, 15Α, 15Β) - Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022, σελ. 290-302


[1] Υπογραμμίζουμε εδώ ότι ο γράφων δεν γνωρίζει καμία σλαβική γλώσσα και ότι οι όποιες ετυμολογικές γνώσεις και αναφορές είναι προϊόν λεξικογραφικής έρευνας, τόσο στα έγκυρα λεξικά της κρητικής διαλέκτου, όσο και στα αντίστοιχα της ελληνικής.

[2] «Anno 934 Slavi Cretam ceterasque insulas invasere…», βλ. J. Land, Analecta Syriaca, τ. 1, Lugduni Batavorum 1862, σ. 115.

[3] «Εκπαντός τόπου ναυς και πλοία πολεμικά συναθροίσας μετά υγρού πυρός και εκλεκτού στρατοπέδου Θρακικών, Μακεδονικών και Σθαλαβησιάνων εις Κρήτην εκπέμψαι έδοξεν…», Theophanes Continuatus, Corpus scriptorium historiae Byzantinae, De provinciis regni byzantini, liber secundus, Bonnai Impensis Ed. Weberi, 1838, σ. 476, epistula critica, σ. XVII.

[4] J. Fine, When ethnicity did not matter in the Balkans, Ann Arbor 2009, σ. 113.

[5] Σ. Σπανάκης, «Francesco Moresini, Relazione, 1629», Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τ. 2, Ηράκλειο 1950, σσ. 57-58.

[6]Σ. Σπανάκης, «Η έκθεση του γενικού προβλεπτή Κρήτης Isepo Civran του 1639, Κρητικά Χρονικά, τ. 21 (1969), σ. 373.

[7] Π. Χαραλαμπάκης, Σλάβοι στην Κρήτη κατά το μεσαίωνα και τους πρώιμους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2016: Andys Publishers, σσ. 38-46.

[8] M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Vorwort von Hans Ditten, Berlin, 1941. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.promacedonia.org/en/mv/mv_3_22.htm (τελευταία πρόσβαση 11/11/2019).

[9] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τ. Β΄, Ηράκλειο 1991Α Γραφικές Τέχνες Γ. Δετοράκης Α.Ε.Β.Ε., σ. 724.

[10] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π. τ. Β΄, σ. 723.

[11] Χ. Τσικριτσή-Κατσιανάκη, «Συμπληρώματα στα Κρητικά τοπωνύμια», Τα Κρητικά τοπωνύμια, Πρακτικά Διήμερου Επιστημονικού Συνέδριου, τ. Β΄, Ρέθυμνο 2000: Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, σ. 284.

[12] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π., τ. Β΄, σ. 724.

[13] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π., τ. Β΄, σ. 724.

[14] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π., τ. Β΄, σ. 724. Ο Σπανάκης το συνδέει με το Σκλαβεροχώρι

[15] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π. τ. Β΄, σ. 724. Σ. Αποστολάκης, «Συμβολή στο τοπωνυμικό του Πελεκάνου», Τα Κρητικά τοπωνύμια, Πρακτικά Διήμερου Επιστημονικού Συνέδριου, τ. Α΄,  Ρέθυμνο 2000: Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, σσ. 78-79.

[16] Ν. Σταυρινίδης, «Ανέκδοτα έγγραφα της Τουρκοκρατίας εν Κρήτη», Κρητικά Χρονικά, τεύχ. 1 (1947), σ. 104.

[17] Μ. Βελεγράκη, «Το Μαλεβίζι στην αρχαιότητα. Αρχαιολογικοί χώροι και θέσεις της επαρχίας Μαλεβιζίου», Το Μαλεβίζι από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, χ.τ.ε. 1998: Οργανισμός Ανάπτυξης Μαλεβιζίου (ΟΡ.Α.ΜΑ) σσ. 50-61.

[18] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα. Ονομάτων επίσκεψις, Ηράκλειο 2013: Δήμος Ηρακλείου - Βικελαία Βιβλιοθήκη, σσ. 236, 239, 248.

[19] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π., σσ. 359, 362, 367.

[20] Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π., τ. Β΄, σ. 274.

[21] Προσωπικό αρχείο.

[22] Κ. Παπαδάκης, «Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και από 1/1/20011 Δήμου Αγίου Βασιλείου Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου» Έκδοση Διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου για την πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου, τ. Ε΄, Ρέθυμνο 2011, σσ. 601, 616.

[23] Ι. Βολανάκης, Τα τοπωνύμια της επαρχίας Αμαρίου, Ρέθυμνο 2009, σ. 90.

[24] Α. Μιχελογιαννάκη, Τοπωνύμια της Κρήτης, Σεργιάνι στη Βιάννο, Ηράκλειο 2006: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σ. 78, 83. «Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι ήταν τόπος συγκέντρωσης σκλάβων».

[25] Α. Μιχελογιαννάκη, Τοπωνύμια της Κρήτης,…, ό.π. σ. 107.

[26] Α. Μιχελογιαννάκη, Τοπωνύμια της Κρήτης,…, ό.π. σ. 157.

[27] Α. Μιχελογιαννάκη, Τοπωνύμια της Κρήτης,…, ό.π. σ. 157.

[28] Κ. Κόπακα etc. «Συμβολή στο τοπωνυμικό της Γαύδου και της Γαυδοπούλας», Τα Κρητικά τοπωνύμια, Πρακτικά Διήμερου Επιστημονικού Συνέδριου, τ. Α΄, Ρέθυμνο 2000: Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, σσ. 328-329.

[29] Ε. Γιακουμάκη, «Το μικροτοπωνυμικό της επαρχίας Κισσάμου Κρήτης», Λεξικογραφικόν Δελτίον, τ. ΙΣΤ (1986), σ. 129.

[30] Ν. Τωμαδάκης, «Συμβολή εις την Μελέτην των Σλαβικών, Αρμενικών και Τουρκικών εποικήσεων εν Κρήτη, Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. Β΄ (1939), σσ. 10-11. Χ. Τσικριτσή-Κατσιανάκη, «Συμπληρώματα στα Κρητικά τοπωνύμια»… ό.π., σ. 284.

[31] Απαντάται σήμερα στον Μύρτο Ιεράπετρας.

[32] Δ. Δημητριάδης – Δ. Δασκάλου, Κώδικας των Θυσιών. Ονόματα και δημευμένες περιουσίες των Χριστιανών αγωνιστών της Ανατολικής Κρήτης κατά την Επανάσταση του 1821, Ηράκλειο 2003: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης-Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σ. 167, 279, σημ. 154.

[33] Αναφέρουμε εδώ ως προσφάτως δημοσιευθείσα την εργασία της E. Kaczyńska, «Rozważania o domniemanym Slawizmiew dialekcie Kreteńskim języka Νowogreckiego», Roczniki Humanistyczne, tom LXIV, zeszyt 6 – 2016, σσ. 36-37.

Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://scholar.googleusercontent.com/scholar?q=cache:r-adtgCquckJ:scholar.google.com/+Vasmer+Die+Slaven+Kreta&hl=el&as_sdt=0,5 (τελευταία πρόσβαση 11/11/2019).

[34] A. Jeannarakis, Άσματα Κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών. Kretas volkslieder nebst distichen und sprichwortern in der ursprache mit glossar hrsg., Leipzig 1876: F. A. Brockhaus, σ. 107. Ε. Σπανδωνίδη, Κρητικά Τραγούδια, Σφακιανά Ριζίτικα, χ.τ.ε. 1935: Γκοβότσης, σ. 51. Ι. Παπαγρηγοράκης, Τα κρητικά ριζίτικα τραγούδια, τόμος Α, της Τάβλας και της Στράτας, Χανιά 1956-1957: ιδιωτική έκδοση, σ. 176. Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Αθήνα 19931, εκδ. Γνώση, Χανιά 20102, ιδιωτική έκδοση, σ. 457. Ν. Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών κρητικής διαλέκτου (περιοχής Σητείας), χ.τ.ε. 2002: Δήμος Σητείας, σ. 861.

[35] Ν. Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών …, ό.π., σ.681. Γ. Ροδανάκης, Ζάκρος, στην εσχατιά της Ευρώπης, χ.τ.ε. 2009: Εκδοτικός Όμιλος Ίων, σσ. 265-266.

[36] Ν. Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών …, ό.π., σ. 681.

[37] Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα,… ό.π., σ. 229.

[38] Ν. Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών…, ό.π., σ. 681.

[39] ΚΕΕΛ 1380 Β /1939, Μ. Λιουδάκη, Λαογραφική ύλη εκ Λασηθίου Κρήτης, συλλεγείσα κατά την εις Κρήτην αποστολήν υπό Μαρ. Λιουδάκη (Αύγουστος 1939), σσ. 64-65. Ι.  Παπαγρηγοράκης, Τα κρητικά ριζίτικα,…, ό.π., σ. 294-295. Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα,… ό.π., σ. 456.

[40] Γ. Σ. Σταματάκης (Κανάκης), Τα παιχνίδια μας…, χ.τ.ε αχρονολόγητο: Αντίλαλος, σσ. 176-178.

[41] Γ. Χατζιδάκις, Γλωσσικαί μελέται, εν Αθήναις 1901: Εκ του Τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, σ. 120.

[43] Ν. Π. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, Θε/νίκη 1983: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) σ. 327, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

[44] R. Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, τ. Β΄, Ηράκλειο 1994: Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ Κρήτης, σ. 66-67, όπου υπάρχουν και αναφορές στο Σούδα και το Στέφανο Βυζάντιο. Για τη θέση της Δουλόπολης βλ. Α. Βασιλάκης, Οι 147 πόλεις της αρχαίας Κρήτης, Μύστις, Ηράκλειο 2000, Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://www.creteisland.gr/el/crete/history/ancient/7-ancient-cities-of-crete (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019).

[45] , «Η ακριβής θέση της αρχαίας Δουλόπολης», εφ. Πατρίς, Ηράκλειο 12/4/2019. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: ttps://www.patris.gr/2019/04/12/i-akrivis-thesi-tis-archaias-doylopolis/ (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019).

[46] Ν. Π. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό …, ό.π., σ. 156.

[47]Α Κριάρης, Πλήρης συλλογή …, ό.π., σ. 283. Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα,… ό.π. , σσ. 44-45.

[48] A. Jeannarakis, Άσματα Κρητικά …, ό.π., σ. 126. Α. Κριάρης, Πλήρης συλλογή …, ό.π., σσ. 240-241. Ι.  Παπαγρηγοράκης, Τα κρητικά ριζίτικα,…, ό.π. σ. 230-231. Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα,… ό.π., σ. 177.

[49] Π. Βλαστός, Ο Γάμος εν Κρήτη, ήθη και έθιμα Κρητών συλλεχθέντα υπό Παύλου Γ. Βλαστού Κρητός, εν Αθήναις 1893: εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, σ. 105. Ι. Παπαγρηγοράκης, Τα κρητικά ριζίτικα,…, ό.π., σ. 227-228. Σ. Αποστολάκης, Ριζίτικα,… ό.π., σ. 172.

[50] Για τη χρήση του προσηγορικού ονόματος μνήμα + γενική ονόματος βλ. Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π., σσ. 176-177.

[51] «…Σε νταμπακέρα ολόχρουση βάνει το δαχτυλίδι / και με χαρά του δούλουν του στη χέρα του το δίδει…». Απόσπασμα από το τραγούδι του Σιόρ Τζανάκη, βλ. A. Jeannarakis, Άσματα Κρητικά…, ό.π., σ. 8-10, Α. Κριάρης, Πλήρης συλλογή Κρητικών…, ό.π., σ. 13-16. Α. Λενακάκης, Δημοτικά τραγούδια στη Μεσαρά, Μεσαρίτικα λαογραφικά 1, Συμβολή στην κρητική παράδοσης, Μοίρες 2007: Αντίλαλος, σ. 194.

[52] H. Dittmaier, Rheinische Flurnamen, Bonn 1963, σσ. 363-378. Χ. Χαραλαμπάκης, «Προβλήματα κατηγοριοποίησης των τοπωνυμίων», Τα Κρητικά τοπωνύμια, Πρακτικά Διήμερου Επιστημονικού Συνέδριου, τ. Β΄, Ρέθυμνο 2000: Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, σσ. 351-353.

[53] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π. σσ. 98-101.

[54] Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:  https://el.wikipedia.org/wiki/  (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019) 1

[55] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1981, σ. 1991.

[56]Α. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Δ έκδοση, Ηράκλειο 2009, σ. 676.

[57]Σ. Κουβάτσος, «Η φραγκοσυκιά», Χανιώτικα Νέα, Διαδρομές, 12/8/2017, σ. 8/36.

[59] Δ. Δημητράκος, Μέγα Λεξικόν…, ό.π., τ. 14, σ. 7324.

[60] Α. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό…, ό.π., σ. 667. Γιάννης Κριτσωτάκης, Στειακό λεξιλόγιο, Μαρωνιά Σητείας Κρήτης 2013: ιδιωτική έκδοση, σ. 913.

[61] Κατά τον Μπαμπινιώτη από το Zonbrŭ, βλ. Γ. Μπαμπινιώτης , Λεξικό…, ό.π., σ. 715.

[62]Π. Κοντομίχης, Λεξικό Λευκαδίτικου ιδιώματος. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:  https://lexikolefkadas.gr/ovoros-o-ke- (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019). Λέξεις που χάνονται και από το Γρεβενίτι. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://greveniti.blogspot.com/2014/04/blog-post_12.html (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019). Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.zervati.gr/lex/p3.html (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019). Tο Academic Dictionaries and Encyclopedias, εντάσσει στην νεοελληνική γλώσσα εκτός από τη λ, οβορός, βορός και τη λ. αλογοβορός = ο στάβλος αλόγων. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://greek_greek.enacademic.com/113373/ (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019).

[63] Μ. Λιουδάκι Λαογραφικά Κρήτης, Μαντινάδες, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1936, σελ. 256, αρ. 99.

[64] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π., σ. 63.

[65] Πληροφορίες για τους οικισμούς βλ. Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά…, ό.π., τ. Α, σσ. 195-197.

[66] Α. Λενακάκης, «Τοπωνυμική μελέτη του οικισμών Βορίζα, Λαλουμά και Μεσίσκλι Ηρακλείου», Παλίμψηστον, τ. 34 (2017), σσ. 54-55.

[67] Δ. Δημητράκος, Μέγα Λεξικόν…, τ. 3, ό.π., σ. 1381.

[68] Τυχαία επιλογή διαλόγου στο διαδίκτυο. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://www.parentscafe.gr/forum/topic/127-cafe-aygoystos-2009/page/592/ (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019)

[69]Γ. Ατζολετάκη, Η φίλη σου Ροζαλία, Ιωλκός, σ. 411.

[70] Α. Λενακάκης, «Η Κρήτη ως τόπος συνάντησης γλωσσών. Γλωσσικά συναπαντήματα στον κρητικό λαϊκό λόγο», στον τ. Μα ‘σά μυρίζει ο φρόνιμος βαρσάμια δε μυρίζουν. Εγκώμιον Σταμάτη Αποστολάκη, επιμ. Χ. Στρατιδάκης, Χανιά 2019, σσ. 205-206 .

[71] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό…, ό.π., σ. 941.

[72]Νικητής στο παιχνίδι είναι αυτός που μηδενίζει και την κάσα και δεν «χρωστάει» καπίκια.

[73] Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ήρθησαν από έγκριτους σλαβόγλωσσους νεοελληνιστές αμφιβολίες για τη σύνδεση της λ. βίτσα με σλαβική ρίζα. Εντούτοις τα ελληνικά λεξικά ερμηνεύουν: βίτσα < σλαβ. vitsa < λατ. viteus, -a, um, < vitis, -is = αμπέλι, βλ. 1) Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό…, ό.π., σ. 374. 2) Ελληνικό Λεξικό, τ. 3, Ζ΄ έκδοση εκτός εμπορίου για την Ελευθεροτυπία (αχρονολόγητο): Τεγόπουλος-Φυτράκης, σ. 151. 3) Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, τ. 3ος, Αθήνα 2013: Πάπυρος,  σ. 84-85. 4) Ν. Π. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό…, ό.π., σ. 54, ο οποίος παραπέμπει στον G. Mayer, N.S. 2, 18.  Μόνο το el.wiktionary.org. υποστηρίζει ότι παράγεται από τη σλαβική veja. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https:// el.wiktionary.org. (τελευταία πρόσβαση 12/12/2019).

[74] Μ. Λιουδάκι Λαογραφικά Κρήτης,…, ό.π., σ. 9, αρ. 5.

[75] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π. σ. 200.

[76] Α. Λενακάκης, Πυργιώτισσα…, ό.π. σ. 92.

[77] Μ. Λιουδάκι, Λαογραφικά Κρήτης,…, ό.π., σ. 112, αρ. 4.

[78] Μ. Λιουδάκι, Λαογραφικά Κρήτης,…, ό.π., σ. 10, αρ. 7.

[79] Μ. Λιουδάκι, Λαογραφικά Κρήτης,..., ό.π., σ. 199, αρ. 102.

[80] Α. Λενακάκης, «Η Κρήτη ως τόπος συνάντησης γλωσσών…, ό.π., σ. 196.

Δεν υπάρχουν σχόλια: